Τα παραμύθια, η παραμυθία και η Παραμυθιά
της
Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου
Τα
παραμύθια αρέσουν πολύ στα παιδιά. Κάθονται ήσυχα, παρακολουθούν προσεκτικά, στυλώνουν τα μάτια τους σε αυτόν που τους λέει
το παραμύθι και δεν θέλουν να χάσουν λέξη. Με
παραμύθια επίσης βάζουν τα παιδιά
για ύπνο οι γονείς. Γι’ αυτό και πολλά είναι τα βιβλία με παιδικά και με εικονογραφημένα παραμύθια.
Τα παραμύθια όμως δεν είναι, ή μάλλον δεν
ήταν, μόνο για μικρούς αλλά είναι και για μεγάλους. Παλιά στα χωριά μας, τις μεγάλες νύχτες του
χειμώνα, οι άνθρωποι μαζεύονταν στα σπίτια, και κάποιος, που ήξερε παραμύθια και είχε το χάρισμα του
αφηγητή, ο παραμυθάς, άρχιζε με το «Μια φορά κι έναν καιρό…», και όλοι έτρεχαν
να πιάσουν θέση, συχνά και για να ξανακούσουν το ίδιο παραμύθι. Ο αφηγητής
έκανε αλλαγές και προσάρμοζε το παραμύθι αναλόγως των περιστάσεων. Ώρες αναμελιάς
και ουσιαστικής κοινωνίας των απλών λαϊκών ανθρώπων, που άφηναν για λίγο τη
σκληρή πραγματικότητα και ζούσαν σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα με σκηνικά
ανάλογα.
Αρέσουν
λοιπόν τα παραμύθια, γιατί κινούνται σε
χώρο φανταστικό, λένε αλήθειες με ένα τρόπο ξεχωριστό που δεν πληγώνει, είναι
διδακτικά, αλλά δεν αισθάνεσαι πως κάποιος σου κάνει τον δάσκαλο, έχουν πόνο,
αλλά δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα. Γι’ αυτό χύνουν στην ψυχή βάλσαμο με το
στερεότυπο καλό και αισιόδοξο τέλος, «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Πράγματι, ως «λαϊκή (ή και έντεχνη) φανταστική διήγηση
υπερφυσικών πράξεων, θαυμαστών ιστοριών, που δεν προβάλλονται ως αληθινές και
που αποσκοπούν στην τέρψη των ακροατών» ορίζεται
το παραμύθι στο Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη.
Ατέλειωτα
και συγκινητικά τα ανατολίτικα παραμύθια, κλασικά έργα τα ευρωπαϊκά παραμύθια
του Άντερσεν και των αδελφών Γκριμ, παραδοσιακά τα λαϊκά παραμύθια της γιαγιάς,
παρουσιάζουν έναν κόσμο της φαντασίας
ενδιαφέροντα για τα πολιτιστικά του στοιχεία. Παράλληλα παρηγορούν την ψυχή
στις θλίψεις της, δίνουν παραμυθία.
Ομόρριζες
οι λέξεις παραμύθι και παραμυθία, παραγόμενες, κατά μία άποψη, από το αρχαίο ρήμα
παραμυθούμαι, που σημαίνει ανακουφίζω, παρηγορώ. Η λέξη παραμυθία, παρηγοριά, δεν
πολυχρησιμοποιείται σήμερα, αλλά είναι γνωστή ως προσωνύμιο της Παναγίας μας:
Παναγία η Παραμυθία, η Παναγιά που παρηγορεί. Ο παραμυθητικός λόγος συνεπώς, λόγος σοβαρός και πολύ δύσκολος
– δεν βρίσκει εύκολα κανείς λόγια
παρηγοριάς στον μεγάλο πόνο του άλλου – δεν σχετίζεται με τα παραμύθια αλλά με
την παραμυθία.
Με
την παραμυθία, κατά μία εκδοχή, σχετίζεται η γνωστή και με μεγάλη ιστορία κωμόπολη της Θεσπρωτίας, η Παραμυθιά ( από
την Παναγία Παραμυθία, προς τιμήν της οποίας υπάρχει εκεί ναός).
Παραμύθια,
φανταστικές αφηγήσεις, λοιπόν για
μικρούς και μεγάλους διηγούνται οι παραμυθάδες
με τρόπο παραστατικό και συναρπαστικό. Υπάρχουν όμως και τα άλλα παραμύθια,
που μας τα αραδιάζουν για να μας
εξαπατήσουν. Κάποιοι, σκοπίμως και ιδιοτελώς, μας φλομώνουν στα παραμύθια, μας
πουλάνε παραμύθια, αλλά η σύνεση τότε συμβουλεύει: μην πιστεύεις τα παραμύθια,
δηλαδή μην πιστεύεις τα ψέματα. Άλλοτε αυθόρμητα ακολουθεί το σχόλιο: δεν το
τρώω, δεν το μασάω το παραμύθι σου, τουτέστιν δεν πιστεύω το ψέμα σου.
Ιδιαίτερα μου άρεσε το σχόλιο, καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο·
δηλαδή καλό το ψέμα σου, αλλά δεν γίνεται πιστευτό. Στις περιπτώσεις αυτές το
παραμύθι είναι συνώνυμο του ψεύδους και ο παραμυθάς ή παραμυθατζής συνώνυμο του ψεύτης.
Τα
πρώτα παραμύθια, που μπορεί να έρχονται
από πολύ παλιά με την προφορική παράδοση ή να τα επινοούν κάποιοι λόγιοι, τα
διηγούνται οι παραμυθάδες, αφηγητές με ταλέντο στην αφήγηση. Όλοι όμως
γνωρίζουν ότι κινούνται στον χώρο της φαντασίας. Οι άλλοι παραμυθάδες, παραμυθιάζουν,
προσπαθούν να εξαπατήσουν με τα δεύτερα παραμύθια, τα ψέματα που επινοούν και που
συχνά χαϊδεύουν αυτιά. Γι’ αυτό το
παραμυθιάζω δεν σημαίνει αφηγούμαι παραμύθι, αλλά είναι συνώνυμο του εξαπατώ Οι
πρώτοι παραμυθάδες είναι λίαν αγαπητοί κυρίως στα παιδιά, οι δεύτεροι χάνουν
την εμπιστοσύνη του κόσμου και καταντούν αναξιόπιστοι.
Στην
Πατρίδα μας λοιπόν υπάρχει μια Παραμυθιά, που δεν σχετίζεται με τα παραμύθια, ούτε αυτά τα οποία αρέσουν ως
αφηγήσεις φανταστικές αλλά ούτε και αυτά που είναι σκόπιμα και ιδιοτελή ψεύδη.
Αυτή η Παραμυθιά σχετίζεται, κατά μία εκδοχή, όπως αναφέρθηκε, με την παραμυθία, την τόσο αναγκαία στις ώρες
της θλίψεως. Στην πατρίδα μας κάποιοι μας παραμυθιάζουν και προεκλογικά, ίσως
γιατί και εμείς παραμυθιαζόμαστε μάλλον εύκολα, αποζητώντας την παραμυθία και τον παραμυθητικό
λόγο στα δύσκολα, κάτι που εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι.
Όταν
τα παραμύθια δεν υπηρετούν ιδιοτέλεια και σκοπιμότητες, όταν δεν στοχεύουν να
μας παραμυθιάσουν, τότε σίγουρα γλυκαίνουν τη ζωή μας, που την πικραίνουν τα
βάσανα και κάποτε η φρίκη, και λένε τις αλήθειες με τρόπο που τις αντέχομε:
«Και αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι
γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί
είναι αμίλητη και προχωράει·/στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων
πόνος», γράφει ο Σεφέρης ( Ο τελευταίος σταθμός)
Όσοι
όμως προσπαθούν να παραμυθιάσουν, περιφρονούν τους άλλους με αλαζονεία. Συνειρμικά
φέρνουν στη μνήμη τούς στίχους του
παλιού γνωστού λαϊκού τραγουδιού: «όλο θα και θα και θα/ (σπάσε) πάψε βρε
παραμυθά»
Εν
κατακλείδι, παραμύθια, παραμυθία και Παραμυθιά, τρεις λέξεις με τα ίδια ακριβώς
γράμματα, διαφορετικές όμως έννοιες με
διαφορετική φυσικά σημασία, την οποία
δηλοποιεί ο τόνος! Όμορφος ο κυματισμός του τόνου στα ακρογιάλια τα δαντελωτά
της γλώσσας μας, στα ακρογιάλια της
γλώσσας του Ομήρου! Τέτοια γλώσσα αξιωθήκαμε να μιλάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου