«ΥΜΕΙΣ
ΕΣΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Γενικὸς ἀναβρασμὸς στὴν πατρίδα μας καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο γενικότερα ὀξύτατα κοινωνικὰ προβλήματα, οἰκονομικὴ κρίση, ὑγειονομικὴ κρίση, ἀπειλὲς πολέμου, πολεμικὲς συρράξεις, πεῖνα, φτώχεια καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ βυθίζουν τοὺς λαοὺς στὴ δυστυχία. Δὲν ὑπάρχει σταθερότητα καὶ ἀσφάλεια πουθενά. Καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, χάθηκε καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἄν δὲν εἶναι εἰδωλοτάτρες, ἔχουν θεοποιήσει τὰ πάθη τους καὶ τοὺς ἑαυτούς τους, πάντα μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι θὰ πετύχουν τὴν εὐτυχία.
Πολλοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι μὲ τὴ χρήση τῆς ἐντυπωσιακῆς τεχνολογίας ὅλα τὰ ὄνειρά
τους θὰ γίνουν πραγματικότητα! Σὲ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ τὴν πνευματικὴ καθίζηση
μεγάλο μερίδιο εὐθύνης ἔχουν οἱ διάφοροι ἐπιστήμονες, ποὺ τρελαίνονται νὰ βγοῦν
στὸ γυαλὶ τῆς τηλεόρασης, γιὰ νὰ λύσουν μὲ προκλητικὴ εὐκολία ὅλα τὰ προβλήματα
τοῦ κόσμου καὶ νὰ διαμορφώσουν στὸ λαὸ τὴν νοοτροπία τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον
ἀποθνήσκομεν». Δὲν μιλοῦν ποτὲ γιὰ ἦθος, γιὰ παιδεία, γιὰ πίστη στὸ Θεό, γιὰ
καθήκοντα καὶ ἐντολές. Γι᾽αὐτοὺς μόνο ἡ ἐπιστήμη σώζει καὶ μόνο ὁ πολιτισμὸς ἀνυψώνει,
παρόλο ποὺ οἱ ἐργάτες του εἶναι βυθισμένοι στὸ δυσῶδες τέλμα τῆς ἁμαρτίας
συντροφιὰ μὲ τοὺς βατράχους ποὺ κράζουν ἐπίμονα καὶ ἐνοχλητικά.
Ἴσως κάποιος διαφωνήσει μαζί μου, λέγοντάς μου ὅτι ὑπάρχουν
καὶ οἱ ἐξαιρέσεις. Προφανῶς καὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ βρίσκονται στὸ περιθώριο καὶ δὲν
εἶναι συμπαθεῖς στοὺς ἰσχυροὺς τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, γιατὶ εἶναι ἀνατρεπτικοὶ
καὶ δύσκολα ἀντιμετωπίζονται μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν «σοφῶν» τοῦ κόσμου. Ὡστόσο,
αὐτοὶ εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅτι δὲν χάθηκαν ὅλα ὁριστικὰ καὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ξαναβροῦν τὸν προορισμό τους καὶ θὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀληθινὴ
ζωή, ποὺ τώρα δυστυχῶς φανάζει σὰν οὐτοπία.
Μέσα σ᾽αὐτὴ τὴν κοινωνία ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση
τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ; Πρέπει νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς κοινωνίας ἤ ἐκτός; Νὰ ἐνδιαφέρεται
καὶ νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ στοὺς διάφορους τομεῖς ἤ νὰ εἶναι ἀδιάφορος καὶ νὰ ἔχει
στραμμένο τὸ νοῦ του μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς οἰκείους του; Ἡ ἀπάντηση εἶναι
ὅτι ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ δραστηριοποιεῖται στὴν κοινωνία, πέρα ἀπὸ τὴν ἐπαγγελαματική
του ἀπασχόληση, νὰ ἀγαθοποιεῖ, νὰ παραδειγματίζει, νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ καὶ τὴ
λύπη τῶν ἀδελφῶν του καὶ νὰ ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη του πρὸς αὐτούς, μὲ ὅσες
δυνατότητες ἔχει καὶ ὅσα μέσα διαθέττει. Παράλληλα μένει ἀμέτοχος στὸν ἁμαρτωλὸ
τρόπο ζωῆς τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα τῆς κοινωνίας
καὶ προπαντὸς τὴν νοοτροπία ἐκείνων ποὺ ἀγνοοῦν ἤ ἀρνοῦνται τὸ Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές
του. Τὰ συναισθήματά του εἶναι ποικίλα καὶ ἐναλλασσόμενα, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι
βιώνουν διάφορες καταστάσεις. Ἄλλοι εἶναι σκληροὶ καὶ ἐπιθετικοὶ ἀπέναντι στοὺς
χριστιανούς, ἄλλοι εἶναι ἀδιάφοροι καὶ ἤπιοι καὶ ἄλλοι εἶναι καλοπροαίρετοι καὶ
ἀνοιχτοὶ στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι, ὡστόσο,
οἱ ἄνθρωποι χωροῦν στὴν καρδιὰ τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ καὶ καλύπτονται ἀπὸ τὴ
γενικὴ ἀγάπη του. Ἀκόμα καὶ οἱ ἐχθροί του!
Ὅμως πρέπει νὰ δοῦμε τὴ πραγματικότητα καὶ νὰ δεχτοῦμε
ὅτι οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ εἶναι λίγοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς χάνονται σὲ
δευτερεύοντα θέματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμιὰ πνευματικὴ ἀξία. Πιστεύουν, γιὰ
παράδειγμα, σὲ φῆμες καὶ διαδόσεις καὶ παρασύρονται ἀπὸ «πληροφορίες», ἀποδεχόμενοι
φανταστικὲς διηγήσεις, ποὺ ἀποδίδονται συνήθως σὲ γνωστοὺς ἐνάρετους κληρικοὺς
καὶ μοναχοὺς καὶ δημιουργοῦν προβλήματα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, συγχέοντας τὶς
πνευματικὲς ἐμπειρίες μὲ τὶς «προφητεῖες» γιὰ μελλούμενα δεινά, ποὺ μᾶς
περιμένουν καὶ μάλιστα σὲ συγκεκριμένες ἡμερομηνίες! Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπομακρύνονται
ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς δικῆς τους προσωπικῆς
ζωῆς . Ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ τὰ χριστιανικά τους
καθήκονα, ἐπιδίδονται σὲ ἀτέλειωτες συζητήσεις γιὰ τὸ κοντινὸ ἀλλὰ καὶ τὸ
μακρινὸ μέλλον καὶ ἀφήνουν τὸ παρὸν νὰ περνάει μὲ ραθυμία καὶ παράλογη
περιέργεια γιὰ τὸ τὶ συμβαίνει ἤ τὶ θὰ συμβεῖ στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ μάλιστα, ὁμάδες
– ὁμάδες, ἐπισκέπτονται διαφόρους γέροντες καὶ ζητοῦν ἀπαντήσεις στοὺς
προβληματισμούς τους. Ρωτοῦν γιὰ ἀπίθανα πράγματα καὶ περιμένουν τὶς ἄνωθεν «ἀποκαλύψεις»
τῶν γερόντων. Προφανῶς πρόκειται γιὰ πλάνη καὶ πρέπει νὰ σταματήσει. Σ᾽αὐτὸ
πρέπει νὰ συμβάλλουν καὶ οἱ πρόθυμοι «προφῆτες». Νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ καὶ νὰ
μὴ ποτίζουν τοὺς ἐπισκέπτες τους μὲ θολὰ νερά, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν
πνευματική τους ὐγεία.
Ἀρκετοὶ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι οἰ ἐνάρετοι γέροντες
μποροῦν νὰ δώσουν ὀρθὲς λύσεις σὲ ὅλα τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ στὰ
προσωπικὰ τοῦ καθενός, γι᾽αὐτὸ ἀπευθύνονται συνεχῶς σ᾽αὐτούς. Θὰ ἔλεγα ὅτι
χρησιμοποιοῦν τοὺς γέροντες ὅπως τὸ μαγνητόφωνο, ποὺ πατᾶμε ἕνα κουμπί, γιὰ νὰ
πεῖ αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ ἀκούσουμε. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι καὶ οἱ γέροντες ἔχουν τὶς
ἀπόψεις τους, οἱ ὁποῖες διαμορφώνονται ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ δέχονται, ἀπὸ τὴ
μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὰ ἀπὸ τὴν πνευματική τους ἐμπειρία. Ὅλα αὐτὰ
ὅμως δὲν τοὺς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ προφητεύουν ἤ νὰ ἀποκαλύπτουν τὸ σχέδιο
τοῦ Θεοῦ γιὰ πρόσωπα ἤ καταστάσεις. Τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει ἕνας γέροντας δὲν εἶναι
διαρκές, ἀλλὰ ἔκτακτο καὶ τὸ δίνει ὁ Χριστός, ὅταν πρέπει νὰ φανερώσει κάτι σ᾽ἕνα
ἄνθρωπο ἤ σὲ μιὰ ὁλόκληρη περιοχὴ ἤ καὶ στὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἀκόμα. Σὲ ὅλες
τὶς περιπτώσεις ὅμως γιὰ καθαρὰ πνευματικοὺς λόγους. Οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ
σέβονται τοὺς γέροντες καὶ νὰ μὴ ἐπιμένουν στὶς παράλογες ἐρωτήσεις τους, γιατὶ
τοὺς παρασέρνουν σὲ ἐσφαλμένες ἀπαντήσεις καὶ οὐσιαστικὰ τοὺς μειώνουν στὴ
συνείδηση τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ.
Σημειώνουμε ἐδῶ μιὰ χαρακτηριστικὴ περίπτωση. Ὅταν πρὸ
ἐτῶν ἕνας νεαρὸς πολιτικὸς εἶχε δηλώσει δημοσίως ὅτι εἶναι ἄθεος – καὶ ἀποδεικνυόταν
αὐτὸ ἀπὸ τὶς προσωπικὲς του ἐπιλογὲς – καὶ ἔγινε πρωθυπουργός, ἕνας ἀξιωματοῦχος
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι τὸν γνώριζαν
καὶ συνεργάζοταν μαζί του, μᾶς διαβεβαίωναν ὅτι τὸν ἔβαλαν στὸ δρόμο τῆς
Δαμασκοῦ καὶ σὲ λίγο θὰ δοῦμε τὴν καλὴ ἀλλοίωσή του. Δηλαδή, θὰ συμβεῖ στὸν ἄθεο
πρωθυπουργό, ὅτι εἶχε συμβεῖ στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ σκληρὸς διώκτης
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε μέγιστος ἀπόστολος. Πέρασε ὁ καιρὸς καὶ ὁ
πολιτικὸς παράμεινε ἄθεος. Δὲν ἔγινε τελικὰ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ!
Ὁ γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, σύμφωνα μὲ τὴν
καταγραφὴ ἑνὸς πνευματικοῦ του τέκνου, «ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε ὅτι οἱ
δυνατότητες τοῦ καθενὸς εἶναι περιορισμένες. Σὲ κάθε ζήτημα ἔδινε λύσεις, ὅπως ὁ
Θεὸς τὸν φώτιζε. Φυσικά, χρησιμοποιοῦσε καὶ τὰ νοητικά του προσόντα καὶ
κατεύθυνε μὲ σύνεση τὰ πρόσωπα, ποὺ βρίσκονταν κοντά του καὶ ζητοῦσαν τὴ
βοήθειά του. Δὲν ἐνεθάρρυνε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ψάχνουν μετὰ μανίας νὰ βρίσκουν
μεγάλους γεροντάδες, ἔτσι χάριν ἱκανοποιήσεως τῆς νοσηρῆς περιεργείας τους, γιὰ
νὰ μάθουν τὰ μέλλοντα ἤ τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς τους».
Ὁ χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ εἶναι εὐκολόπιστος οὔτε καὶ
νὰ ἀποφασίζει γιὰ πνευματικὰ θέματα μὲ ἀφέλεια καὶ ἐπιπολαιότηα. Πρέπει νὰ
βάζει κάτω τὴ λογική, νὰ εἶνα μετριοπαθὴς καὶ νὰ ἐλπίζει γιὰ τὸ καλύτερο,
προσευχόμενος ταπεινὰ καὶ μὲ ὑπομονή.
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου