19 Απρ 2021

Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στη Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822-1828 (Β΄ Μέρος)

 

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΧΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ 1566  ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1822 - 1828

Οι αρπακτικές διαθέσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και η λεηλασία και πυρπόλησή τους από τους Τούρκους

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

2ο μέρος

Άλλοι περιηγητές του 18ου αιώνα

            Ο Άγγλος περιηγητής και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Richard Pococke (1704 – 1760), ο οποίος επισκέφθηκε τη Νέα Μονή το 1738 – 1739, γράφοντας αργότερα στο έργο του «Description of the East», αναφέρθηκε με θαυμασμό στη βιβλιοθήκη της. Όσον αφορά το ερώτημα αν ήταν ή όχι κατανοητό το περιεχόμενο των αρχαίων χειρογράφων της στους μοναχούς, ως απάντηση μπορεί να δοθεί το ακόλουθο σχόλιό του: « εν τω μοναστηρίω της  Νέας Μονής και εν τη πόλει διδάσκουσι τα αρχαία ελληνικά γράμματα ιερείς, οι εννοούντες δε ταύτα υπολαμβάνονται  ομιλούντες άριστα την νέαν  ελληνικήν συνήθως χρώμενοι αρχαίας λέξεσιν»81.

     Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (Vasily Barsky)82  επισκέφθηκε αλλά και διέμεινε στη Μονή στα τέλη του 1743. Ο μοναχός Βασίλι Μπάρσκι σε αντίθεση με τον Eneman χαρακτηρίζει τους Νεαμονησίους μοναχούς όχι απλά ολιγογράμματους, αλλά τόσο αμόρφωτους, που να είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας της παντελούς ελλείψεως μορφώσεως των μοναχών, τα χειρόγραφα έχουν εγκαταλειφθεί στη φθορά και παραμένουν αχρησιμοποίητα83. Την ίδια γνώμη για την κατάσταση των χειρογράφων είχε το 1757 και ο Ολλανδός διπλωμάτης και περιηγητής  Johan Aegidius van Egmont84.

Ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος

Το 1802 ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος παρακλήθηκε να αναλάβει την Ηγουμενεία της Μονής σε μια δύσκολη εποχή γι’ αυτήν. Η Νέα Μονή καλούνταν να πληρώσει πρόστιμο 600.000 γρόσια στις Οθωμανικές αρχές, για την μεταστροφή στον Χριστιανισμό δυο γυναικών που ήταν Μουσουλμάνες. Ανεκτίμητο υπήρξε το έργο του Οσίου Νικηφόρου και το πνευματικό, αλλά και το οργανωτικό. Δυστυχώς δεν διασώζεται κάποια πληροφορία από τον ίδιο που να αφορά άμεσα τη βιβλιοθήκη της Μονής. Όμως για να συντάξει το ιδιαιτέρως σημαντικό έργο του «Η θεία και ιερά ακολουθία των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ των κτητόρων της Νέας Μονής … η τε ιστορία της Μονής και θαύματα τινα παράδοξα παρά της Θεομήτορος τελεσθέντα», είχε ως πολύτιμο βοήθημα τη βιογραφία των τριών Οσίων. Επρόκειτο για ένα αχρονολόγητο κείμενο που η τότε μορφή του ανάγεται από τους ειδικούς στις αρχές του 16ου αιώνα, αλλά σίγουρα βασίζεται σε παλαιότερο κείμενο. Αυτόν τον Βίο, του « Ελληνικού υπομνήματος», τον συμπεριέλαβε ο  Όσιος μέσα στο κείμενο του βιβλίου του85. Το χειρόγραφο που διηγιόταν τον Βίο των Οσίων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, προφανώς θα συγκαταλεγόταν στα εναποκείμενα στη Νεαμονήσια βιβλιοθήκη. Θα ήταν παράδοξο να πιστέψουμε ότι οι μοναχοί της θα είχαν παραβλέψει να θησαυρίσουν σ’ αυτήν χειρόγραφα έργα που αφορούσαν τους Οσίους της Μονής τους. Επίσης ο  Όσιος Νικηφόρος συμπεριέλαβε στο κείμενο του έργου του και τμήματα από τα κείμενα των χρυσοβούλλων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, που φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη ή στο Σκευοφυλάκιο της Μονής και κανείς μέχρι τότε δεν τα είχε καταγράψει86. Το βιβλίο του το ολοκλήρωσε τον Οκτώβριο του 1802 και τυπώθηκε στη Βενετία το 1804. Σε μόλις 18 χρόνια από την κυκλοφορία του τα χρυσόβουλλα αυτά και το χειρόγραφο της βιογραφίας των τριών Οσίων κάηκαν από τους εμπρησμούς των Τούρκων.

Ο Εθνομάρτυς Μητροπολίτης Χίου Πλάτων για τη Νεαμονήσια βιβλιοθήκη

            Σημαντική είναι η μαρτυρία του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος, ο οποίος απευθυνόμενος το 1820 στον Γάλλο περιηγητή Marie Louis comte de Marcellus87 και αναφερόμενος στη Νέα Μονή είπε: «Η βιβλιοθήκη (αυτής) υπερπλήρης από έργα θεολογικά, δια τους φίλους του Ομήρου ουδέποτε θα θεωρηθή ίση προς τη συλλογήν των βιβλίων του γυμνασίου»88. Ο Πλάτων αφενός βεβαιώνει ότι ο κύριος όγκος του περιεχομένου της Νεαμονικής βιβλιοθήκης είναι θεολογικά έργα και αυτά είναι σημαντικά σε αριθμό, αφού την χαρακτηρίζει υπερπλήρη. Αλλά αφετέρου σε αυτήν υπάρχουν και μη εκκλησιαστικά έργα, τα οποία είναι αρκετά σε αριθμό. Η σύγκρισή της με τη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Χίου, η οποία τότε αριθμούσε 12.000 τόμους – έστω κι αν την αποδεικνύει κατώτερη τουλάχιστον στα έργα της θύραθεν γραμματείας – αποκαλύπτει ότι παρόλα αυτά επρόκειτο για μια αξιόλογη μοναστηριακή βιβλιοθήκη. Εδώ να σημειωθεί ότι ο Μητροπολίτης Πλάτων υπήρξε ένας λόγιος ιεράρχης, συνεπώς η κριτική του αυτή διαθέτει το ανάλογο κύρος ενός ανθρώπου που είχε εντρυφήσει και στις δύο βιβλιοθήκες κι άρα εγνώριζε εξ ιδίας πείρας την αξία και το περιεχόμενό τους.   

Η  λεηλασία και καταστροφή της Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης το 1822

            Μαρτυρία που επιβεβαιώνει ότι δεν απέμεινε τίποτε από τη βιβλιοθήκη της, τουλάχιστον στον χώρο της Μονής, μετά τις τουρκικές φρικαλεότητες του 1822, έχουμε την παρακάτω. Αυτή ανήκει στον Χίο επίσκοπο Μυριοφύτου και Περιστάσεως Γρηγόριο Φωτεινό (1811-1900), ο οποίος υπήρξε αδελφός της Νέας Μονής και ηγούμενός της το 1857 και το 1863 - 1864. Γράφει λοιπόν για τα τραγικά συμβάντα στη Νέα Μονή κατά τη σφαγή του 1822: «Κατ’ αυτήν κατεστράφη και η Νέα Μονή, εκάησαν αι οικίαι αυτής, ηρπάγησαν τα σκεύη αυτής, απώλοντο τα βιβλία αυτής, ηλλοιώθησαν τα προνόμια αυτής, εξηφανίσθησαν αυτής και χρυσόβουλλα και σιγίλια και κώδικες και κτηματολόγια»89. Επίσης σημειώνει ο λόγιος ιεράρχης ότι παρά τις προσπάθειες «ουδέν εύρομεν των χρυσοβούλλων ή των σιγιλλίων των παλαιών ή των χειρογράφων εκείνων των εν μεμβράναις, εξ ων έβριθεν η μονή»90. Το μόνο που κατάφερε να ανεύρει ο Γρηγόριος Φωτεινός ήταν μερικοί χειρόγραφοι Κώδικες, στους οποίους καταγράφονταν πράξεις της Μονής. Αυτοί, αν και δεν είχαν πειραχθεί από την πυρπόληση, ήταν σε αθλία κατάσταση από την εγκατάλειψή τους επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες91.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του φιλέλληνα Γάλλου αξιωματικού Jean Fransois Maxime Raybaud (Ζαν Φρανσουά Μαξίμου Ρεμπώ)92 : «Περισσότεροι δε των δεκαπέντε ημίονοι φορτωμένοι με ιερά και πολύτιμα σκεύη έφεραν εις το βάθος της Ασίας τας τελευταίας προσφοράς της Χριστιανικής φιλανθρωπίας»93. Άγνωστο είναι αν μεταξύ των πολυτίμων αυτών υπήρχαν και κάποια εκ της βιβλιοθήκης προερχόμενα. Πιθανότερο φαίνεται να μπήκαν στα κιβώτια, που μετέφεραν οι ημίονοι, κάποια χειρόγραφα Ευαγγέλια από το σκευοφυλάκιο, εξαιτίας των πολυτίμων καλυμμάτων τους.

Η αμάθεια κι ο θρησκευτικός φανατισμός των Τούρκων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια να πιστέψουμε ότι θα μετέφεραν όλα τα χειρόγραφα και τα βιβλία της βιβλιοθήκης έξω από τον χώρο της πριν τον πυρπολήσουν. Αλλά κι αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί τελείως, αν σκεφθούμε το εξής: από τους εκατοντάδες Τούρκους που λεηλατούσαν, αρκετοί μη βρίσκοντας κάτι πολυτιμότερο ν’ αρπάξουν ίσως αναγκάσθηκαν να περιορισθούν στο να αφαιρέσουν κάποιους τόμους με την ελπίδα να τους πουλήσουν σε Έλληνες εκτός της Χίου. Θα πρέπει να θεωρούμε όμως βέβαιο ότι το μεγαλύτερο μέρος χειρογράφων και βιβλίων πρέπει να αποτεφρώθηκαν στον χώρο φύλαξής τους.    

Γενικά περί του χώρου της βιβλιοθήκης, του βιβλιοφύλακος, της καταστάσεως των χειρογράφων και άλλες σχετικές πληροφορίες

            Η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής στεγαζόταν στον Πύργο – ο οποίος υψώνεται έως σήμερα στο δυτικό άκρο του υψηλού τοίχου που την περιβάλει – και ανάγεται είτε στον 11ο αιώνα ή κατά άλλες απόψεις στον 14ο αιώνα. Ήταν κτισμένος κατά τον συνήθη τύπο των αμυντικών βυζαντινών μοναστηριακών πύργων χωρίς άνοιγμα εισόδου στο ισόγειο και με τοξοθυρίδες και παράθυρα στους δύο ορόφους, αφού η αρχική του χρήση ήταν να προστατεύει τους μοναχούς από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές. Στην ανατολική πλευρά του πρώτου ορόφου υπήρχε η αρχική θύρα του Πύργου, ενώ μία δεύτερη ορθογώνια διανοίχθηκε όταν ο χώρος λειτούργησε και ως βιβλιοθήκη94.

            Η στέγαση της βιβλιοθήκης στον Πύργο σίγουρα ήταν απόρροια των δύσκολων εποχών της Γενουατοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Έμμεσα όμως αποκαλύπτει και το ζωηρό ενδιαφέρον των Νεαμονησίων μοναχών για τη διαφύλαξη της βιβλιοθήκης τους, καθώς ο Πύργος ήταν το οχυρότερο και το πιο ασφαλισμένο τμήμα της Μονής. Στον πρώτο όροφο ήταν εγκατεστημένη η βιβλιοθήκη, καθώς πιθανότατα λόγω του βάρους της έπρεπε να βρίσκεται χαμηλά. Ο πρώτος όροφος στηρίζεται στην ημικυλινδρική καμάρα του ισογείου και συνεπώς μπορούσε να φέρει το βάρος που προϋποθέτει μία μεγάλη συλλογή βιβλίων. Το δάπεδο του πρώτου ορόφου είναι στρωμένο με πλακοειδείς λίθους, που θα έκανε ασφαλέστερο τον χώρο από κίνδυνο πυρκαγιάς απ’ ότι ένα ξύλινο δάπεδο. Ο χώρος αποτελούσε ένα ενιαίο δωμάτιο, το οποίο ήταν περίπου 50-60 τετραγωνικά. Στον δεύτερο όροφο, που δεν σώζεται σήμερα, ήταν το Σκευοφυλάκιο, δηλαδή ο χώρος φύλαξης των πολύτιμων ιερών σκευών και αμφίων. Συνεπώς από τα παραπάνω φαίνεται η σημασία που έδινε η Ορθόδοξη μοναστική κοινότητα στη διαφύλαξη και ασφάλιση των βιβλίων, χειρογράφων και εντύπων. Η χρησιμοποίηση του Πύργου ως χώρου φυλάξεως βιβλίων δεν ήταν κάποια Χιακή πρωτοτυπία, αλλά μία συνηθισμένη πρακτική στα περισσότερα Ορθόδοξα μοναστήρια. Έως τις ημέρες μας διατηρούνται αρκετές βιβλιοθήκες στεγασμένες στον αμυντικό Πύργο της Μονής τους, όπως συμβαίνει σε αρκετές Μονές του Αγίου Όρους.

            Μέχρι και το πέρασμα του Vasily Barsky στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα από τη Νέα Μονή ο Πύργος εξακολουθούσε να στεγάζει τη βιβλιοθήκη. Όμως κατά τη μαρτυρία του  Οσίου Νικηφόρου του Χίου ( + 1750 – 1821) στο προαναφερθέν έργο του, το οποίο ολοκλήρωσε τον Οκτώβριο του 1802, αλλά εκδόθηκε το 1804, ο Πύργος στην εποχή του ήταν χωρίς καμία χρήση και έρημος95. Συνεπώς, αφού κατά την παραπάνω μαρτυρία του Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνος, το 1820 συνέχιζε να υπάρχει βιβλιοθήκη, αυτό σημαίνει ότι ίσως στα τέλη του 18ου αιώνα μεταφέρθηκε σε άλλο καταλληλότερο, φωτεινότερο, νεώτερο και πιο ευρύχωρο κτίσμα εντός του Μοναστηριού. Εκεί παρέμεινε μέχρι την πυρπόληση και ολοκληρωτική καταστροφή της από τους Τούρκους το 1822.

Με βάση τα κείμενα περιηγητών του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, όπως του Σουηδού Michael Eneman, που βρέθηκε στη Χίο κατά τα έτη 1711-1712, γνωρίζουμε ότι μεταξύ των διακονημάτων, που συνήθως υπάρχουν σε κάθε Ορθόδοξη μονή, υπήρχε και στη Νέα Μονή το διακόνημα του Βιβλιοφύλακος, αλλιώς και Κασετάριου, το οποίο και κατατάσσεται ως δέκατο στην ιεραρχική τάξη της96. Την ύπαρξη Βιβλιοθηκαρίου, δηλαδή μοναχού επιφορτισμένου με τη φροντίδα της βιβλιοθήκης αναφέρει το 1729 και ο Αββάς Μιχαήλ Fourmont.

            Αντιγραφές χειρογράφων πρέπει να έγιναν στον χώρο της Νέας Μονής. Πέραν του προαναφερθέντος κώδικα του ηγουμένου Γερασίμου, άλλες αποδείξεις που αποδεικνύουν την ύπαρξη αντιγραφέων στη Μονή είναι και οι εξής: α) Ο κώδικας με χρονολογία 1072, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Βατικανό, και τον έγραψε ο μοναχός Αθανάσιος «εις την Ναίαν Μο(νήν) την υπεραγίαν Θεοτόκον». Αν και ο καθηγητής Χ. Μπούρας διατυπώνει την επιφύλαξή του για το αν πρόκειται για τη Χιακή Μονή ή κάποια άλλη ομώνυμή της97. β) Τα αντίγραφα των Αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων, τα οποία εντόπισε το 1866 ο Γρηγόριος Φωτεινός στο Μονύδριο του Προφήτου Ηλιού στη Μεγάλη Πλάκκα στη Σάμο, που αποτελούσε Νεαμονικό Μετόχιο. Αυτά ήταν χειρόγραφα του 17ου αιώνα, που προφανώς μεταφέρθηκαν στη Σάμο αφού αντιγράφθηκαν από τα πρωτότυπα, που διατηρούνταν στη Νέα Μονή μέχρι το 1822 και τα εξαφάνισε η τουρκική θηριωδία.

Αφού η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής είχε τουλάχιστον 132 χειρόγραφους κώδικες σύμφωνα με τον κατάλογο του Fourmont, θα πρέπει να είχε σίγουρα και κάποιες εκατοντάδες εντύπων βιβλίων. Για την ύπαρξη και εντύπων τόμων έχουμε δυο μαρτυρίες. Η πρώτη είναι από τον Α. Galland το 1680, ο οποίος, όταν παραπονέθηκε στον ηγούμενο, για απόκρυψη χειρογράφων, εκείνος τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι στον Πύργο δεν υπήρχαν παρά μόνο κοινά βιβλία, προφανώς εννοώντας τα έντυπα βιβλία της βιβλιοθήκης. Η δεύτερη είναι η προαναφερθείσα μαρτυρία του Μητροπολίτου Πλάτωνος: «Η βιβλιοθήκη (είναι) υπερπλήρης από έργα θεολογικά». Συμπεραίνουμε λοιπόν από αυτή ότι δεν μπορούσε να αναφέρεται μόνο στα χειρόγραφα. Συνεπώς μαζί μ’ αυτά θα υπήρχαν και πολυάριθμες έντυπες εκδόσεις, για να δικαιολογείται  ο χαρακτηρισμός «υπερπλήρης από έργα θεολογικά». Ενδεικτικά να αναφέρουμε εδώ ότι ο μέσος όρος των βιβλίων που περιείχε μία βιβλιοθήκη Σχολής στον ελλαδικό χώρο κατά την Τουρκοκρατία κυμαινόταν στα 500 με 1.000 βιβλία.

Ο Fourmont σε επιστολή του από τη Χίο στις 26 Μαΐου 1729 γράφει στον Sevin ότι τα χειρόγραφα «Οι μοναχοί αυτοί (της Ν. Μονής και του Αγ. Μηνά) τα φυλάττουν ζηλοτύπως», και «τα αναγινώσκουν οι περισσότεροι, δανειζόμενοι από τον βιβλιοθηκάριον επί αποδείξει»98. Συνεπώς μαρτυρεί ότι τα χειρόγραφα διατηρούνταν σε καλή κατάσταση και ότι οι μοναχοί αντιλαμβάνονταν την αξία τους και τα διαφύλασσαν με μεγάλο ζήλο. Και αφού λέει ότι τα διάβαζαν οι περισσότεροι από τους μοναχούς, αυτό σημαίνει ότι διέθεταν από μέτριο έως πολύ καλό μορφωτικό επίπεδο. Ίσως να υποθέσει κάποιος ότι ο Fourmont ψεύδεται, όμως στη συγκεκραμένη περίπτωση δεν είχε κανένα λόγο να το πράξει. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπερβάλλει, έστω κι έτσι η μαρτυρία του αποδεικνύει ότι ένα μέρος των μοναχών – μεγάλο ή μικρό – διέθετε αρκετές γνώσεις για να διαβάζει αυτά τα κείμενα. Ενδεικτικά – ως απόδειξη ότι υπήρχαν και ευπαίδευτοι μοναχοί – να αναφέρουμε ότι στις αρχές του 18ου αιώνα στη Νέα Μονή μόναζαν «ο λογιώτατος διδάσκαλος εν Ιερομονάχοις Γρηγόριος Κονταράτος»99  και «ο ιερομόναχος Γαβριήλ Αστρακάρης ιεροκήρυξ και διδάσκαλος»100.

Επίσης ο Fourmont καταθέτει ότι η βιβλιοθήκη ήταν οργανωμένη και ο βιβλιοθηκάριός της δεν επέτρεπε την απομάκρυνση ούτε ενός τόμου για ανάγνωσή του εκτός του Πύργου, αν δεν συντάσσονταν χρεωστική απόδειξη, που να υποχρέωνε τον παραλήπτη σε επιστροφή του δανεισμένου βιβλίου, και προφανώς σε καλή κατάσταση101. Ο βιβλιοθηκάριος είχε τα κλειδιά της βιβλιοθήκης και χωρίς την παρουσία του κανείς δεν επιτρεπόταν – μοναχός ή επισκέπτης – να εισέρχεται σ’ αυτήν, όπως αυτό φάνηκε όταν ο Γάλλος αββάς αναγκάσθηκε να περιμένει την επάνοδο του βιβλιοθηκάριου από τη Χώρα, προκειμένου να εισέλθει σ’ αυτήν102. Ο Fourmont πάλι, αξιολογώντας τα Νεαμονικά χειρόγραφα, αναφέρεται σε άλλη επιστολή του σ’ αυτά γράφοντας: «των περιφήμων αυτών χειρογράφων»103.

Με τον Fourmont, όσον αφορά την καλή κατάσταση των χειρογράφων, αλλά και το καλό μορφωτικό επίπεδο αρκετών μοναχών, συμφωνούν ο Johann Michael Wansleben το 1673, ο Antoine Galland το 1680 και ο Richard Pococke το 1738 -1739.  Ενώ οι Leonard de la Tour (1636), Michael Eneman (1711-12), Β. Barsky (1743), Johan Aegidius van Egmont (1757) διαφωνούν και παρουσιάζουν τα πάντα με μελανά χρώματα. Πολύ εύστοχα είχε επισημάνει και εξηγήσει αυτή τη μεροληψία και την ανακρίβεια των τεσσάρων τελευταίων περιηγητών ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας: «Τους υπερβολικούς χαρακτηρισμούς των περιηγητών, για την κακή διατήρηση των χειρογράφων και την αγραμματοσύνη των μοναστών ίσως θα πρέπει να αποδώσει κανείς σε κάποια υστεροβουλία: προσπαθούν έμμεσα να δικαιολογήσουν τις αρπακτικές τους διαθέσεις για τους παλιούς κώδικες»104.

Εμείς θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι, αν το 1820 οι κώδικες και η βιβλιοθήκη βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση, ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Πλάτων δεν θα ελάμβανε την πρωτοβουλία να προσκαλέσει τον κόμη Marcellus να την επισκεφθεί και μάλιστα συνοδεύοντάς τον ο ίδιος προσωπικά. Ο Πλάτων από ντροπή θα απέφευγε  κάθε αναφορά σ’ αυτήν, προκειμένου να μην εκτεθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ευρώπη, αν αυτό που επρόκειτο να αντικρίσει ο υψηλός επισκέπτης ήταν άξιο χλευασμού. Εδώ να τονισθεί πως όταν ο Γάλλος κόμης του δήλωσε ότι αδυνατούσε να αποδεχθεί την πρόσκληση του να επισκεφθούν μαζί την Νέα Μονή και άλλα μοναστήρια στα ορεινά της Χίου λόγω της αναχωρήσεως του από το νησί, ο Μητροπολίτης «ευηρεστήθη να εκδηλώση την θλίψιν του»105.

Μάλιστα για την προστασία των χειρογράφων από τις ληστρικές διαθέσεις των Ευρωπαίων υπήρχαν και πνευματικά επιτίμια. Όπως αναφέρει ο Sevin «οι παλαιοί πατριάρχαι των (Ορθοδόξων Ελλήνων) αναθεμάτισαν όλους όσοι απεξενώθησαν τοιούτων κειμηλίων»106. Δυστυχώς οι περισσότεροι των περιηγητών – θα ήταν άδικο να ισχυρισθούμε όλοι – περιέρχονταν τα μοναστήρια αναζητώντας χειρόγραφα και άλλα πολύτιμα κειμήλια, με διάθεση να παραπλανήσουν τους κατόχους τους και να τα αποσπάσουν ευκολότερα και όσο το δυνατό πιο ανέξοδα. Γι’ αυτό και στα κείμενά τους αρκετοί αναφέρονται υποτιμητικά για τους μοναχούς που επιχειρούσαν να ξεγελάσουν. Για να μην νομισθεί ότι η Χίος ήταν κάποια εξαίρεση, θα αναφερθούμε σε μια μόνο ιστορική πηγή, προκειμένου να καταδειχθεί ότι αυτά συνέβαιναν σε όλα τα Τουρκοκρατούμενα Ελληνικά εδάφη. Το 1776 ο Γάλλος Σουαζέλ Γκουφιέ επισκέφθηκε και την Πάτμο. Ο βασικός λόγος για τον οποίο έφθασε εκεί ήταν η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Όταν εξέδωσε το βιβλίο του, που περιείχε τις αναμνήσεις του για τις περιοδείες του, έγραψε σχετικά: «Εκεί με υποδέχθηκε ο ηγούμενος, ο οποίος μου φάνηκε εντελώς βλάκας. Ζήτησα να μου δώσει μερικές εξηγήσεις σχετικά με κάποια χειρόγραφα που ενδεχομένως να βρίσκονταν σ’ αυτό το αρχαίο μοναστήρι. Γεμάτος με αλαζονεία μου απάντησε ότι δεν ήξερε να διαβάζει και ότι ήταν απολύτως αδύνατο να μου δώσει κάποια απάντηση επί του θέματος»107. Η αλήθεια είναι ότι ο Γκουφιέ δεν αναζητούσε χειρόγραφα για να τα διαβάσει ή απλά να τα θαυμάσει, αλλά για να τα μεταφέρει στη Γαλλία. Χολωμένος, επειδή δεν τον εξυπηρέτησαν, δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει τον ηγούμενο ως βλάκα και αλαζόνα108. Ο ηγούμενος Παρθένιος, ακόμα και αν δεν ήξερε τίποτε για τα χειρόγραφα, θα μπορούσε να είχε καλέσει τον Βιβλιοθηκάριο, αλλά προφανώς προτίμησε να ψυχράνει τον ζήλο του Ευρωπαίου περιηγητή.

Ιερά Μονή Αγίου Μηνά

Η Μονή των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, γνωστή στους Χιώτες απλώς ως Μονή του Αγίου Μηνά, ιδρύθηκε το 1578 - 1586 από τον ιερέα Νεόφυτο Κουμάνο και τον γιο του, επίσης ιερέα, Μηνά. Στη Μονή υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη, η οποία περιείχε αρκετά χειρόγραφα και πολλά έντυπα βιβλία. Όπως αναφέρει ο γνωστός Χίος Ακαδημαϊκός και Βυζαντινολόγος Κωνσταντίνος Άμαντος : « Εις την Μονήν του Αγίου Μηνά είναι γνωστόν ότι υπήρχον βιβλιοθήκαι»109.

Ο Johann Michael Wansleben (Jean Michel Vansleb), ο Γερμανός θεολόγος και Δομινικανός μοναχός, ο οποίος, όπως προαναφέραμε, είχε επισκεφθεί τη Νέα Μονή τον Ιανουάριο του 1673, ως καλός περιηγητής δεν παρέλειψε από το πρόγραμμά του και τη Μονή του Αγίου Μηνά. Στο κείμενο των ενθυμήσεών του περιγράφει μεταξύ άλλων την καταπληκτική θέα που είχε η Χιακή αυτή Μονή110. Θα ήταν όμως αφελές να πιστέψουμε ότι ο Wansleben λησμονώντας την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τον Γάλλο υπουργό Colbert,δηλαδή να ταξιδεύει στην Ανατολή και να συγκεντρώνει χειρόγραφα για λογαριασμό του Γάλλου βασιλέα Λουδοβίκου ΙΔ΄, έφθασε στη Μονή μόνο για να θαυμάσει τη θέα. Προφανώς ο λόγος του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του και γι’ αυτήν ήταν να ερευνήσει τη βιβλιοθήκη της για την ύπαρξη χειρογράφων. Δυστυχώς στα κείμενά του δεν κάνει καμία σχετική αναφορά, κι έτσι παραμένουμε στο σκοτάδι για το εάν θαύμασε και κάποιο χειρόγραφο τόσο πολύ, όσο και τη θέα, που θέλησε να το μεταφέρει στη Γαλλία.

Ο Σουηδός ιεροκήρυκας και περιηγητής Michael Eneman στα πλαίσια των περιηγήσεων του, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, επισκέφθηκε τη Νέα Μονή. Στις 10 Νοεμβρίου 1711 βρέθηκε στον Άγιο Μήνα, στον Μέγα Εσπερινό της εορτής των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. Θα πρέπει να θεωρήσουμε απίθανο να μην ενδιαφέρθηκε ο Eneman ο οποίος ήταν λόγιος και μόλις το επόμενο έτος κατέλαβε την έδρα των Ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα – να εξετάσει τα χειρόγραφα και τα βιβλία της Μοναστηριακής  Βιβλιοθήκης.

Το 1725 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς επισκέφθηκε και τη Μονή του Αγίου Μηνά. Μεταξύ αυτών που κατέγραψε ιδιοχείρως σε κώδικα, που διασώζεται στο Αγιοταφιτικό Μετόχιο στην Κωνσταντινούπολη, διαβάζουμε και τα εξής σχετικά: «ΛΓ : Μαίου 12. Ήλθομεν εις Χίον. Αύγουστου 20..... Απήλθομεν εις το Μοναστήρι των αγίων Αναργύρων…. Είτα ανέβημεν εις τον άγιον Μηνάν ηκούσαμεν αύθις ιεράν μυσταγωγίαν»111. Βεβαίως ένας λόγιος ιεράρχης, όπως ήταν ο Χρύσανθος, δεν θα παρέλειψε να επισκεφθεί και τη Βιβλιοθήκη της Μονής και να λάβει πληροφορίες για ό,τι αξιόλογο υπήρχε σ’ αυτή. Αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του αββά Fourmont, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων δανείσθηκε χειρόγραφα και από εδώ. Ήδη όμως έχουμε αναφέρει στα σχετικά περί Νέας Μονής, τόσο για τον Πατριάρχη Χρύσανθο, όσο και για την προσπάθεια συκοφαντήσεώς του από τον Fourmont, και θα ήταν περιττό να τα επαναλάβουμε και εδώ. 

Αντιθέτως πρέπει να εξιστορήσουμε τα σχετικά με το πέρασμα του Fourmont και από αυτό το Χιακό μοναστήρι.  Ο Ρωμαιοκαθολικός Αββάς Μιχαήλ Fourmont μετά την ιδιοτελή επίσκεψή του στη Νέα Μονή – την οποία προαναφέραμε – πληροφορήθηκε ότι βιβλιοθήκη διέθετε και η Μονή του Αγίου Μηνά. Χωρίς λοιπόν να χάσει χρόνο, έσπευσε να κατασκοπεύσει και το δικό της περιεχόμενο, εκτελώντας ‘‘ευσυνειδήτως” την αποστολή του. Χαρακτηριστικά, γράφει από τη Χίο στις 16 Μαρτίου 1729 σε επιστολή του προς τον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Villeneuve : «Πληροφορηθείς ότι υπήρχε και άλλο μοναστήριον έχον βιβλία, ενόμιζα ότι θα παρέλιπον το καθήκον μου εάν δεν εφρόντιζα να κάμω και εκείνων τον κατάλογον»112.

Και πράγματι συνέταξε κατάλογο, στον οποίο αριθμούνται 18 χειρόγραφα, τα οποία είδε ο ίδιος στη βιβλιοθήκη της Μονής του Αγίου Μηνά113. Και σ’ αυτό τον κατάλογο, όπως στον αντίστοιχο της Νέας Μονής, δεν περιορίζεται να αναφέρει μόνο τον συγγραφέα και τον τίτλο του χειρογράφου, αλλά παραθέτει και όσα στοιχεία χρειάζονταν για να μπορούν να αξιολογηθούν, προκειμένου να αποφασισθεί από τους προϊσταμένους του αν ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν κάποιο από αυτά. Τέτοια στοιχεία που αναγράφει είναι: η παλαιότητα, το υλικό επί του οποίου έχουν γραφεί (μεμβράνη, χαρτί), το είδος του βιβλίου (εκκλησιαστικό ή μη), αν είναι καλογραμμένο από τον αντιγραφέα του ή όχι.

Τα χειρόγραφα αυτά ήταν στο σύνολό τους Εκκλησιαστικού περιεχομένου, πλην δύο, ενός λεξικού και μίας γραμματικής. Υπήρχαν τέσσερα χειρόγραφα με έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Και ειδικότερα: Ένα με ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη Γένεση. Το χειρόγραφο αυτό έφερε την εξής σημείωση : «Το παρόν βιβλίον ην μεν προγραφέν και τελειωθέν κατά τον Δεκέμβριον μήνα του ϛφπθ΄ έτους, ανεκαινίσθη δ' αύθις κατά τον Ιούλιον μήνα του ϛ ϡξζ΄ έτους. Λέων τόδε ανακαινίζετ'  αύθις τοις πόνοις Σωφρονίου». Σύμφωνα με το σημείωμα ο κώδικας είχε αρχικά γραφεί το έτος 6589 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 1081μ.Χ., αλλά ανακαινίσθηκε το 6987 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 1479 μ.Χ., με πρωτοβουλία του Λέοντος και κόπους, όσον αφορά την ανακαίνιση, του Σωφρονίου. Το δεύτερο χειρόγραφο, από τα τέσσερα Πατερικά συγγράμματα, περιείχε ομιλίες του ίδιου Πατέρα, αλλά χωρίς να γίνεται μνεία πού αυτές αναφέρονταν. Το τρίτο ήταν οι Διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου του ‘‘Διαλόγου’’, και το τέταρτο του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. Στο τέλος του παλαιοτέρου εκ των δυο χειρογράφων με ομιλίες του Χρυσοστόμου, υπήρχε ένας λόγος του Γεωργίου επισκόπου Νικομηδείας114  για την παρουσία της Παναγίας στη Σταύρωση και την Ταφή του Κυρίου. Ένα χειρόγραφο αναφερόταν στα καθήκοντα του εξομολόγου: «Περί του πως δει υπάρχειν τον πνευματικόν». Ένα άλλο περιείχε έργα θρησκευτικής ποιήσεως, χωρίς να μας δίνει ο κατάλογος του Fourmont άλλες πληροφορίες για το περιεχόμενό του. Όλα τα υπόλοιπα ήταν Βίοι Αγίων, Μηναία, Ψαλτήρια κλπ. Δείγμα της ταχύτητος με την οποία συνέταξε τον κατάλογο, όπως και στη Νέα Μονή, είναι ότι για δυο χειρόγραφα σε χαρτί αναφέρει γενικόλογα « Εγκόλπιον» και « Εκκλησιαστικόν Βιβλίον». Ό,τι δεν έλκυε την προσοχή του, δεν έμπαινε καν στον κόπο να το διαβάσει.

Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ως υποψήφιο προς απόκτηση το δεύτερο από τα δύο χειρόγραφα, που περιείχαν ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που ο Fourmont εκτιμά ότι ήταν «600 περίπου ετών», δηλαδή επρόκειτο για χειρόγραφο του 12ου αιώνος. Τις χαρακτηρίζει μάλιστα ως «λίαν καλογραμμέναι». Το άλλο χειρόγραφο με τις ομιλίες του Χρυσοστόμου στη Γένεση, παρότι ήταν του 11ου αιώνος και «άριστα γραμμένον» δεν το επιλέγει . Πιθανόν γιατί το κείμενό του είχε ανακαινισθεί το 1479 και γιατί του έλειπαν φύλλα από την αρχή. Επίσης εξίσου παλαιά θα πρέπει να ήταν τα χειρόγραφα που αναφέρει ότι είναι γραμμένα «επί μεμβράνης», δηλαδή σε περγαμηνή. Τα περισσότερα από αυτά τα χαρακτηρίζει ελλιπή, διότι – λόγω παλαιότητας, φθοράς από τη χρήση και άλλων περιπετειών – είχαν εκπέσει από αυτά πολλά ή λίγα φύλλα. Συνήθως αυτό συμβαίνει με την αρχή ή το τέλος των κωδίκων, καθιστώντας αυτούς «ακέφαλους» και «κολοβούς». Μεταξύ των χειρογράφων, αυτό που ο ίδιος ο Fourmont θεωρεί το πλέον αξιόλογο κι ολοφάνερα προτιμητέο για να αφαιρέσει από τη βιβλιοθήκη με νόμιμα ή ακόμα και με παράνομα μέσα είναι το προαναφερθέν έργο του Πάπα Ρώμης Αγίου Γρηγορίου του «Διαλόγου»115 με τον τίτλο «Διάλογοι». Ο λόγος που το ξεχωρίζει μεταξύ των άλλων κωδίκων είναι ότι αποτελεί μετάφραση στα ελληνικά του λατινικού πρωτότυπου. Ο ίδιος εκτιμά ότι είναι χειρόγραφο 300 ετών το λιγότερο, δηλαδή θα πρέπει να είχε αντιγραφεί στις αρχές του 15ου αιώνα, αν όχι τον 14ο αιώνα. Αυτά τα αναφέρει σε επιστολή του με ημερομηνία 20/7/1729 προς τον κόμη Maurepas, υπουργό του Λουδοβίκου ΙΕ΄, από την Αθήνα όπου είχε μεταβεί μετά την επίσκεψή του στη Χίο116. Ο κατάλογος του Αββά Fourmont αποτελεί καταγραφή, όπου περιέχει αποκλειστικά χειρόγραφα, καθώς τα έντυπα βιβλία ως νεώτερα και διαδεδομένα δεν τον ενδιέφεραν και δεν περιλαμβάνονταν στον ανίερο σκοπό της αποστολής του. Έτσι ο κατάλογος αυτός δεν μας παρέχει δυστυχώς καμία πληροφορία για τα τυπογραφημένα βιβλία, τα οποία και θα αποτελούσαν την πλειοψηφία των εντός της μοναστηριακής βιβλιοθήκης του Αγίου Μηνά φυλασσομένων. Το ερώτημα αν τα 18 χειρόγραφα, που αναφέρονται στον κατάλογο, ήταν και τα μοναδικά χειρόγραφα της βιβλιοθήκης θα παραμένει προς το παρόν αναπάντητο. Οι μοναχοί αρκετές φορές ήταν υποψιασμένοι για τις αρπακτικές διαθέσεις των Ευρωπαίων επισκεπτών. Γι’ αυτό και απέφευγαν να τους αποκαλύψουν τα σημαντικότερα και πολυτιμότερα αποκτήματα της Μονής τους. Για να μην κατηγορηθούν ως αφιλόξενοι και μισαλλόδοξοι έναντι των «πολιτισμένων» Δυτικών, συχνά έβγαιναν από τη δύσκολη θέση επιδεικνύοντας σε αυτούς κάποια από τα χειρόγραφά τους, συνήθως τα νεότερα και τα πιο ταλαιπωρημένα από τον χρόνο. 

            Ο Fourmont σε επιστολή του από τη Χίο στις 26 Μαΐου 1729 γράφει στον συνεργάτη του Sevin ότι «Οι μοναχοί αυτοί (της Ν. Μονής και του Αγ. Μηνά, τα χειρόγραφα αυτά) τα φυλάττουν ζηλοτύπως, είνε δε και αρκετά πλούσιοι, ώστε να μην δέχονται προσφοράς », και «τα αναγινώσκουν οι περισσότεροι, δανειζόμενοι από τον βιβλιοθηκάριον επί αποδείξει»117. Με βάση τη μαρτυρία αυτή οι μοναχοί και στη Μονή του Αγίου Μηνά κατανοούσαν την αξία των χειρογράφων, τα διαφύλασσαν με ζήλο και αρνούνταν κάθε συζήτηση να τα αποχωριστούν αντί προσφερομένων χρηματικών ποσών. Και αφού, όπως γράφει, τα αναγίγνωσκαν οι περισσότεροι από τους μοναχούς, αυτό σημαίνει ότι διέθεταν από μέτριο έως πολύ καλό μορφωτικό επίπεδο. Επίσης προκύπτει έμμεσα ότι τα χειρόγραφα διατηρούνταν σε καλή κατάσταση, αφού μπορούσαν να αναγνωσθούν. Η βιβλιοθήκη πρέπει να ήταν οργανωμένη, αφού υπήρχε βιβλιοθηκάριος, ο οποίος δεν επέτρεπε τον δανεισμό, εάν δεν συντασσόταν απόδειξη παραλαβής του δανειζόμενου βιβλίου ή χειρογράφου.

Η Μονή των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, όπως ήδη αναφέραμε, ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και όμως στη βιβλιοθήκη της διατηρούνταν χειρόγραφα αναγόμενα τουλάχιστον στον 12ο αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι φιλομαθείς μοναχοί, ίσως και οι ιδρυτές της, μερίμνησαν για τη συγκέντρωσή τους. Επίσης η παρουσία βιβλιοθήκης χειρογράφων, αλλά και εντύπων βιβλίων στη Μονή πριν από την ίδρυση σε αυτήν Σχολής, αποτελεί έμμεση μαρτυρία ότι σε αυτή μόνασαν φιλομαθείς και λόγιοι μοναχοί που έκαναν χρήση της  βιβλιοθήκης, αλλά και φρόντιζαν για τον εμπλουτισμό της. Για την ύπαρξη πεπαιδευμένων μεταξύ των μοναχών της Μονής του Αγίου Μηνά μια πληροφορία μας παρέχει ο Αββάς Michel Fourmont στον κατάλογό του που προαναφέραμε, όπου σε παρέκβασή του αναφέρεται στον μοναχό Συμεών. Τον μοναχό αυτόν χαρακτηρίζει ως: «Ευφυεί ανθρώπω, γνωρίζοντι ου μόνον την κοινήν ελληνικήν καλύτερα από άλλους, αλλά ομιλώντι και τα ρωσικά, βλαχικά, τρανσυλβανικά, μολδαβικά και ολίγα ιταλικά»118. Ο μοναχός Συμεών με βάση τις τέσσερις από τις προαναφερθείσες γλώσσες τις οποίες ομιλούσε, είναι πολύ πιθανό, κατά την άποψή μας, να είχε ζήσει αρκετά χρόνια στις ελληνικές κοινότητες που υπήρχαν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας και κατόπιν να είχε επιστρέψει ως χιακής καταγωγής για να μονάσει στη Μονή του Αγίου Μηνά στη Χίο για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο μοναχός αυτός ήταν και ο συντάκτης του χαρτώου χειρογράφου που περιείχε «Ψαλτήρια», και πιθανόν αποτελούσε χειρόγραφο με κείμενα ύμνων και ψαλμών με αναγραφή σημαδοφώνων βυζαντινής  μουσικής.

Το πού βρισκόταν το κτίριο, το οποίο στέγαζε τη βιβλιοθήκη της Μονής, δεν μας είναι γνωστό. Αφενός αυτό οφείλεται στη σιγή των πηγών για το θέμα και αφετέρου στο ότι οι Τουρκικοί εμπρησμοί του 1821, αλλά κυρίως ο ισχυρότατος σεισμός του 1881 άλλαξαν σε σημαντικό βαθμό τη μορφή της Μονής κι έτσι εμποδίζουν να βρεθεί κάποια κτιριακή σχετική μαρτυρία.

Όπως αναφέρει ο Ευθύμιος Καστόρχης, το 1788 οι Χίοι «συνέστησαν Σχολείον εν τω εκτός της πόλεως των κειμένω Μονυδρίω του Αγίου Μηνά»119. Με την ύπαρξη Σχολής στον Άγιο Μηνά συμφωνούν και ο Περικλής Ζερλέντης και ο Τρύφων Ευαγγελίδης120. Η ήδη υπάρχουσα βιβλιοθήκη πρέπει να άρχισε να εμπλουτίζεται με νέα βιβλία από την εποχή της ιδρύσεως Σχολής στη Μονή. Αυτό επιβεβαιώνει ο Ανδρέας Πολεμίδης, ο οποίος γράφει : «Εκεί δε φέρεται ότι ο ιερομόναχος Γεράσιμος Γούνας ητοίμαζε μεγάλην βιβλιοθήκην»121. Ο ιερομόναχος Γεράσιμος Γούνας, διακεκριμένος λόγιος από τη Δημητσάνα, όπου το 1764 είχε ιδρύσει ονομαστή Σχολή, ανέλαβε το 1778 και για διάστημα λίγων μηνών τη διεύθυνση και οργάνωση σχολείου, που θα λειτουργούσε στη Μονή του Αγίου Μηνά. Παράλληλα προετοίμαζε και τη δημιουργία μεγάλης βιβλιοθήκης στο μοναστήρι, όπως αναφέρει ο Ανδρέας Πολεμίδης122. Εν τω μεταξύ όμως επέστρεψε το 1779 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Δημητσάνα, για να ανασυστήσει τη Σχολή της, αλλά εκεί σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή του ασθένησε και απεβίωσε. Την ήδη υπάρχουσα βιβλιοθήκη της Μονής, που δεν πρόλαβε να βελτιώσει ο ιερομόναχος Γούνας, χρησιμοποιούσαν σίγουρα εκτός των μορφωμένων μοναχών και οι μαθητές της Σχολής, επωφελούμενοι από τους πνευματικούς θησαυρούς που αυτή περιείχε. Ονομαστοί μαθητές της Σχολής του Αγίου Μηνά, που σίγουρα θα ωφελήθηκαν πολύ από τη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη, υπήρξαν οι διαπρεπείς ιεροκήρυκες Ιάκωβος Μαύρος και Λαυρέντιος Χρυσοβελώνης. Υπάρχει η εκδοχή ότι στη Σχολή αυτή μαθήτευσε για μικρό χρονικό διάστημα και ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄, που απαγχονίσθηκε από τους Τούρκους με την έναρξη της Επαναστάσεως. Γράφει σχετικά ο Νικόλαος Διαμαντίδης: «προ της καταστροφής του 1822 (υπήρχε στον Άγιο Μηνά) πλούσια βιβλιοθήκη, την οποίαν επεσκέφθη και εμελέτησε και ο αργότερον απαγχονισθείς Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ο εκ Δημητσάνης»123. Ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης πιστεύει ότι όσα αναφέρονται περί ιδρύσεως Σχολής στον Άγιο Μηνά το 1778 δεν αφορούν τη Μονή του Αγίου Μηνά. Σύμφωνα με την άποψή του η Σχολή αυτή είναι το «φροντιστήριο» που υπήρχε κοντά στο ναό των Αγίων Μηνά Βίκτωρος και Βικεντίου στην πόλη της Χίου και ο οποίος τότε ήταν Μονύδριο124. Εδώ να σημειωθεί ότι η Σχολή αυτή, γνωστή ως Φροντιστήριο των Αγίων Βικτώρων, διατηρούσε αξιόλογη βιβλιοθήκη, η οποία μαζί με αυτήν της Σχολής των Αγίων Αναργύρων συγχωνεύθηκαν το 1792 και αποτέλεσαν τον πυρήνα της βιβλιοθήκης της Μεγάλης Σχολής της Χίου125.

Ο επίλογος για τη βιβλιοθήκη της Μονής του Αγίου Μηνά γράφθηκε την Κυριακή του Πάσχα στις 2 Απριλίου 1822. Ύστερα από ηρωική, αλλά συνάμα απέλπιδα αντίσταση των τριών χιλιάδων Χίων – στη συντριπτική τους πλειοψηφία αμάχων – που είχαν καταφύγει εκεί, οι διψασμένες για αίμα και λάφυρα Τουρκικές ορδές άλωσαν την Μονή. Μετά την ανηλεή σφαγή και τον εξανδραποδισμό, ακολούθησε λεηλασία και πυρπόληση. Η βιβλιοθήκη, που για τόσους μοναχούς και λαϊκούς αποτέλεσε πηγή από την οποία ξεδίψασαν πνευματικά αντλώντας το ύδωρ της Πατερικής σοφίας και δευτερευόντως της κοσμικής, στέρεψε. Οι τόμοι των βιβλίων της και οι κώδικες των χειρογράφων της, που τόσοι περιηγητές θαύμασαν, όσοι δεν έπεσαν στα βέβηλα χέρια των λεηλατητών μετατράπηκαν σε ένα σωρό στάκτης.

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μουνδών

            Βιβλιοθήκη υπήρχε και στη Μονή Μουνδών κοντά στο χωριό Διευχά. Για τη Μονή αυτή, που τιμάται στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, είναι άγνωστος ο χρόνος ιδρύσεώς της. Βέβαιο όμως είναι ότι υφίστατο ήδη τον Ιούλιο του 1582, όταν εκδόθηκε γι’ αυτήν το Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Ιερεμία Β΄ του Τρανού, στο οποίο μνημονεύεται ως ανακαινιστής της ο ιερομόναχος Ιάκωβος Λαγκαδιώτης.

Η βιβλιοθήκη κατά πάσα πιθανότητα στεγαζόταν σε λιθόκτιστο τετράγωνο οικοδόμημα, το οποίο ερειπωμένο σήμερα βρίσκεται απέναντι από το κτίριο του ξενώνα της Μονής126. Αν κρίνουμε από το ότι είχε διατεθεί ιδιαίτερο οικοδόμημα για τη στέγασή της, αυτό σημαίνει ότι η συλλογή των κωδίκων και εντύπων βιβλίων της δεν ήταν αμελητέα. Η Μονή προσέλκυε «πολλούς των λογίων προς τον ήρεμον και ησύχιον βίον της μελέτης»127. Με βάση τους διασωθέντες κώδικες της Μονής σ’ αυτήν εμόνασαν «σοφώτατοι» και «λογιώτατοι» ιερείς, όπως ο Μεθόδιος το 1691, ο Μελέτιος Ματσινός το 1703 και το 1706 ο Μελέτιος Μάξιμος128. Συνεπώς όλοι αυτοί θα συνεισέφεραν τα προσωπικά τους βιβλία στη βιβλιοθήκη της Μονής της μετανοίας τους. Επίσης για το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης αυτής υπάρχουν και οι εξής πληροφορίες : Ο Γεώργιος Ζολώτας αναφέρει ότι σύμφωνα με προφορική παράδοση, η οποία όμως επαληθεύεται και από ένα ανέκδοτο σημείωμα Ρώσου Αγιορείτου μοναχού «εις την μονήν των Μουνδών εφυλάσσετο παλαιά μεμβράνη περί της Αγίας Ματρώνας με τη χρονολογία 1462»129. Κατά την άποψη του Ζολώτα αυτή η παλαιά μεμβράνη, δηλαδή περγαμηνή, με αναγεγραμμένη χρονολογία 1462, περιείχε διαθήκη ή βιογραφία της Οσίας Ματρώνας της Χιοπολίτιδος, την οποία πιθανόν είχε συντάξει ο Κορέσσιος.

Σαφής επίσης μνεία στις πηγές γίνεται για την ύπαρξη σ’ αυτήν έξι Πατριαρχικών σιγιλλιωδών εγγράφων130 γραμμένων «επί μεμβράνης»131. Τα Πατριαρχικά αυτά έγγραφα και τα άγια λείψανα του μοναστηριού μαζί με ιερά σκεύη και άμφια διέσωσαν με κίνδυνο της ζωής τους ο επίτροπος του μοναστηριού, ιερομόναχος Άνθιμος Πουλάκης, μαζί με κάποιους μοναχούς κατά τις σφαγές του 1822. Κατάφεραν και κρύφθηκαν σ’ ένα σπήλαιο της περιοχής μέχρι που μπόρεσαν να επιβιβασθούν στο Υδραϊκό πλοίο του καπετάν Ιωάννου Ζάκα. Δέκα χρόνια μετά, όταν η κατάσταση στη Χίο είχε ηρεμήσει, ο ιερομόναχος Άνθιμος κατάφερε να επιστρέψουν από την Ύδρα, όπου και παρέμεναν μέχρι τότε, τα ιερά αυτά κειμήλια. Η παραλαβή τους έγινε τον Αύγουστο του 1832, όπως βεβαιώνει ο καθηγούμενος της Μονής ιερομόναχος Ιωακείμ Βαρυκάς σε σχετική καταχώρηση σε κώδικα της Μονής132. Επίσης διασώθηκαν και κάποιοι χειρόγραφοι κώδικες, στους οποίους γινόταν καταγραφή διαφόρων πράξεων της Μονής, όπως εγγραφές μοναχών στο Μοναχολόγιο της Μονής, κτήματα της Μονής, αφιερώματα,  ενοίκια και άλλα εισοδήματα και γενικά ποικίλες πληροφορίες που αφορούν την καθημερινή ζωή του Μοναστηριού133.

Όλα τα υπόλοιπα ιερά κειμήλια, τα βιβλία της βιβλιοθήκης, αλλά και ο ίδιος ο ναός του Αγίου Ιωάννου με τις τοιχογραφίες, που το 1730 αγιογράφησε ο διάκονος Κωνσταντίνος Καθαραχτούσης, έγιναν από τους Τούρκους παρανάλωμα του πυρός. Οι περισσότεροι από τους μοναχούς και από τους χριστιανούς, που είχαν κρυφτεί εκεί και δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, έπεσαν στα αιματόβρεκτα χέρια των αιμοδιψών τουρκικών ορδών.

Ένας από τους παλιούς αδελφούς της Μονής των Μουνδών ήταν και ο Ευστράτιος Αργέντης. Άριστος γνώστης της ιατρικής και της θεολογίας. Η θεολογική του σκέψη δεν είχε δεχθεί δυτικές επιδράσεις, αλλά ακολουθούσε την Πατερική οδό. Ο Αργέντης έγραψε αρκετά έργα κυρίως κατά των Ρωμαιοκαθολικών καινοτομιών και εκοιμήθη εν Κυρίω στη Μονή το 1757. Η πολύτομη βιβλιοθήκη του βρέθηκε στο Λωβοκομείο της Χίου134, στο οποίο εφημέριος ήταν ο επίτροπος της Μονής ιερομόναχος Άνθιμος Πουλάκης. Προφανώς η συλλογή των βιβλίων του Ευστρατίου Αργέντη φυλάχθηκε αρχικά στη βιβλιοθήκη της Μονής, απ’ όπου ο ιερομόναχος Άνθιμος τη μετέφερε στο Λωβοκομείο, στη Χώρα της Χίου. Ο ιερομόναχος Άνθιμος ήδη το 1814 ήταν εφημέριος στο Λωβοκομείο της Χίου, συνεπώς τότε περίπου πρέπει να έγινε και η μεταφορά της.  Στη βιβλιοθήκη που διατηρούσε εκεί ο ιερομόναχος Άνθιμος Πουλάκης υπήρχαν και τα προσωπικά του βιβλία. Ως επιβεβαίωση γι’ αυτό επικαλούμαστε την αναγραφή του στον πίνακα των συνδρομητών για το «Νέον Λειμωνάριον» του Αγίου Μακαρίου Νοταρά, του Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου του Νικηφόρου του Χίου, που είχε τυπωθεί στη Βενετία το 1819. Εκεί αναφέρεται ως συνδρομητής για 3 τεμάχια του βιβλίου αυτού «ο Πανοσιολογιώτατος κυρ Άνθιμος της Αγιάς Επακοής»135. Ο ιερομόναχος Άνθιμος είχε ιδιαίτερη κλίση στη σύνταξη Ακολουθιών και Κανόνων136. Λογικά και τα περισσότερα βιβλία που θα είχε στην κατοχή του θα ήταν συναφούς περιεχομένου. Το 1822 και τη βιβλιοθήκη του Ευστρατίου Αργέντη και τα υπόλοιπα βιβλία του ιερομονάχου Ανθίμου καταβρόχθισαν οι ακόρεστες φλόγες των πυρκαγιών, που ακούραστα άναβαν σε όλο το νησί της Χίου οι φορείς του ‘‘φωτεινού’’ Οθωμανικού πολιτισμού136α.

Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βρεττού

Στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής στ’ Αρμόλια διατηρούνται σήμερα εβδομήντα περίπου τόμοι παλαίτυπων βιβλίων, που αποτελούν εκδόσεις του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα, και έχουν εκδοθεί σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, όπως Λειψία, Παρίσι, Λονδίνο κ. α. Επίσης υπάρχει ένα χειρόγραφο κείμενο ίσως του 16ου αιώνα. Για την προέλευσή τους υπάρχουν δύο εκδοχές : α) Ότι μεταφέρθηκαν από τους ιδρυτές της Μονής, Κολλυβάδες μοναχούς Αβέρκιο, Γερβάσιο και Σεραπίωνα, όταν ήλθαν στη Χίο από το Άγιον Όρος στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. β) Ότι δωρίθηκαν στη Μονή από Χίους και ιδίως των παροικιών της Ευρώπης137.

            Πιο πιθανό μας φαίνεται να ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Δηλαδή τα περισσότερα εξ αυτών να έγιναν κτήμα της Μονής μετά την επαναλειτουργία της, καθώς αυτή είχε πυρποληθεί, λεηλατηθεί και ερημωθεί κατά τα έτη 1822 – 1828. Αλλά και δεν αποκλείεται λίγα από τα παλαίτυπα αυτά βιβλία να ανήκαν στους ιδρυτές της Μονής και να κατορθώθηκε να διαφυλαχθούν από τη φωτιά και τη λαφυραγωγία. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι απίθανη αυτή η εκδοχή, και στοιχείο που συνηγορεί υπέρ αυτής είναι ότι κάτι ανάλογο πρέπει να συνέβη με τα ιερά λείψανα Αγίων που είχαν φέρει από το Άγιον Όρος οι τρεις ιδρυτές της. Αυτά διαφυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Καθολικό της Μονής138. Γραπτή πηγή που να μας πληροφορεί για τα σχετικά γεγονότα της διασώσεως των Αγίων Λειψάνων δεν υπάρχει ή δεν είναι γνωστή γιατί λανθάνει κάπου. Ίσως στην πιθανή κρύπτη που διαφυλάχθηκαν αυτά να τοποθετήθηκαν και μερικοί τόμοι, οι σημαντικότεροι ή οι πολυτιμότεροι εκ των υπαρχόντων στη βιβλιοθήκη, αλλά και ως ένδειξη σεβασμού προς τους αρχικούς κατόχους τους, τους τρεις ιδρυτές της Μονής. Εδώ να προσθέσουμε ότι ο τότε Ηγούμενος Καπίτων και όλη η μοναχική αδελφότητα εσφάγησαν από τους Τούρκους139. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, βλέποντας να εξαπλώνονται οι λεηλασίες και οι  πυρπολήσεις σε όλο το νησί, είχαν αρκετό χρόνο να προνοήσουν για την απόκρυψη των σημαντικότερων αποκτημάτων της Μονής. Ένας μόνο διασώθηκε, ο μοναχός Μεθόδιος, ο οποίος επέστρεψε από το Άγιον Όρος το 1828 και επανεσύστησε τη Μονή. Πιθανολογούμε λοιπόν ότι αυτός είναι που βρήκε την κρύπτη. Αλλά με την πάροδο του χρόνου λησμονήθηκε ποιοι τόμοι ήταν των ιδρυτών και ποιοι προστέθηκαν αργότερα στη νέα βιβλιοθήκη και γι’ αυτό συνυπάρχουν και οι δυο αρχικά αναφερθείσες εκδοχές.

            Αξίζει εδώ να μνημονευθεί ότι στη Μονή λειτούργησε για κάποιο διάστημα και μέχρι την Επανάσταση σχολείο για τα παιδιά των Μαστιχοχωρίων, το «Δασκαλειό»140. Αναφορά στην ύπαρξη διδασκαλείου Μαστιχοχωρίων κάνει ο Κωνσταντίνος Άμαντος141 ως υπάρχον το 1759. Ο Τρύφων Ευαγγελίδης θεωρεί ότι πιθανόν αυτό ευρισκόταν στ’ Αρμόλια142, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν εννοεί το χωριό των Αρμολίων ή τη Μονή Βρεττού, η οποία ευρίσκεται στην περιοχή αυτή. Η ύπαρξη διδασκαλείου στη Μονή συνεπάγεται και την ύπαρξη κάποιων βιβλίων, έστω και λίγων, αν όχι πολλών, στη Μονή.

Ιερά Μονή του Σωτήρος Χριστού

            Η Μονή του Σωτήρος Χριστού βρισκόταν απέναντι από το Κάστρο της Χίου στην ενορία της Αγίας Άννης της Καπέλλης (Κοπέλλης). Τη Μονή ίδρυσε στις αρχές του 15ου αιώνα η Αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα στην περιοχή που τότε ονομαζόταν Παλαιόκαστρο143. Κατά την ανελέητη σφαγή του 1822 όσες μοναχές δεν εσφάγησαν αιχμαλωτίσθηκαν και η Μονή πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Τα ιερά λείψανα της Αγίας Ματρώνας, Κώδικες και ιερά σκεύη, αφού λεηλατήθηκαν μεταφέρθηκαν από τους αρπάξαντες αυτά στην Προύσα της Μικράς Ασίας και βρίσκονταν στην κατοχή ενός Πασά. Εκείνος ζητούσε από τους χριστιανούς γι’ αυτά ένα ακαθόριστα μεγάλο ποσό, το οποίο, επειδή δεν καταβαλλόταν, αυτός είχε την πρόθεση να τα κάψει. Η χριστιανή δούλη του Πασά ευτυχώς τον απέτρεψε. Όταν αυτή παντρεύτηκε, ο σύζυγος της, ο οποίος ήταν από την Σαντορίνη, κατέβαλε στον Πασά 8.000 γρόσια κι έτσι του τα παρέδωσε. Ο γιος του Σαντοριναίου όταν τα κληρονόμησε θέλησε να τα επιστρέψει στη Χίο. Ο πνευματικός του όμως τον απέτρεψε, επειδή στο νησί η κατάσταση δεν είχε ομαλοποιηθεί και υπήρχε κίνδυνος να τα αρπάξουν ξανά οι Τούρκοι. Τον συμβούλευσε όμως να τα παραδώσει στη Ιερά Μονή Ζωγράφου στο Άγιον Όρος144. Εκεί φυλάσσεται έως σήμερα τμήμα του λειψάνου της Αγίας. Στην επίσης Αγιορείτικη Μονή του Αγίου Διονυσίου εκτός της δεξιάς χειρός της Αγίας Ματρώνας φυλάσσονται χειρόγραφοι Κώδικες, αγνώστου σ’ εμάς αριθμού και περιεχομένου, καθώς και το χειρόγραφο Ψαλτήριο της Αγίας, όλα προερχόμενα από την καταστραφείσα Μονή της Αγίας στην Χίο145.

Το προαναφερθέν αυτό Ψαλτήριο αποτελεί ένα πολύ μικρών διαστάσεων κώδικα. Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Στρογγυλό, το χειρόγραφο αυτό  Ψαλτήριο αποτελούσε το προσωπικό Ψαλτήριο της Αγίας. Το διάβαζε ολόκληρο καθημερινά και αποτελούσε τον προσωπικό Κανόνα της. Μεταξύ των χειρογράφων που διαφυλάσσονται στη Μονή του Οσίου Διονυσίου και προέρχονται από την Μονή της Αγίας στην Χίο βρίσκεται και το εγκώμιο της Οσίας, που συνέγραψε ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Διασσωρινός τον ΙΔ΄αιώνα146.

             Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης σε άρθρο του περί των αγιορειτικών χειρογράφων, αναφερόμενος στην πλούσια σε χειρόγραφους κώδικες βιβλιοθήκη της Μονής του Αγίου Διονυσίου, κάνει μνεία του Ψαλτηρίου που ανήκε στην Αγία Ματρώνα. Γράφει: « Σπουδαίον είναι και το ιδιόγραφον Ψαλτήριον (446) της αγίας Ματρώνης κατά την Μοναστηριακήν παράδοσιν»147. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μητροπολίτη Ευλόγιο, το Ψαλτήριο αποτελούσε «ιδιόγραφον» ή «ιδιόχειρον» κείμενο της Αγίας Ματρώνης. Η γνώμη του Μητροπολίτου Ευλογίου είναι ιδιαιτέρας βαρύτητος, διότι, εκτός του ότι διατέλεσε Καθηγητής των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθηνών, επί πολλά έτη αναδίφησε στα χειρόγραφα διαφόρων βιβλιοθηκών ιδιαιτέρως δε του Αγίου Όρους αποκομίζοντας πολύτιμη εμπειρία επί των θεμάτων αυτών.

            Συνεπώς με βάση τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι η Μονή του Σωτήρος Χριστού διατηρούσε αριθμό κωδίκων. Άγνωστο αποτελεί αν επρόκειτο για οργανωμένη βιβλιοθήκη ή για κάποια μικρή συλλογή κωδίκων. Στοιχείο όμως που συντείνει στην εκδοχή περί υπάρξεως βιβλιοθήκης, έστω και μικρής, είναι η αναγραφή στον «Κατάλογον των Φιλογενών συνδρομητών»148 του Ναού της Αγίας Ματρώνης για την παραλαβή δύο αντιγράφων του βιβλίου «Νέον Λειμωνάριον»: Αγίου Μακαρίου Νοταρά, Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου Νικηφόρου του Χίου. Αυτό είχε τυπωθεί στη Βενετία το 1819, μόλις τρία έτη πριν την καταστροφή της Μονή του Σωτήρος Χριστού ή Μονή της Αγίας Ματρώνης, όπως ήταν περισσότερο γνωστή.

Μονύδριο Αγίων Πέτρου και Παύλου

Από το 1793 ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς επέλεξε τον χώρο, όπου βρισκόταν το εκκλησάκι των Αγίων Πέτρου και Παύλου στις υπώρειες του Αίπους, ως τον τόπο που θα συνέχιζε τους ασκητικούς του αγώνες. Ο βασικός λόγος για την επιλογή του ήταν η τοποθεσία, που ήταν ερημική και βραχώδης με μικρά σπήλαια, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ασκητήρια149. Ο ναός χρειαζόταν επισκευή και τα κελιά τα ανοικοδόμησε ο Άγιος. Συνεπώς βιβλιοθήκη δεν προϋπήρχε. Όσο όμως διέμενε εκεί και μέχρι την Οσιακή κοίμησή του, στις 17 Απριλίου 1805, υπήρχε στο Μονύδριο η προσωπική του συλλογή βιβλίων. Αυτά που μελετούσε, αλλά και χρησιμοποιούσε στη συγγραφή των ψυχωφελών βιβλίων του. Στο Μονύδριο αυτό και στα δυο κοντινά σ’ αυτό ασκητήριά του ο Άγιος πλην της νοεράς προσευχής, επιδιδόταν και στη μελέτη Εκκλησιαστικών βιβλίων και χειρογράφων, και ιδίως των πολυαγαπητών σε αυτόν Πατερικών και Μαρτυρολογικών έργων. Μεταξύ των άλλων βιβλίων, εντύπων και χειρογράφων, που είχε ο Άγιος, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι συμπεριλαμβάνονταν και 13 τόμοι από έργα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Σε μια εποχή που τα Πατερικά συγγράμματα, ιδίως τα έντυπα, ήταν σπάνια, ο Άγιος Μακάριος είχε μεριμνήσει να προμηθευθεί όσα η εκούσια πτωχεία του το επέτρεπε. Η μαρτυρία αυτή ανήκει στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο οποίος είδε κάποια από αυτά στη Μονή Ευαγγελισμού της Σκιάθου, που ίδρυσε ο ομόψυχος του Αγίου Μακαρίου, Όσιος Νήφων ο Χίος. Σύμφωνα με τον Μωραϊτίδη εκεί φυλάσσονταν 13 μεγάλοι τόμοι με έργα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που ανήκαν στον Άγιο Μακάριο «ως δηλοί τούτο ιδιόγραφος ως ιδιοκτήτου σημείωσίς του»150. Σύμφωνα με τον π. Χρίστο Χαχαμίδη διατηρούνται ακόμα στη βιβλιοθήκη της Μονής και πρόκειται για 16 τόμους με έργα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, τους οποίους εδώρισε στη Μονή ο ίδιος ο Άγιος Μακάριος151.

Εδώ παρενθετικά να αναφέρουμε ότι ο Όσιος Νήφων, ο οποίος ανήκει και αυτός στη χορεία των Κολλυβάδων Αγίων, διατηρούσε ιδιαίτερο πνευματικό σύνδεσμο με τον θεοφόρο Μακάριο τον Νοταρά. Προφανώς ο Άγιος Μακάριος τα προσέφερε, για να ενισχύσει την βιβλιοθήκη της νεοσύστατης Μονής, που ίδρυσε ο Όσιος Νήφων το 1794 – 1797. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέδραμε τις προσπάθειες του Οσίου Νήφωνος για την οργάνωση κοινόβιων Μονών, όπως συνέβη και στη Μονή του Ευαγγελισμού στην Ικαρία.

Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ρεστών

Βιβλιοθήκη, έστω και μικρή, πρέπει να είχε και η Μονή του Αγίου Γεωργίου Ρεστών, που ίδρυσε το 1770 ο Αγιορείτης μοναχός Νείλος ο Καλόγνωμος. Δεν υπάρχει κάποια σχετική πηγή απ’ όπου αντλούμε την πληροφορία, αλλά το υποθέτουμε από την παρουσία πολλών αγιασμένων μορφών, οι οποίες διακρίθηκαν τόσο για την επίδοσή τους στη θεολογία – ιδίως στο Κολλυβαδικό ζήτημα, ορθότερα την Φιλοκαλλική αναγέννηση – αλλά και για τη φιλομάθειά τους και το εκδοτικό τους έργο. Στο Μονύδριο αυτό ασκήτευσαν επίσης: ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Άγιος Νικηφόρος ο Χίος και ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ από τα Φουρνά των Αγράφων. Συνεπώς εκεί θα πρέπει να είχαν θησαυρισθεί οι προσωπικές συλλογές βιβλίων, τα οποία είχαν στην κατοχή τους, για τα οποία δεν γνωρίζουμε ούτε τον αριθμό ούτε τους τίτλους των βιβλίων. Ως ελάχιστες αποδείξεις γι’ αυτά, ας επικαλεσθούμε τα εξής: α) Στον πίνακα συνδρομητών για την έκδοση του έργου του Αγίου Αθανασίου του Παρίου «Επιτομή των θείων της πίστεως Δογμάτων», που είχε τυπωθεί στην Λειψία το 1806, είχαν εγγραφεί ο ίδιος ο Άγιος για 3 τεμάχια, ο Άγιος Νικηφόρος για 2 τεμάχια και ο Ιωσήφ από τα Φουρνά για 3 τεμάχια. β) Στον πίνακα των συνδρομητών για το «Νέον Λειμωνάριον» Αγίου Μακαρίου Νοταρά, Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου Νικηφόρου του Χίου, που είχε τυπωθεί στην Βενετία το 1819, αναφέρεται ως συνδρομητής για 1 τεμάχιο «ο Πανοσιολογιώτατος κυρ Νικηφόρος ο εν Ρεστοίς». γ) Στον τρίτο τόμο του Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, που τυπώθηκε στη Βενετία το 1819, αναφέρεται στον κατάλογο των συνδρομητών «ο Πανοσιολογιώτατος Νικηφόρος ο εν Ρεστοίς». Όλα αυτά τα έντυπα βιβλία πρέπει να εξαλείφθησαν από τον εμπρηστικό δαυλό των Τούρκων το 1822.

Τα μόνα που διασώθηκαν είναι τα βιβλία του ιερομονάχου Ιωσήφ, του εκ Φουρνά των Αγράφων. Μετά την κοίμηση του Αγίου Αθανασίου του Παρίου το 1813, ο Ιωσήφ έφυγε από τη Χίο, συναποκομίζοντας τα βιβλία του και πήγε στο Άγιον Όρος, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Σκουρταίων. Το 1819 εγκαταστάθηκε στην Μονή της Ευαγγελίστριας στη Σκιάθο. Εκεί κοιμήθηκε το 1833 κληροδοτώντας στη βιβλιοθήκη της Μονής τα βιβλία του, τα οποία αποτελούν και το μεγαλύτερο τμήμα από τα 450 παλαίτυπα βιβλία της152.

Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων – Θυμιανά

Η Μονή των Αγίων Αναργύρων στα Θυμιανά, η οποία πρέπει να ιδρύθηκε κατά την εποχή της Πατριαρχίας του Παρθενίου Α΄ (1639-1644). Στις πηγές δεν γίνεται μνεία για το αν διατηρούσε οργανωμένη βιβλιοθήκη. Η Μονή κατά τον Γεώργιο Ζολώτα ήταν αγαπητή «υπό των Χίων και δη της καλής τάξεως» και είχε «άλλοτε μοναχούς καλούς και ευπόρους εκ Χώρας»153. Οι ενδείξεις αυτές δημιουργούν σχεδόν βεβαιότητα ότι και δωρεές βιβλίων θα δεχόταν και ότι  οι εύποροι που θα κείρονταν εκεί μοναχοί και μόρφωση θα είχαν και θα είχαν μεταφέρει εκεί λίγα ή πολλά από τα βιβλία που θα διέθεταν ως λαϊκοί.

 Ο λόγος που την αναφέρουμε εδώ είναι διότι σ’ αυτήν διασώθηκαν από τη λαίλαπα των τουρκικών εμπρησμών και λεηλασιών δύο κώδικες. Και οι δύο περιείχαν πράξεις εμβατοικίων και ενοικίων διαφόρων κτημάτων της Μονής. Ο πρώτος από αυτούς, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα στη Βιβλιοθήκη Κοραή φέρει χρονολογία 1723 και αποτελείται από 382 σελίδες. Πολλά από τα περιεχόμενά του διασώζουν πράξεις παλαιότερες, που φθάνουν μέχρι και το 1690. Ο άλλος φέρει χρονολογία 1836, αλλά αποτελεί αντιγραφή παλαιότερου κώδικα, που δεν σώζεται σήμερα και περιείχε πράξεις παλαιές, όπως και ο προαναφερθείς154. Είναι φανερό ότι το πρωτότυπο του δεύτερου αυτού κώδικα, σε αντίθεση με τον πρώτο κώδικα, αν και διασώθηκε, έφερε φθορές από τη δύσκολη περίοδο του 1822-1828 και κατέστη απαραίτητη η αντιγραφή του το 1836. Ο πρωτότυπος, αφού αντιγράφηκε, λόγω της κακής καταστάσεως στην οποία ευρισκόταν ως άχρηστος απορρίφθηκε και γι’ αυτό δεν σώζεται σήμερα.

Διασωθέντες Κώδικες άλλων Χιακών Μονών

            Πλην των δύο κωδίκων της Μονής των Αγίων Αναργύρων έχουν διασωθεί και αρκετοί άλλοι κώδικες Μονών που χρονολογούνται προ του 1822: α) Κώδικες Μονής Ρουχουνίου (1730, 1782), β) Κώδικας Μονής Αγίου Τρύφωνος Νενήτων (από το 1714 και εξής), γ) Κώδικας Μονής Αγίου Γεωργίου Καταργού Νενήτων (1688-1783), δ) Κώδικας Μονής Αγίου Γεωργίου Ραγούση ή Στειρά Καλλιμασιάς (1745), ε) Κώδικας Μονής Αγίου Γεωργίου Βραχέτι Μέσα και Έξω Διδύμας, στ) Κώδικας Μονής Αγίου Νικολάου Καλαμωτής (1714)155. Από τους κώδικες αυτούς μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες, όπως για το Τυπικό που ίσχυε στη Μονή, ονόματα ηγουμένων, ιερομονάχων  και μοναχών, τις εγγραφές μοναχών στο Μοναχολόγιο της Μονής, τα Μετόχια της, κτήματα της Μονής, τα αφιερώματα,  ενοίκια και άλλα εισοδήματα και γενικά πληροφορίες για την ιστορία της.

            Πολύ σημαντικός είναι και ο κώδικας της Μονής του Αγίου Γεωργίου Συκούση. Είναι του 1806, αλλά περιέχει και παλαιότερες πράξεις μέχρι και τον 16ο αιώνα. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι, εκτός των άλλων, περιέχει τη διαθήκη του ανακαινιστή της Μονής κατά το 1518, ιερομονάχου Σωφρονίου Σέψη156, καθώς και τον Κανονισμό εκλογής του ηγουμένου, όπως και πολλά ονόματα ηγουμένων της από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα.

Οι υπόλοιπες Μονές

            Πλην της Νέας Μονής και του Αγίου Μηνά, βιβλιοθήκες υπήρχαν και σε άλλα μοναστήρια του νησιού. Έμμεση, αλλά σαφής μαρτυρία γι’ αυτό υπάρχει  στην επιστολή του Αββά Μιχαήλ Fourmont προς τον Γάλλο πρεσβευτή  Villeneuve, με ημερομηνία 16 Μαρτίου του 1729. Εκεί, χωρίς να αναφέρει τα ονόματα των μονών που θα ήθελε να επισκεφθεί για άγρα χειρογράφων, ενημερώνει ότι δεν το έπραξε. Συγκεκριμένα γράφει : «Υπάρχουν ακόμη εις τα βουνά και άλλα μοναστήρια, τα οποία θα επεσκεπτόμην, …»157. Αν και δεν αναφέρει τα ονόματά τους, προφανώς ως εντελώς άγνωστα στον παραλήπτη, τουλάχιστον όμως προσδιορίζει ότι αυτά δεν βρίσκονται στην πόλη της Χίου ούτε σε κοντινά και ευπρόσιτα προς αυτήν μέρη, αλλά στα δυσπρόσιτα βουνά. Στις 26 Μαΐου 1729 γράφοντας προς τον Sevin προσδιορίζει ότι πρόκειται για «άλλα οκτώ ακόμη μοναστήρια εν τη νήσω Χίω»158. Σε άλλη επιστολή του από την Αθήνα, με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1729, προς τον Γάλλο υπουργό, κόμη Maurepas, καταγράφει την επιθυμία που είχε όταν βρισκόταν στο νησί να επισκεφθεί και άλλες Μονές του. Χωρίς όμως και πάλι να τις κατονομάζει.

            Προφανώς και σ’ αυτές τις Μονές δεν θα προσερχόταν για προσκυνηματικούς λόγους. Σίγουρα είχε έγκυρες πληροφορίες ότι διαφυλάσσουν στις βιβλιοθήκες τους χειρόγραφα. Επιθυμούσε λοιπόν να τις επισκεφθεί για αναζήτηση και άγρα χειρογράφων και εκεί. Αλλά, επειδή υπήρχαν φήμες ότι είχαν προσβληθεί από την επιδημία πανώλους που έπληττε τότε το νησί159,   θεώρησε συνετό να μην ριψοκινδυνεύσει και να ματαιώσει αυτό το σκέλος των σχεδίων του160.

            Ως άλλη αιτία ο Fourmont για την παράλειψή του να επισκεφθεί και άλλες μονές της Χίου επικαλείται τα λίγα χρήματα που του απέμεναν. «Υπάρχουν ακόμη εις τα βουνά και άλλα μοναστήρια, τα οποία θα επεσκεπτόμην, αν δεν έπρεπε να κρατήσω χρήματα δια το ταξείδιον των Αθηνών, διότι δεν γνωρίζω αν εκεί δύναμαι να προμηθευθώ ευκόλως»161 γράφει στις 16 Μαρτίου του 1729 από τη Χίο στον Villeneuve. Το ίδιο επαναλαμβάνει και στον Sevin στις 26 Μαΐου 1729 ενώ ακόμη εξακολουθεί να ευρίσκεται στη Χίο. Τα χρήματα, τα οποία δεν ήθελε να δαπανήσει για επίσκεψη και άλλων μοναστηριών στη Χίο, σίγουρα δεν αφορούν τα μικρά έξοδα μετακινήσεώς του προς τις Μονές αυτές. Προφανώς αναφέρεται στα ποσά, που θα χρειαζόταν σε περίπτωση που έβρισκε σ’ αυτές ένα χειρόγραφο που θα τον ενδιέφερε, ούτως ώστε να χρηματίσει κάποιον, προκειμένου να το υπεξαιρέσει για λογαριασμό του.

            Πέραν όμως της προαναφερθείσας μαρτυρίας του Fourmont, άλλες πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για τις βιβλιοθήκες σε άλλα μοναστήρια της Χίου κατά την περίοδο αυτή δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας. Φυσικά όλα τα Χιακά μοναστήρια δεν διέθεταν ευάριθμες συλλογές χειρογράφων και εντύπων βιβλίων, ούτε και οργανωμένες κατά το μάλλον ή ήττον βιβλιοθήκες, όπως τα ονομαστικώς προαναφερθέντα. Αλλά, εκτός από αυτά τα οκτώ μοναστήρια, που είχαν οργανωμένες βιβλιοθήκες κατά την έμμεση μαρτυρία του Fourmont, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχαν και σε όλα τα υπόλοιπα τουλάχιστον βιβλιοθήκες υποτυπώδεις με μικρό αριθμό βιβλίων, που είτε ανήκαν στη Μονή είτε αποτελούσαν προσωπική βιβλιοθήκη κάποιου ευπαίδευτου μοναχού. Τέτοιες συλλογές βιβλίων, που αριθμούσαν δύο ή τρεις δεκάδες βιβλίων, αναμενόμενο είναι να μην αναφέρονται στις πηγές. Επίσης εξίσου λογικό είναι να θεωρούμε βέβαιο ότι κάθε μικρή ή μεγάλη Μονή θα είχε στην κατοχή της κάποια λειτουργικά και ψαλτικά χειρόγραφα και πιθανότερα έντυπα βιβλία προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της μοναστικής αδελφότητάς της. Στοιχείο όμως που συντείνει στην εκδοχή περί υπάρξεως, έστω και υποτυπώδους βιβλιοθήκης σε πολλές Χιακές Μονές είναι η αναγραφή στον «Κατάλογον των Φιλογενών συνδρομητών»162 για την παραλαβή αντιγράφων του βιβλίου «Νέον Λειμωνάριον» Αγίου Μακαρίου Νοταρά, Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου Νικηφόρου του Χίου, που είχε τυπωθεί στη Βενετία το 1819,των ακολούθων Μονών: α) Μονή Χριστού Άσπρης Πέτρας στην πόλη της Χίου β) Μονυδρίου Καλλιμασιάς, δηλαδή της Μονής της Παναγίας της Πλακιδιωτίσσης,  γ) Μονής Χαλάνδρων, δηλαδή της Μονής της Αγίας Ματρώνης μεταξύ των χωριών Μέσα Διδύμας και Μυρμηγκίου.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

81. Ζερλέντη Περικλέους, Περί των εν Χίω φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 241. Ο Richard Pococke γνώριζε πολύ καλά ελληνικά. Ο θείος του Thomas Milles ήταν καθηγητής των αρχαίων ελληνικών.

82. Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (Vasily Barsky,1701-1747) Ο Ρώσος αυτός μοναχός μαζί με τον συμπατριώτη του αρχιμανδρίτη Ρουβείμ Γκούρσκι ταξιδεύοντας για τους Αγίους Τόπους έφθασαν το 1725 στη Χίο. Εδώ συνάντησαν τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά, ο οποίος τους απέτρεψε από το ταξίδι αυτό. Στις 19 Αυγούστου ο Ρουβείμ πέθανε στη Χίο και ο Βασίλι Μπάρσκυ ταξίδευσε στο Άγιον Όρος. Στη Χίο ξαναβρέθηκε στο τέλος του 1732 και το 1743. Μοναχός εκάρη το 1734.Είναι γνωστός για τις σχεδιαστικές απεικονίσεις του, όπως αυτή της Νέας Μονής. Γνώριζε αρκετά καλά ελληνικά και λατινικά.

83. Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.1661.

84. Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.757.

85. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, σελ. ιστ.

86. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, σελ. γ-δ και σε διάφορα σημεία στις σελ. 66 - 81.

87. Ο Marie Louis comte de Marcellus (1795-1841) υπήρξε διπλωμάτης, πρώτος γραμματέας στη Γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1820 ανέλαβε αποστολή στα Ιεροσόλυμα. Ταξιδεύοντας προς τα εκεί πέρασε από τη Χίο. Ο κόμης de Marcellus στη Χίο πριν από την επίσκεψη του στον Μητροπολίτη Πλάτωνα, είχε ήδη θαυμάσει την Βιβλιοθήκη της Σχολής της Χίου. Αλλά και την ιδιωτική βιβλιοθήκη που βρισκόταν στον πύργο της οικογένειας Ροδοκανάκη στον Κάμπο της Χίου : «εκίνησεν τον θαυμασμόν του η βιβλιοθήκη εκ δισχιλίων και πλέον τόμων κομισθέντων εκ Γαλλίας υπό του Νεοφύτου Βάμβα». Βλέπε Ανδρεάδη Ανδρέα, Κορνηλία Δ. Ροΐδου, το γένος Ροδοκανάκη, Χιακά Χρονικά,  Αθήναι 1911, τ. 1, σ. 19 - 20. Μετά από τη Χίο αποβιβάσθηκε στην Μήλο. Στο Κυκλαδικό αυτό νησί μόλις έμαθε την ανακάλυψη του αγάλματος, που είναι γνωστό ως «Αφροδίτη της Μήλου», φρόντισε να το αρπάξει και να το αποστείλει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Παρίσι.

88. Κρουσουλούδη Νικολάου, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.72.

89. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, σελ. 66.

90. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, Πρόλογος σελ. β΄ και Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.45.

91. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος1865,σελ. 129 και 153 – 154.

92. Ο φιλέλληνας  Jean Fransois Maxime Raybaud (1795-1894) ήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1821, για να συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση. Πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς, στη μάχη του Πέτα και σε άλλες επίσης. Επέστρεψε στη Γαλλία και το 1824 εκτύπωσε τα Απομνημονεύματά του σχετικά με τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Από πολλούς Έλληνες ιστορικούς, όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος, θεωρείται από τους πιο αξιόπιστους Γάλλους ιστοριογράφους της εποχής. Το 1825 επέστρεψε και παρέμεινε μέχρι το 1826. Το 1828 έρχεται για τρίτη φορά στην Ελλάδα και εκδίδει στην Πάτρα Γαλλοελληνική εφημερίδα.

93. Αξιωτάκη Ανδρέα, Η Νέα Μονή της Χίου, Χίος 1980, σελ.44.

94. Μπούρα Χαράλαμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ.183 – 186, Πασάλη Ανδρούδη και Πλακωτάρη Ισιδώρου, Νέα στοιχεία για τον βυζαντινό πύργο της Νέας Μονής Χίου, περιλήψεις ανακοινώσεων στην Α΄ συνάντηση Ελλήνων Βυζαντινολόγων, Αθήνα 2015, σελ.7, και Αξιωτάκη Ανδρέα, Η Νέα Μονή της Χίου, Χίος 1980, σελ.107-108.

95. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, σελ. 45 και 105, και Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ.264 - 265.

96. Αξιωτάκη Ανδρέα, Η Νέα Μονή της Χίου, Χίος 1980, σελ.55-56.

97. Μπούρα Χαράλαμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ.31 και υπος.14. 

98. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.405.

99. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.156.

100. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.157.

101. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης στο Τυπικό της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη προέβλεπε επιτίμιο για τον βιβλιοφύλακα που δεν φρόντιζε τους κώδικες και δεν τους τακτοποιούσε με προσοχή στις βιβλιοθήκες.

102. Οι βιβλιοθηκάριοι έπρεπε να προσέχουν τους αναγνώστες, ιδίως τους περιηγητές, να μην παραμένουν μόνοι τους στην αίθουσα της βιβλιοθήκης. Δεν υπήρξαν λίγες οι φορές που, είτε αποσπώντας την προσοχή του βιβλιοθηκάριου είτε χρηματίζοντάς τον, υπεξαιρούσαν ολόκληρα χειρόγραφα. Αλλά ακόμα πιο συχνό ήταν το φαινόμενο όταν δεν μπορούσαν να αρπάξουν ολόκληρο τον χειρόγραφο κώδικα, συνήθιζαν να κόβουν κάποιες σελίδες του και ιδιαιτέρως προτιμούσαν τις διακοσμημένες με μικρογραφίες.

103. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 405.

104. Μπούρα Χαράλαμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ.38 – 39.

105. Κρουσουλούδη Νικολάου, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 72.

106. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 406.   

107. Οι περιηγήσεις του Σουαζέλ Γκουφιέ, Ιστορικά, τ. 292 (18-8-2005), σελ. 47.   

108. Ο Σουαζέλ Γκουφιέ συνηθίζει στα κείμενά του να απαξιώνει τον Ορθόδοξο κλήρο με συκοφαντικές κατηγορίες και με χλευαστικά σχόλια.

109. Αμάντου Κωνσταντίνου, Η παιδεία εις την Τουρκοκρατούμενην Χίον, Ελληνικά, Αθήναι 1930,τ. Γ΄, σελ. 391.

110. Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.280 - 281.     

111. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 420 - 421. Στις σελίδες αυτές μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αναζητήσει ολόκληρο το περιεχόμενο του καταλόγου που συνέταξε ο Αββάς Μιχαήλ Fourmont για τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Μηνά.

112. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 404.

113. Χειρόγραφος κώδιξ 237, Μετοχίου Παναγίου Τάφου Κωνσταντινουπόλεως.     

114. Ο Γεώργιος επίσκοπος Νικομηδείας έζησε τον 9ο αιώνα και ήταν μαθητής και φίλος του Μεγάλου Φωτίου. Υπήρξε δόκιμος θεολόγος και υμνογράφος.    

115. Άγιος Γρηγόριος ο «Διάλογος», ο Μέγας (540 – 604) υπήρξε Πάπας Ρώμης (590 – 604) και διακρίθηκε για την εκλεκτή του μόρφωση και την ποιμαντική του δράση. Μεταξύ άλλων συνέγραψε και το βιβλίο «Διάλογοι», που περιέχει διηγήσεις για τον βίο και τα θαύματα των ασκητών της Ιταλίας. Από αυτό το βιβλίο πήρε και το επώνυμο «Διάλογος». Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον τιμά ως Άγιο στις 12 Μαρτίου.                 

116. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 408.

117. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 405.   

118. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 421.   

119. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 135.          

120. Ευαγγελίδου Τρύφωνος, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936, τ. Β΄, σελ. 159.       

121. Κοκκάλη Παντελή, Ανδρέας Πολεμίδης Συμβολή εις την Ιστορίαν της Χίου, Αθήναι 1974, τ. 1ος, σελ.128-129.    

122. Κοκκάλη Παντελή, Ανδρέας Πολεμίδης, Συμβολή εις την ιστορίαν της Χίου, Αθήναι 1974, τόμος 1ος, σελ.129.          

123. Διαμαντίδη Νικολάου, Οι Μητροπολίται της Χίου, εφημερίς Η Πρόοδος της Χίου, Χίος 9 Αυγούστου 1967, σελ. 1, Ζερλέντη Περικλέους, Θεοδόσιος Σκυλίτσης και Κύριλλος Ξανθόπουλος, διδάσκαλοι των εν Χίω φροντιστηρίων, Νησιωτική Επετηρίς 1 (1918), σελ.245 και Αμάντου Κωνσταντίνου, Τα γράμματα εις την Χίον επί Τουρκοκρατίας 1566 – 1822, Πειραιεύς 1946.     

 124. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.307.        

125. Πολεμίδη Ανδρέα, Ομιλία επί τη εορτή της διακοσιετηρίδος των γενεθλίων του Αδαμαντίου Κοραή, εκφωνηθείσα κατά την εν τω Γυμνασίω Αρρένων Χίου διεξαχθείση εορτή, Χίος 1948, σελ.18.      

126. Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Τα Μοναστήρια της Χίου, Αθήνα χ.χ., σελ.165.     

127. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.286.          

128. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.154, 155 και 292.            

129. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 287.        

130. Τα Σιγίλλια αποτελούσαν έγγραφα Πατριαρχικά που αναφέρονταν σε διάφορες εκκλησιαστικές υποθέσεις και έφεραν μολύβδινη σφραγίδα.        

131. Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ. 447.      

132. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 290-291 και Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ. 446.   

133.  Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ. 414 - 446. 

134. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄,σελ. 176.        

135. Η «Αγιά Επακοή», δηλαδή Αγία Υπακοή, ήταν ο ναός του Λωβοκομείου, ο οποίος, αν και πυρπολήθηκε το 1822 από τους Τούρκους και επλήγη σοβαρά από το σεισμό του 1881, στέκει ακόμα έως σήμερα κατερειπωμένος.     

136. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Γ΄,σελ.43 – 44.

136α. Ο  ιερομόναχος Άνθιμος Πουλάκης, σε χειρόγραφο σημείωμα του,αναφέρει την πυρπόληση του Λωβοκομείου, και των ναών του, καθώς και την δολοφονία των ασθενών του Λεπροκομείου : «Με το να ηκολούθησεν η οδυνηρά πτώσις και καταστροφή της Πατρίδος κατά το 1822 μαρτίου 30 ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης, και ηφανίσθη όλη η Πατρίς οσαύτως και το Ιερόν τούτο Νοσοκομείον όλον κατεκαύθη και ηφανίσθη, τόσον οι Ιεροί Ναοί, όσον οσπίτια και κελλία των ασθενών, και οι ασθενείς αδελφοί συμποσούμενοι εις εβδομήντα εξ, άνδρες και γυναίκες, κατεσφάγησαν απανθρώπως και κατεκαύθησαν, εξ ων μόνον πέντε διεσώθησαν, καθώς και ο τότε εφημέριος Άνθιμος ΙερομόναχοςΠουλάκης». Βλέπε Βασιλάκη Μάρκου πρωτ., Το Λωβοκομείον Χίου και ο παπά Άνθιμος Πουλάκης, Περιοδικόν του εν Χίω Συλλόγου Αργέντη,Αθήνα 1939, τ. 2, τεύχη 1-2, σελ. 189.   

137. Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Τα Μοναστήρια της Χίου, Αθήνα χ.χ., σελ.105.

138. Πρόκειται για τμήματα από τα ιερά λείψανα του Αγίου Ελευθερίου, Αγίου Χαραλάμπους, Αγίου Τρύφωνος, Αγίου Παντελεήμονος, Αγίας Παρασκευής και Αγίας Μαρίνης.

139. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου, Εθνομάρτυρες Χίοι κληρικοί κατά την Επανάστασιν του 1821, άρθρο αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών.             

140. Καλαμωτή, Ένα παραδοσιακό Μεσαιωνικό Μαστιχοχώρι της Χίου, Αθήνα 1989, σελ. 26.    

141. Αμάντου Κωνσταντίνου, Η παιδεία εις την Τουρκοκρατούμενην Χίον, Ελληνικά, Αθήναι 1930,τ. Γ΄, σελ. 391.       

142. Ευαγγελίδου Τρύφωνος, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936, τ. Β΄, σελ. 158 – 159.    

143. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 82.    

144. Στρογγυλού Παν., Περί των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Ματρώνης, Χιακή Επιθεώρησις, Χίος Νοέμβριος 1974, τ. 12, τεύχος 36 , σελ. 171 – 172.    

145. Θεοδωροπούλου Αριστείδη, Η Αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, Η ασκητικώς διαλάμψασα θαυματουργός αγία της Χίου, άρθρο στο διαδίκτυο.

146. Στρογγυλού Ιωακείμ Αρχιμ. , Η Αγία Ματρώνα της Χίου, Ιερουσαλήμ χ. χ.

147.  Κουρίλα Ευλογίου Λαυριώτου, Κατάλογος Αγιορειτικών χειρογράφων, Θεολογία, Αθήναι 1936, σελ. 45, και Κατάλογος κυριωτέρων συγγραμμάτων από του 1903 - 1961 Μητροπολίτου Κορυτσάς Ευλογίου  Κουρίλα, Θρακικά, Αθήναι 1963, τ.36, σελ. 213, «Το ιδιόχειρον αρχαίον ψαλτήριον 446 της οσίας Ματρώνης».    

148. Αγίου Μακαρίου Νοταρά, Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου Νικηφόρου του Χίου, Νέον Λειμωνάριον , Βενετία 1819, σελ. 151.    

149. Βοξάκη Βασιλείου, Ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και τα ασκητήριά του στη Χίο, άρθρο που αναρτήθηκε στο ιστολόγιο Ακτίνες στις 17 Απριλίου 2018.                

150. Μωραϊτίδου Αλεξάνδρου, Με του βορηά τα κύματα, Αθήνα 2008, σελ. 176, υποσ. 1.               

151. Χαχαμίδη Χρίστου π., Συμβολή στην Εκκλησιαστική και πνευματική ιστορία των Βορείων Σποράδων (16ος‐19ος αιώνας), Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 188.       

152. Ευαγγελίδου Τρύφωνος, Η νήσος Σκιάθος και αι περί αυτήν νησίδες, Αθήναι 1913, σελ. 193.       

153. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 323.       

154. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 309 και 311.   

155. Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος1983, σελ. 482 -484 και Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Τα Μοναστήρια της Χίου, Αθήνα χ.χ.,  σελ.180, 190, 252, 308, 318, 331.   

156.  Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ.389 - 391.  

157. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 404.      

158. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 407.             

159. Μέσα στο διάβα των αιώνων αρκετές υπήρξαν οι φορές που την Χίο έπληξαν λοιμώδεις νόσοι, όπως η βουβωνική πανώλη. Επιδημία θανατηφόρος αναφέρεται το1456. Το 1689 μεγάλη επιδημία πανώλης ξέσπασε στο νησί και προκάλεσε πάρα πολλά θύματα. Μετά την παρ’ ολίγον επιδημία του 1720, τον Μάρτιο του 1729 εκδηλώθηκε ξανά πανώλη αρχικά στην πόλη της Χίου (Χώρα), η οποία κατόπιν εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Βλέπε: Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ.385,  Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 560, τόμος Γ2, σελ. 401, και Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Τα Μοναστήρια της Χίου, Αθήνα 2003, σελ. 360.      

160. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 408.

161. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 404.   

162. Αγίου Μακαρίου Νοταρά, Αγίου Αθανασίου του Παρίου και Αγίου Νικηφόρου του Χίου, Νέον Λειμωνάριον , Βενετία 1819, σελ. 151.  

Συνεχίζεται…

Δείτε και- Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στη Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822-1828 (Γ΄ Μέρος)

Δείτε και -Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στη Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822-1828 (Α΄ Μέρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου