ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ
ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
(Σειρά κηρυγμάτων)
ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ
1. Πρόκειται περί ὁμιλίας
(α) Τό κείμενο αὐτό, ἡ λεγομένη Β´ Ἐπιστολή
πρός Κορινθίους τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, δέν εἶναι ἐπιστολή, ἀλλά εἶναι μιά ὁμιλία,
ἕνα κήρυγμα. Κήρυγμα ὄχι τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Κλήμεντος ἀλλά κάποιου ἄλλου, ἀγνώστου
μέχρι τώρα σ᾽ ἐμᾶς χριστιανοῦ.1 Καί ἀκόμη μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό κήρυγμα αὐτό
ἐκφωνήθηκε περίπου στά χρόνια 140-150 μ.Χ.2
Ὅλο τό ὕφος τῆς λεγόμενης αὐτῆς Ἐπιστολῆς
δείχνει ὅτι αὐτή εἶναι κήρυγμα. Καί αὐτό
φαίνεται ἰδιαίτερα σέ δυό περικοπές. Στήν μιά περικοπή διαβάζουμε: «Ὄχι
μόνο τώρα, πού μᾶς διδάσκουν οἱ πρεσβύτεροι νά προσέχουμε αὐτά
πού μᾶς λένε, ἀλλά καί ὅταν θά πᾶμε σπίτι μας νά
θυμόμαστε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά μή μᾶς
παρασύρουν οἱ κοσμικές ἐπιθυμίες» (17,3).3 Ἀπό τήν περικοπή αὐτή
πράγματι φαίνεται ὅτι πρόκειται γιά κήρυγμα.
Καί σέ μιά ἄλλη περικοπή βλέπουμε τήν
προσφώνηση «ἀδελφοί καί ἀδελφές», πού εἶναι προσφώνηση ἱεροκήρυκα.
Καί ἀκόμη σ᾽ αὐτήν τήν περικοπή διαβάζουμε γιά ἱερό κείμενο πού ἀνέγνωσε ὁ ὁμιλητής.
(19,1).4 Πρόκειται γιά τό ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα, πού διάβασε ὁ ὁμιλητής πρίν ἀπό
τό κήρυγμά του, καί σ᾽ αὐτό τό ἀνάγνωσμα θά ἀναφέρθηκε ἀσφαλῶς καί τό κήρυγμά
του, ὅπως γίνεται καί σήμερα. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι τό ἀνάγνωσμα, ἐπειδή εἶναι ἁγιογραφικό,
τό καλεῖ «Θεόν τῆς ἀληθείας», ἐπειδή στήν Ἁγία Γραφή πράγματι ὁμιλεῖ ὁ Θεός.
(β) Γεννᾶται ὅμως τώρα ἕνα ἐρώτημα: Πῶς τό κείμενο αὐτό συνδέθηκε μέ τήν πρώτη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος καί λέγεται ὡς δεύτερη Ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ, ἀφοῦ δέν προέρχεται ἀπ᾽ αὐτόν καί μάλιστα δέν εἶναι Ἐπιστολή ἀλλά κήρυγμα; Ὡς ἑξῆς μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ τό πράγμα5: Tό κείμενο τῆς «Ἐπιστολῆς» εἶναι, πραγματικά, κήρυγμα
πού ἐκφωνήθηκε στήν Κόρινθο. Τό συμπεραίνουμε δέ αὐτό ἀπό τό ὅτι ὁ ὁμιλητής στό
7ο κεφάλαιο, μιλώντας γιά τόν ἀγώνα πού πρέπει νά κάνουν οἱ χριστιανοί, λέει
γιά τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι στόν τόπο τους. Καί μάλιστα, λέει,
ἔρχονται πολλοί ἀπό μακρυά, πλέοντες θάλασσες, γιά νά ἀγωνιστοῦν σ᾽ αὐτούς τούς
ἀγῶνες ἤ καί νά τούς παρακολουθήσουν. Καί μέ βάση αὐτούς τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες
περιγράφει τόν πνευματικό ἀγώνα τῶν χριστιανῶν.6 Τέτοιοι ἀθλητικοί ἀγῶνες
γίνονταν στήν Κόρινθο, οἱ γνωστοί ὡςἼσθμια. Στήν Κόρινθο, λοιπόν, ἐκφωνήθηκε
ἡ παρούσα ὁμιλία. Ἀλλά στά ἀρχεῖα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου φυλασσόταν ἡ Ἐπιστολή
τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Κλήμεντος, πού διαβαζόταν συχνά στίς συνάξεις. Μαζί μέ αὐτή
τήν γνήσια Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος, καί ἴσως στό ἴδιο χειρόγραφο, θά ἦταν καί ἡ παρούσα
ὡραία ὁμιλία τοῦ ἄγνωστου σέ ᾽μᾶς κήρυκα. Καί ἡ σύναψη αὐτή τῶν δυό κειμένων, τῆς
Ἐπιστολῆςτοῦ Κλήμεντος καί τῆς ὁμιλίας μας αὐτῆς, προκάλεσε τήν σύγχυση καί ἀποδόθηκαν
καί τά δυό κείμενα στόν Κλήμεντα. Ἔτσι ἡ ὁμιλία, πού ἐξετάζουμε, ὀνομάστηκε
Δεύτερη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος πρός Κορινθίους.7
2. ΣυγγραφέαςτῆςὉμιλίας
(α) Γιά τόν συγγραφέα τῆς Ὁμιλίας αὐτῆς, τῆς
λεγομένης Β´ Ἐπιστολῆς τοῦ Κλήμεντος, δέν γνωρίζουμε ποιός εἶναι αὐτός. Εἶπαν
γιά τόν πάπα Σωτήρα,8 γιά ἕναν ἄλλο πάπα, τόν Ὑγῖνον (136-140),9 γιάἕνανἙρμᾶ,10
χωρίςὅμωςνάμποροῦννάκαθορίσουνμέβεβαιότηταἕνασυγγραφέα. Ἀλλάδένμᾶςπειράζειαὐτό.
ΚαίσέπολλάβιβλίατῆςἁγίαςΓραφῆςδέν γνωρίζουμε τόν συγγραφέα τους, τά πιστεύουμε ὅμως
ὡς θεόπνευστα, ἰσόκυρα μέ τά ἄλλα, τά ἐπώνυμα βιβλία.
(β) Εἴμαστε πάντως εὐγνώμονες σ᾽ αὐτόν τόν
ἄγνωστο συγγραφέα τοῦ ὡραίου αὐτοῦ κηρύγματος καί εἴμαστε πάλι εὐγνώμονες στόν Μητροπολίτη
Σερρῶν καί ἀργότερα Νικομηδείας τόν Φιλόθεο Βρυέννιο, πού τό ἔτος 1875 ἐξέδωσε γιά
πρώτη φορά ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς Ὁμιλίας μαζί μέ τήν γνήσια Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος.11
3. Ὠφέλιμη Ὁμιλία
Ἡ φερομένη ὡς Β´ Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος εἶναι μιά ὡραία ὁμιλία, πού μᾶς ἔρχεται ἀπό παλαιά, ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ δευτέρου αἰώνα· εἶναι τό παλαιότερο σωζόμενο γραπτό κήρυγμα. Καί τό κήρυγμα αὐτό τό διάβαζαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί
τό διέσωσε ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν ἐπιτρέπεται, λοιπόν, ἐμεῖς νά τό ἀγνοοῦμε ἤ νά
τό περιφρονοῦμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στό ἔργο του Ἱερά
Παράλληλα παραθέτει ἀπό τήν ὁμιλία αὐτή,12 τήν λεγόμενη Β´ Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος,
καί ὁ μεγάλος διδάσκαλος Ὠριγένης γνώριζε τό κείμενο αὐτό. Ὁμοίως ὁ 85ος
Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατατάσσει τήν Ὁμιλία αὐτή στόν Κανόνα τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ὅπως καί τήν Α´ Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος.13
4. Περιεχόμενο τῆς
Ὁμιλίας
Ἡ Ὁμιλία αὐτή λέγει γενικά γιά τήν σωστή
ζωή, πού πρέπει νά κάνουμε γιά τήν σωτηρία μας· γιά τήν μετάνοια πού πρέπει νά
δείξουμε μέ τά καλά μας ἔργα. Ὁ κήρυκας τῆς Ὁμιλίας αὐτῆς διακατέχεται ἀπό τό
πρόβλημα τῆς κρίσης καί τῆς μετάνοιας. Ἀρχίζει μέ τήν δήλωση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι
Θεός, κριτής ζώντων καί νεκρῶν, καί ὅτι δέν πρέπει νά περιφρονοῦμε τήν σωτηρία
μας. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι αὐτή ἡ ἀρχή τῆς Ὁμιλίας εἶναι καί τό γενικό
θέμα της. «Ἀδελφοί – ἀρχίζει ὁ κήρυκας τήν Ὁμιλία του – οὕτως δεῖ
ἡμᾶς φρονεῖν περί Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς
περί Θεοῦ, ὡς περί κριτοῦ ζώντων καί νεκρῶν· καί οὐ
δεῖ ἡμᾶς μικρά φρονεῖν περί τῆς σωτηρίας ἡμῶν»
(1,1).
Στόν Χριστό, λέει παρακάτω ἡ Ὁμιλία, ὀφείλουμε
πολλά εὐεργετήματα, καί ἀπαριθμεῖ τά εὐεργετήματα αὐτά, ἐκθέτοντας τίς μεγάλες ὠφέλειες
τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του (κεφ. 1-4). Ἀλλά στά εὐεργετήματα αὐτά τοῦ Χριστοῦ σέ ᾽μᾶς
ἐμεῖς πρέπει νά ἀνταποκριθοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη, μέ σωστή ζωή, σάν χριστιανοί πού
εἴμαστε. Πρέπει νά Τόν ὁμολογοῦμε μέ ἔργα καλά: Νά μήν ἀκολασταίνουμε, νά μή
φθονοῦμε καί νά μήν κατηγοροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἀλλά νά ζοῦμε μέ ἀγάπη καί
συμπόνια. Ἄς ἀκούσουμε πῶς πρέπει νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό, πού μᾶς χάρισε τόσα
εὐεργετήματα: «Ὥστε, οὖν ἀδελφοί, ἐν τοῖς ἔργοις
αὐτόν ὁμολογῶμεν, ἐν τῷ ἀγαπᾶν ἑαυτούς,
ἐν τῷ μή μοιχᾶσθαι, μηδέ καταλαλεῖν ἀλλήλων,
μηδέ ζηλοῦν, ἀλλ᾽ ἐγκρατεῖς εἶναι, ἐλεήμονας,
ἀγαθούς· καί συμπάσχειν ἀλλήλοις ὀφείλομεν καί μή
φιλαργυρεῖν. Ἐν τούτοις τοῖς ἔργοις ὁμολογῶμεν
αὐτόν, καί μή ἐν τοῖς ἐναντίοις» (4,3). Ἡ μετάνοια
καί ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, συνιστοῦν τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ πιστοῦ. Καί στά ὑπόλοιπα
κεφάλαια τοῦ κειμένου, ἀπό τό 5-18, πού εἶναι καί τό κύριο μέρος τῆς ὁμιλίας, ὁ
ὁμιλητής καθορίζει τόν τρόπο, γιά νά ζεῖ ὁ χριστιανός μέ μετάνοια καί ἐγκράτεια.
Στά τελευταῖα δύο κεφάλαια, τό 19 καί 20, ἔχουμε
τήν περιγραφή τῆς ἀντιμισθίας. Ἄν ζήσουμε βίο ἐγκρατῆ μέ μετάνοια, θά ἀπολαύσουμε
τά ἀγαθά τῆς ἀναστάσεως.
(Συνεχίζεται)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Γιά Β´ ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος πρός Κορινθίους μιλάει γιά πρώτη φορά ὁ Εὐσέβιος, τήν ὁποία ὅμως δέν θεωρεῖ γνήσια: «Ἱστέον δ᾽ ὡς καί δευτέρα τις εἶναι λέγεται τοῦ Κλήμεντος ἐπιστολή· οὐ μήν ἔθ᾽ ὁμοίως τῇ προτέρᾳ καί ταύτην γνώριμον ἐπιστάμεθα, ὅτι μηδέ τούς ἀρχαίους αὐτῇ κεχρησμένους ἴσμεν» (Ἐκκλ. Ἱστορ. 3,38). Τό ἴδιο
λέει γιά τήν Ἐπιστολή καί ὁ Ἱερώνυμος (στό ἔργο του De viris illustribus 15), πού ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Εὐσέβιο (Λέει:
«...Quae a veteribus reprobatur»). Μόλις τόν πέμπτο αἰώνα φέρεται τό
κείμενο, σέ ἑλληνικά καί συριακά χειρόγραφα, ὡς δεύτερη ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος·
πολύ ἀργότερα ὅμως ὁ Φώτιος λέει γιά τήν Ἐπιστολή «ἡ δέ λεγομένη δευτέρα
ὡς νόθος ἀποδοκιμάζεται» (Μυριόβιβλος 126).
2. Τελευταῖα ὁ G.
Stanton ὑπεστήριξε ὅτι τό παρόν κείμενο ἀνήκει
στήν ἐποχή τοῦ 180 καί προέρχεται ἀπό ρωμαϊκούς κύκλους. «Ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει
σοβαρά ἐπιχειρήματα, ἀλλά ἡ ὅλη φιλολογικο-θεολογική δομή τοῦ κειμένου κατανοεῖται
καλύτερα ὅταν τοποθετηθῆ στήν ἐποχή τοῦ 140-150» (Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α´, σ.
199).
3. «Καί μή μόνον ἄρτι δοκῶμεν
πιστεύειν καί προσέχειν ἐν τῷ νουθετεῖσθαι ἡμᾶς
ὑπό τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλά καί ὅταν εἰς οἶκον
ἀπαλλαγῶμεν μνημονεύωμεν τῶν τοῦ Κυρίου ἐνταλμάτων
καί μή ἀντιπαρελκώμεθα ὑπό τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν»
(17,3).
4. «Ὥστε, ἀδελφοί καί ἀδελφαί,
μετά τόν Θεόν τῆς ἀληθείας ἀναγινώσκω ὑμῖν ἔντευξιν
εἰς τό προσέχειν τοῖς γεγραμμένοις, ἵνα καί ἑαυτούς
σώσητε καί τόν ἀναγινώσκοντα ἐν ὑμῖν» (19,1).
5. Εἶναι ἡ πιό πιθανή λύση, πού δόθηκε ἀπό
τούς Lightfoot, Funk
καί Κruger.
6. «Ὥστε οὖν, ἀδελφοί
μου, ἀγωνισώμεθα, εἰδότες ὅτι ἐν χερσίν ὁ ἀγών,
καί ὅτι εἰς τούς φθαρτούς ἀγῶνας καταπλέουσιν
πολλοί, ἀλλ᾽ οὐ πάντες στεφανοῦνται, εἰ μή οἱ
πολλά κοπιάσαντες καί καλῶς ἀγωνισάμενοι. Ἡμεῖς
οὖν ἀγωνισώμεθα, ἵνα πάντες στεφανωθῶμεν. Ὥστε
θέωμεν τήν ὁδόν τήν εὐθεῖαν, ἀγῶνα τόν ἄφθαρτον
καί πολλοί εἰς αὐτόν καταπλεύσωμεν καί ἀγωνισώμεθα, ἵνα
καί στεφανωθῶμεν· καί εἰ μή δυνάμεθα πάντες στεφανωθῆναι, κἄν
ἐγγύς τοῦ στεφάνου γενώμεθα. Εἰδέναι δέ ἡμᾶς
δεῖ ὅτι ὁ τόν φθαρτόν ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος, ἐάν
εὑρεθῇ φθείρων, μαστιγωθείς αἴρεται καί ἔξω
βάλλεται τοῦ σταδίου» (7,1-4).
7. «Εἶναι ὅμως πολύ πιθανόν ὅτι ἡ σύγχυσις
ἔγινε κατά πρῶτον ὄχι μεταξύ τῶν Κορινθίων ἀλλά μεταξύ τῶν Ἀντιοχέων, τῶν ὁποίων
ἐκπρόσωπος φαίνεται ὅτι ἀντέγραψεν εἰς τήν Κόρινθον μαζί καί τά δύο κείμενα· ἴσως
δέ ἔπραξε τοῦτο ὁ Ἡγήσιππος» (Χρήστου, Πατρολογία Β´, σ. 374).
8. Ἀπεδόθη ἡ συγγραφή τῆς Ὁμιλίας στόν
πάπα Σωτήρα (166-175), ἐπειδή ὁ Διονύσιος Κορίνθου συνδέει ἐπιστολή τοῦ πάπα αὐτοῦ
πρός Κορινθίους μέ τήν γνήσια ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος. Βλ. Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία
4,23.11. Τήν συγγραφή τῆς Ὁμιλίας ἀποδίδουν στόν Σωτήρα μεταξύ τῶν ἄλλων καί οἱ
Hilgenfeld καί Ηarnack.
Aὐτό ὅμως εἶναι ἀβάσιμο, γιατί, ὅπως εἴπαμε, τό κείμενο
δέν εἶναι ἐπιστολή, ὅπως εἶναι τό κείμενο τοῦ πάπα Σωτήρα πρός Κορινθίους, ἀλλά
ὁμιλία. (Βλ. Χρήστου, μνημ. ἔργ., σ. 374.
9. Κατά τήν γνώμη τοῦ R. Grand.
10. Γιατί οἱ ἰδέες τῆς Ὁμιλίας μοιάζουν μέ
τίς ἰδέες τοῦ ἔργου τοῦ Ἑρμᾶ Ποιμήν, ὅπως θά δοῦμε στήν μελέτη μας.
11. Τό κείμενο τῆς Ὁμιλίας σέ μερικά του
σημεῖα εἶναι ἐφθαρμένο. Ὅλα τά κενά τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ κώδικα συμπλήρωσε ἡ ἔκδοση
τοῦ Φιλοθέου Βρυεννίου, βάσει τοῦ Κώδικα τῶν Ἰεροσολύμων τοῦ ἔτους 1056, πού ἀνήκει
στό Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου στήν Κωνσταντινούπολη, καί τώρα βρίσκεται στήν
Πατριαρχική Βιβλιοθήκη τῶν Ἰεροσολύμων. Ὁ τίτλος τῆς ἐκδόσεως εἶναι: «Τοῦ ἐν
ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κλήμεντος Ρώμης αἱ δύο πρός
Κορινθίους ἐπιστολαί. Ἐκ χειρογράφου τῆς ἐν Φαναρίῳ
Κωνσταντινουπόλεως Βιβλιοθήκης τοῦ Παναγίου Τάφου νῦν πρῶτον
ἐκδιδόμεναι πλήρεις μετά προλεγομένων καί σημειώσεων ὑπό Φιλοθέου
Βρυεννίου, Μητροπολίτου Σερρῶν. Ἐν Κωνσταντινουπόλει 1875, 8ο σ.σ.
ρξθ + 188».
Βλ. γιά περισσότερα τήν μελέτη τοῦ καθηγητοῦ
κ. Μπόνη εἰς ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Migne (Κ.Ε.Π.Ε.) σ. σνε´
ἑξ.
12. Μέ τήν ἔνδειξη μάλιστα «τοῦ ἁγίου
Κλήμεντος».
13. Λέει αὐτός ὁ Κανόνας: «Ἔστω δέ ὑμῖν
πᾶσι κληρικοῖς καί λαϊκοῖς βιβλία σεβάσμια καί ἅγια,
τῆς μέν Παλαιᾶς Διαθήκης Μωϋσέως πέντε... ἡμέτερα δέ, τοὐτέστι
τῆς Καινῆς Διαθήκης, εὐαγγέλια τέσσαρα... Παύλου ἐπιστολαί
δέκα τέσσαρες, Πέτρου ἐπιστολαί δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰακώβου
μία, Ἰούδα μία, Κλήμεντος ἐπιστολαί δύο» – Ὑπῆρξαν καί ἀνατολικοί
θεολόγοι, πού δέχτηκαν τό κείμενό μας ὡς γνήσια Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος: «Πρῶτος
ἴσως ὁ συγγραφεύς τῶν ψευδιουστινείων Ἀποκρίσεων πρός Ὀρθοδόξους,
ἔπειτα δέ οἱ Τιμόθεος, Σεβῆρος, Δωρόθεος ἀββᾶς, Μάξιμος ὁμολογητής. Ἴσως τήν ἐγνώριζεν
ἤδη ὁ Ὠριγένης» (Χρήστου, Μνήμ. ἔργ., σ. 373).
Δείτε και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου