Τὸ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ – ἡ ἐν Κρήτη Σύνοδος καὶ ἡ θέση τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας,
οἱ θέσεις τῶν ἄλλων καὶ τὸ μέλλον της.
Eἰσαγωγή.
Πάνω ἀπὸ μισό έτος μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἔχει ἀρχίσει
πλέον νὰ ὠριμάζει αὐτή ὡς μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας στὶς συνειδήσεις
τῶν πιστών, ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρουν καὶ παρακολουθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα
καὶ ὅλα αὐτά ποὺ ἀπασχολοῦν καὶ προβληματίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀλλά καὶ ἔχει ἀρχίσει
καὶ νὰ προδιαγράφεται ἡ πορεία τοῦ ὅλου πολὺ μεγάλου καὶ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητήματος
στὸ μέλλον, ἐνῶ ἡ ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας πρὶν λίγες μέρες δημοσίευσε τὸ
φυλλάδιο ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ, ποὺ τὴ φορά αὐτὴ ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν τὴν σύνοδο.
Μὲ ἀφορμή
τὴν ἔκδοση τοῦ φυλλαδίου αὐτοῦ σὲ αὐτὴ τὴν
χρονικὴ στιγμὴ, ἀκολουθοῦν παρακάτω πρώτα κάποιες κρίσεις καὶ σχολιασμοὶ πάνω
στὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου, καταλήγοντας τελικά σὲ οὐσιαστικά
συμπεράσματα γιὰ τὴν θέση τῆς ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας ἀπέναντι στὴν Σύνοδο
τῆς Κρήτης καὶ, λαμβάνοντας ὑπόψιν καὶ τὶς θέσεις γι᾿ αὐτὴν καὶ ἄλλων Ὀρθόδοξων
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιὰ τὸ ποιὸ διαφαίνεται τὸ μέλλον αὐτῆς τῆς Συνόδου.
- Τὸ κείμενο τοῦ φυλλαδίου ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ ἀρχίζει ὡς
ἐξῆς:
«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος
απευθύνεται σε όλους τους πιστούς προκειμένου να τους ενημερώσει για την Αγία
και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία συνήλθε τον Ιούνιο του 2016
στην Κρήτη.
Κύριος σκοπός της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου ήταν η ενίσχυση και η φανέρωση της ενότητας όλων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών, αλλά και η αντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικών ζητημάτων»
Ὅσον
ἀφορά τὴν ἑνότητα ἀπουσίασαν πλήρως τέσσερις τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ
παρευρεθεῖ ὁ Προκαθήμενός τους καὶ χωρὶς νὰ στείλουν κανέναν ἀντιπρόσωπο, καὶ
μάλιστα χωρὶς νὰ ἔχουν λόγους οὔτε προβλημάτων μετακίνησης, οὔτε ἐξωτερικῶν
ἀπειλῶν, ὅπως ὑπήρχαν στὸ παρελθὸν, ἀλλὰ ἐπειδὴ διαφωνοῦσαν στὴν ἴδια τὴν
σύγκλησή της τὴν παρούσα χρονικὴ στιγμή, λόγω τοῦ κανονισμοῦ της, λόγω τῶν
κειμένων της, ἀλλὰ καὶ λόγω ἄλυτου ὡς τὴν μέρα ἔναρξης τῆς συνόδου προβλήματος
μεταξὺ τῶν σχέσεων δύο τοπικῶν ἐκκλησιῶν, πράγμα ποὺ ποτὲ δὲν ξαναέγινε σὲ πανορθόδοξη σύνοδο,
ποὺ ἀναγνωρίστηκε ὡς Οἰκουμενικὴ ἥ οἰκουμενικοῦ κύρους Σύνοδος. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς
ἐπισκόπους ποὺ προσκλήθηκαν, πολλοὶ ἀρνήθηκαν νὰ παρευρεθοῦν, ἐνῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς
ἐπισκόπους ποὺ παρευρέθηκαν, πάνω ἀπὸ τριάντα δεν υπόγραψαν κείμενα. Κανεῖς
λόγος βέβαια γιὰ τὸ πλήθος τῶν ἀντιδράσεων ἀπὸ παντοῦ ὅπου ὑπάρχει Ὀρθοδοξία,
ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις φτάνουν ὡς καὶ στὴν διακοπή τοῦ μνημοσύνου. Ὅσον ἀφορά
τὰ σύγχρονα ποιμαντικά ζητήματα με τὰ ὁποία ἀσχολήθηκε ἡ σύνοδος αὐτὴ
ὁμολογεῖται ἀκόμα καὶ ἀπὸ μετέχοντες σὲ αὐτὴ, ὅτι μάλλον δεν πρόσφερε καμιά ὀρθόδοξη
λύση σὲ κάποιο ποιμαντικὸ πρόβλημα πρὸς ἐπιτυχὴ ἀντιμετώπισή του.
-
Παρακάτω ἀκολουθοῦν τὰ συμπεράσματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης σύμφωνα μὲ τὸ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ κείμενο:
«Με βάση
τα συμπεράσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου»
Ὅλα
τὰ παρακάτω ποὺ ἀναφέρονται συμφωνοῦν θὰ λέγαμε μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ
τὴν ἁγιοπνευματικὴ Παράδοσή ποὺ ἔχει, τὴν Ἀποστολικὴ, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοσή της, ὅμως τὰ περισσότερα δεν ἀποτελοῦν πραγματικὰ
σαφὴ καὶ μονοσήμαντα διατυπωμένα συμπεράσματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἀνάμεσά
τους δὲν γίνεται κάποια ἀναφορὰ σὲ κάποια σημαντικὰ συμπεράσματα αὐτῆς ποὺ
ὁδηγοῦν σὲ προϋποθέσεις ξένες καὶ ἀσύμβατες στὴν γνήσια Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ στὸ
ἀληθινό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ κάνουν δυνατὴ τὴν
μετακίνηση τῶν ἱεροκανονικῶν της ὁρίων, ἀπομακρύνοντάς τα ἀπὸ τὴν χαρισματική
περιοχή τῶν μυστηρίων της καὶ εἰσάγοντας πολύ σοβαρὸ πρόβλημα στὴν σωτηριολογία
της μὲ μεγάλο κίνδυνο γιὰ τὰ μέλη της.
«
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την
ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων. Η συνοδικότητα
υπηρετεί την ενότητα και διαπνέει την οργάνωση της Εκκλησίας, τον τρόπο που
λαμβάνονται οι αποφάσεις Της και καθορίζει την πορεία Της. Αξίζει να σημειωθεί
επίσης ότι η Αγία Σύνοδος δεν αναφέρθηκε μόνον στο κύρος των γνωστών
Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε αυτήν για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκαν ως Σύνοδοι
«καθολικού κύρους», δηλαδή ως Οικουμενικές, η Μεγάλη Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), οι επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), και οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες και
Αγίες Σύνοδοι για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας
(1438-1439), των προτεσταντικών δοξασιών (1638, 1642, 1672, 1691) και του
εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως (1872)».
Τό
ὅτι ἀναγνωρίζει ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τὶς Συνόδους αὐτὲς ὡς Συνόδους «καθολικοῦ
κύρους» δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναγνώρισή τους ὡς «Οἰκουμενικές», ἀλλὰ ἐννοεῖ «οἰκουμενικοῦ
κύρους» Συνόδους, ὅπου καὶ ἔτσι θὰ ἦταν πιὸ εὔστοχο αὐτὴ νὰ τὶς εἶχε ὀνομάσει
ευθέως, ὡς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποῖα δὲν χαρακτηρίζεται ἁπλὰ ὡς καθολική
(ἔτσι αυτοχαρακτηρίζονται ἄλλωστε καὶ οἱ παπικοί, ὡς καθολικὴ «Ἐκκλησία»), ἀλλὰ
ὡς Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἐπίσης αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τῆς
Συνόδου τῆς Κρήτης δὲν συμπεριλαμβάνεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἕξι βασικὰ κείμενά της,
ὡς ὄφειλε τονίζοντας τὴν οὐσιαστική καὶ θεμελιώδη σημασία της, ἀλλὰ στὴν
Ἐγκύκλιό της.
«
- Οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν
αποτελούν συνομοσπονδία Εκκλησιών, αλλά την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία. Για την Ορθόδοξη Διασπορά στις διάφορες χώρες του κόσμου αποφασίσθηκε
να συνεχισθεί η λειτουργία των Επισκοπικών Συνελεύσεων με εκπροσώπους
των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προκειμένου να διασφαλίζεται η αρχή της
συνοδικότητας, μέχρι να εφαρμοσθεί η κανονική ακρίβεια.» καὶ
«
- Για την ορθόδοξη Εκκλησία η οικογένεια
αποτελεί καρπό της «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» μυστηριακής ενώσεως
ανδρός και γυναικός και είναι η μόνη εγγύηση της γεννήσεως και της ανατροφής
των τέκνων».
Τὸ
σχετικὸ μὲ τὸ μυστήριο του γάμου κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἀνάφερε καὶ
δυνατότητα ἐφαρμογῆς οἰκονομίας στοὺς
μικτοὺς γάμους μεθ’ ἑτεροδόξων τὴν
ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐξηγεῖ ὅτι κάτι τέτοιο κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν: «Περί
τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν
ἀπόφασιν, ὅπως i)
ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72
τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου).ii)Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς
ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως νά
ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως,
ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τονίζεται πολὺ σωστὰ ἡ ἀκρίβεια ποὺ
προβλέπουν οἱ ἱεροὶ κανόνες στὸ συγκεκριμένο ζήτημα καὶ ταυτόχρονα νὰ εἰσάγεται
καὶ ἡ δυνατότητα οἰκονομίας σὲ αὐτὸ; Ἄν εἰσαχθεῖ οἰκονομία, ἀκυρώνεται ἡ
ἀκρίβεια, καὶ ἔτσι βέβαια στὴν προκειμένη περίπτωση, ἄν καὶ γίνεται ἀναφορὰ γιὰ
συμφωνία «πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν
κανόνων», στὴν πραγματικότητα οἱ ἱεροὶ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
παραβιάζονται, ἀφοῦ γιὰ τοὺς μικτοὺς γάμους δὲν κάνουν καμιὰ ἀναφορὰ σὲ
οἰκονομία, ἀλλὰ ἀπαιτοῦν ἀκρίβεια.
«
- Η Εκκλησία τονίζει διαρκώς την αξία της
εγκρατείας, της χριστιανικής ασκήσεως. Η χριστιανική άσκηση δεν διακόπτει την
σχέση του ανθρώπου με την ζωή και τον συνάνθρωπο, αλλά τον συνδέει με την
μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν αφορά μόνον τους μοναχούς. Το ασκητικό ήθος
είναι χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής».
Τὸ
σχετικὸ μὲ τὴν νηστεία κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἄν καὶ ἀναφέρεται στὴν
σπουδαιότητα τῆς, καὶ ἐξηγεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ τηροῦμε τὶς καθιερωμένες νηστείες,
ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία προβλέπει καὶ οἰκονομία σὲ κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις «δι’ ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον
ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν», μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ γεγονὸς «ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας
τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν
συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται» καὶ ἀποτελοῦν αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τὶς «περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων,
εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί», καταλήγει σὲ μιὰ ἐκ νέου διευρυμένη
δυνατότητα ἐφαρμογῆς οἰκονομίας στὴ νηστεία «ἐπί τό ἐπιεικέστερον» προκειμένου νὰ «ἀπαλύνουσαι» τὸν «τυχὸν» «στυφὸν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν: «ἐπαφίεται
εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν
φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας
περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν
πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός
θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς
Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς
νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς
περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». Βέβαια γιὰ ὅποιον πιστόν ἔχει
γνήσια πνευματικὴ ζωή, ἡ ἔκφραση γιὰ τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν δὲν
μπορεῖ παρά νὰ εἶναι ἀκατανόητη καὶ ἄστοχη. Τὸ πρόβλημα καὶ ἡ δυσκολία σήμερα δὲν
βρίσκεται στὴν νηστεία, ἀλλὰ στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποῖα θέλει ἀνέσεις καὶ κατὰ κόσμον χαρὲς καὶ δὲν ἀρέσκεται σὲ
νηστείες, ἐγκράτειες καὶ φιλόπονους πνευματικοὺς ἀγῶνες, βλέποντάς τα αὐτὰ σὰν
«στυφόν».
«
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει τους
διωγμούς, την εκδίωξη και δολοφονία μελών θρησκευτικών κοινοτήτων, τον
εξαναγκασμό σε αλλαγή θρησκευτικής πίστεως, την εμπορία προσφύγων, τις
απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις απάνθρωπες εκτελέσεις, τις υλικές καταστροφές.
Ιδιαίτερα εκφράζει την αγωνία Της για την κατάσταση των Χριστιανών και όλων των
διωκωμένων μειονοτήτων στην Μέση Ανατολή και σε άλλα σημεία του κόσμου.» καὶ
παρακάτω
«
- Βασικό έργο της Εκκλησίας είναι η
Ιεραποστολή, δηλαδή ο αγώνας Της να δίνει συνεχώς την μαρτυρία της πίστεως και
να κηρύττει το ευαγγέλιο είτε στους πιστούς που ζουν μέσα στις σύγχρονες
εκκοσμικευμένες κοινωνίες είτε σε όσους δεν έχουν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό.»
Στὸ σχετικὸ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης: «Ἡ ἀποστολή
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν Σύγχρονον Κόσμο» γίνεται ἡ ἀναφορά περί «ἀξίας
καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία, καθῶς ἐπίσης
ὑπάρχει καὶ ἡ φράση «ἀξίας καί τοῦ
μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ», ἡ ὁποία θεολογικά εἶναι
πολυπλεύρως καὶ οὐσιωδῶς προβληματική. Καὶ αὐτὸ συμβαῖνει ἐπειδή, ἐκτός τῆς ἀναφοράς
πάλι στὸ «ἀνθρώπινο πρόσωπο», επίσης οὔτε
ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα, καθῶς εἶναι δημιουργημένος ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», ἀλλὰ οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ ἀνθρώπινη ἀξία
καὶ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου μόνο ὡς «κατ’
εἰκόνα Θεοῦ», γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ὡς «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ», χωρὶς
ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἡ «καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ» περιγραφή τῆς πλάσης
του νὰ μπορούν νὰ θεωρηθοῦν ξεχωριστά καὶ ἀπομονωμένα ἡ μια ἀπὸ τὴν άλλη, καθῶς
καὶ οἱ δύο μαζί χαρακτηρίζουν τὸν σύνολο ἄνθρωπο (τὴν ὑπόσταση καὶ τὴν φύση του).
- «Ο
διάλογος κυρίως με τους ετεροδόξους χριστιανούς (άλλες χριστιανικές ομολογίες –
αιρέσεις) γίνεται με βάση το χρέος της Εκκλησίας να μαρτυρεί προς κάθε
κατεύθυνση την αλήθεια και την αποστολική πίστη. Έτσι γίνεται γνωστή σε αυτούς
η γνησιότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης, η αξία της πατερικής διδασκαλίας, η
λειτουργική εμπειρία και η πίστη των Ορθοδόξων».
Μετά
ἀπὸ τοὺς ἀτελείωτους διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς διαλόγους τόσων ἐτῶν τὶ ἀπὸ όλα
αὐτά πετύχαμε; Εἶναι γνωστὸ τὸ ἀτελεσφόρητο τῶν πολυετῶν διαλόγων ὡς τώρα καὶ
ἔτσι μένουν ἄνευ εὐλογου ἐρείσματος οἱ προσδοκίες καὶ ἐλπίδες μὲ τὶς ὁποῖες
γίνεται προσπάθεια νὰ αἰτιολογηθεῖ ἡ ὑποστήριξη καὶ ἡ διεξαγωγὴ τῶν
διαχριστιανικῶν διαλόγων. Ὁ διάλογος μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους ὀφείλει νὰ
διακόπτεται ὅταν ἀποδεικνύεται ἄκαρπος, κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν
παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10), καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὸ συμβαῖνει περίτρανα, ὅπως ὁ
διάλογος καὶ με τοὺς Παπικούς ὅσο δεν καταργείται ὁριστικὰ ἡ οὐνία, ἀκόμα καὶ
νὰ λέμε ότι δεν τὴν ἀποδεχόμαστε καὶ τὴν ἀπορρίπτουμε (κείμενο τῆς Συνόδου τῆς
Κρήτης, "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας προς τὸν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον", παράγραφο 6, «ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ,
οὐνίας»), καθῶς καὶ ὁ διάλογος μὲ τοὺς Προτεστάντες, ποὺ πάντα ὡς τώρα
καταλήγει στὴν ὑπογραφὴ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κοινῶν
κειμένων ποὺ περιέχουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τῶν ἑτεροδόξων.
«Οι διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε και θα
σημαίνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως».
Καὶ
τὶ σημαίνουν τότε οἱ ὑπογραφὲς τῶν κοινῶν κειμένων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἐκπροσώπων
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στοὺς διαλόγους στὸ Μπαλαμάντ τὸ 1991, στὸ Σαμπεζύ τὸ
1993, στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τὸ 2006, στὴν Ραβέννα
τὸ 2007 καὶ στὸ Πουσὰν τὸ 2013, οἱ ὁποῖες παραβλέπονται καὶ στὸ σχετικὸ συνοδικό
κείμενο ("Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας προς τὸν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον"), τὸ ὁποῖο γράφει
σχετικά μὲ τὰ κείμενα τῶν διαλόγων στὴν παρ. 21: «Ἐκτιμᾷ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ
συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν
Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν». Ἄν οἱ ὑπογραφὲς δὲν
ἰσχύουν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφερθεῖ εὐθέως. Ἔχουν ὅμως νόημα καὶ λογικὴ ποὺ μπήκαν σὲ
μιὰ τέτοια περίπτωση; Ὁπωσδήποτε ὄχι. Ἀφοῦ ὑπογράφονται τέτοια αἱρετικὰ
κείμενα, τότε πῶς οἱ διάλογοι δὲν σημαίνουν οὔτε καὶ θὰ σημαίνουν ποτὲ
ὁποιονδήποτε συμβιβασμὸ σὲ ζητήματα πίστεως;
Ἐκτὸς
αὐτοῦ, ἡ παράγραφο 20 τοῦ ἴδιου προαναφερθέντος συνοδικοῦ κειμένου ἀναφερόμενη στὶς προοπτικές τῶν διαχριστιανικῶν
διαλόγων γράφει ἀόριστα ὅτι τὶς προσδιορίζουν αὐτὲς τὰ κανονικά κριτήρια «τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς
παραδόσεως» («Αἱ προοπτικαί τῶν
θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου
προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί
τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.»),
χωρὶς νὰ διευκρινίζει μονοσήμαντα μὲ σαφήνεια ὅτι αὐτά εἶναι οἱ ἱεροὶ κανόνες
τῆς Παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ μόνο. Ἐπιπλέον σημαντική παράλειψη
τῶν παραγράφων ποὺ ἀναφέρονται στὸ ΠΣΕ εἶναι καὶ ὅτι, ἐνῶ ὡς γνωστόν οἱ
διάλογοι σὲ αὐτό, καὶ ὄχι μόνο, συνοδεύονται ἀπὸ ποικίλες οἰκουμενιστικὲς
ἐκδηλώσεις ποὺ συνηθίζουν νὰ συμπεριλαμβάνουν κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις καὶ
συμπροσευχές, ὅπου συχνὰ παρευρίσκονται καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, δεν γράφουν τίποτα ποὺ νὰ ἀπαγορεύει τέτοιες πρακτικές σὲ ὅσους ἐκ
μέρους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μετέχουν σὲ αὐτοὺς διαλόγους.
«
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως»
Ἐνῶ
ὅμως αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν παράγραφο 1 στὸ σχετικὸ κείμενο τῆς
Συνόδου τῆς Κρήτης, "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον", παρακάτω στὴν παράγραφο 6
γίνεται διάκριση μεταξὺ ὀντολογικῆς θεωρίας τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖα
«ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ
διαταραχθῇ» καὶ ὀνοματολογικῆς (- φαινομενολογικῆς)
θεωρίας τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὡς ἐκκλησία μποροῦν νὰ ὀνομάζονται
μέσα στὴν ἱστορία καὶ οἱ «μὴ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», δηλαδὴ οἱ ἑτερόδοξοι
(γράφει τὸ κείμενο: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν
τῶν μή εὐρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»). Αὐτὴ ἡ διάκριση βέβαια δὲν μαρτυρεῖται πουθενὰ στοὺς
δογματικοὺς Ὅρους καὶ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἥ οἰκουμενικοῦ
κύρους Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ εἶναι καινοφανὴς καὶ προφανῶς
φιλοσοφικοῦ - ἀκαδημαϊκοῦ στοχασμού καὶ εμπνεύσεως, με σκοπό ὡς λέγεται δια τῆς
χρήσεως αὐτῆς τῆς ὁνομασίας ὡς τεχνικού ὅρου νὰ διευκολυνθεί ἡ συνομιλία καὶ ἐπικοινωνία
μετά τῶν ἑτεροδόξων. Ὁπότε τίθεται τὸ ἐρώτημα ἄν με τέτοια τεχνάσματα καὶ
«χατίρια» περιμένουμε νὰ φέρουμε τοὺς ἑτερόδοξους κοντά στὴν Ὀρθοδοξία,
καθιστώντας τοὺς ἑαυτούς μας σοφότερους τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συνοδικὰ μόνο
αἱρετικοὺς τοὺς ὀνόμαζαν. Πολλοί ἁγίοι Πατέρες βέβαια μεμονωμένα τοὺς ὀνόμαζαν
καὶ αὐτοί «ἐκκλησία» τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλά πάντα τὸ ἔκαναν στηλιτεύοντας ταυτόχρονα
με τὸν πλέον σαφή τρόπο, καὶ ὄχι πλαγίως καὶ ἀσαφῶς, τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις
τους, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσουν ποτέ αὐτὴ τὴν ὀνομασία στὰ ἐπίσημα κείμενα τῶν
Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
«Δεν νοείται αγιότητα του ανθρώπου εκτός του
Σώματος του Χριστού, δηλαδή εκτός της Εκκλησίας (Εφ. α 23). Η αγιότητα είναι
μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας και στα ιερά μυστήριά της με επίκεντρο την
Θεία Ευχαριστία. Οι άγιοι εικονίζουν την Βασιλεία του Θεού.
Η Εκκλησία είναι μία, η Ορθόδοξη.
Κατά τον Μ. Βασίλειο «εις λαός πάντες οι εις Χριστόν ηλπικότες και μία Εκκλησία
νυν οι Χριστού, καν εκ διαφόρων τόπων προσαγορεύηται». Η Εκκλησία αναμένει
πάντοτε την επιστροφή όλων των ανθρώπων, ετεροδόξων και αλλοδόξων σε Αυτήν».
Τὸ σχετικὸ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς
Κρήτης, "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπόν χριστιανικὸν κόσμον", ἀναφέρεται σὲ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν (τὴν στιγμὴ
μάλιστα ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς παρ. 6 ἀναφέρεται: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ»). καὶ δὲν ἐξηγεί μὲ
σαφήνεια ὅτι ἐννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη. Τὸ κείμενο στὴν
παράγραφο 4 γράφει: «πρὸς
ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετὰ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ
καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ» καὶ, ἀποφεύγοντας νὰ διευκρινίσει εὐθέως ἅν αὐτὴ
εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνεχίζει «οὐδόλως
τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’
ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων
ἱστορικῶν συνθηκῶν». Θὰ χρειαζόταν τουλάχιστον νὰ προσθέτει μετά τὸ
«παραδόσεως» τὸ «αὐτῆς», δηλαδή νὰ γράφει «συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς
πίστεως καί παραδόσεως αὐτῆς», διαφορετικὰ νὰ γινόταν κάποια ἄλλη κατάλληλη
διόρθωση.
Ἡ ἀναθεώρηση καὶ διόρθωση τῶν κειμένων - Ἡ μέλλουσα νὰ
συνέλθει Πανορθόδοξη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος.
Τὸ κείμενο τοῦ φυλλαδίου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΛΑΟ τελειώνει ὡς ἐξῆς:
«Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της
Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν αντικείμενο εμβαθύνσεως και περαιτέρω μελέτης.
Αυτό ισχύει για όλες τις Συνόδους της Εκκλησίας.
Ο θεολογικός διάλογος δεν
διακόπτεται. Προϋπόθεση απαραίτητη βεβαίως είναι να διατηρείται αλώβητη η
θεολογική αλήθεια και ο διάλογος αυτός να πραγματοποιείται χωρίς φανατισμούς
και διαιρέσεις, χωρίς παρασυναγωγές και σχίσματα, τα οποία πληγώνουν την
ενότητα της Εκκλησίας».
Τὰ
κείμενα τῆς Κρήτης χρειάζονται ἐμβάθυνση καὶ μελέτη πρὸς διόρθωση, σὲ ἀντίθεση μὲ
τὰ κείμενα τῶν πραγματοποιημένων ἐδῶ καὶ αἰῶνες καὶ ἤδη καθολικὰ ἀναγνωρισμένων
γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τους Συνόδων, ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὁποιαδήποτε διόρθωσης,
καὶ τὰ μελετούμε καὶ ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτά μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὰ κατανοήσουμε καὶ
νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ ὅσα μᾶς διδάσκουν καὶ ὁρίζουν καλύτερα. Ἄλλωστε ὁ εἰσηγητὴς
τῆς ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποῖα συνήλθε στὶς 23-24 Νοεμβρίου 2016, σεβ. Μητροπολίτης Σερρών καὶ Νιγρίτης κ.
Θεολόγος εἶχε τελειώσει τὴν εἰσήγησή του ἀναφερόμενος στὴν ἀξιολόγηση τῆς
Συνόδου τῆς Κρήτης μὲ τοὺς ἐξῆς λόγους: «η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και
ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν
ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού
Σώματος», ἐνῶ ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος εἶχε
προτείνει τὰ ἐξῆς: «επειδή το κείμενο
έχει πολλές αντιφατικότητες, αν η Ιεραρχία δεν το απορρίψη, τότε τουλάχιστον
πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς το περιεχόμενό του και να αποφασίσει να τύχη
περαιτέρω επεξεργασίας και αναθεωρήσεως από μια άλλη Σύνοδο, που θα γίνει στο
μέλλον.», ὅπου ἀνάμεσα στοὺς λόγους ποὺ ἀνάφερε γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν θέση
του αὐτὴ ἦταν καὶ ὅτι τὸ ἴδιο πρότειναν καὶ οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, τῆς
Σερβίας (βλέπε Παράρτημα, σημείωση 1) καὶ τῆς Ρουμανίας (βλ. Παρ., 2). Βέβαια
τὸ ίδιο έχουν προτείνει μαζί με τῆς Ἀντιόχειας καὶ οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας (βλ.
Παρ., 3) καὶ Γεωργίας (βλ. Παρ., 4) ποὺ καὶ αὐτὲς δεν παρευρέθηκαν στὴν Σύνοδο
τῆς Κρήτης καὶ ἔχουν ἐκφράσει συνοδικώς τὴν διαφωνία τοὺς με τὰ κείμενά τῆς, ὅπως
καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ποὺ ἐπίσης δὲν ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ἐκεῖ (βλ. Παρ.,
5).
Λαμβάνοντας
ὑπόψιν, ἐκτὸς τὶς ἀναφορὲς στοὺς λόγους τῶν Μητροπολιτῶν παραπάνω, καὶ ὅτι πολλοί
ἱεράρχες, εἴτε τὸ ἔχουν ἐκφράσει ἤδη δημοσίως, εἴτε ὄχι, εἶναι ὑπέρ τῆς προτάσεως
περί τῆς θεωρήσεως τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ὡς προσυνόδου μιας μελλούσης νὰ
συνέλθει Πανορθόδοξης Συνόδου, στὴν ὁποῖα θὰ παρευρεθοῦν ὅλες οἱ τοπικὲς
Ἐκκλησίες καὶ ἐκείνη θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Ἁγία καὶ
Μεγάλη Σύνοδος, θὰ μπορούσαμε μαζί μὲ τὶς παραπάνω τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ ἔχουν
ἐκφράσει συνοδικὰ τὴν συγκεκριμένη τοποθέτηση - πρόταση, νὰ συμπεριλάβουμε καὶ
τὴν ἐν Ἑλλάδι τοπικὴ μας Ἐκκλησία. Ἄλλωστε καὶ ἡ Ἱερά Σύνοδο Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος στὶς 23-24 Νοεμβρίου παρέπεμψε τὸ θέμα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης στὴν Διαρκὴ
Ἱερά Σύνοδο γιὰ ἐμβάνθυνση, μελέτη καὶ θεολογική ἀποτίμηση, ἐνῶ καὶ ἡ Διαρκή
Ἱερά Σύνοδο μὲ τὴν σειρά της ἐξηγεῖ μέσω τοῦ φυλλαδίου «Προς τὸν Λαό» ὅτι ἡ ἐμβάνθυνση,
ἡ περαιτέρω μελέτη τῶν συνοδικῶν κειμένων καὶ ὁ θεολογικὸς διάλογος περὶ τοῦ
περιεχομένου τους εἶναι ἀκριβῶς τὸ ζητούμενο, ἄν καὶ δὲν συνεχίζει για νὰ ἀναφερθεῖ
εὐθέως στα κοινώς γνωστά ἀμφιλεγόμενα σημεία καὶ τις ἀσάφειες τῶν κειμένων τῆς
Συνόδου τῆς Κρήτης, ποὺ χρήζουν βαθιάς κατανόησης καὶ διόρθωσης - ἀντικατάστασής
τους. Τὸ ὅτι δὲν συνεχίζει γιὰ νὰ ἀναφέρει αὐτὰ τὸ «Πρὸς τὸν Λαό» κείμενο
συμβαίνει, ὡστόσο, λόγω διάκρισης, θὰ θέλαμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ δικαιολογήσουμε αὐτὸ, καθῶς
αὐτά πλέον ὅπως γνωρίζουν οἱ πάντες ἀποτελοῦν σημεία ἀντιλεγόμενα ποὺ ὁδηγοῦν
σὲ φορτισμένες συζητήσεις καὶ μποροῦν νὰ κλονίσουν δυνατά τὴν ἑνότητα, τὴν ὁποῖα
ἔσπευσε ὡς πρώτη μέριμνά τῆς ἡ Ἱερά Σύνοδος Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
στὶς 23-24 Νοεμβρίου νὰ διασφαλίσει «τονίζεται
η, μετά την ενδελεχή και λεπτομερή ενημέρωση του Σώματος της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, επιβεβαίωση της ενότητός Της», ἀλλὰ καὶ ἡ Διαρκή
Ἱερὰ Σύνοδος προσπαθεῖ τελειώνοντας τὸ «Πρὸς τὸν Λαό» κείμενό της νὰ τὴν
περιφρουρήσει καλῶντας ὅλους νὰ συνεχίσουν τὸν θεολογικὸ διάλογο διατηρῶντας
ἀπαραίτητα «ἀλώβητη» τὴν «θεολογικὴ
ἀλήθεια», «χωρίς φανατισμούς και
διαιρέσεις, χωρίς παρασυναγωγές και σχίσματα, τα οποία πληγώνουν την ενότητα
της Εκκλησίας».
Σημαντικό
ἐδῶ εἶναι νὰ σημειώσουμε ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε
ὅτι ὡς σήμερα, καὶ εὐελπιστοῦμε καὶ στὸ μέλλον, ὁ Συνοδικός θεσμός παραμένει
ζωντανός καὶ λειτουργεί σὲ τέτοιο καλό βαθμό, ὅσο σὲ ἐλάχιστες ἄλλες τοπικὲς
Ἐκκλησίες, ἄν ὄχι καλύτερα ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὴν δήλωση
τοῦ Μακαριώτατου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου στὴν ΙΣΙ στὶς 23-24 Νοεμβρίου: «Η θέση ενός εκάστου εξ ημών στο συνοδικό
πολίτευμα δεν είναι διακοσμητική, αλλά οργανική, και ως εκ τούτου βαθύτατα
ουσιαστική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ζωντανής παρουσίας και ενεργείας του
Αγίου Πνεύματος στην ζωή της Εκκλησίας μας είμαι βέβαιος ότι εκζητούντες
άπαντες τον φωτισμό του Θεού θα καταθέσουμε υπεύθυνα τις σκέψεις μας, τις
προτάσεις μας, την προσωπική μας μαρτυρία…», ὅπου ὁ συνοδικὸς δεσμὸς ἐκφράζει
τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας «ο πανάρχαιος συνοδικός θεσμός είναι θεσμός με εξαίρετη δυναμική, θεσμός
άρρηκτα δεμένος με την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας μας».
Συμπεραίνουμε ἐπομένως ἀβίαστα ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας συνάγεται ἀναπόφευκτα ὅτι μᾶς διδάσκει καὶ ἡ
ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ὅτι δηλαδὴ ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας
μας εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν «ἔσχατο κριτή» ἐπί θεμάτων πίστεως, τὰ πρῶτα καὶ
κύρια γιὰ τὰ ὁποῖα μεριμνὰ καὶ ἀγωνιὰ ἡ Ἐκκλησία ἀγωνιζόμενη ὥστε νὰ
διαφυλάττει ἀκέραια καὶ ἀλώβητη τὴν ὀρθοδοξία της, ἡ ὁποῖα βέβαια συνείδηση τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ μεμονωμένα μέλη τῆς, ἀλλὰ
καὶ ἐπιβεβαιώνεται τελικώς δια συνοδικών ἀποφάσεων ὀρθοδόξων ἐπισκόπων στὶς
συνόδους τῆς Ὁρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Οἱ
πολύ σωστές συγκεκριμένες αὐτές θέσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου «Η θέση
ενός εκάστου εξ ημών στο συνοδικό πολίτευμα δεν είναι διακοσμητική, αλλά
οργανική» καὶ «ο πανάρχαιος συνοδικός θεσμός είναι θεσμός με εξαίρετη
δυναμική, θεσμός άρρηκτα δεμένος με την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας
μας» εἶναι βέβαια πρόδηλο καὶ μὴ ἀμφισβητήσιμο ὅτι δεν εἶναι συμβατές καὶ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση
τόσο με τὸν κανονισμό, ὅσο καὶ με τὰ κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ἡ πρώτη με
τὸν κανονισμό τῆς περί ψήφου τῶν Προκαθημένων καὶ ὄχι τῶν ὑπόλοιπων ἐπισκόπων, ἐνῶ
ἡ δεύτερη με τὴν παράγραφο 22 τοῦ κειμένου
"Σχέσεις τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προς τὸν λοιπόν χριστιανικόν
κόσμον": «Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη
ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως
διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν
διατάξεων» (ὅπου ἀκολουθεῖ καὶ ἀναφορά στον 6 κανόνα τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ποὺ αὐτός ὅμως δὲν πιστοποιεῖ αὐτό, ἀλλά τὴν προηγηθέν πρώτη δήλωση
τῆς συγκεκριμένης παραγράφου περὶ καταδίκης κάθε διάσπασης τῆς «ἑνότητας τῆς
Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς
γνησίας Ὀρθοδοξίας», ἀφοῦ ὁ κανόνας ἀναφέρεται στὸν ὅποιο «καθυβρίσαντα τοὺς
κανόνας, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λυμηνάμενον εὐταξίαν», ποὺ καὶ τὸ «Πρὸς τὸν
Λαό» κείμενο μὲ αὐτὴ τὴ τοποθέτηση τελειώνει). Ἐπομένως οἱ παραπάνω λόγοι τοῦ Μακαριώτατου
Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος
κ. Ἱερωνύμου στὴν ΙΣΙ στὶς 23-24 Νοεμβρίου, ἅν καὶ μπορεί νὰ
μὴν εἰπώθηκαν μὲ αὐτόν τὸ σκοπό, ὅμως ὑποδεικνύουν σαφέστατα ἕνα ἀπὸ τὰ πρώτα
βασικὰ σημεία τῶν συνοδικῶν κειμένων στὰ ὁποία ὀφείλουν νὰ γίνουν διορθώσεις,
καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο σημεῖο θὰ ἦταν δέον νὰ ξεκινοῦσαν αὐτὲς. Καὶ
εἶναι γι’ αὐτὸ ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο νὰ συνεχίσει ἡ ἐμβάνθυνση καὶ ἡ περαιτέρω
μελέτη τῶν συνοδικῶν κειμένων, καθῶς καὶ ὁ θεολογικὸς διάλογος περὶ τοῦ περιεχομένου
τους, ὅπως προτρέπει τὸ «Πρὸς τὸν Λαό»
κείμενο τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἐν κατακλείδι, συμπεριλαμβάνοντας καὶ τὴν ἐν Ἑλλάδι
Ἐκκλησία στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ προτείνουν τὴν περαιτέρω ἐπεξεργασία καὶ
ἀναθεώρηση τῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἀπὸ μια ἄλλη Σύνοδο στὸ μέλλον,
ὅπου θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πανορθόδοξη συναίνεση χωρὶς τὴν πίεση χρόνου, διαπιστώνουμε
τότε ὅτι ἡ πρόταση αὐτή ὑποστηρίζεται ἀπὸ τις μισές τοπικές Ἐκκλησίες ἀπὸ ὅσες
ποὺ εἶχαν προσκληθεί στὴν σύνοδο τῆς
Κρήτης (συνολικὰ δεκατέσσερις).
Ἅν
σὲ αὐτές μάλιστα συνυπολογίσουμε τοὺς Ἱεράρχες
ἀπὸ τις διάφορες παρούσες στὴν Σύνοδο τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ παρευρέθησαν σὲ
αὐτὴν ἀρνούμενοι νὰ ὑπογράψουν, ἀλλά καὶ τὴν θέση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ ἀντιπροσωπευόταν
στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης (καὶ ἅν καὶ δεν
ψήφιζε, ὅμως δώθηκε ἡ ευκαιρία στον ἀπεσταλμένο του νὰ ἐκφράσει θεολογικό λόγο
ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Ὄρους), τὴν ὁποία εξέφρασε στὸ σχετικό κείμενο τῆς ἱεροκοινοτικῆς
ἐπιτροπῆς του ποὺ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἱερά Κοινότητά του στὶς 26 (ή 13) Νοεμβρίου
2016, ὅπου καταλήγει «Προσβλέπομεν μετ’
ἐλπίδος εἰς τήν περαιτέρω θεολογικήν ἐπεξεργασίαν καί πλέον αὐθεντικήν
διατύπωσιν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὥστε αὐτά νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τήν
ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»,
(δηλαδὴ αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ Ἅγιο Ὄρος αὐτὸ ἀκριβῶς προτείνει, τὴν σύγκληση
μιὰς μέλλουσας Πανορθόδοξης Συνόδου, ποὺ θὰ διορθώσει τὰ λάθος κείμενα, τὶς ἐλλείψεις
καὶ ἀσάφειες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει λαμβάνοντας τὴν
ἤδη διεξαχθείσα Σύνοδο τῆς Κρήτης ὡς μιὰ ἁπλὴ προσύνοδο), τότε εύκολα καὶ ἀβίαστα
μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πρὸς τὰ ποὺ κλίνει ὁ ζυγὸς γιὰ τὸ μέλλον τῆς Συνόδου
τῆς Κρήτης. Ὅπου αὐτό ποὺ δείχνει ὁ ζυγὸς εἶναι δηλαδή, ἅν οἱ ἀποφάσεις τῆς
μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν ὑποχρεωτικὰ πανορθοδόξως ὡς ἔχουν, ἤ ἅν δεν μπορούν, καὶ
ὀφείλουν εἴτε νὰ ἀπορριφθοῦν, εἴτε τουλάχιστον νὰ ἀναθεωρηθοῦν ἀπὸ μια μέλλουσα
Σύνοδο, ποὺ θὰ γίνει χωρίς πίεση χρόνου μὲ πανορθόδοξη παρουσία καὶ συναίνεση ὅλων
τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀνά τὸν κόσμο Ὀρθοδοξίας. Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ ὁ
ζυγὸς ἀρχίζει νὰ σταθεροποιεῖται καὶ νὰ λαμβάνει τὴν τελική του ένδειξη, εἶναι
αὐτονόητο, ὅτι τυχῶν ἐμμένοντες στὶς δικές τους θέσεις ποὺ ἀντιτίθενται στὴν πορεία
πρὸς τὴν ὁποῖα κλίνει ὁ ζυγός, δηλαδή οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἀποδοχῆς καὶ ἐφαρμογῆς
τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ὑποχρεωτικὰ ὡς ἔχουν, οἱ ὁποῖοι δεν ἐπιδέχονται
ἀμφισβήτηση τῶν ἀποφάσεών τῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν διόρθωσή τους ἀπὸ μιὰ νέα ὅντως
Πανορθόδοξη Συνόδου ποὺ θα διορθώσει, συμπληρώσει καὶ τελειοποιήσει τὰ ἀνώριμα,
ἐλλειπὴ καὶ ἀσαφὴ κείμενα αὐτά, καὶ θὰ τὰ καταστήσει Ὀρθόδοξα καὶ ἀποδεκτά
πανορθόδοξα, διατηρῶντας αὐτοὶ μιὰ τέτοια στάση, θέτουν τὴν Ἐκκλησία σὲ κατάσταση
κινδύνου μὲ ἔντονα ὁρατὸ τὸ ἐνδεχόμενο σχίσματος. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ἄν ἀποφεύγουν
καὶ δὲν θέλουν νὰ προσπαθήσουν μὲ ταπείνωση καὶ εἰλικρίνεια νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς ἀστοχίες
καὶ τὰ λάθη τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ὑπὲρ τοῦ καλοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ θριάμβου
τῆς ἀληθείας. Εἴθε ὅμως τὸ τέλος νὰ ἀποβεῖ αἴσιο μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων καὶ
τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ἀμήν.
1.
Εἶναι κοινῶς γνωστὸ ὅτι μέχρι λίγες μέρες πρὶν τὴν διεξαγωγή τῆς Συνόδου τῆς
Κρήτης, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀπαιτοῦσε τὴν ἀναβολή της καὶ ὅλοι ἔως τὴν
τελευταία στιγμὴ περίμεναν ὅτι δεν θα παρευρεθεί σὲ αὐτή, ἐνῶ τὸ ἕκτο καὶ
τελευταίο κείμενο ποὺ ψηφίστηκε δεν τὸ ὑπέγραψαν 17 ἀπὸ τοὺς 25 τῆς
ἀντιπροσωπείας τῆς, ἀσχέτως πόσοι ἀπὸ αὐτούς δὲν τὸ ὑπέγραψαν γιὰ Ὀρθόδοξους
καὶ πόσοι γιὰ λάθος λόγους.
2.
«τα κείμενα που αποφασίστηκαν στη Κρήτη
μπορούν να διαφοροποιηθούν εν μέρει και να αναπτυχθούν από μια μέλλουσα Αγία
και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τελειοποιηθούν, χωρίς την
πίεση του χρόνου, και με την πανορθόδοξη συναίνεση», Ἱερά Σύνοδο τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, 29 Ὁκτωβρίου 2016.
3.
«Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι τα κείμενα που
υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης θα πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω
θεολογική εξέταση και συζήτηση, με σκοπό την τροποποίηση, την επιμέλεια, τη
διόρθωση και / ή την αντικατάστασή τους με άλλα, καινούργια έγγραφα που
βρίσκονται εντός του πνεύματος και της παράδοσης της Εκκλησίας», Ἱερά
Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, 15 Νοεμβρίου 2016.
4.
«Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία ή
και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της Συνόδου της Κρήτης. Για τούτο είναι
απαραίτητο να μελετήσουν και να εκφράσουν τις θέσεις και ανησυχίες τους
θεολόγοι και κληρικοί της Εκκλησίας..», Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Γεωργίας, 2 Δεκεμβρίου 2016.
5.
«Η δήλωση … ειδικότερα δε καλεί σε
υποστήριξη της προτάσεως των Εκκλησιών Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και
Βουλγαρίας για την αναβολή της Πανορθοδόξου Συνόδου.… O Αγιώτατος Πατριάρχης
Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κύριλλος στις 16 Ιουνίου απέστειλε μήνυμα στους
Προκαθημένους και τα μέλη των αντιπροσωπειών των κατά τόπους Εκκλησιών, των
συνελθόντων στην Κρήτη… Αφού τόνισε τη σπουδαιότητα της φωνής της κάθε τοπικής
Εκκλησίας και την έλλειψη σύμφωνης γνώμης του Πατριαρχείου Αντιοχείας για να
συγκληθεί η Σύνοδος, ο Αγιώτατος Πατριάρχης Κύριλλος σημείωσε ότι η συνάντηση
στην Κρήτη δύναται να συμβάλει στην προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου,
όπου θα συμμετάσχουν όλες οι κοινώς ανεγνωρισμένες κατά τόπους αυτοκέφαλες
Εκκλησίες.», Ἱερά Σύνοδος τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, 15 Ιουλίου 2016.
3 σχόλια:
ΣΗΜΕΡΑ : Η ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΗΣΙΑΣ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΗΛΘΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΩΝ ΑΥΤΟΥ.ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΑΓΩΝΙΟΥΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.Ο ΠΙΣΤΟΣ ΛΑΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ "ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ" Η ΑΝΕΞΕΛΓΚΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΥΣΕΙ.
Αν ήταν ακριβώς έτσι δεν θα μίλαγε η Ιεραρχία της Εκκλησίας Ελλάδος και στην ΙΣΙ και στην ΔΙΣ για μελέτη των κειμένων και για διάλογο, αλλά για υποχρεωτική αποδοχή. Βέβαια υπάρχουν οι παρεκτροπές και γι αυτό πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε μέχρι να γίνει άλλη πραγματικά Ορθόδοξη Σύνοδο.
Φωτισμένη κριτική από ενα μορφωμένο Χριστιανό πιστό !
ΑΓΒ
Δημοσίευση σχολίου