Ἐν
Πειραιεῖ 13-6-2018
Ο κ. ΓΡ. ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤ’ΑΥΤΟΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΕΣ ΑΔΕΛΦΕΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Στήν
ἐποχή μας βλέπουμε νά ἐπικρατεῖ μία ἐκκλησιολογική ἀσυδοσία. Μπορεῖ ὁ καθένας
νά λέγει ἀτελώνιστα ὅ,τι θέλει περί Ἐκκλησίας. Μέσα σ’αὐτά τά πλαίσια, ὁ οἰκουμενιστής καί κολυμπαριστής
καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz
της Αὐστρίας κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης
στήν εἰσήγηση[1],
πού ἐξεφώνησε στό οἰκουμενιστικό Διεθνές Συνέδριο[2] τῆς
Θεσσαλονίκης, τό ὁποῖο προσπάθησε λίαν ἀνεπιτυχῶς νά ἀναβιώσει τήν ψευδοσύνοδο τῆς
Κρήτης, ἔθεσε οὐσιαστικῶς τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου». Μή μένοντας ἰκανοποιημένος ἀπό τήν ἀπόφασή της νά ἀναγνωρίσει
τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μόνο ὡς Ἑτερόδοξες
Ἐκκλησίες, καί διορθώνοντάς την, ὁ κ. Λαρεντζάκης ὄρθωσε τό δικό του ἀνάστημα καί
διετύπωσε τήν δική του ἄποψη, ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ ἀνωτέρω αἰρέσεις θά ἔπρεπε
νά ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἑτερόδοξες Ἀδελφές Ἐκκλησίες. Εἶπε συγκεκριμένα : «Ὀρθότερο χαρακτηρισμό αὐτῶν θεωρῶ, Ἑτερόδοξες
Ἐκκλησίες ἤ ἀκόμη καί Ἑτερόδοξες Ἀδελφές Ἐκκλησίες… Ἄρα ὁ χαρακτηρισμός τῶν μή ὀρθοδόξων
καί σέ ἀκοινωνησία μέ τήν Ἐκκλησίαν μας εὑρισκομένων Ἐκκλησιῶν ὡς Ἑτεροδόξων Ἀδελφῶν
Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι ξένος καί ἄγνωστος στήν Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας μας». Καί
στή συνέχεια ρωτᾶ : «Μέ ποιά ἐκκλησιολογική
καί κανονική αἰτιολόγηση θεωροῦνται οἱ ἐτερόδοξοι ἐκτός Ἐκκλησίας, μάλιστα καί ἐκτός
Θείας Χάριτος(!) καί ποιός ἤ ποιά ἐκκλησιαστική συνοδική Ἀρχή καί Αὐθεντία καί
πότε ἀποφάσισε τελεσιδίκως, ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἀπώλεσαν ἀκόμα καί
τόν χαρακτηρισμό Ἐκκλησία; Τέτοια ἀπόφαση δέν ὑπάρχει». Καί καταλήγει στο
συμπέρασμα : «Ἡ αὐθαίρετη ἀπόρριψη τοῦ
χαρακτηρισμοῦ «Ἐκκλησίαι» γιά τούς ἑτεροδόξους ἀποτελεῖ νεωτερισμόν καί
νεολογισμόν καί ὡς ἐκ τούτου δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει ἀποδεκτή. Ἡ μακραίωνη
καί συνεχής πράξη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίδει τήν ὀρθή ἀπάντηση».
Νά
ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ ὅτι καί οἱ δύο ὅροι - «Ἐτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί «Ἑτερόδοξες
Ἀδελφές Ἐκκλησίες» - εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτοι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τό
πλέον κραυγαλέο παράδειγμα προχειρότητας καί ἀπαράδεκτης γιά θεολογικό κείμενο
«δημιουργικῆς ἀσάφειας» τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης ἀποτελεῖ ἡ φράση «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες»[3]. Στή
θεολογική ὁρολογία «Ἐκκλησία» σημαίνει τή Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
τόν ἴδιο τόν Χριστό, τήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια. Στή θεολογική ὁρολογία «ἑτερόδοξος»
σημαίνει «αἱρετικός», δηλ. τό ἀντίθετο τῆς Ἀληθείας, τόν ἐχθρό καί ἀντικείμενο
τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, νά εἶναι ταυτόχρονα καί Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ
καί ψέμα τοῦ διαβόλου; Ἄν μία κοινότητα εἶναι Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη,
καί, ἄν εἶναι ἑτερόδοξη, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία! Ἡ φράση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες»
εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀντίφαση ἐν τοῖς ὅροις καί δείχνει μαζί μέ τήν ἀμβλυμμένη ἐκκλησιολογική
συνείδηση καί ἔλλειψη σοβαρότητας, ἀποτελεῖ δέ πραγματικό ὄνειδος γιά τούς ἐμπνευστές
της καί τήν ἲδια τήν ψευδοσύνοδο[4]. Ἔχει
τήν ἴδια σοβαρότητα μέ τήν αὐτοαναιρούμενη φράση «παρθένος πόρνη»! Ὅσο παρθένος μπορεῖ νά εἶναι μία πόρνη, ἄλλο
τόσο μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μία αἱρετική-ἑτερόδοξη κοινότητα!
Βέβαια
κανένα ἀπό τά μέλη τῆς ψευδοσυνόδου, ποτέ καί πουθενά δέν χρησιμοποιεῖ τήν
φράση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἀλλά μόνο «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἢ σκέτο «Ἐκκλησίες»,
γιά νά καταδειχθεῖ ἔτι πλέον ὅτι ἀκόμα καί οἱ ἴδιοι δέν σέβονται αὐτό, πού ἐνέκριναν
καί ὑπέγραψαν! Καί τό πλέον ἀδιανόητο εἶναι ὅτι δέν μετέφρασαν ἐπακριβῶς στά ἐπίσημα
κείμενα (ἀγγλικά - γαλλικά) τή φράση αὐτή. Ἡ φράση «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες» στήν
§16 τοῦ προβληματικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» μεταφράστηκε
διορθωμένη, γιά νά ἀποκρυβεῖ ἡ ἀντιφατικότητά της καί νά περισωθεῖ ἡ
«σοβαρότητα» τῆς ψευδοσυνόδου. Στά Ἑλληνικά γράφτηκε : «Τό Π.Σ.Ε…. δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας
τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας
καί Ὁμολογίας»[5]. Στά Ἀγγλικά
γράφτηκε : «The WCC… does not include all non-Orthodox Christian Churches and Confessions» (τίς μή Ὀρθόδοξες Χριστιανικές
Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες)[6].
Καί στά Γαλλικά γράφτηκε : «Le COE… ne regroupe pas toutes les Églises et Confessions chrétiennes» (τίς Χριστιανικές Ἐκκλησίες
καί Ὁμολογίες)[7].
Παραλλήλως,
ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» εἶναι
ἀπαράδεκτος θεολογικά, ὅταν χρησιμοποιεῖται, γιά νά προσδιορίσει
τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ.
Δέν εἶναι βιβλικά θεμελιωμένος, οὔτε κἄν νομιμοποιημένος. Δέν ὑπάρχει
θεολογικό-ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο, γιά νά ὀνομάζονται «ἀδελφές
Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ Παπισμός. Ἄλλωστε ὁ Παπισμός
δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται κατά κυριολεξία Ἐκκλησία μετά τό 1014, ἐπειδή
ἀπό τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι' αὐτόν τά ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, μέ συνέπεια τήν ἔκπτωση ἀπό τό Θεανθρώπινο σῶμα.
Ἐδῶ
πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρση τῶν παραπάνω ἐπιτιμίων δέν μπορεῖ
νά γίνει ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο ψηλά καί ἄν
βρίσκεται στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, παρά μόνον ἀπό Οἰκουμενική
Σύνοδο. Ἀλλά καί τοῦτο μπορεῖ νά γίνει μόνο στήν περίπτωση, πού ἀρθοῦν
προηγουμένως οἱ δογματικοί λόγοι, στούς ὁποίους οὐσιαστικά ὀφείλεται
ἡ ἔκπτωση τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι,
λοιπόν, φανερό ὅτι, ἐπισήμως, ἀπό τό 1014 ὁ Παπισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Αὐτό πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει τήν ὀρθή ἀποστολική πίστη καί
τήν ἀποστολική διαδοχή. Δέν ἔχει τήν ἄκτιστη Χάρη καί κατα’ἐπέκταση
δέν ἔχει τά θεουργά μυστήρια, πού καθιστοῦν τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία
δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί νά παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καί
ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
εἶναι ἁπλά αἱρετική[8].
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐπισημαίνει καί ὑπογραμμίζει ὅτι δέν μποροῦμε, ἀπαγορεύεται
ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποκαλοῦμε τούς ἀπίστους καί τούς αἱρετικούς «ἀδελφούς», ἐπειδή
δεν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ πνευματικῶς ἀπό τον Ἅγιο Τριαδικό Θεό διά τοῦ Ὀρθοδόξου Ἁγίου
Βαπτίσματος.[9]
Σχετικά μέ τήν κακόδοξη οἰκουμενιστική θεωρία
περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», εἶναι γνωστό ὅτι αὐτή υἱοθετήθηκε ἀπό τό ἀπαράδεκτο, ἐπαίσχυντο
καί ἄστοχο ἐκκλησιολογικῶς κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου τό 1993. Ἐκεῑ ἀναγνωρίζεται ἡ αἱρετική παρασυναγωγή
τοῦ Παπισμοῦ, ὄχι μόνο ὡς «Ἐκκλησία», ἀλλά καί ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία» μέ τήν Ὀρθόδοξο
Ἐκκλησία. Δηλ. ἐξισώνεται ἐκκλησιολογικῶς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ὅμως, ἡ
συμφωνία τοῦ Balamand δέν ἀποτελεῖ
Πανορθόδοξη ἀπόφαση, διότι δέν τήν ὑπέγραψαν ἕξι τοπικές Ἐκκλησίες (Ἱεροσολύμων,
Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Τσεχοσλοβακίας)[10]. Δέν
ὑπῆρξε, λοιπόν, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ ἔγκριση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Ἐνῷ, λοιπόν, δέν ὑπῆρξε Πανορθόδοξη υἱοθέτηση
τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ἐν
τούτοις ὑπῆρξε Πανορθόδοξη ἀπόφαση ἀκυρώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Balamand στή Βαλτιμόρη τῆς Ἀμερικῆς στίς 9-19 Ἰουλίου
τοῦ 2000, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὁρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί μάλιστα
καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[11]. Ἐπίσης, ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες» δέν ἔχει υἱοθετηθεῖ
οὔτε κἄν στά κείμενα τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων μέχρι καί σήμερα, οὔτε καί
στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Βεβαίως, καί Πανορθόδοξη Σύνοδος νά γινόταν, πού
θά ἐνέκρινε τόν ὅρο «ἀδελφές ἐκκλησίες», θά ἦταν ἄκυρη, διότι θά εἶχε συγκληθεῖ
ὡς ληστρική, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις της θά ἔρχονταν σέ ἄμεση καί πλήρη ἀντίθεση μέ
τήν καθολική καί διαχρονική ἁγιογραφική, ἀποστολική, ἱεροκανονική καί πατερική
παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας[12].
Τέλος,
τίθεται το ἐρώτημα : Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ κ. Λαρεντζάκης, ὑπέρμαχος ὦν τῆς λεγομένης
«Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», δέν θέλει νά χρησιμοποιεῖ τήν φράση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες»,
πού ἡ ἴδια ἡ λεγομένη «σύνοδος» ὅρισε, ἀλλά προτιμᾶ τήν φράση «ἑτερόδοξες ἀδελφές
Ἐκκλησίες», γεγονός πού καταδεικνύει ὅτι ἀκόμα καί ὁ ἴδιος δέν σέβεται αὐτό,
πού ἐγκρίθηκε καί ὑπογράφτηκε στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», καί δέν ὑπακούει
στήν δική τους ἐμπνεύσεως «σύνοδο», πῶς περιμένει αὐτός καί οἱ ὁμόφρονές τους οἰκουμενιστές
καί κολυμπαριστές νά σεβαστοῦμε καί νά ὑπακούσουμε στήν ψευδοσύνοδο ἐμεῖς οἱ ἀντιδρῶντες
Ὀρθόδοξοι;
[1]
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ, Ἡ ἀνάγκη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, Ἰούνιος 2016) Ὁμιλία
(ἐν περιλήψει) στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας,
1-6-2018, http://blogs.auth.gr/moschosg/ἡ-ἀνάγκη-τῶν-θεολογικῶν-διαλόγων-σύ/
[2] Διεθνές Συνέδριο γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, http://fanarion.blogspot.gr/2018/05/blog-post_0.html
[3]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Ἡ «Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη, Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, ἐκδ.
Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδιά 2018, σσ. 498-507.
[4] Ὅ.
π., σσ. 474, 498-505, 510. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Σύντομη ἀποτίμηση τῆς «Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου» στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης», ἐν Θεοδρομία ΙΗ΄, τ. 3-4, (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016) 638.
[5]
ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ,
https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[6] Relations of the Orthodox Church with the Rest of the
Christian World,
https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=en_US
[7] Les relations de l’Église orthodoxe
avec l’ensemble du monde chrétien, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=fr_FR, Ἀναλυτικότερα σοβαρή θεολογική κριτική βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Ὅ.
π., σσ. 264-266, 590-608. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ,
Σύνοδος Κρήτης : Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος, 21-5-2018.
http://aktines.blogspot.com/2018/05/blog-post_184.html
[8]
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας»; ἐν περιοδικῷ Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί
κριτική προσέγγιση, ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια
Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 83,
http://aktines.blogspot.com/2012/02/blog-post_5358.html
[9] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου,
Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα,
ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1986,
σσ. 600-601.
[10] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ.
Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[11] Ἀριθμός ἀκυρωτικῆς ἀποφάσεως 943/2000,
3736/2000. www.patriarxia.ro/ro/relatii_externe/dialogue_intercrestin_6_5.html.
[12] Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή πρός τόν Οἰκουμενικόν
Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον, 27-6-2013, https://www.imp.gr/images/Epikairothta_2013/ANAKOINOTHEN_EPISTOLH_OIKOYMENIKOS_OIKOYMENISMOS_DIALOGOI.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου