Στις πλείστες Πολιτείες της Αμερικής δεν θεωρείται «κακοποίηση»
η εγκατάλειψη άρρωστων παιδιών στις λεγόμενες θεραπείες μέσω της πίστης (faith healings).
Παιδιά πεθαίνουν αβοήθητα επειδή οι γονείς τους απορρίπτουν την
ιατρική περίθαλψη επικαλούμενοι τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τι κρύβεται πίσω απ’όλη αυτή την τραγωδία;
Της
Emma Green
Μετάφραση-Επιμέλεια Ελένη Ζήνωνος
Η
Τζέσσικα Κράνκ υπέφερε πολύ από τον πρησμένο ώμο της. Δεν ήταν απλό πρήξιμο:
Όταν τον Μάϊο 2002, η Τζακελίν, η μητέρα της έφηβης την πήρε τελικά σε κλινική
στην πόλη Λενουάρ στο Τεννεσσή , η επί καθήκοντι νοσοκόμα εντόπισε στις
ακτινογραφίες σημάδια οστικής αποσύνθεσης καθώς και «άλλες ενδείξεις μιας
σοβαρής ιατρικής κατάστασης». Ειδοποίησε αμέσως το τμήμα επειγόντων
περιστατικών του Πανεπιστημίου του Τεννεσσή, προετοιμάζοντάς την άφιξη της
Τζέσσικα και την παροχή επείγουσας ιατρικής περίθαλψης.
Η
Τζέσσικα όμως και η μητέρα της δεν εμφανίστηκαν ποτέ στο τμήμα επειγόντων
περιστατικών... ακριβώς όπως και τρείς μήνες προηγουμένως δεν πήγαν στο
νοσοκομείο όπου ένας χειροπράκτης τις είχε παροτρύνει να επιζητήσουν ιατρική
βοήθεια... Αντ’αυτού, η Τζακελίν Κρανκ, όπως η ίδια κατέθεσε αργότερα στο
δικαστήριο, επέλεξε να στραφεί στον «Ιησού Χριστό, τον Κύριο μου και Σωτήρα
μου, τον Θεραπευτή και Προστάτη μου για τη θεραπεία (της Τζέσσικα)».
Η
Κράνκ «ήξερε ότι υπήρχε πρόβλημα» με τον «όγκο σε μέγεθος γκρέϊπφρουτ»
στον ώμο της κόρης της. Πίστευε όμως ότι ο Ιησούς «ήταν ο μόνος Ιατρός», είπε,
«και με αυτή την πίστη αναλάβαμε οι ίδιοι να προσευχηθούμε γι’αυτήν, να τη
θεραπεύσουμε με τις προσευχές μας»...
...
Δεν πέτυχε. Όταν η επι καθήκοντι νοσοκόμα της κλινικής κάλεσε την
αστυνομία και η Τζέσσικα μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, διαγνώστηκε με
σάρκωμα Ewing, μια σπάνια μορφή καρκίνου. Η έγκαιρη ιατρική φροντίδα πιθανόν να
μην της έσωζε τη ζωή, σίγουρα όμως θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων και «θα βελτίωνε την ποιότητα της ζωής της», κατέθεσε η
παιδο-ογκολόγος. Η Τζέσσικα πέθανε υπο πολιτειακή κηδεμονία, σε ηλικία 15 ετών.
Η
Κρανκ και ο άντρας με τον οποίο συζούσε, ο Αριέλ Μπεν Σιέρμαν o οποίος ήταν
αρχηγός μιας ομάδας της θρησκευτικής οργάνωσης Universal Life Church στην
πόλη Λενουάρ, κρίθηκαν ένοχοι για το πλημμέλημα της παραμέλησης παιδιού. Στην
υπεράσπισή τους υποστήριξαν ότι ενήργησαν σύμφωνα με την υποσημείωση στον Νόμο
της Πολιτείας του Τεννεσσή που αναφέρει ότι: δεν θεωρείται μορφή κακοποίησης ή
αμέλειας εάν οι γονείς αναζητήσουν «αποκλειστική θεραπεία με πνευματική βοήθεια
μέσω προσευχής» (“treatment by spiritual means through prayer alone”), αντί
ιατρικής περίθαλψης των παιδιών τους.
Η
υπόθεση έφθασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο του Τεννεσσή. Ο Σιέρμαν πέθανε ενώ η
υπόθεση βρισκόταν κατ’έφεση, αλλά η Κράνκ κρίθηκε ένοχη: Επειδή δεν ήταν μέλος
κάποιας «αναγνωρισμένης εκκλησίας ή θρησκευτικού δόγματος», το Δικαστήριο
έκρινε ότι δεν είχε το δικαίωμα να επικαλεστεί την πρόνοια του νόμου για
«θεραπεία μέσω της πίστης» για υπεράσπισή της. Η ποινή της: Εντεκα μήνες και 29
μέρες φυλάκιση με εγγύηση, χωρίς επιτήρηση...
Το
Δικαστήριο δεν κατήργησε τον νόμο αλλά, ένα χρόνο μετά, το νομοθετικό σώμα του
Τεννεσσή έλαβε δράση. Φέτος την Άνοιξη ακύρωσε από τον νόμο περί παραμέλησης
παιδιού, την εξαίρεση στις περιπτώσεις θεραπειών μέσω θρησκευτικών πεποιθήσεων
(faith-healing), συναριθμούμενη έτσι στις πολύ λίγες Πολιτείες που δεν παρέχουν
οποιαδήποτε εξαίρεση λόγω θρησκείας, σε αστικές ή ποινικές διώξεις για παιδική
παραμέληση ή κακοποίηση.
Οι
διαμάχες για θρησκευτική ελευθερία συνήθως εστιάζονται σε θέματα έκφρασης και
προσευχής, δημιουργίας χώρων λατρείας και ασφαλούς συμμετοχής στις
τελετουργίες. Εν τούτοις, σπάνια θα δοθεί η ανάλογη σημασία στις απαλλαγές από
κατηγορίες, για παιδική κακοποίηση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Οι νόμοι
είναι εκεί γραμμένοι στα βιβλία αλλά, περιμένουν να πεθάνει ένα παιδί για να
άναθεωρηθούν...
*
* *
Απ΄όλους
τους ανθρώπους που οι κυβερνώντες καλούνται να προστατέψουν, τα παιδιά είναι
ίσως τα πιο ευάλωτα. Άνκαι οι ομοσπονδιακοί νόμοι (στην Αμερική) προστατεύουν
τα παιδιά κάτω των 18 ετών από παραμέληση και κακοποίηση, εντούτοις δεν υπάρχει
κοινός ορισμός του όρου «κακοποίηση» (“abuse”), ειδικά στις περιπτώσεις που
οικογένειες αντικαθιστούν την ιατρική περίθαλψη με προσευχές και θεραπείες μέσω
της πίστης (faith healings). Αν ένα παιδί υποστεί βλάβη ή πεθάνει, οι γονείς
μπορούν να επικαλεστούν την εξαίρεση στον νόμο που τους παρέχει το κράτος (ως
θρησκευτικό δικαίωμα) και να αθωωθούν από τις κατηγορίες για εγκληματικές
ενέργειες.
Η
ομοσπονδιακή κυβέρνηση (της Αμερικής) ξεκίνησε να ασκεί πιέσεις για εισαγωγή
τέτοιων ρυθμίσεων στον νόμο, από το 1974, επί κυβερνήσεως του Ρίτσαρντ Νίξον.
Λόγω, κυρίως, των προσπαθειών κάποιων συμβούλων του προέδρου, που ανήκαν στο
λόμπυ της οργάνωσης «Χριστιανών Επιστημόνων» (Christian Scientists), το
Υπουργείο Υγείας, Παιδείας και Ευημερίας, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε
Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, καθόρισε ότι οι γονείς που δεν
παρέχουν ιατρική φροντίδα στα παιδιά τους, λόγω των θρησκευτικών τους
πεποιθήσεων, δεν πρέπει να θεωρούνται ένοχοι για αμέλεια. Η οργάνωση απείλησε
με την διακοπή των ομοσπονδιακών χρηματικών χορηγιών προς τις Πολιτείες εκείνες
που δεν θα παρείχαν αυτές τις ρυθμίσεις… Έκτοτε, η μία μετά την άλλη, οι
Πολιτείες είχαν ενσωματώσει σχετικές εξαιρέσεις στους νόμους τους περί
αμέλειας, παιδικής κακοποίησης ή ενέργειών που θέτουν σε κίνδυνο τα παιδιά.
Άνκαι οι ομοσπονδιακοί νόμοι έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου,
εντούτοις οι περισσότεροι από αυτούς τους νόμους παραμένουν στα χαρτιά, στις
πλείστες των Πολιτειών.
Πολύ
λίγα νομοθετικά σώματα έχουν τροποποιήσει τους νόμους τους. Όπως στην περίπτωση
του Τενεσσή, οι πλείστες πολιτείες (της Αμερικής) αναλαμβάνουν δράση μόνον όταν
ακούσουν κάποιες οδυνηρές εκθέσεις...
Παράδειγμα
Πολιτείας που ακύρωσε τις εξαιρέσεις (Τεννεσσή):
Λίγους
μήνες μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Τεννεσσή στην υπόθεση της
Κρανκ, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, με την υποστήριξη μιας ομάδας με
την ονομασία «CHILD» (από τα αρχικά των λέξεων Children’s Healthcare Is a Legal
Duty- Η υγειονομική περίθαλψη των παιδιών αποτελεί νομική υποχρέωση)
δημιούργησαν ένα είδος λόμπυ και ανέθεσαν σε κάποιο Κρις Φορντ τις προσπάθειες
επηρεασμού του νομοθετικού σώματος. Ο Φορντ προσέγγισε τον Γερουσιαστή Ρίτσαρντ
Μπρικς και του πρότεινε να καταθέσει και υποστηρίξει ένα τροποποιητικό
νομοσχέδιο με το οποίο να ακυρώνονται οι σχετικές εξαιρέσεις από τον νόμο. Ο
χειρούργος- ιατρός και νομοθέτης από το Νόξβιλλ του Τεννεσσή αποδέχτηκε την
πρόταση, άνκαι ήταν επιφυλακτικός λόγω πιθανών αντιδράσεων από υποστηρικτές της
θρησκευτικής ελευθερίας ή από εκείνους που αντιτίθενται σε μια «μεγάλη
κυβέρνηση». ( “big government”).
Σ’αυτή
την βαθειά συντηρητική πολιτεία, (που είναι υπερ της διατήρησης της παράδοσης
και αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεοτερισμό), η οποία στην τελευταία της
νομοθετική συνεδρία, ούτε λίγο ούτε πολύ, κήρυξε την Βίβλο ως τον Επίσημο
Κώδικά της και ψήφισε τον αμφιλεγόμενο νόμο ότι οι γιατροί μπορούν να ενεργούν
κατά θρησκευτική συνείδηση και να αρνηθούν την παροχή ιατρικής περίθαλψης σε
ομοφυλόφιλα άτομα (LGBT patients), το τροποποιητικό αυτό νομοσχέδιο θα
πυροδοτούσε έντονες αντιδράσεις.
Πράγματι,
κάποιες «συντηρητικές» οργανώσεις προσέγγισαν τον Μπρίκς για να του εκθέσουν
τις ανησυχίες τους σχετικά με την κατάργηση των σχετικών εξαιρέσεων. Ο Μπρικς
κατάφερε να τους πείσει αναφέροντας τους μεταξύ άλλων το παράδειγμα των
εκτρώσεων (αφού η ζωή έχει αξία τόσο μετά, όσο και πριν τη γέννηση) και
του λιθοβολισμού γυναικών βάσει του ισλαμικού νόμου Σαρία.
Ανησυχίες
εξέφρασαν επίσης οι λεγόμενοι «Χριστιανοί Επιστήμονες» (Christian Scientists).
Σύμφωνα με τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, όταν το 1994 η Πολιτεία
του Τεννεσσή ενέκρινε την εξαίρεση (λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων) στον νόμο
περι ευημερίας παιδιού, ένα μέλος της Δικαστικής Επιτροπής της Γερουσίας ανέφερε
ότι (το νομοσχέδιο) «κατατέθηκε από τους ‘Χριστιανούς Επιστήμονες’ και
διασφαλίζει την προστασία τους»...
Τα
τελευταία σαράντα χρόνια οι «Χριστιανοί Επιστήμονες» (Christian Scientists)
συμμετέχουν ενεργά σε προσπάθειες ενσωμάτωσης τέτοιων εξαιρέσεων, στους νόμους
περι πρόνοιας για τα παιδιά, ώστε να συνάδουν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις
της οργάνωσης τους. Η αίρεση αυτή (denomination), η οποία ιδρύθηκε το 1879 από
τη Μαίρη Μπέϊκερ Έντυ, τονίζει τη σημασία της πνευματικής θεραπείας η οποία
συμπεριλαμβάνει και το σώμα. Σε σοβαρές περιπτώσεις χρόνιων ασθενειών ή
επειγόντων περιστατικών, κάθε μέλος της αίρεσης μπορεί να επιλέξει να
αναζητήσει βοήθεια από την κλασσική ιατρική ή να βασιστεί στις προσευχές και
την καθοδήγηση θεραπευτών «Χριστιανών Επιστημόνων» που είναι εκπαιδευμένοι στις
θεραπείες μέσω πίστης (faith healing).
Το
λόμπυ της αίρεσης έχει μέλη σε κάθε Πολιτεία της Αμερικής για να παρακολουθεί
τη ψήφιση νομοθεσιών που επηρεάζουν την θρησκευτική τους πίστη, ανέφερε η
Ντέμπη Τσιού, εκπρόσωπος των «Χριστιανών Επιστημόνων» στο Τεννεσσή. «Η εκκλησία
μας (όπως αυτοαποκαλούνται) δεν εμπλέκεται στη νομοθετική διαδικασία», όπως
ισχυρίστηκε, «αλλά, αν κάτι πρόκειται να επηρεάσει τους
‘Χριστιανούς Επιστήμονες’,τότε επεμβαίνουμε και απαιτούμε κατάλληλες
προσαρμογές των νόμων», είπε η Τσιού. Τελικά, οι «Χριστιανοί Επιστήμονες»
αποφάσισαν να μην πάρουν θέση στο τροποποιητικό νομοσχέδιο στο Τεννεσσή.
Όταν
το σχετικό τροποιητικό νομοσχέδιο κατατέθηκε για ψήφιση στο Τεννεσσή, πέρασε
σχεδόν ασυζητητί.
Σε
άλλες Πολιτείες όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα:
Στη
Βορειοδυτική Πολιτεία Αϊντάχο, τα παιδιά σε μια ομάδα που αποκαλείται «Οπαδοί
του Χριστού» (Followers of Christ) πεθαίνουν αβοήθητα από ασθένειες που θα
μπορούσαν να προληφθούν ή και να θεραπευθούν, σε ποσοστά πολύ υψηλότερα από τον
εθνικό μέσο όρο. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian, ο Μπράϊαν
Χούϊτ, πρώην μέλος της οργάνωσης «Οπαδοί του Χριστού», ανέφερε ότι εγκατέλειψε
την πίστη του στην οργάνωση αυτή, σε ηλικία μόλις πέντε ετών, όταν πέθανε στα
χέρια του ένα μωρό, κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης θεραπείας μέσω της
πίστης. Ενώ οι «πρεσβύτεροι» προσεύχονταν, ο Χούϊτ έπρεπε να βγάζει τις μύξες
του μωρού με ένα μηχάνημα αναρρόφησης. Του είπαν ότι το μωρό πέθανε εξ αιτίας
του, επειδή δεν είχε πίστη…
Στο
γειτονικό Όρεγκον, η κατακραυγή για τις πρακτικές που χρησιμοποιεί η
συγκεκριμένη ομάδα οδήγησε στην κατάργηση της εξαίρεσης από ποινικές διώξεις,
στις περιπτώσεις των θεραπειών μέσω πίστης και προσευχής από την κρατική
παιδική πρόνοια.
Μέχρι
στιγμής, το νομοθετικό σώμα του Αϊντάχο αρνείται να εναρμονίσει τους νόμους
περί παιδικής πρόνοιας, προς αυτή την κατεύθυνση.
Ένας
λόγος για τον οποίο πολλές Πολιτείες δεν έχουν αναθεωρήσει τις εξαιρέσεις στους
νόμους τους περί παιδικής πρόνοιας, είναι ότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν
ανασύρονται και τόσο συχνά σε ποινικές υποθέσεις, σ’ εκείνες τις πολιτείες με
ανεκτική νομοθεσία. Στις σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζονται υποθέσεις
«θεραπειών μέσω πίστης» (faith healings), τότε οι εξαιρέσεις αυτές είναι εκεί
και απαλλάσσουν καταδικαστέες συμπεριφορές από ποινικές διώξεις.
Λόγω
της ανομοιομορφίας της νομοθεσίας ανάμεσα στις διάφορες πολιτείες, παρόμοιες
περιπτώσεις πιθανόν να μην παρουσιαστούν καν ενώπιον της δικαιοσύνης: Στο
Όρεγκον, για παράδειγμα, πριν αναθεωρηθεί ο νόμος περί παιδικής πρόνοιας, η
Εισαγγελία ΑΡΝΕΙΤΟ να προσάψει κατηγορίες εναντίον των μελών της οργάνωσης
«Οπαδοί του Χριστού» (Followers of Christ), των οποίων τα παιδιά πέθαιναν από
ασθένειες που θα μπορούσαν να θεραπευτούν ή να προληφθούν. Βάσει των προνοιών
του νόμου, η συμπεριφορά τους δεν ήταν παράνομη ή ποινικώς επιλήψιμη… Στις
πλείστες πολιτείες, οι διατάξεις αυτές του νόμου παραμένουν ξεχασμένες στους
νομικούς κώδικες. Μέχρι να έρθει η ώρα που θα χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο,
συχνά τα χειρότερα έχουν ήδη συμβεί… Θα πρέπει να γίνει παρέμβαση από κάποια
υπηρεσία παιδικής πρόνοιας ή να αναφερθούν περιστατικά σοβαρών παιδικών
κακώσεων αυτών των παιδιών, εξ αιτίας των επιλογών των γονέων τους, για να
έλθουν εξ ανάγκης στη δημοσιότητα.
Όπως
προκύπτει, έπρεπε να συμβεί ένα περιστατικό όπως η περίπτωση της Τζέσσικα
Κράνκ, για να ενεργήσουν οι νομοθέτες. Μια αλλαγή, που πληρώθηκε με τη ζωή ενός
παιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου