13 Απρ 2021

Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στη Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822-1828 (Α΄ Μέρος)

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗ ΧΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ 1566 ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1822 - 1828

Οι αρπακτικές διαθέσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και η λεηλασία και πυρπόλησή τους από τους Τούρκους

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

1ο μέρος

Πρόλογος

            Έλαμψε το Βυζάντιο, δηλαδή η χριστιανική αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους με μια ασύγκριτη λάμψη και φώτισε ολόκληρο τον κόσμο σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι του Μεσαίωνα για χίλια και πλέον χρόνια. Ήρθε όμως καιρός, που εξαιτίας των αμαρτιών μας, ο φάρος αυτός, μετά την τελευταία αναλαμπή του στην εποχή των Παλαιολόγων, σβήστηκε. Η Κωνσταντινούπολη, η χαρά και η ελπίδα όλων των Ελλήνων, έπεσε, αλλά έπεσε με το σπαθί στο χέρι. Το σκοτάδι της σκλαβιάς απλώθηκε πλέον πηχτό και κάλυψε με τον θανατερό μανδύα του όλο τον Ελληνισμό. Η εφιαλτική και ερεβώδης νύχτα της ιστορίας μας, που είναι γνωστή ως Τουρκοκρατία ξεκινούσε.

            Ο «Γολιάθ», δηλαδή η ωμή βία, η βαρβαρότητα και η θρησκεία του ξίφους και της φωτιάς, γελάστηκε, νόμισε ότι θα άλλαζε τη διήγηση της Αγίας Γραφής, ότι έστειλε για πάντα στον τάφο το «Δαβίδ», δηλαδή τον Ελληνισμό. Σαν αιμοβόρο θηρίο η Οθωμανική αυτοκρατορία βρυχήθηκε παντού και κραύγασε ότι το τέλος της Ελλάδος ήρθε, το όνομα Ελλάς θα υπάρχει πλέον μόνο στα βιβλία της ιστορίας και στις προθήκες των μουσείων, τίποτε δεν θα μπορούσε πια να την αναστήσει. Η Ευρώπη και όλος ο κόσμος έσκυψαν με δειλία το κεφάλι, ίσως κάποιοι και με κρυφή χαρά, μπροστά στους κομπασμούς των τουρκομανικών ορδών του Ισλάμ.            Όλοι τους όμως λογάριασαν και ζύγισαν με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά και με κριτήριο την πεπερασμένη λογική του ανθρώπου. Ξέχασαν όμως τον σημαντικότερο παράγοντα, τον Θεό, τον Παντοκράτορα, η θέληση του οποίου ήταν διαφορετική.

Εφέτος που εορτάζουμε τα 200 έτη από την Εθνεγερσία, πόσοι από εμάς έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι, αν δεν ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει προστατευτικό φράγμα στην πλημμύρα του εξισλαμισμού και του αφελληνισμού, σήμερα δεν θα υπήρχαμε σαν Έθνος ; Η Εκκλησία υπήρξε πραγματικό «θερμοκήπιο», που προφύλαξε τον «ανθό» της Ελευθερίας από τον χιονιά της σκλαβιάς. Η Εκκλησία κράτησε τη συνείδηση του Έθνους ζωντανή και σε εγρήγορση. Μέσα στους ναούς διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα, και η βυζαντινή τέχνη. Στα σχολεία, τα φανερά, αλλά και τα κρυφά, που ίδρυαν οι ενορίες και οι Μονές, γαλουχήθηκαν οι  Έλληνες της Τουρκοκρατίας. Εκεί δίδαξαν οι διδάσκαλοι του Γένους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν κληρικοί και μοναχοί. Αν δεν υπήρχε το ηρωικό ράσο, που άλλοτε με το Ωκτοήχι στο χέρι μάθαινε γράμματα στα σκλαβόπουλα στο νάρθηκα του ναού, κι άλλοτε με το καρυοφύλλι στο χέρι έμπαινε στην πρώτη γραμμή των επαναστατικών κινημάτων που προηγήθηκαν, πού θα βρίσκονταν Έλληνες να εξεγερθούν το 1821 ;

Στις βιβλιοθήκες των Μοναστηριών η σοφία της αρχαίας Ελλάδος και του Βυζαντίου αποθησαυρίσθηκε και παρέμεινε ζωντανή. Οι Μονές ως άλλη Κιβωτός μάς διέσωσαν την αρχαία και βυζαντινή γραμματεία μέσα από τον ''κατακλυσμό'' των αιώνων και της Τουρκικής βαρβαρότητας. Τα συγγράμματα των Πατέρων, οι βίοι των Αγίων και τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας εξακολουθούσαν να παραμένουν τα προσφιλή αναγνώσματα των μοναχών. Όμως μαζί με τα θεολογικά βιβλία, βρήκαν θέση μέσα στα ράφια των βιβλιοθηκών τους και ο Όμηρος, ο Πλάτων και  ο Αριστοτέλης. Δίπλα στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας ακούμπησαν οι μοναχοί και τα χειρόγραφα με τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. Και κοντά στην Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου τοποθετήθηκαν έργα ιατρικής, μαθηματικών, γεωγραφίας και ιστοριογραφίας συγγραφέων της βυζαντινής εποχής. Έτσι οι Ορθόδοξες μονές, παράλληλα με το πνευματικό τους έργο, αποτέλεσαν και κέντρα μαθήσεως και έρευνας χάρη στον πλούτο των βιβλίων που διαφύλαξαν. Όπως παρατηρεί ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οι Μονές έγιναν: « τα ασφαλέστερα καταγώγια των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών». Πολλοί μοναχοί με τα θεολογικά τους συγγράμματα τροφοδότησαν πνευματικά τον Ελληνισμό, αλλά και γενικότερα τον Ορθόδοξο κόσμο.

Οι Μοναστηριακές βιβλιοθήκες περιείχαν χειρόγραφα όχι μόνο της εποχής πριν την εμφάνιση του έντυπου βιβλίου (1455), αλλά και μετά από αυτήν. Λόγω της σπανιότητας των βιβλίων, αλλά και του κόστους τους οι μοναχοί συνέχιζαν να αντιγράφουν τα χειρόγραφα, αλλά και τα έντυπα βιβλία. Εκτός αυτού έπρεπε να διασώσουν από τη φθορά του χρόνου αντιγράφοντάς τα και έργα που δεν είχαν ακόμα εκτυπωθεί τότε. Να τα διασώσουν και να τα διαδώσουν δημιουργώντας αντίγραφά τους. Επίσης με την αυτοθυσία τους κατόρθωσαν, όπου μπόρεσαν να τα γλυτώσουν από τις πυρκαγιές, τους  πειρατές, τους κατακτητές και από τον μεγαλύτερο κίνδυνο που ήταν οι άρπαγες περιηγητές. Δυστυχώς κάποιοι από τους Ευρωπαίους περιηγητές, περιέρχονταν τις Μονές όχι για λόγους προσκυνηματικούς και από απλή περιέργεια. Οι «περιηγητές» αυτοί - είτε ήταν λόγιοι είτε και απλοί τυχοδιώκτες - προσπάθησαν να αδειάσουν τις Μοναστηριακές βιβλιοθήκες κάποιες φορές με νόμιμα μέσα, αλλά τις περισσότερες φορές με ανέντιμες μεθόδους.

Η παρακάτω μελέτη μας θα επικεντρωθεί στις Μοναστηριακές βιβλιοθήκες  της Χίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα από την έναρξή της στο νησί το 1566 έως και την περίοδο 1822 -1828. Οι Μοναστηριακές βιβλιοθήκες  της  Χίου, υπήρξαν από τις πλέον αξιόλογες στα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη. Όμως, επειδή οι Τουρκικές θηριωδίες και καταστροφές στο νησί κατά την περίοδο 1822 -1828 προκάλεσαν την πλήρη καταστροφή τους, η παρουσία τους και η προσφορά τους καλύφθηκε από το βαρύ μανδύα της λήθης, που άπλωσε πάνω τους ο πανδαμάτωρ χρόνος. Συγκεντρώνοντας ψηφίδες από διάφορες ιστορικές πηγές θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε, μικρό μόνο τμήμα από τη συνολική εικόνα των Χιακών Μοναστηριακών Βιβλιοθηκών της Τουρκοκρατούμενης Χίου.

Ιερά Νέα Μονή

Όπως παρατηρεί ο Ανδρέας Πολεμίδης: «Συλλογάς βιβλίων και χειρογράφων είχον οι Χίοι έκπαλαι και ζηλοτύπως διετήρουν αυτάς εις τα Μοναστήρια Νέαν Μονήν, Άγιον Μηνάν, πιθανώς εις την των Μουνδών αριστοκρατικήν»1. Η Νέα Μονή είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία, που όσο κι αν υπέστη βανδαλισμούς από τις τουρκικές θηριωδίες του 1822 και επλήγη ανεπανόρθωτα από τον ισχυρό σεισμό του 1881, διατηρεί σε αρκετό βαθμό τη λαμπρότητα και τη μοναδικότητά της, προκαλώντας κατάνυξη στον προσκυνητή και θαυμασμό στον κάθε επισκέπτη. Μία πτυχή της ιστορίας της είναι και η ύπαρξη σ’ αυτήν βιβλιοθήκης και μάλιστα αξιόλογης, φημισμένης ακόμα και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο για τον πλούτο της σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα. Αρχικά θα κάνουμε μια μικρή αναφορά στην πρώτη ένδειξη περί της υπάρξεώς της. Έπειτα θα επικεντρωθούμε στην ιστορία της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στο νησί, με κεντρικό άξονα τις αρπακτικές, για τους πνευματικούς θησαυρούς που διαφύλασσε, διαθέσεις των Ευρωπαίων περιηγητών έως και τον αφανισμό της από τους Τούρκους.

Μικρή αναφορά στην ίδρυση και στην πρώτη ένδειξη

περί της υπάρξεως Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης

            Έμμεση απόδειξη υπάρξεως βιβλιοθήκης στη Νέα Μονή, τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα, είναι ο Ιεροσολυμιτικός κώδιξ 57, που φυλάσσεται ως τις ημέρες μας στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων2. Ο κώδικας αυτός ανεβρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, εξ ου και ονομάσθηκε Ιεροσολυμιτικός κώδικας. Άγνωστο πότε μεταφέρθηκε εκεί, πάντως πριν από το 1608-16403. Ο χειρόγραφος αυτός κώδικας γράφθηκε, όπως αναφέρεται σε ιδιόγραφη σημείωση στο φύλλο 287ν, υπό του «ευτελούς μοναχού Γερασίμου αμαρτωλού του χρηματίσαντος καθηγουμένου και αρχιμανδρίτου τη εν τη νήσω Χίω Νέα Μονή …»4. Ο ηγούμενος Γεράσιμος, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Νικολόπουλο, πρέπει να έγραψε τον κώδικα αυτόν το 11825. Ο κώδικας περιέχει αποσπάσματα από έργα Πατέρων της Εκκλησίας και εκκλησιαστικών συγγραφέων, αλλά και μια σύντομη χρονογραφία, που είναι εν πολλοίς έργο του Γερασίμου. Συνεπώς καθίσταται προφανές ότι ο ηγούμενος Γεράσιμος το 1182 θα πρέπει να είχε στη διάθεσή του πληθώρα χειρογράφων, από τα οποία άλλα αντέγραψε αποσπάσματά τους και άλλα τα χρησιμοποίησε ως βοηθήματα. Σε μια εποχή που οι κώδικες ήταν δυσεύρετοι, ο δανεισμός από άλλες βιβλιοθήκες ήταν πολύ σπάνιος και οι μετακινήσεις δύσκολες, είναι απόλυτα λογικό να αποκλείσουμε άλλη πηγή προελεύσεως των κωδίκων, που ήταν απαραίτητοι στον ηγούμενο, εκτός της Μονής του. Συνεπώς ο χώρος, όπου προσέτρεχε ο ηγούμενος Γεράσιμος, ήταν εντός του χώρου ασκήσεώς του, δηλαδή η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής, η οποία φαίνεται ότι ήδη από τον 12ο αιώνα ήταν εμπλουτισμένη με πληθώρα χειρογράφων. Ίσως ο λόγος που τον παρακίνησε να δημιουργήσει αυτόν τον κώδικα να ήταν η επιθυμία του να καταρτίσει ένα ανθολόγιο Πατερικών και Εκκλησιαστικών κειμένων. Μια άλλη όμως εκδοχή μπορεί να είναι ότι ίσως κάποια από τα χειρόγραφα να ήταν ήδη αρκετά φθαρμένα, γεγονός που είναι πιθανό να ώθησε τον Νεαμονίτη αυτόν μοναχό να διαθέσει χρόνο και κόπο για να τα αντιγράψει. Φυσικά αυτό είναι μία εικασία μας μόνο, που αν όμως ευσταθεί αποτελεί μία ένδειξη της παλαιότητας της βιβλιοθήκης. Νομίζουμε ότι δεν θα ήταν υπερβολικά παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι οι ιδρυτές της Νέας Μονής, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος και οι Αυγούστες, Ζωή και Θεοδώρα, που τόσο ενδιαφέρον έδειξαν και άφθονα υλικά μέσα προσέφεραν, δεν θα είχαν αμελήσει για την ύπαρξη βιβλιοθήκης για ένα μοναστήρι που επιθυμούσαν να είναι εφάμιλλο με αυτά της Κωνσταντινουπόλεως.

Η Νεαμονήσια  βιβλιοθήκη τον 16ο αιώνα και έως τις αρχές του 17ου αιώνα

            Πριν από το 1582 τρεις κώδικες από τη Νέα Μονή είχαν σταλεί ως δώρο στον καρδινάλιο Sirleto στην Ιταλία6. Ο ελληνομαθής καρδινάλιος Gugliemo Sirleto (1514 – 1585) υπήρξε βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Αναζητούσε ελληνικούς κώδικες γι’ αυτήν, αλλά και για την προσωπική του συλλογή. Παρουσιαζόταν ως υποστηρικτής της ενώσεως και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Ανατολή, θεωρώντας τον εαυτό του φίλο των Ορθοδόξων. Προφανώς στα πλαίσια των επιδιωκόμενων καλών σχέσεων με το ισχυρό Βατικανό, στις απαρχές της Τουρκοκρατίας η Νέα Μονή έστειλε αυτό το πολύτιμο δώρο. Σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ανδρεάδη, ο οποίος επικαλείται τον Georg Hofmann, ο ηγούμενος Μεθόδιος απέστειλε δύο επιστολές στον καρδινάλιο Gugliemo Sirleto το 1582 με τις οποίες τον ευχαριστεί για τα τρία βιβλία, τα οποία δώρισε στη Νέα Μονή7. Πιθανότατα επρόκειτο για το αντίδωρο του καρδινάλιου για τους τρεις χειρόγραφους κώδικες που του είχε αποστείλει το Χιακό μοναστήρι. Ήταν συνήθης πρακτική διακεκριμένων και ισχυρών προσώπων του ευρωπαϊκού χώρου να ζητούν ελληνικά χειρόγραφα από τα Τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη και να τα ανταλλάσσουν με έντυπα βιβλία8.

            Την ύπαρξη της Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης αναφέρει το 1627 ο Αλέξανδρος Βασιλόπουλος μετά από την επίσκεψή του στη Μονή9. Το 1636 ο Γάλλος Καπουκίνος μοναχός  Leonard de la Tour αναφέρει ότι τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης ήταν παραμελημένα10. Ο Λεονάρδος είχε έλθει στον Τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο με προσωπική σύσταση του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ και ίδρυσε το δεύτερο Ρωμαιοκαθολικό σχολείο στη Χίο11. Επισκέφθηκε τη Νέα Μονή, προκειμένου να ερευνήσει τα χειρόγραφά της, την εποχή της ηγουμενίας του Νεόφυλου Αλεξίου12.

Ο ιερομόναχος Γρηγόριος Μυρμηγκουσιανός

Ο Χίος ιερομόναχος Γρηγόριος Μυρμηγκουσιανός, μοναχός και ηγούμενος για ένα διάστημα της Νέας Μονής, έγραψε κατά την παραμονή του σε αυτήν το αξιόλογο έργο «Σύνοψις των θείων και ιερών της Εκκλησίας δογμάτων, εις ωφέλειαν των Χριστιανών», το οποίο τυπώθηκε στη Βενετία το 1635. Από το έργο του αυτό είναι φανερό ότι εκτός από τα συγγράμματα του διδασκάλου του Γεωργίου Κορεσσίου είχε μελετήσει πολλά Πατερικά έργα. Η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής, στην οποία εκείνη την περίοδο ασκούσε τον ισάγγελο μοναχικό βίο, ήταν πλούσια σε κώδικες έργων Πατερικών και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το ότι ο Γρηγόριος θα ενδιέτριψε σ’ αυτήν ατελείωτες ώρες ‘‘τρυγώντας το νέκταρ’’ της Πατερικής θεολογίας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο.

Δείγμα του μεγάλου ενδιαφέροντός του να αποκτήσει και να μελετήσει Πατερικά συγγράμματα αποκαλύπτεται και σε επιστολή του προς τον Λέοντα τον Αλλάτιο στις 2 Ιανουαρίου του 1643, με την οποία του ζητάει τη Μυριόβιβλο του Αγίου Φωτίου «διατί μου κάμνει μεγάλη χρεία»13 και τα άπαντα του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας14. Αν και πλούσια σε χειρόγραφα η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής, προφανώς ούτε αυτή, αλλά ούτε και κάποιας άλλης Μονής, ούτε και της Σχολής των Αγίων Αναργύρων – στην οποία τότε εγκαταβίωνε και δίδασκε – διέθεταν τα πολύ γνωστά και αξιόλογα αυτά Πατερικά έργα, για να αναγκάζεται να τα ζητήσει από τον Αλλάτιο, που ήταν στη Ρώμη. Αυτό αποτελεί έμμεση ένδειξη ότι στο πέρασμα των αιώνων είτε από σεισμούς, όπως αυτός του 1389 ή του 1582, αλλά είτε και από ανθρώπινη αμέλεια ή δόλο υπήρχαν απώλειες χειρογράφων από τη Νεαμονική βιβλιοθήκη.

Η προσπάθεια του Δομινικανού μοναχού  Johann Michael Wansleben

να ερευνήσει τη Βιβλιοθήκη και να αποκτήσει χειρόγραφα το 1673

            Η εξαιρετική φήμη της Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης, ως μιας βιβλιοθήκης με πλήθος από εκλεκτά και παλαιά ελληνικά χειρόγραφα, δεν ήταν γνωστή μόνο στον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο, αλλά είχε ταξιδέψει μέχρι την Ευρώπη. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιος Σωτηρίου : «Περιγραφαί της Μονής υπό περιηγητών του ΙΖ΄ αιώνος και εξής παρέχουν εικόνα της Μονής και της πλουσίας αυτής βιβλιοθήκης»15. Κέντριζε λοιπόν το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών, ανατολιστών  αλλά και αγρευτών χειρογράφων. Άλλοι απλώς επιθυμούσαν να θαυμάσουν και να μελετήσουν τα αρχαία της χειρόγραφα, τα οποία ήταν παλαιότερα και του 9ου αιώνα μ.Χ. Άλλοι όμως, και αυτοί δυστυχώς ήταν οι περισσότεροι, επιθυμούσαν να την απογυμνώσουν από ό,τι πολύτιμο φυλασσόταν σ’ αυτήν.

            Στον Γερμανό θεολόγο και Δομινικανό μοναχό  Johann Michael Wansleben (Jean Michel Vansleb)16 ήδη από το 1671 είχε ανατεθεί από τον Γάλλο υπουργό οικονομικών Jean Baptiste Colbert17 να ταξιδεύει στην Ανατολή και να συγκεντρώνει χειρόγραφα για λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Αυτή την αποστολή τη διεκπεραίωνε με αρκετή επιτυχία18. Ξεκινώντας ακόμα μία περιήγηση στην Ανατολή τού ανατέθηκε να επισκεφθεί μεταξύ άλλων και τη Χίο και να ερευνήσει τη βιβλιοθήκη της Νέας Μονής. Ο λόγος του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος γι’ αυτήν ήταν η φήμη ότι εκεί φυλασσόταν χειρόγραφο του Αγίου Διονυσίου, προφανώς του Αρεοπαγίτου19. Πράγματι ο  Johann Michael Wansleben επισκέπτεται τη Νέα Μονή τον Ιανουάριο του 1673. Λαμβάνοντας την άδεια του ηγουμένου Μωυσή20 εξέτασε το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης, προκειμένου να ανεύρει το συγκεκριμένο χειρόγραφο, όπως τουλάχιστον ο ίδιος ισχυριζόταν. Σε κείμενό του περιγράφει τον χώρο της βιβλιοθήκης ως ένα ευρύχωρο δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από ελληνικά χειρόγραφα. Παρά όμως την ενδελεχή αναζήτησή του αυτή τελείωσε άδοξα χωρίς να βρει μεταξύ τους αυτό που αναζητούσε.

            Όμως, όπως γράφει ο ίδιος σε επιστολή του, πληροφορήθηκε ότι το πολυπόθητο χειρόγραφο βρίσκεται στην κατοχή ενός Χιώτη, ο οποίος το διατηρούσε στην οικία του και ζητούσε 200 σκούδα για να το πουλήσει21. Το ποσό που ζητούνταν ήταν ιδιαίτερα υψηλό ως αντίτιμο για ένα μόνο χειρόγραφο, και προφανώς αντανακλά τη σπανιότητα και την άριστη κατάστασή του. Ως παράδειγμα προς σύγκριση μπορούμε να φέρουμε την πώληση στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Κερκυραίο Αντώνιο Έπαρχο στον Φραγκίσκο τον Α΄ 30 χειρογράφων για 1.000 σκούδα. Δυστυχώς δεν αναφέρονται στην επιστολή άλλες πληροφορίες, όπως για το πώς βρέθηκε το χειρόγραφο αυτό στα χέρια του ιδιώτη αυτού, ο οποίος για λόγους σκοπιμότητας δεν κατονομάζεται. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν αναφέρεται το αν πραγματοποιήθηκε τελικά η αγορά αυτή. Η πιθανότερη εκδοχή μας φαίνεται να είναι ότι δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω του υψηλού τιμήματος. Διαφορετικά ο Wansleben δεν θα είχε κανένα λόγο να αποκρύψει την επιτυχία απόκτησής του και σίγουρα θα το ανέφερε στα γραπτά του κείμενα.

            Όμως ο Δομινικανός μοναχός δεν έφυγε με άδεια χέρια από τη Χίο. Επέτυχε ν’ αγοράσει 140 παλαιά ελληνικά βιβλία22 και 5 χειρόγραφα, κατάλογο των οποίων συνέταξε στη Σμύρνη στις 13 Φεβρουαρίου 1674. Τα βιβλία και τα χειρόγραφα αυτά τα έστειλε στη Γαλλία στον κύριο Arnoul, δια θαλάσσης υπ’ ευθύνη του πλοιάρχου Jacques Borry του πολεμικού πλοίου ‘‘Άγιος Λουδοβίκος’’22α. Τα ελληνικά αυτά χειρόγραφα ήταν όλα θεολογικού περιεχομένου. Τα δύο περιείχαν ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το τρίτο είχε ως περιεχόμενο τις ερμηνείες Ευαγγελίων του Ιωάννου Χαλκηδόνος (;), Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Το τέταρτο περιείχε τους βίους του Χρυσοστόμου και του Αγίου Στεφάνου και επιστολή (ψευδεπίγραφη) του Αγίου Κλήμεντος προς τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο23. Τα τέσσερα αυτά χειρόγραφα ήταν γραμμένα σε υλικό από επεξεργασία πρόβειου δέρματος, στοιχείο που φανερώνει την παλαιότητά τους. Όμως το σημαντικότερο φαίνεται να ήταν το πέμπτο χειρόγραφο, γραμμένο σε κοινό χαρτί και άδετο. Αυτό πρέπει να ήταν νεώτερο σε σύγκριση με τα άλλα24. Όμως περιείχε ομιλίες διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίες ήταν ανέκδοτες μέχρι τότε και προφανώς είχαν αντιγραφεί από παλαιότερους κώδικες. Τα χειρόγραφα αυτά δεν αναφέρει αν τα προμηθεύθηκε από βιβλιοθήκες άλλων μοναστηριών της Χίου ή από ιδιώτες. Η πιθανότερη όμως εκδοχή είναι η δεύτερη, διότι οι αγοραπωλησίες από ιδιώτες ήταν κάτι το συνηθισμένο, ενώ αντίθετα οι Μονές κατά κανόνα δεν αποχωρίζονταν τα χειρόγραφά τους. Άρα ο Wansleben θα έπρεπε να οργανώσει την κλοπή τους ή να δωροδοκήσει κάποιον αμαθή και φιλοχρήματο μοναχό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αποκαλύπτεται ότι ο σκοπός της επισκέψεώς του στη βιβλιοθήκη της Νέας Μονής ήταν ο ίδιος, δηλαδή η ανεύρεση σπάνιων κωδίκων και βιβλίων, η αγορά τους ή η υπεξαίρεσή τους και εν τέλει η μεταφορά τους στη Γαλλία μαζί με αυτά που τελικά κατόρθωσε να συλλέξει. Ταυτόχρονα όμως ο κατάλογος του Wansleben αποτελεί μαρτυρία για την τότε ύπαρξη πληθώρας χειρογράφων και βιβλίων στο νησί.

Το αντίτιμο που κατέβαλε για τα χειρόγραφα που αγόρασε ο Βανς Λέμπεν, όπως ο ίδιος αναγράφει στον κατάλογό του, κυμαίνονταν από 1 έως 6 ασημένια γρόσια25. Τα χειρόγραφα σε χαρτί, τα οποία ήταν συνήθως και νεώτερα, είχαν τη χαμηλότερη αξία από ένα έως δύο γρόσια, ενώ οι κώδικες οι γραμμένοι σε περγαμηνή πρόβειου δέρματος πωλούνταν από 3 έως 6 γρόσια.

Ο Γάλλος Ανατολιστής Antoine Galland ερευνά μέρος των χειρογράφων,  αλλά όχι και το σύνολο της Βιβλιοθήκης το 1680

            Το 1680 ο Γάλλος Ανατολιστής και αρχαιολόγος Antoine Galland26, ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον Γάλλο πρεσβευτή, μαρκήσιο Nointel Abbe de la Shambre, άκουσε από αυτόν να επαινείται η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής. Ο μαρκήσιος Nointel ταξιδεύοντας ως περιηγητής στο Αιγαίο το 1673 είχε παραμείνει στη Χίο για λίγες ημέρες, και από εκεί είχε λάβει αυτές τις πληροφορίες27. Ο Galland έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να επισκεφθεί το Ορθόδοξο αυτό μοναστήρι και να εξετάσει ο ίδιος αν όσα λέγονταν γι’ αυτήν ήταν αληθινά. Ο Galland συγκέντρωνε παλαιά χειρόγραφα, τα οποία διοχέτευε κυρίως στη Γαλλική Βασιλική Βιβλιοθήκη. Για τις σχετικές έρευνές του προς ανεύρεση ιστορικής αξίας αντικειμένων είχε εξουσιοδοτηθεί από τη Γαλλική κυβέρνηση. Έτσι λοιπόν στις 6 Μαΐου του 1680 αποβιβάσθηκε στη Χίο ο Antoine Galland28. Τη Νέα Μονή επισκέφθηκε συνοδευόμενος από τον υποπρόξενο της Γαλλίας στη Χίο, Μ. Ρέντη, ο οποίος, καθώς ήταν Χιώτης, προφανώς θα μεσολάβησε προς τον Νεαμονίτη ηγούμενο Γεδεών, προκειμένου να αρθεί η επιφυλακτικότητα, την οποία δικαιολογημένα θα έδειχναν οι μοναχοί προς τον ξένο και άγνωστο επισκέπτη, ο οποίος θα ζητούσε να ερευνήσει όλο το περιεχόμενο της μοναστηριακής τους βιβλιοθήκης.

            Σε επιστολή του, μετά την ξενάγησή του στο μοναστήρι, ο Galland γράφει στον πρεσβευτή Abbe de la Shambre ότι ο ίδιος είδε στο μοναστήρι αρκετά ελληνικά χειρόγραφα, χωρίς όμως να προσδιορίζει τον αριθμό τους. Τα χειρόγραφα αυτά τα περιγράφει ως ωραία και προϊόν πολύ επιμελημένης αντιγραφής. Στην πλειοψηφία τους τα χαρακτηρίζει παλαιά και επισημαίνει την καλή τους διατήρηση. Στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό, διότι έμμεσα αποκαλύπτεται ότι τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα τα χειρόγραφα αυτά δεν είχαν παραμεληθεί, αλλά συνέχιζαν να μελετώνται από τα μέλη της μοναστικής αδελφότητος, τα οποία φρόντιζαν με προσοχή να συντηρούνται και όσο το δυνατόν να μην φθείρονται. Τα χειρόγραφα αυτά, που ήταν έργα Πατέρων της Εκκλησίας, εξακολουθούσαν λοιπόν να διαβάζονται και να συντελούν στην πνευματική οικοδομή των μοναχών, όπως και στη βυζαντινή εποχή. Ο Galland αναφέρει ότι μεταξύ τους είδε έργα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του Αγίου Εφραίμ του Σύρου και των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Γερμανού και Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού. Στο κελί του ηγουμένου ο Galland είδε και άλλα χειρόγραφα, τα οποία ήταν και αυτά θεολογικού περιεχομένου. Το γεγονός ότι αυτά υπήρχαν στο κελί του ηγουμένου πιστεύουμε ότι αποτελεί έμμεση ένδειξη ότι, παρά την ύπαρξη και εντύπων βιβλίων, οι μοναχοί συνέχιζαν να χρησιμοποιούν προς μελέτη χειρόγραφους κώδικες, τους οποίους δανείζονταν από τη βιβλιοθήκης της Μονής για να μελετούν τις ώρες που θα αποτραβιόνταν στο κελί τους. Μεταξύ αυτών τράβηξε την προσοχή του Galland ένας μεγάλος κώδικας που περιείχε Ιερούς Κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αλλά και Πατέρων της Εκκλησίας29, καθώς και τις «Νεαρές» 30 των αυτοκρατόρων Ιουστινιανού (527-565) και Ηρακλείου (610-641). Στο τέλος του κώδικα υπήρχε έργο του Αγίου Επιφανίου για τις αιρέσεις. Προφανώς πρόκειται για το «Πανάριον» (=Φαρμακοθήκη), το εκτενέστερο από τα σωζόμενα παλαιά συγγράμματα με αντιαιρετικό περιεχόμενο. Επίσης ο Galland αναφέρει ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο χειρόγραφο με έργο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Προφανώς πρόκειται για το «Κλίμαξ του Παραδείσου», αποσπάσματα από το οποίο συνήθως διαβάζονται κατά την κοινή εστίαση στις Τράπεζες των Μονών. Εδώ παρενθετικά να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα τελευταία αναφερθέντα δύο χειρόγραφα πιθανότατα είναι τα ίδια με αυτά που αναφέρονται στον μεταγενέστερο κατάλογο του Fourmont (1729) στους αριθμούς 34 και 55 31. Απ’ όλα τα προαναφερθέντα γίνεται σαφές ότι ο Galland πρέπει να πέρασε αρκετές ώρες, αν όχι και ημέρες, ενασχολούμενος με τα Νεαμονήσια χειρόγραφα. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες που αναφέρει δεν μπορεί να προέκυψαν από μια φευγαλέα ματιά και να συγκρατήθηκαν όλες από μνήμης. Είναι προφανές ότι ο Galland κράτησε σημειώσεις, τουλάχιστον για όσα χειρόγραφα τον ενδιέφεραν, καταγράφοντας συγγραφέα, τίτλο, παλαιότητα, υλικό κώδικα, ποιότητα αντιγραφής. Επίσης  είναι φανερό ότι είχε και την άνεση του χρόνου να τα μετροφυλλίσει και να καταγράψει για κάποια από αυτά και το περιεχόμενό τους.

            Όμως η παρουσίαση των χειρογράφων δεν πρέπει να έγινε στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, αλλά σε κάποιον άλλο χώρο του μοναστηριού. Ίσως γιατί σ’ αυτόν τον χώρο διατηρούνταν μερικά χειρόγραφα, για να είναι πιο εύκολα προσβάσιμα προς ανάγνωση από τους μοναχούς. Η πιθανότερη όμως εκδοχή είναι ότι οι μοναχοί, τρομαγμένοι από τις αρπακτικές διαθέσεις κάποιων από τους Ευρωπαίους περιηγητές, ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντί τους. Επέλεξαν κάποια μόνο χειρόγραφα, τα οποία του παρουσίασαν, προκειμένου αφενός να μην προσβάλουν τον υψηλό επισκέπτη και αφετέρου να τον καθησυχάσουν. Έτσι θα απέφευγαν την είσοδό του στον Πύργο, όπου φυλάσσονταν το σύνολο των χειρογράφων, αλλά και τα πολυτιμότερα κειμήλια της Μονής. Προφανώς καχύποπτος ο Γάλλος περιηγητής από την προσκόμιση των χειρογράφων εκτός του χώρου της βιβλιοθήκης τις επόμενες ημέρες ρωτώντας στη Χίο (Χώρα) έμαθε ότι στον Πύργο της Νέας Μονής, που χρησίμευε ως σκευοφυλάκιο και βιβλιοθήκη, υπήρχαν και άλλα χειρόγραφα σπάνια και γραμμένα σε μεμβράνη, δηλαδή περγαμηνή. Εδώ να εξηγήσουμε ότι ο Galland ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, και αφενός δεν χρειαζόταν διερμηνέα, αφετέρου εύκολα μπορούσε να ανοίξει συζήτηση με τον οποιονδήποτε ανυποψίαστο Χιώτη, αλλά και να είναι σίγουρος ότι κατάλαβε σωστά τι τον πληροφόρησε ο συζητητής του.   Έτσι λοιπόν παραπονέθηκε στον ηγούμενο, αλλά εκείνος τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι στον Πύργο δεν υπήρχαν παρά μόνο κοινά βιβλία, προφανώς εννοώντας τα έντυπα βιβλία της βιβλιοθήκης και μόνο δύο χειρόγραφα Ευαγγέλια. Επίσης του υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει κι αν βρει κάποιο χειρόγραφο εκεί θα του το φέρουν να το εξετάσει. Όμως παράλληλα του απαγόρευσε την είσοδο στον Πύργο με τη δικαιολογία ότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους ξένους από το Τυπικό της Μονής. Σίγουρα αυτή η απαγόρευση θα έβαλε τον Galland σε σοβαρές υποψίες, διότι, όταν βρέθηκε ύστερα από επτά χρόνια και πάλι στη Χίο, επισκέφθηκε ξανά τη Νέα Μονή ρωτώντας και αυτή τη φορά για την ύπαρξη χειρογράφων στον Πύργο. Άκουσε τότε από έναν μοναχό ότι εκεί όχι μόνο υπήρχαν χειρόγραφα, αλλά ήταν και πάρα πολλά σε αριθμό.

            Και μπορεί ο Galland εδώ να μην κατόρθωσε τίποτε, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που οι περιηγητές κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας – εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια που είχε σκορπίσει ο Τούρκος κατακτητής και χρησιμοποιώντας δόλο, χρήματα, ακόμα και βία – κατάφερναν σε κάποιες περιπτώσεις να αφαιρούν πολύτιμα χειρόγραφα από τα Ορθόδοξα μοναστήρια του σκλαβωμένου Ελληνισμού και να τα φυγαδεύουν στην Ευρώπη. Έτσι πλούτιζαν τις βιβλιοθήκες τους με τους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας και τη γραμματεία της αρχαίας Ελλάδας.

Ο Σουηδός περιηγητής Michael Eneman και

ο απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα

            Τον Νοέμβριο του 1711 και έως τις 24 Ιανουαρίου του 1712 ο Σουηδός ιεροκήρυκας και περιηγητής Michael Eneman32 στα πλαίσια των περιηγήσεών του διέμεινε στο νησί της Χίου. Δεν παρέλειψε να επισκεφθεί και τη Νέα Μονή. Στο κείμενό του, που αφηγείται τις περιηγήσεις αυτές, χαρακτηρίζει τους Νεαμονήσιους μοναχούς ως άτομα περιορισμένης παιδείας. Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι κανείς τους δεν διαβάζει τους χειρόγραφους κώδικες που κατείχε η Μονή τους33. Εμμέσως πλην σαφώς μαρτυρείται από τα λεγόμενα του Eneman ότι είτε ξεναγήθηκε στη βιβλιοθήκη της Μονής, είτε του επιδείχθηκαν κάποια χειρόγραφα, αφού γνωρίζει για την ύπαρξή τους.

Σύμφωνα με μαρτυρία του Γάλλου Αββά Sevin, που χρονολογείται το 1729, ένας Γερμανός, τον οποίο δεν κατονομάζει, με εντολή του αυτοκράτορα της Γερμανίας ήλθε στη Νέα Μονή για να συλλέξει χειρόγραφα. Αυτός «προσέφερε μέχρι 1100 νομισμάτων δια επτά χειρόγραφα, τα οποία τω εφάνησαν ως τα μάλλον ενδιαφέροντα. Οι καλοί Πατέρες εστάθησαν άκαμπτοι»34. Ο χρόνος που συνέβησαν αυτά δεν προσδιορίζεται, αλλά δίνεται η εντύπωση ότι αναφέρεται σε σχετικά πρόσφατο συμβάν. Αν ο Sevin ανέφερε το όνομα του Γερμανού αυτοκράτορα, θα μπορούσε με βάση την περίοδο της βασιλείας του να τοποθετηθεί χρονικά το συμβάν, έστω και κατά προσέγγιση. Πάντως κατά το διάστημα 1711 – 1740 στη Γερμανία αυτοκράτορας ήταν ο Κάρολος ΣΤ΄. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει το πρόσωπο αυτό να ταυτισθεί με τον Wansleben. Αυτός, αν και ήταν Γερμανός, ήταν στην υπηρεσία του Γάλλου βασιλιά και διήλθε από τη Νέα Μονή το 1673.

Οι συκοφαντίες εναντίον του Πατριάρχη Χρυσάνθου Νοταρά

για χειρόγραφους κώδικες το 1725

Τον Μάιο του 1725 ο Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1707 – 1731), έφθασε στη Χίο. Σκοπός του ήταν να συλλέξει εθελοντικές εισφορές για την οικονομική ενίσχυση του δεινοπαθούντος Πατριαρχείου του, το οποίο είχε αυξημένες ανάγκες, αφού σχετικά πρόσφατα και με δικές του ενέργειες είχε επανακτήσει μερικώς τον έλεγχο πολλών ιερών προσκυνημάτων της Αγίας Γης, που μέχρι τότε καταπατούσαν οι Παπικοί. Για το λόγο αυτό από το 1720 μέχρι και το 1726 ο Πατριάρχης Χρύσανθος ακούραστα περιήλθε τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, τα νησιά του Αιγαίου και την Παλαιστίνη. Στη Χίο ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων φιλοξενήθηκε στον Ξενώνα της Παναγίας της Χαριτωμένης35 και έκανε περιοδείες σε κάποια από τα χωριά και τις Μονές της νότιας Χίου. Από τις περιοδείες του αυτές, καθώς και από την παραμονή του στο νησί της Χίου, πολλές πληροφορίες κατέγραψε ιδιοχείρως σε κώδικα που σήμερα διασώζεται στο Αγιοταφιτικό Μετόχιο στην Κωνσταντινούπολη36.

            Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων τον Σεπτέμβριο του 1725 προεξήρχε Θείας Λειτουργίας στο Καθολικό της Νέας Μονής και ομίλησε στη μοναχική αδελφότητα, καθώς ήταν άριστος θεολόγος. Οι Νεαμονήσιοι μοναχοί γενναιόδωρα προσέφεραν 400 γρόσια για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που ευρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση. Ο Πατριάρχης Χρύσανθος σε ανταπόδοση αφιέρωσε στη Μονή έναν ευμεγέθη Σταυρό37.

            Σύμφωνα με τον Ρωμαιοκαθολικό αββά Michael Fourmont, ο οποίος επισκέφθηκε τη Νέα Μονή και τον Άγιο Μηνά το 1729, ο Πατριάρχης δανείσθηκε χειρόγραφα από τις Μονές αυτές, τα οποία δεν επέστρεψε. Ο Fourmont γράφει σε επιστολή του από τη Χίο στις 26 Μαΐου του 1729: «Υπήρχαν πολύ περισσότερα βιβλία εις τας μονάς ταύτας, αλλ’ ο καλός πατριάρχης Ιεροσολύμων επέρασε προ δύο ετών και τα παρέλαβε μεθ’ εαυτού. Οι μοναχοί της Νέας Μονής ενθυμούνται ότι τοις είχεν υποσχεθή την επιστροφήν δύο, αλλ’ άγνωστον πότε»38.

Παράλληλα ο συνεργάτης του Fourmont, επίσης Ρωμαιοκαθολικός αββάς Francois Sevin έγραψε από την Κωνσταντινούπολη προς τον Jean Paul Bigno, τον βασιλικό βιβλιοθηκάριο του Λουδοβίκου ΙΕ΄, ότι οι μοναχοί της Νέας Μονής: «Αναμένουν καθ’ εκάστην τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων άνδρα δεξιώτατον, ως γνωρίζετε, παρά του οποίου ειμπορεί κανείς πολύ να φωτισθή»39. Σύμφωνα με τον Sevin οι Νεαμονήσιοι μέμφονταν τον Πατριάρχη Χρύσανθο «ότι απέσπασεν απ’ αυτών τρία τέσσερα τα κάλλιστα χειρόγραφα αυτών»40. Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι, ενώ ο Fourmont αναφέρει δύο χειρόγραφα, ο  Sevin αυξάνει τον αριθμό τους σε τρία με τέσσερα.

            Αυτά γράφουν ο Fourmont και ο Sevin, αλλά – όπως θα δούμε παρακάτω – δεν είναι και τα πλέον αξιόπιστα πρόσωπα. Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή άλλη πηγή για να διασταυρώσουμε τα λεγόμενά τους. Όμως ακόμη κι αν είναι αληθές ότι έλαβε ο Πατριάρχης Χρύσανθος δύο ή και περισσότερα χειρόγραφα, αυτό, όπως παραδέχεται και ο Fourmont, το έκανε με τη μορφή δανεισμού και με την πρόθεση να τα επιστρέψει. Πιθανόν αυτά τα χειρόγραφα να τα έκρινε ως απαραίτητα για να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος στη σύνταξη κάποιου νέου συγγράμματος, καθώς υπήρξε πολυγραφότατος. Παράλληλα μπορεί να ήθελε να αναθέσει την αντιγραφή τους, προκειμένου να συμπεριλάβει τα αντίγραφά τους στην ήδη πλουσιότατη προσωπική του βιβλιοθήκη. Ο ίδιος προφανώς ευελπιστούσε ότι σύντομα θα επέστρεφε στη Χίο μαζί με τα χειρόγραφα που είχε δανεισθεί. Όμως μέχρι το 1726 συνέχιζε την προαναφερθείσα περιοδεία του. Από το 1727-1729 ανέλαβε νέα περιοδεία στη Βλαχία και Μολδαβία. Στις αρχές του 1729, έχοντας επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τους αββάδες Fourmont και Sevin. Μάλιστα έγραψαν κολακευτικά γι’ αυτόν ότι γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα την αξία που έχει ένα βιβλίο, και ότι διαθέτει μια από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες στην Ανατολή41. Το 1730 ήταν πολύ απασχολημένος με την αποκατάσταση του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και τη συγκρότηση βιβλιοθήκης, την οποία πλούτισε με πολλά χειρόγραφα της δικής του βιβλιοθήκης42  . Έπειτα ασθένησε σοβαρά και κοιμήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1731 χωρίς να επανέλθει ποτέ στη Χίο.

            Ο Χρύσανθος υπήρξε ανιδιοτελής και ειλικρινής άνθρωπος, ο οποίος ανάλωσε όλο το βίο του προς χάριν της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσφέροντας σημαντικό έργο, ιδίως στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Η ειλικρίνεια και η τιμιότητα του Χρυσάνθου αποκαλύπτεται και από το ότι διατηρούσε κατάστιχο, στο οποίο κατέγραφε και το τελευταίο γρόσι που εισέπραττε στους εράνους. Άλλα και που κατέληξαν αυτά τα χρήματα είναι γνωστό43.

Το μένος των Γάλλων  Ρωμαιοκαθολικών Fourmont και Sevin προς το πρόσωπο του Χρυσάνθου μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Από το 1710 έως το 1718 ο Χρύσανθος πάλεψε εναντίον των σχεδίων των Δυτικών να περιέλθουν όλα τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων στα χέρια τους, οι οποίοι επιθυμούσαν να τα θέσουν κάτω από την προστασία του Γάλλου βασιλιά προκειμένου να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχό τους. Ο Πατριάρχης Χρύσανθος κατάφερε να το αποτρέψει αυτό και να προασπίσει τα δικαιώματα των Ελλήνων Ορθοδόξων στην Αγία Γη. Στις περιοδείες του πάντοτε κήρυττε εναντίον των προσηλυτιστικών ενεργειών των Παπικών. Για τους λόγους αυτούς ο Sevin και ο Fourmont καταφέρονται εναντίον του με μίσος και εκφράζονται με τέτοια ειρωνεία προς το πρόσωπό του. Το τραγελαφικό είναι ότι οι κατήγοροί του υπήρξαν κατ’ επάγγελμα κυνηγοί χειρογράφων και διέρχονταν κάθε δόλιου μηχανισμού, προκειμένου είτε να υπεξαιρέσουν, είτε να αγοράσουν φθηνά, ακόμη και να καταστρέψουν ό,τι εντόπιζαν από τους πνευματικούς και ιστορικούς θησαυρούς των Ελλήνων.

Η προσπάθεια του Ρωμαιοκαθολικού Αββά Michael Fourmont

να ερευνήσει τη Βιβλιοθήκη και να αποσπάσει χειρόγραφα το 1729

            Το 1729 οι δύο Γάλλοι  Ρωμαιοκαθολικοί ιερείς, ο Αββάς Michael Fourmont (1690-1746) μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιγραφών, και ο Αββάς Francois Sevin (1682-1741) έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη με εντολή από τον βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΕ΄ να αναζητήσουν σπάνια ελληνικά χειρόγραφα της βυζαντινής περιόδου και να τα μεταφέρουν στη Γαλλία, για να εμπλουτισθεί η Γαλλική Βασιλική βιβλιοθήκη. Επίσης έπρεπε να εντοπίσουν και να καταγράψουν αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Κατ’ αρχάς εξασφάλισαν το σχετικό φιρμάνιο από τον Σουλτάνο Αχμέτ Γ΄, που τους παρείχε ελευθερία κινήσεων για τις έρευνές τους στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

 Στην Κωνσταντινούπολη πληροφορήθηκαν ότι η Νέα Μονή της Χίου  διατηρούσε μία αξιόλογη βιβλιοθήκη, πλούσια σε χειρόγραφα. Ο Sevin σε επιστολή του προς τον κόμη Jean Frederic Maurepas44, υπουργό του Λουδοβίκου ΙΕ΄, στις 2 Απριλίου 1729 εξηγεί ότι ο Fourmont έπρεπε να σπεύσει τάχιστα στη Χίο, προκειμένου να ερευνήσει αυτή τη βιβλιοθήκη. Ο Sevin επιπρόσθετα έλαβε πληροφορίες ότι ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Abraham Stanyan (1718-1730) διέταξε τον πρόξενό του στη Χίο: «όπως προσοικειωθή Νεαμονήσιον τινα μοναχόν κατορθώση δι’ αυτού την απόσπασιν χειρογράφων από της εν λόγω Μονής»45. Συνάμα έμαθε ότι ο Έλληνας αυτός πρόξενος της Αγγλίας ήταν «επιτήδειος προς διεξαγωγήν τοιούτου έργου»46. Έκριναν λοιπόν οι Sevin και Fourmont ότι η Γαλλία δεν έπρεπε να υστερήσει σε ένα τέτοιο πολιτιστικό ‘‘επίτευγμα’’ όπως η αφαίρεση χειρογράφων από τους σχισματικούς και απολίτιστους Ορθόδοξους Έλληνες.

            Ο Francois Sevin αποφασίσθηκε ότι θα έμενε στην Κωνσταντινούπολη για να πραγματοποιήσει τις σχετικές αναζητήσεις, ενώ ο Michael Fourmont και ο ανιψιός του Claude Louis  Fourmont, ο οποίος ήταν βοηθός του και σχεδιαστής, θα κατευθύνονταν στον χώρο του Αιγαίου. Είχαν καταστρώσει πλήρες σχέδιο για το ταξίδι τους και ορίσει συγκεκριμένα μέρη, τα οποία θα επισκέπτονταν, εκτός της Χίου. Σ’ αυτά, με βάση τις πληροφορίες τους, ευελπιστούσαν ότι θα επετύγχαναν στην αποστολή τους. Πρώτοι σταθμοί τους θα ήταν τα νησιά Λέσβος και Χίος, και μετά η ηπειρωτική Ελλάδα ξεκινώντας από την Αθήνα.  Έτσι επιβιβάσθηκαν σε μικρό χιακό πλοίο και ύστερα από 24 ημέρες ταξίδι έφθασαν στο λιμάνι της Χίου στις 3 Μαρτίου 1729. Αξίζει πιστεύω να αναφέρουμε όσα παραθέτει ο παλαιός Χίος ιστορικός Αλέξανδρος Βλαστός για τον Fourmont, που αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του, αλλά και τις πρακτικές που εφάρμοζε αυτός ο μορφωμένος και εκλεπτυσμένος Ευρωπαίος, καθώς και αρκετοί άλλοι ‘‘ομότεχνοί’’ του κυνηγοί αρχαιοτήτων και χειρογράφων. Όλοι αυτοί σκύλευαν τη χιλιοτραυματισμένη και αλυσοδεμένη υπόδουλη Ελλάδα. Γράφει λοιπόν ο Βλαστός: «… του δε Φουρμόντου είδεν ποτέ η Ελλάς μετά τον Αλάριχον εξωλέστερον άλλον και απανθρωπότερον εχθρόν; Ο ιερεύς ούτος εταξίδευεν εις την Ελλάδα δια προσταγής Λουδοβίκου του 15ου έτει 1729. Εξολοθρεύων τα μνημεία της αρχαιότητος είχε την ηλιθιότητα να καυχάται και να χαίρηται λέγων ότι ανέτρεπε μνημεία, πύργους, ναούς, φρούρια και πόλεις και ότι εξήλειφε τας επιγραφάς αφ’ ου πρότερον τας αντέγραφε»47. Ο Michael Fourmont και ο ανιψιός του Claude Louis μόλις αποβιβάσθηκαν στη Χώρα βρέθηκαν μπροστά σε μία απρόσμενη και δυσάρεστη έκπληξη. Επιδημία πανώλης είχε ήδη αρχίσει να πλήττει την πόλη και άλλα μέρη του νησιού. Όμως αυτό καθόλου δεν τους πτόησε, αλλά σαν κυνηγετικά σκυλιά ρίχθηκαν στην αναζήτηση του ‘‘θηράματός’’ τους. Αμέσως κατευθύνθηκαν προς το περίφημο μοναστήρι της Νέας Μονής, που εκείνη την εποχή διέσωζε ακόμη μεγάλο μέρος της βυζαντινής μεγαλοπρέπειας και ομορφιάς του.

            Το πόσο αριστοτεχνικά εξύφανε τον ‘‘ιστό’’ του ο Fourmont, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του, το μαθαίνουμε από επιστολή, που έγραψε ο ίδιος από τη Χίο στις 16 Μαρτίου 1729 προς τον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη μαρκήσιο Louis Sauveur Villeneuve. Φθάνοντας στο μοναστήρι με τους ημιόνους, που η ίδια η Μονή είχε στείλει για να διευκολύνει τους υψηλούς ξένους επισκέπτες της, τους ανέμεναν στον πυλώνα για να τους υποδεχθούν ο ηγούμενος Μωυσής Κανακάρης48 - από τους γεροντότερους μοναχούς - και οι μοναχοί του μοναστηριού. Ανυποψίαστοι για τις πραγματικές προθέσεις των επισκεπτών, τους υποδέχθηκαν θερμά και τους φιλοξένησαν ολοπρόθυμα και με γνήσια χριστιανική αγάπη, όπως συνηθίζεται σε όλα τα Ορθόδοξα μοναστήρια. Ο Michael Fourmont, αν και ασυνείδητος ο ίδιος, εντυπωσιάζεται από το Ορθόδοξο ήθος και την ανυπόκριτη καλοσύνη των μοναχών που είχε μπροστά του, έτσι ώστε να γράψει στην επιστολή που προαναφέραμε: «Τι λιτότης εις αυτούς τους καλογήρους, τι απλότης και τι αγιότης εις τας ομιλίας. Το κύρος αυτών είνε φυσικόν και οι τρόποι των ουδαμώς αγροίκοι»49.              

Για να τους προδιαθέσει ευμενώς ο Αββάς Fourmont έδωσε στον Νεαμονίτη ηγούμενο Μωυσή Κανακάρη δυο συστατικές επιστολές που φρόντισε να λάβει από τον Γάλλο υποπρόξενο στη Χίο, Christophe Rougeau de la Blotiere και από τον πρόξενο της Αγγλίας. Ο ηγούμενος τους οδήγησε στο αρχονταρίκι και κατόπιν στην Τράπεζα της Μονής50. Εκεί, για να τους τιμήσουν, συνέφαγε μαζί τους και ο Γέρων Αρχιεπίσκοπος πρώην Θηβών Μακάριος, που είχε αποσυρθεί και εφησύχαζε στη Νέα Μονή51. Όταν επέστρεψαν στο αρχονταρίκι, οι δύο επισκέπτες υποκρινόμενοι ότι είναι ευσεβείς ζήτησαν να προσκυνήσουν τα Άγια λείψανα που φυλάσσονταν στη Μονή52 . Οι μοναχοί τους διαβεβαίωσαν ότι αυτό θα γινόταν το πρωί στη Θεία Λειτουργία. Έτσι σιγά σιγά και αριστοτεχνικά, αφού πίστεψαν ότι κέρδισαν την εμπιστοσύνη των μοναχών, προχώρησαν και προς τον πραγματικό τους σκοπό. Ο Fourmont γράφει σχετικά: «… της ομιλίας προχωρούσης από του ενός εις το άλλο θέμα, ήλθομεν με τρόπον και εις τα βιβλία της βιβλιοθήκης των. Είδομεν τότε ανθρώπους, οι οποίοι εφείδοντο των απαντήσεων και δεν ήθελον ουδαμώς να υποσχεθώσιν ότι θα μας τα δείξουν. Εγώ δεν επέμενα με την ελπίδα ότι θα έφθανον εις τον σκοπόν μου»53. Προκειμένου ο Ρωμαιοκαθολικός Αββάς να πείσει τους μοναχούς ότι δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη βιβλιοθήκη και η συζήτηση ήλθε τυχαία σ’ αυτήν, για μία ολόκληρη ημέρα δεν έκανε καθόλου λόγο ξανά γι’ αυτό το θέμα. Αλλά, όπως γράφει: «Προσεποιήθην ότι ήθελα να επισκεφθώ πρώτα το παλαιόν κτίριον και είτα τα κελλία των μοναχών και να ανταποδώσω την επίσκεψιν εις τον αρχιερέα και τους γέροντας» 54. 

            Όταν λοιπόν διαισθάνθηκε ότι είχε αποσείσει κάθε υποψία των Νεαμονησίων μοναχών, την τρίτη ημέρα επανήλθε στο αίτημά του για επίσκεψη της βιβλιοθήκης. Όμως οι μοναχοί του απάντησαν ότι ο Βιβλιοθηκάριος έλειπε στη Χώρα. Και αυτό πράγματι ήταν αλήθεια, καθώς ο Βιβλιοθηκάριος επέστρεψε πια το βράδυ. Ο Fourmont όμως κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, πίστεψε προς στιγμήν ότι αυτό αποτελούσε τέχνασμα των μοναχών: «υπώπτευσα μη τούτο ήτο εις τη συνήθειαν των ελληνικών τεχνασμάτων, αλλά ταχέως διεψεύσθην» 55. Προς μεγάλη αγαλλίασή του το πρωί της επομένης του επιτράπηκε να επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη. Προφανώς οι υποκριτικές του ικανότητες και η διπλωματικότητά του δεν απέβησαν μάταιες, αλλά απέδωσαν καρπούς. Μόλις εισήλθε σ’ αυτήν, έπεσε το προσωπείο του ευλαβικού προσκυνητή και του καλοπροαίρετου επισκέπτη και άρχισαν να αποκαλύπτονται οι πραγματικοί σκοποί του. Μετροφυλλούσε, διάβαζε και έλεγχε επιμελώς τον κάθε κώδικα, συλλέγοντας όσα στοιχεία τού ήταν απαραίτητα, σημειώνοντάς τα μάλιστα αναλυτικά σε κατάλογο. Βλέποντας αυτή την αιφνίδια αλλαγή και την ύποπτη συμπεριφορά του επισκέπτη τους, ο Βιβλιοθηκάριος οργίσθηκε και ετοιμαζόταν να τον σταματήσει. Όμως ο Fourmont μόλις το αντιλήφθηκε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, διηγείται αργότερα σε επιστολή του ότι: «του έβαλα εις το χέρι ένα γρόσι, υποσχόμενος περισσότερα»56.    Δυστυχώς ο Βιβλιοθηκάριος δεν στάθηκε στο ύψος της αποστολής του και υπέκυψε στον χρηματισμό. Όπως όμως ο ίδιος ο Fourmont παραπονείται στον Villeneuve, δεν έκανε την ‘‘εργασία’’ του όσο επιμελώς θα ήθελε, αλλά βιαστικά και πιεζόμενος. Ο λόγος ήταν ότι κάποια στιγμή ήλθαν μερικοί μοναχοί «δύστροποι», όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος, που αντιλαμβανόμενοι την ανοχή που του έδειχνε ο Βιβλιοθηκάριος, άρχισαν να δυσανασχετούν. Έτσι λοιπόν όσο μπορούσε ταχύτερα συμπλήρωσε την καταλογράφηση των χειρογράφων.

            Ο κατάλογος αυτός επιγράφεται: «Κατάλογοι των χειρογράφων τα οποία εύρον εν τη βιβλιοθήκη του μοναστηρίου της Αγιαμονής ή Νεαμονής της νήσου Χίου» και περιλαμβάνει 132 χειρόγραφα57. Σύμφωνα με τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Παντολέοντα Κομνηνό, ο οποίος επικαλείται επιστολή του Sevin προς τον Maurepas στις 16 Απριλίου 1729, τα χειρόγραφα της Νεαμονήσιας βιβλιοθήκης ήταν 150 κατά τον κατάλογο του Fourmont 58. Δεν πρόκειται όμως για διαφορετικό κατάλογο, αλλά εκ παραδρομής στα 132 χειρόγραφα της Νέας Μονής προσθέτει και τα 18 χειρόγραφα του καταλόγου της Μονής του Αγίου Μηνά, που επίσης συνέταξε ο Fourmont.  

            Η σειρά των Νεαμονικών χειρογράφων στον κατάλογο δεν ακολουθεί κάποιο κριτήριο π.χ. θέμα, αρχαιότητα, αλλά τα καταγράφει με την τυχαία σειρά που τα έβρισκε μέσα στη βιβλιοθήκη, γιατί αυτή ήταν ατακτοποίητη, όπως παραπονείται στην αρχή του καταλόγου του. Στον κατάλογο αυτό δεν περιορίζεται να αναφέρει μόνο τον συγγραφέα και τον τίτλο του κάθε χειρογράφου. Αλλά παραθέτει και τα επιπλέον στοιχεία που χρειάζονταν για να τα αξιολογήσουν, προκειμένου να αποφασίσουν οι προϊστάμενοί του στη Γαλλία αν ενδιαφέρονται να αποκτήσουν κάποιο από αυτά. Τέτοια στοιχεία που αναγράφει είναι: η εκτίμησή του για την παλαιότητά τους, για το υλικό πάνω στο οποίο είναι γραμμένα (μεμβράνη, χαρτί), αν είναι καλογραμμένα ή μη, αν είναι με μεγαλογράμματη ή μικρογράμματη γραφή (στοιχείο που βοηθάει τη χρονολόγησή τους). Τα παραπάνω στοιχεία δεν συνοδεύουν τις σημειώσεις του για το καθένα από τα χειρόγραφα του καταλόγου. Αλλού υπάρχουν όλα, αλλού μερικά από αυτά και αλλού κανένα. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στη βιασύνη με την οποία εξέτασε τους κώδικες, φοβούμενος ότι κάποια στιγμή θα τον σταματήσουν. Προφανώς ό,τι δεν έλκυε την προσοχή του, καθώς δεν είχε άνεση χρόνου, δεν έμπαινε καν στον κόπο να το εξετάσει περισσότερο ή να το διαβάσει προσεκτικότερα, αλλά προχωρούσε στον επόμενο χειρόγραφο κώδικα. 

            Σύμφωνα με τον κατάλογο του Fourmont, η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής είχε 132 χειρόγραφους κώδικες. Περίπου τα 9/10 των περιεχομένων στον κατάλογο του Φουρμόντ ήταν εκκλησιαστικού περιεχομένου. Τα περισσότερα εξ αυτών επρόκειτο για έργα των Αγίων Πατέρων, όπως του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου , του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, του Αγίου Ανδρέου Κρήτης  κ.ά. Επίσης υπήρχαν χειρόγραφα που περιείχαν βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έργα ερμηνευτικά της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έργα αγιολογικά και κανονικού δικαίου, καθώς και συλλογές προσευχών και εκκλησιαστικής μουσικής. Από τα συγγράμματα της θύραθεν γραμματείας υπήρχαν έργα ιστορικά, ιατρικά, γραμματικές, αλλά και κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας όπως τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλους, ο Πλούτος του Αριστοφάνους, η Βατραχομυομαχία κλπ.

Το ότι δεν αναφέρει τίποτε στον κατάλογο ούτε στις σχετικές επιστολές του για τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, τα Πατριαρχικά σιγίλια και το Τυπικό της Μονής μάς βάζει σε υποψίες για το αν του παρουσιάσθηκε το σύνολο των χειρογράφων. Τη μεταγενέστερη εποχή του Οσίου Νικηφόρου (1750-1820/21) διατηρούνταν τουλάχιστον 21 αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα και Πατριαρχικά σιγίλια γραμμένα σε περγαμηνές, όχι όμως και το Τυπικό της Μονής59. Συνεπώς τουλάχιστον τα χρυσόβουλλα και τα σιγίλια, αν όχι και το Τυπικό, διατηρούνταν την εποχή του Fourmont, ο οποίος όχι μόνο δεν τα είδε, αλλά φαίνεται ότι ούτε εξ ακοής να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Θα αποτελούσε πραγματικό τρόπαιο για τον Fourmont και τη Γαλλία να κατορθώσει να φέρει στο Παρίσι έστω και ένα χρυσόβουλο του 11ου – 13ου αιώνα με την αυθεντική υπογραφή ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα, όπως του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου ή του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Κι όμως ο Γάλλος αββάς σιωπά στα κείμενά του όχι γιατί δεν ενδιαφέρθηκε να ασχοληθεί μαζί τους, αλλά γιατί πολύ απλά οι μοναχοί είχαν τη σύνεση να του αποκρύψουν τα εκλεκτότερα από τα ευρισκόμενα στη βιβλιοθήκη τους.

Επίσης σύμφωνα με μια μεταγενέστερη μαρτυρία του επισκόπου Μυριοφύτου και Περιστάσεως Γρηγορίου Φωτεινού (1811-1900): «ουδέν εύρομεν των χρυσοβούλλων ή των σιγιλλίων των παλαιών ή των χειρογράφων εκείνων των εν μεμβράναις, εξ ων έβριθεν η μονή»60. Ο Γρηγόριος, ως δόκιμος μοναχός σ’ αυτήν, είχε προλάβει να δει τη βιβλιοθήκη πριν την καταστροφή της, αλλά και αργότερα θα είχε ακούσει και από επιζήσαντες μοναχούς γι’ αυτήν. Λέγοντας «των χειρογράφων εκείνων των εν μεμβράναις, εξ ων έβριθεν η μονή» μας δημιουργεί ευλόγως την αμφιβολία για το αν τα 132 ήταν τα μόνα χειρόγραφα της Νέας Μονής ή μέρος μόνο αυτών.  Ο ίδιος ο Fourmont πάντως κατηγορηματικά διαβεβαιώνει ότι κατέγραψε στον κατάλογό του όλα τα χειρόγραφα. Όμως, όπως είναι γενικά παραδεκτό, δεν είναι πάντοτε αξιόπιστος στα λεγόμενά του. Πολλές φορές υπερβάλει, προκειμένου να εκθειάσει τον εαυτό του. Συνεπώς συνάδει με τον χαρακτήρα του η μη παραδοχή ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει πλήρως την έρευνά του στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης. Και δεν θα ήταν αυτό απίθανο, τη στιγμή που και ο ίδιος αναφέρει ότι το έργο του έγινε κάτω από τις διαμαρτυρίες των μοναχών που δυσανασχετούσαν.

Ο Fourmont πρέπει να είχε αρκετά καλή γνώση των έργων των Πατέρων και των Εκκλησιαστικών συγγραφέων, αφού πάντοτε δεν υπήρχαν τίτλοι στα κείμενα, ιδίως στα «ακέφαλα», δηλαδή σ’ αυτά που είχαν εκπέσει τα πρώτα τους φύλλα, κι έτσι έπρεπε να τα αναγνωρίζει εκείνος με βάση το περιεχόμενό τους. Ταυτόχρονα οι γνώσεις του περί παλαιογραφίας ήταν πολύ καλές για την εποχή του61, αφού μπορούσε να διαβάζει τα κείμενα και να τα αξιολογεί ως προς την ηλικία, το υλικό κ.λ.π. . Πέραν των σκοπιμοτήτων του Fourmont πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτός ο κατάλογος είναι πράγματι πολύτιμος, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα γνωρίζαμε σήμερα τίποτε για το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης της Νέας Μονής και του Αγίου Μηνά προ της καταστροφής του 1822.

            Παραλήπτης του καταλόγου αυτού, όπως και του αντίστοιχου που συνέταξε ο ίδιος για τα χειρόγραφα της Μονής του Αγίου Μηνά, ήταν ο κόμης Maurepas υπουργός του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Αυτός ήταν ο βασικός υποστηρικτής αυτής της αποστολής και ο Fourmont λογοδοτούσε και δεχόταν εντολές από αυτόν και τον Jean Paul Bigno, τον βασιλικό βιβλιοθηκάριο. Σε επιστολή του λοιπόν από τη Χίο, που συνόδευε τους καταλόγους, με ημερομηνία 26 Μαΐου 1729, προτείνει ποιους κώδικες πιστεύει ότι πρέπει να αφαιρέσουν από τη Νέα Μονή. Γράφει λοιπόν: «εξ αυτών υπάρχωσι μερικά βιβλία, τα οποία θα επεθύμουν πολύ να πάρω μαζί μου. Τα απομνημονεύματα του Ευσεβίου, η παράφρασις εκείνη του Ευτροπίου, τα έργα Νείλου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και όλα τα γραμμένα δια κεφαλαίων γραμμάτων  είνε άξια να εισαχθώσιν εις την βιβλιοθήκην της Μεγαλειότητός του»62.

            Το πρώτο από τα χειρόγραφα που θέλει ο Fourmont να αποσπάσει από τη Νεαμονήσια βιβλιοθήκη είναι «τα απομνημονεύματα του Ευσεβίου» ή όπως ορθότερα γράφει στον κατάλογό του «Ερμηνείαι των τεσσάρων Ευαγγελιστών υπό Ευσεβίου. Το βιβλίον τούτο είνε λαμπρόν, πλήρες και άριστα διατηρημένον, παχύ, άδετον»63. Καθώς το έργο αυτό δεν συγκαταλεγόταν στα γνωστά και ήδη έχοντα εκδοθεί ερμηνευτικά έργα του Ευσεβίου Καισαρείας, ο Sevin σε επιστολή του προς τον Maurepas στις 16 Απριλίου 1729, εκφράζει μεγάλες αμφιβολίες για το αν πρόκειται για γνήσιο έργο, το οποίο παρέμενε άγνωστο, ή πρόκειται για νόθο64. Κατά τη γνώμη μας, το κείμενο αυτό θα μπορούσε να ταυτισθεί με το γνωστό έργο του Ευσεβίου: «Περὶ των εν Ευαγγελίοις ζητημάτων και λύσεων». Σ’ αυτό επιλύει με αξιοθαύμαστη συχνά επιτυχία, φαινομενικές αντιφάσεις των Ευαγγελικών κειμένων. Σώζονται μόνον επιτομή του και ορισμένα αποσπάσματά του, και ίσως γι’ αυτό να μην το αναγνώρισαν οι Fourmont και Sevin. Υπάρχει η πιθανότητα ο αντιγραφέας του χειρογράφου να μην γνώριζε τον αυθεντικό τίτλο του έργου και με βάση το περιεχόμενό του να έδωσε ένα δικό του, όχι και πολύ ακριβή65 .

            Όσον αφορά το δεύτερο χειρόγραφο που επιθυμούσε ο Fourmont, είναι η «μετάφρασις της Ρωμαϊκής Ιστορίας, ην έγραψε Ευτρόπιος», και πρόκειται για το έργο: «Ευτροπίου Επιτομή της Ρωμαϊκής Ιστορίας εις βιβλία δέκα, μεταφρασθείσα εκ της Λατινίδος εις την Ελληνίδα παρά Παιανίου». Συγγραφέας του ήταν ο Ευτρόπιος, εξέχων ιστοριογράφος του 4ου μ.Χ. αιώνος. Το λατινικό πρωτότυπο μεταφράσθηκε γύρω στο 380 μ.Χ. από τον Παιάνιο, τον μαθητή του ρήτορα Λιβανίου. Παρέμενε προσφιλές διδακτικό εγχειρίδιο τόσο στη βυζαντινή εποχή όσο και στην Τουρκοκρατία66. Αν και ήταν ένα μικρό και άδετο χάρτινο χειρόγραφο και μάλιστα κακογραμμένο, στοιχεία που υποδεικνύουν ότι δεν ήταν πολύ παλιό, έλκυσε την προσοχή του για τη σπανιότητα του περιεχομένου του. Προφανώς επρόκειτο για αντιγραφή παλαιοτέρου χειρογράφου που υπήρχε στη βιβλιοθήκη. Η παρατήρησή του ότι αυτό ήταν «κακώς ενδεδυμένον δια μεμβράνης»67 αποκαλύπτει ότι τμήματα από πολύ φθαρμένα περγαμηνά χειρόγραφα κάποιες φορές επαναχρησιμοποιούνταν ως ένα είδος εξωφύλλου για νεώτερα χειρόγραφα.        

Το τρίτο κατονομαζόμενο χειρόγραφο, που περιέχει «τα έργα Νείλου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης», ανήκει στον Νείλο Καβάσιλα (1300-1363), αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης. Προφανώς αυτός ο κώδικας περιείχε τα άπαντα του Νείλου ή πολλά από τα έργα του. Ιδιαιτέρως τράβηξε την προσοχή του Fourmont ότι από αυτά τα έργα «τα πλείστα (ήταν) κατά Λατίνων». Και πράγματι τα περισσότερα από τα συγγράμματα του Καβάσιλα είχαν αντιρρητικό περιεχόμενο προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Πιθανότατα επρόκειτο για τα εξής: «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων», «Λόγος περί της διδασκαλίας της των λατίνων Εκκλησίας και ημών» και «Περί της αρχής του πάπα».

Επίσης οπωσδήποτε επιθυμούσε να αποξενώσει από την Χιακή Μονή τα χειρόγραφα, τα οποία ήταν «γραμμένα δια κεφαλαίων γραμμάτων», δηλαδή με μεγαλογράμματη γραφή. Συνεπώς αυτά θα ήταν παλαιότερα του 9ου αιώνα, οπότε η μεγαλογράμματη εκτοπίσθηκε από την μικρογράμματη γραφή68. Γραμμένους με κεφαλαία ο Fourmont κατονομάζει μόνο δύο κώδικες: α) «Λεξιλόγιον της Νέας Διαθήκης με κεφαλαία, άδετον, καλώς διατηρημένον» και β) «Μηναίον, με γράμματα σχεδόν κεφαλαία, πλήρες, επί μεμβράνης». Συνεπώς, λόγω της αρχαιότητάς τους ο Fourmont είχε επιλέξει να τα αφαιρέσει, αλλά και λόγω της καλής καταστάσεως στην οποία διατηρούνταν.

            Από επιστολή του Fourmont στις 16 Απριλίου φαίνεται ότι αρχικά «μικρά τινα μόνον ωφελήθη»69 από τον προαναφερθέντα πρόξενο της Αγγλίας στη Χίο. Όμως στην επιστολή του προς τον Sevin στις 26 Μαΐου του 1729 επανέρχεται στο ίδιο θέμα. Επιβεβαιώνει ότι ο Άγγλος πρεσβευτής είχε διατάξει τον ελληνικής καταγωγής πρόξενο της Αγγλίας στη Χίο να δωροδοκήσει ένα μοναχό της Νέας Μονής, για να κλέψει κάποιους τόμους από τα χειρόγραφά της και να τους παραδώσει σ’ αυτούς. Το μόνο πρόβλημα κατά τον Αββά Fourmont ήταν πώς θα εξανάγκαζαν τον πρόξενο να βοηθήσει ν’ αρπάξουν κι εκείνοι! Με τη μεσολάβηση ενός ανθρώπου των γαλλικών συμφερόντων, του Remuzat, βρέθηκε τρόπος. Αυτός τους έφερε σε επαφή με τον γαμπρό του προξένου, ο οποίος ήταν ιατρός και Έλληνας! Αυτός δέχθηκε να μεσολαβήσει και σε κοινή συνάντηση του Fourmont και του προξένου ο ιατρός «τω ομίλησε με τρόπον ώστε να εξασφαλίση τας καλάς του προθέσεις»70. Το όνομα αυτού του ‘‘πρόθυμου’’ προξένου ήταν κ. Στέλιος, όπως αποκαλύπτει στον Villeneuve ο Γάλλος αββάς. Ο Fourmont συμπληρώνει για το θέμα ότι: «Το ταξείδιον μας όχι μόνον επέτυχε ως προς την προσωπικήν μας ασφάλειαν, αλλά και ως προς τους σκοπούς μας. Μερικά νομίσματα δοθέντα επικαίρως έκαμαν δουλειάν. Ο Θεός να δώση να επιτύχωμεν και αλλαχού ούτως. Αυτό πιστεύω, αν δεν απατώμαι, σημαίνει ότι κάποιος μοναχός, θαμβωθείς από τον χρυσόν, έκλεψε το μοναστήρι του»71.

 Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε την κυνικότητα με την οποία ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας επικαλείται τη βοήθεια του Θεού σε αμαρτωλές πράξεις όπως εξαγορά συνειδήσεων, συνέργεια σε κλοπή. Αλλά επίσης έκπληξη προκαλεί και η προσποιητή άγνοια για το τι ακριβώς έκανε ο μοναχός, λες και αυτός που χορήγησε τα νομίσματα δεν είχε δώσει και τις σχετικές οδηγίες για την κλοπή. Όμως με καταπληκτικό υποκριτικό ταλέντο προτιμάει να παριστάνει τον ανίδεο και τον αθώο και να επιρρίπτει όλη την ευθύνη στον μοναχό, ο οποίος «θαμβωθείς από τον χρυσόν, έκλεψε το μοναστήρι του». Ο Fourmont αρνείται να παραδεχθεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή εκείνος ήταν ο ηθικός αυτουργός και ο κύριος υπεύθυνος του ανόσιου αυτού έργου. Καθησυχάζει όμως τον εαυτό του και τον παραλήπτη της επιστολής, έχοντας στο μυαλό του τη γνωστή αρχή των Ρωμαιοκαθολικών «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Επίσης πρέπει να υπογραμμίσουμε και τον καιροσκοπισμό του. Όπως έχουμε αναφέρει από τον Μάρτιο είχε ξεσπάσει επιδημία πανώλης στο νησί, ενώ τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και με πολλά χιόνια – ασυνήθιστα για το νησί – με αποτέλεσμα την έλλειψη σιταριού και πρόκληση πείνας 72. Συνεπώς οι τότε δύσκολες συνθήκες ζωής, έκαναν τα άτομα που δεν διέθεταν επαρκείς ηθικές αρχές ακόμη πιο επιρρεπή στον χρηματισμό, γεγονός που το γνώριζε ο Γάλλος αββάς και το εκμεταλλεύθηκε δεόντως.

   Στην επιστολή όμως δεν προσδιορίζει τι περιήλθε στα χέρια τους από την κλοπή, που έγινε με τη βοήθεια χρηματισμού. Επρόκειτο για ένα ή περισσότερα χειρόγραφα; Επίσης δεν διευκρινίζεται αν ο μοναχός αυτός ήταν της Νέας Μονής ή της Μονής του Αγίου Μηνά, αφού μόνο των δύο αυτών μοναστηριών τις βιβλιοθήκες είχε ερευνήσει ο Fourmont. Το ότι επρόκειτο για παράνομη υπεξαίρεση το επιβεβαιώνει και ο Sevin γράφοντας: «Θα επροτίμων να στοιχήση το πράγμα κάτι περισσότερον εις τον βασιλέα, αλλά η αγορά να εγίνετο κανονικά»73. 

            Παραδόξως σε άλλη επιστολή του ο Fourmont την ίδια όμως ημέρα, στις 26 Μαΐου του 1729, προς τον υπουργό Maurepas δεν αναφέρει τίποτε για τον Άγγλο πρόξενο, τον χρηματισμό του μοναχού και την κλοπή χειρογράφου ή χειρογράφων. Αντιθέτως ο Fourmont δικαιολογείται στον Maurepas ότι δεν έχει ήδη στα χέρια του κάποιο χειρόγραφο, γιατί «οι μοναχοί της Ν. Μονής είνε πλούσιοι και ζηλοτύπως έχονται των βιβλίων των, δεν είχον και αρκετά χρήματα δια να τους κάμω σχετικήν τινα πρότασιν»74. Παρακάτω όμως αφήνει έναν υπαινιγμό για χρήση παράνομων τρόπων, ακόμη και κλοπής, αφού χαρακτηρίζει τη Χίο ως μέρος πολυσύχναστο. «Αλλ’ η Χίος είνε μέρος πολυσύχναστον (διαβάσεως σταθμός) κι αν ήθελε κανείς ημπορούσε εύκολα να τα καταφέρη, αρκεί να δοθώσι μόνον αι σχετικαί διαταγαί»75. Προφανώς υπαινίσσεται ότι εύκολα μπορεί να φυγαδευθεί και ο κλεπταποδόχος και τα κλοπιμαία και το μόνο που απομένει είναι να του δοθούν σχετικές εντολές. Ίσως δεν θέλει να αποκαλύψει γραπτώς στον προϊστάμενό του το τι παράνομο ήδη έπραξε με δική του πρωτοβουλία, προτού να του σταλεί θετική ή αρνητική εντολή από το Παρίσι για όσα σαφέστατα υπαινίσσεται περί αρπαγής στην επιστολή του.

            Οι Fourmont, θείος και ανιψιός, απέπλευσαν σύντομα από τη Χίο με προορισμό την Αθήνα, όπου συνέχισαν την αποστολή τους για ένα πεντάμηνο και κατόπιν διέσχισαν όλη σχεδόν την Πελοπόννησο. Επειδή όμως αργούσε να έλθει απάντηση, ο Fourmont αποστέλλει από την Αθήνα στον Maurepas νέα επιστολή στις 20 Ιουλίου 1729, όπου επαναλαμβάνει όσα είχε γράψει και στις 26 Μαΐου του 1729 από τη Χίο. Αφήνει και πάλι υπαινιγμούς ότι δεν πρέπει να αμφιβάλει ο Maurepas για τη δυνατότητα αφαιρέσεως των χειρογράφων. Συγκεκριμένα γράφει: «Ο τρόπος με τον οποίον μετεχειρίσθην αυτούς τους μοναχούς, μου άνοιξε πολλούς δρόμους»76. Διαβεβαιώνει ότι τα βιβλία που προτείνει να αφαιρεθούν από τη Νέα Μονή είναι «άξια της Βιβλιοθήκης της Μεγαλειότητός του, δια την απόκτησιν των οποίων αρκεί η διαταγή της Υμ. Εκλαμπρότητος»77. Προφανώς ο Fourmont ήταν πρόθυμος να επιστρέψει στη Χίο, αν διαταχθεί από το Παρίσι, και να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει και πάλι δόλια μέσα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι πολλοί δρόμοι που άνοιξε σημαίνουν πολλούς τρόπους, για να υπεξαιρέσει κι άλλους από τους πολυπόθητους κώδικες.

             Άγνωστο είναι αν έλαβε κάποια απάντηση και ποιο ήταν το περιεχόμενό της. Η αλληλογραφία όμως προς τον Maurepas συνεχίσθηκε και σε μία από τις επιστολές του, τον Φεβρουάριο του 1730, ο Fourmont αναφέρει ότι επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια, ακόμα και τα μετόχια τους στην Πελοπόννησο χωρίς να κατορθώσει να εντοπίσει ούτε ένα βιβλίο που να αξίζει να ενταχθεί στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Αξιοπρόσεκτη όσο και δυσερμήνευτη αποτελεί η θεαματική αλλαγή στάσης του Fourmont. Στη Νέα Μονή επιθυμούσε πολύ να πάρει μαζί του τόσους χειρόγραφους κώδικες και τώρα σε ολόκληρη την Πελοπόννησο δεν βρίσκει τίποτε! Σίγουρα απαιτείται ενδελεχής μελέτη των πηγών για να διευκρινισθεί το θέμα, το οποίο βεβαίως περιπλέκει η αλλοπρόσαλλη κι αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Μ. Fourmont. Τελικά διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Γαλλία και στις 23/6/1730 ταξίδεψαν από το Ναύπλιο προς τη Μασσαλία78. Στη Χίο δεν επέστρεψε ποτέ για να προβεί σε περαιτέρω εφαρμογή των όσων προγραμμάτιζε. Αυτά τα καταχθόνια και παράνομα, όσο και ανέντιμα σχέδια αρπαγής κωδίκων από τη Νέα Μονή και τον Άγιο Μηνά ο Fourmont είχε την αναισχυντία να τα αποκαλεί «Αι φιλολογικαί μου εκστρατείαι»79  σε επιστολή του προς τον Γάλλο λόγιο Nicolas Freret, γραμμένη από την Αθήνα τον Απρίλιο του 1729.

            Συγκρίνοντας τη στάση του Fourmont στη Νέα Μονή με τις συνήθεις πρακτικές του να εξαλείφει επιγραφές, να καταστρέφει αρχαιότητες, να μαζεύει αρχαία νομίσματα, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η βιβλιοθήκη της Νέας Μονής ήταν σχετικά προστατευμένη και σίγουρα δεν ήταν ένα ξέφραγο αμπέλι. Διότι, αν διαπίστωνε ότι θα είχε ελεύθερο πεδίο δράσεως, θα εφάρμοζε κι εδώ τα ίδια, θα κατέστρεφε, θα άρπαζε χωρίς να λογοδοτήσει πουθενά. Λόγω όμως της αυστηρής επίβλεψής του από τα μέλη της μοναχικής κοινότητας δεν του δόθηκαν αρχικά τέτοιες ευκαιρίες, αλλά αναγκάσθηκε σε πρώτη φάση να κινηθεί μέσα στα όρια μίας υποκριτικής ευπρέπειας. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι απαρνήθηκε την πανουργία του και την υστερόβουλη πρόθεσή του, και όταν του το επέτρεψαν οι περιστάσεις, ενήργησε ούτως ώστε να αποκτήσει με κάθε παράνομη μέθοδο ένα τμήμα τουλάχιστον από όσα επιθυμούσε από τη βιβλιοθήκη της Νέας Μονής ή του Αγίου Μηνά.

            Μπορεί να μην είχαν την ικανότητα όλοι οι μοναχοί της Νέας Μονής να διαβάσουν και να κατανοήσουν τους κώδικες και τα βιβλία της βιβλιοθήκης τους. Μερικοί σαν τον βιβλιοφύλακα δεν θα είχαν ίσως αντίρρηση να δεχθούν ένα φιλοδώρημα, για να επιτρέψουν μια διευκόλυνση, όπως η σύνταξη ενός καταλόγου. Σίγουρα όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μοναχών είχαν συναίσθηση της θρησκευτικής, πνευματικής, πολιτιστικής αξίας των θησαυρών που έκρυβε η βιβλιοθήκης τους και γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να ανεχθούν την καταστροφή ή την απομάκρυνση κάποιου από τα κειμήλια αυτά της Μονής, έχοντας τάξει τον εαυτό τους στη φύλαξή τους. Και βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις, όπως ο μοναχός που χρηματίσθηκε από τον Fourmont, και σαν άλλος Ιούδας δέχθηκε να προδώσει τη Μονή του. Όμως αυτές τις εξαιρέσεις  τις είχε δημιουργήσει ο Τούρκος δυνάστης με την αμάθεια και τη διαφθορά που είχε σκορπίσει.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερος όγκος των βυζαντινών και νεωτέρων χειρογράφων διασώθηκε στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες των Ορθόδοξων μοναστηριών. Χάρη στην προσοχή και την αγάπη τους κατάφεραν να τα διασώσουν από τη φθορά του χρόνου, τις πυρκαγιές και να τα διαδώσουν αντιγράφοντάς τα. Επίσης με την αυτοθυσία τους κατόρθωσαν οι μοναχοί, όπου μπόρεσαν, να τα γλυτώσουν από πειρατές, κατακτητές και άρπαγες περιηγητές. Αφού και ο ίδιος ο Sevin, ο συνεργάτης του Fourmont, αναγκάζεται να ομολογήσει: «Αλλά ματαίως θα επεχείρει τις δια της συνήθους οδού με τας κοινότητας των εδώ μοναχών. Αν τους προτείνετε να εξάγουν πέντ’ εξ των χειρογράφων, ούτε τα ογκωδέστερα χρηματικά ποσά θα ηδύναντο να τους πείσωσι προς τούτο»80.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Πολεμίδη Ανδρέα, Ομιλία επί τη εορτή της διακοσιετηρίδος των γενεθλίων του Αδαμαντίου Κοραή, εκφωνηθείσα κατά την εν τω Γυμνασίω Αρρένων Χίου διεξαχθείση εορτή, Χίος 1948, σελ.18.      

2. Παπαδοπούλου – Κεραμέως Αθανασίου, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, Πετρούπολις 1891, τ Α΄, σελ.138-142.     

3. Μπούρα Χαραλάμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ. 39.    

4. Το πλήρες κείμενο της ιδιόγραφης σημείωσης στο φύλλο 287ν του Ιεροσολυμιτικού κώδικα είναι: « Εν σοὶ τὸ πλῆρες, Χριστέ μου, τῷ μεσίτῃ· σὺ γὰρ κατάρχῃ τῆς ἡμῶν σωτηρίας. "+ Παρακαλῶ ὑμᾶς ὅσοι ἀναγινώσκετε ταῦτα εὔχεσθε (sic) καὶ ὑπὲρ τοῦ γράψαντος εὐτελοῦς μοναχοῦ Γερασίμου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ χρηματίσαντος καθηγουμένου καὶ ἀρχιμανδρίτου τῇ ἐν τῇ νήσῳ Χίῳ Νέᾳ Μονῇ, ὅπως εὕροιμι ἔλεος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· ἀξιώσειε δέ καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐντυγχάνοντας ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ Χριστός ὁ Θεὸς τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν ἐπιτελεῖν. + Πόνοις Γερασίμῳ χάριν, ὧ Σῶτερ, δίδου». Βλέπε: Παπαδοπούλου – Κεραμέως Αθανασίου, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, Πετρούπολις 1891, τ Α΄, σελ.139.

5.Νικολόπουλου Παναγιώτη, Γεράσιμος Ηγούμενος Νέας Μονής, Χιακή Επιθεώρησις (Απρίλιος 1963), τεύχος 2, σελ.129-133.        

6. Μπούρα Χαραλάμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ. 39 και υποσ. 1. Για τον Gugliemo Sirleto βλέπε  Pio Paschini, Italian Encyclopedia.           

7. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.47.         

8. Η αποστολή των τριών κωδίκων, αν έγινε το 1582 και όχι ένα έτος πριν από αυτό, πρέπει να σχετίζεται με το εξής περιστατικό. Ο ηγούμενος της Νέας Μονής, Νεόφυτος Μοδικός, ζήτησε με επιστολή του βοήθεια από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ και έλαβε από αυτόν 100 χρυσά σκούδα. Στις 12 Αυγούστου 1582 ο ηγούμενος με επιστολή του ευχαριστεί τον Πάπα και ανταποδίδει με αποστολή μαστίχας και άλλων δώρων. Βλέπε Αμάντου Κωνσταντίνου, Η κατάληψις της Χίου υπό των Τούρκων (1566) και η πρώτη υπ’ αυτών διοίκησις, Άρθρα και Λόγοι, Αθήναι 1953, σελ.37. Όπως ανέφερε στην επιστολή του ο ηγούμενος Νεόφυτος, οι μεγάλες ζημιές που επέφερε ο σεισμός του 1582 και η αδυναμία της να καταβάλει στους Τούρκους τον φόρο του χαρατσίου τούς έφθασαν σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση. Βλέπε Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.VI. Ίσως λοιπόν η αποστολή των τριών κωδίκων προς τον καρδινάλιο Gugliemo Sirleto να εντασσόταν στην προσπάθεια ευνοϊκής αντιμετωπίσεως του αιτήματος της Νέας Μονής για οικονομική βοήθεια. Η γενναιοδωρία του Πάπα δεν πρέπει να μας ξεγελάει. Την ίδια εποχή το Βατικανό χορηγούσε ετησίως 300 χρυσά σκούδα στους Ιησουίτες για το προσηλυτιστικό έργο τους στο νησί. Βλέπε Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ.44.        

9. Μπούρα Χαραλάμπου, Η Νέα Μονή της Χίου, Αθήναι 1981, σελ. 39 και υποσ. 4.

10. Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.1419.   

11. Ρούσσου Μηλιδώνη Μάρκου, Ιησουίτες στη Χίο,  Χιακά Χρονικά, Αθήνα1991, τ. ΚΑ΄, σελ. 52. 

12. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ.265, και Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 274.   

13. Ζερλέντη Περικλέους, Περί των εν Χίω φροντιστηρίων, Αθήναι 1917, σελ. 243, και  Παπαδοπούλου Θωμά, Ο Λέων Αλλάτιος και η Χίος, Χιακά Χρονικά, Αθήνα 1989, τ. Κ΄, σελ.27.                   

14. Ο Άγιος Φώτιος (820-896), Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραψε τη Μυριόβιβλον ή Βιβλιοθήκην. Το έργο περιέχει κρίσεις για τη συγγραφή, το ύφος και το περιεχόμενο εκατοντάδων βιβλίων. Αποτελεί σύγγραμμα ανυπολόγιστης αξίας για τη γραμματολογία, κατά τον καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου. Βλέπε Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ.Α΄, σελ.335.  Τα διασωθέντα συγγράμματα του Αγίου Κυρίλλου (370-444), Πατριάρχου Αλεξανδρείας, καταλαμβάνουν πολλούς τόμους. Αποτελούνται από έργα απολογητικά, ερμηνευτικά, δογματικά, λειτουργιολογικά, ομιλίες και επιστολές. Βλέπε Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ.Α΄, σελ.232-233.      

15. Σωτηρίου Γεωργίου, Χίου Νέα Μονή, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι 1934, τ.24, στ.622.

16. O Johann Michael Wansleben (1635 – 1679) υπήρξε Γερμανός θεολόγος και περιηγητής.  Τον Wansleben τα Γαλλικά κείμενα τον ονομάζουν Jean Michel Vansleb. Από τον Λουθηρανισμό μεταστράφηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό το 1665 και από το 1666 έγινε μοναχός του Τάγματος των Δομινικανών. Ταξίδεψε στην Ανατολή, για να συλλέξει χειρόγραφα για λογαριασμό του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, με εντολή του υπουργού Colbert. Συνολικά συγκέντρωσε 580 χειρόγραφα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν τα κοπτικά, δηλαδή των Μονοφυσιτών της Αιγύπτου.    

17.Τα συγγράμματα που φέρονται υπό το όνομα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου είναι αγνώστου συγγραφέα, που έγραψε γύρω στο 520 με το όνομα αυτό. Πρόκειται για αξιόλογα έργα, τέσσερις πραγματείες και 14 επιστολές. Παρά την επιφυλακτικότητα ως προς τον συγγραφέα, μόνο στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα τεκμηριώθηκε ότι ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας τους. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου: «η ελληνική θεολογία δεν επηρεάσθη εξ αυτών τόσον όσον επηρεάσθη η λατινική». Βλέπε Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ.Α΄, σελ.288-292. Η έρευνα για χειρόγραφα των έργων του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου είχε αρχίσει από πολύ νωρίς. Ήδη στα μέσα του 15ου αιώνα ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος (1391 – 1453/55), γνωστός συλλέκτης ελληνικών χειρογράφων, αναφέρει ότι στην Αγιορείτικη Μονή του Βατοπεδίου, οι μοναχοί τού επέδειξαν χειρόγραφα με κείμενα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

18. Μόνο από τη Συρία και την Αίγυπτο απέστειλε στη Γαλλία 330 χειρόγραφα κυρίως κοπτικά.        

19. Ο Jean Baptiste Colbert (1619-1683) δεν υπήρξε απλά ένας ικανός υπουργός οικονομικών, αλλά με την έγκριση του Λουδοβίκου ΙΔ΄, υποστήριξε θερμά τα γράμματα και τις καλές τέχνες. Το 1663 ίδρυσε τη Βασιλική Ακαδημία Επιγραφών και Μεταλλίων και το 1661τη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών. Ο ίδιος διέθετε μία πλούσια βιβλιοθήκη, την οποία χαιρόταν να πλουτίζει συνεχώς με σπάνια χειρόγραφα.         

20. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 275.   

21. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ.348-349 και τόμος Γ΄2, σελ. 408-409.

22. Το πρώτο ελληνικό βιβλίο τυπώθηκε το 1471 στη Βενετία και ήταν η γραμματική του Χρυσολωρά με τίτλο «Ερωτήματα της ελληνικής γλώσσης». Από τα πρώτα Ορθόδοξα θρησκευτικά βιβλία που τυπώθηκαν στην ελληνική γλώσσα αξίζει να αναφέρουμε το «Ωρολόγιον» και το «Ψαλτήριον», τα οποία τυπώθηκαν το 1509 στη Βενετία.

22α. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ.347, Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 273 και Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.268.          

23. Η επιστολή Κλήμεντος προς Άγιον  Ιάκωβον τον Αδελφόθεον  αποτελεί τμήμα των Ψευδοκλημέντιων, τα οποία  είναι νόθα και ψευδεπίγραφα  συγγράμματα, που έγραψε άγνωστο πρόσωπο, το οποίο τα απέδωσε στον  Κλήμεντα Ρώμης. Των 20   «Ομιλιών» «Κλήμεντος των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή», προηγούνται: 1) Επιστολή Πέτρου προς Ιάκωβον 2) Διαμαρτυρία περί των του βιβλίου λαμβανόντων και 3) Επιστολή Κλήμεντος προς Ιάκωβον . Βλέπε Μπόνη Κωνσταντίνου, Χριστιανική Γραμματεία- Αποστολικοί Πατέρες, Αθήναι 1977, τομ. A ΄, σελ. 207-217.     

24. Χάρτινα χειρόγραφα στο Βυζάντιο παρουσιάζονται από τον 11ο αιώνα, αλλά για αιώνες ήταν σπάνια. Ο τύπος του χαρτιού βοηθάει στη χρονολόγηση του χειρογράφου. Τα περισσότερα χάρτινα χειρόγραφα συναντώνται σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς από τον 15ο και ιδίως τον 16ο αιώνα και εξής μέχρι που επικρατούν ως αποκλειστική υλη γραφής.            

25. Ένα γρόσι το 1688 ισοδυναμούσε με δύο γαλλικές λίρες. Το ετήσιο ενοίκιο ενός ανεμόμυλου σε νησί του Αιγαίου τον 17ο αιώνα ήταν 10 γρόσια. Ο κεφαλικός φόρος που απαιτούσαν οι Οθωμανοί από τους Χριστιανούς στη Χίο στα τέλη του 18ου αιώνα, κυμαινόταν από 11 γρόσια για τους πλουσιότερους έως 3 γρόσια για τους φτωχότερους.  

26. Ο Antoine Galland (1646 – 1715),υπήρξε Γάλλος Ανατολιστής και αρχαιολόγος. Έκανε πολλά ταξίδια στην Ανατολή το1673, το 1677 και το 1679. Επισκέφθηκε Συρία, Ελλάδα, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη. Αντέγραψε πολλές αρχαίες επιγραφές και σχεδίασε μνημεία. Αλλά παράλληλα μετέφερε αρχαιότητες και ιδίως μεγάλο αριθμό αρχαίων νομισμάτων στη Γαλλία. Υπήρξε ο επίσημος βασιλικός αρχαιολόγος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, και ήταν εξουσιοδοτημένος από τη Γαλλική κυβέρνηση για τις έρευνές του. Προμήθευσε τη Γαλλική Βασιλική Βιβλιοθήκη με μεγάλο αριθμό χειρογράφων και νομισμάτων από τα ταξίδια του. Υπήρξε συνεκδότης της Εγκυκλοπαιδείας  Bibliotheque Orintale. To 1701 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων, και το 1709 κατέλαβε την έδρα των Ανατολικών Γλωσσών στο Κολλέγιο της Γαλλίας.      

27. Σάρου Αιμιλίας, Χιακά, Α΄ Γεγονότα του Τουρκοβενετικού πολέμου, ΕΕΒΣ, Αθήναι 1931, τ. Η΄, σελ. 267 – 268.

28. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.47 και Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ.347 - 348.

29. Ιεροί Κανόνες ονομάζονται εκκλησιαστικοί νόμοι, θεσμοί, ήθη και έθιμα, που διατυπώθηκαν από Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους και Πατέρες της Εκκλησίας και αφορούν τη λατρεία, τη διοίκηση, τον οικογενειακό και κοινωνικό βίο.

30. Όσα διατάγματα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού δημοσιεύθηκαν μετά το 534 μ.Χ. ονομάσθηκαν «Νεαρές». Ενώ το άλλο νομοθετικό έργο ήταν γραμμένο στα λατινικά από επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου, οι  «Νεαρές» κυκλοφόρησαν γραμμένες στα ελληνικά «για να τις καταλαβαίνει ο κόσμος».

31. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.413-414.

32. Ο Σουηδός Michael Eneman (1676 – 1714) υπήρξε ιεροκήρυκας και ερευνητής. Βρέθηκε ως ιεροκήρυκας στην Κωνσταντινούπολη το 1709. Επιθυμώντας να επισκεφθεί την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη προς τη Σμύρνη και μετά στη Χίο. Η παραμονή του στο νησί παρατάθηκε, λόγω της δυσκολίας του να εξεύρει πλοίο για να συνεχίσει το ταξίδι του. Τελικά έφυγε στις 24 Ιανουαρίου 1712. «Στο λιμάνι (της Χίου)… υπήρχαν πλοία που ταξίδευαν από την Πόλη ως την Αίγυπτο». The Universal Magazine, September 1780.

33. Αργέντη Φιλίππου – Κυριακίδη Στίλπωνος, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς, Αθήναι 1946, σελ.1620 και 1622.     

34. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.406.

35. Για την Παναγία την Χαριτωμένη βλέπε : Βοξάκη Βασιλείου, Ναοί της Παναγίας στην ενορία της Μητροπόλεως που δεν υπάρχουν σήμερα.    

36. Χειρόγραφος κώδιξ 237, Μετοχίου Παναγίου Τάφου Κωνσταντινουπόλεως.

37. Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Τα Μοναστήρια της Χίου, Αθήνα χ.χ.,  σελ.59.

38. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2΄, σελ.407. 

39. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2΄, σελ.407, υποσ.1.

40. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.47.

41. Νικολαΐδη Διονυσίου π., Η συμβολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρυσάνθου Νοταρά στην καλλιέργεια των επιστημών, Ηθική και ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 25.

42. Πατρινέλη Χ., Χρύσανθος Νοταράς, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1968, τ. 12, στ. 388.

43.Το μεγαλύτερο μέρος από το χρηματικό ποσό των εράνων αυτών διατέθηκε για την ανακατασκευή του αποτεφρωθέντος Αγιοταφιτικού Μετοχίου στην Κωνσταντινούπολη. Ένα άλλο τμήμα δαπανήθηκε για την επισκευή του ετοιμόρροπου θόλου του Παναγίου Τάφου στο Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.

44. Ο Jean Frederic κόμης του Maurepas υπήρξε υπουργός του Λουδοβίκου ΙΕ΄ για θέματα ναυτιλίας, αποικιών και θαλασσίου εμπορίου κατά το διάστημα 1723-1738.           

45. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.48.           

46. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.48.                         

47. Βλαστού Αλεξάνδρου, Χιακά, Ερμούπολις 1840 επαν. Χίος 2000, σελ.234, υποσ.3.    

48. Ανδρεάδου Ιωάννου αρχιμ., Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 275.   

49. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.402. 

50. Η Νέα Μονή την εποχή αυτή ήταν κοινόβιο μοναστήρι, ενώ μετά το 1822 ακολούθησε το ιδιόρρυθμο σύστημα. Η Τράπεζα της Μονής όπου συνέφαγαν οι μοναχοί με τον Μ. Φουρμόντ σώζεται έως σήμερα.

51. Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Θηβών Μακάριος από το 1729 εφησύχαζε στη Νέα Μονή. Το 1730 προσήλθε στη Νέα Μονή ο Άγιος Νεομάρτυς Νικήτας ο Νισύριος, ο οποίος επιθυμούσε να επιστρέψει στην χριστιανική πίστη. Ο ηγούμενος της, τον έστειλε να εξομολογηθεί στον πρώην Κορίνθου Άγιο Μακάριο τον Νοταρά, ο οποίος ασκήτευε τότε στη Χίο. Κατόπιν επέστρεψε στη Νέα Μονή όπου κατηχήθηκε, μυρώθηκε και έλαβε πνευματικές συμβουλές από τον πρώην Θηβών Μακάριο.                

52. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς  όταν την επισκέφθηκε το 1725 αναφέρει ότι στη Νέα Μονή «...άγια λείψανα δεικνύονται εν ταύτη πολλά, όμως τα εξαίρετα εισί ταύτα: κρανίον Ευθυμίου του μεγάλου, το μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς του Προδρόμου, μέρος του Θεοδώρου του Τήρωνος, η κάρα του Αγίου Ευσταθίου, η κάρα του Αγίου Φιλίππου (ενός εκ των επτά διακόνων), η κάρα του Αποστόλου Τιμοθέου...».

53. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2΄, σελ.402. 

54. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2΄, σελ.403. 

55. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2΄, σελ.403. 

56. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.403.    

57. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.409 - 420. Στις σελίδες αυτές μπορεί ο ενδιαφερόμενος ν’ αναζητήσει ολόκληρο το περιεχόμενο του καταλόγου που συνέταξε ο  Αββάς Μιχαήλ Fourmont.

58. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.47 και  Omont H., Missions archeologiques francaises en Orient aux XVII et XVIII.

59 Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.341.      

60. Νικηφόρου Οσίου του Χίου και Φωτεινού Γρηγορίου, Νεαμονήσια, Χίος 1865, Πρόλογος σελ. β΄ και Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.45.  

61. Η παλαιογραφία ως επιστήμη ιδρύθηκε το 1708 από τον Γάλλο Μοντφακώ, Ρωμαιοκαθολικό κληρικό και ελληνιστή, ο οποίος δημιούργησε και το αρχαιοπρεπές όνομά της. Βλέπε Σιαμάκη Κωνσταντίνου, Γραφικά, Θεσσαλονίκη 1988, 2,217.

62. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.404 -405.  

63. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.408 και 418.   

64. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.47.  

65. Επίσης άλλα γνωστά έργα του Ευσεβίου με τα οποία θα μπορούσε να ταυτισθεί το έργο αυτό είναι : α) «Κανόνες δέκα των ιερών Ευαγγελίων». Αποτελείται από δέκα πίνακες στους οποίες παρατίθεται το κείμενο κοινών περικοπών των Ευαγγελίων, προκειμένου να επισημανθούν οι μεταξύ τους ομοιότητες . β) Ερμηνευτικές «Σειρές», όπου διασώζονται σχόλια σε βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Αυτά πιθανότατα έχουν προέλθει όχι από αυτοτελή υπομνήματα, αλλά από άλλες συγγραφές του Ευσεβίου. Βλέπε άρθρο ανωνύμου: Ευσέβιος Καισαρείας στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.5, στ. 1080.

66. Παππά Βασιλείου, Η μετάφραση του Breviarium ab urbe condita του Ευτροπίου από τον Νεόφυτο Δούκα και το Λεξικό των ενδόξων ανδρών του έργου, Βυζαντινά Σύμμεικτα, Αθήνα 2014, σελ. 129-155.

67. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ.416.

68. Η ελληνική μικρογράμματη γραφή από το 800 μ. Χ. και μέχρι το 900 μ.Χ. έχει εκτοπίσει τη μεγαλογράμματη. Η μικρογράμματη τυποποιήθηκε στις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα. Η μεγαλογράμματη συναντάται πια μόνο σε κάποια λειτουργικά βιβλία και αυτό μέχρι τον 12ο αιώνα, οπότε και εξαφανίζεται.

69. Κομνηνού Παντολέοντος, Ιστορικόν σημείωμα περί Χίου και περί της αυτόθι Ι. Νέας Μονής, άρθρο στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ΄ (1910), σελ.48.

70. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.406.

71. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.406.

72.  Κανελλάκη Κωνσταντίνου, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήναι 1890, επανέκδοση Χίος 1983, σελ.385.  

73. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2 , σελ.406.

74. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 405.  

75. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 405.

76. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 408.     

77. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 408.  

78. Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία ο Μ. Fourmont στις 13 Μαρτίου 1731 έδωσε διάλεξη στη Βασιλική Ακαδημία στο Παρίσι για το ταξίδι του αυτό, που διάρκεσε πάνω από ένα έτος. Το 1733 εξέδωσε μια περίληψη των ταξιδιών του στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ο Fourmont επιθυμούσε διακαώς να εκδώσει σε τέσσερις τόμους τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις του. Δυο τόμοι ήθελε να αναφέρονται στην Αθήνα και οι άλλοι δυο στην Πελοπόννησο. Όμως η έκδοσή τους προβλεπόταν ιδιαιτέρως δαπανηρή, γιατί ο Fourmont επέμενε να συμπεριληφθούν και 1200 αποτυπώσεις επιγραφών, που ισχυριζόταν ότι είχε καταγράψει. Η έκδοση προετοιμάσθηκε, τουλάχιστον σε κάποιο σημαντικό βαθμό, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το σχετικό υλικό της διατηρείται στη Γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Βλέπε και Doyen Charles, An Athenian decree revisited, CHS Research Bullentin, vol. 4, no 1(2016).

79. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 407.

80. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ΄2, σελ. 406.

            Συνεχίζεται…

Δείτε και -Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στη Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822-1828 (Β΄ Μέρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου