Κωνστάντιος Χρόνης
(1906-1991)
( από το Σκεπαστό των Καλαβρύτων Ιεροκήρυκας
στη Βέροια και τη Νάουσα, το Ηράκλειο της Κρήτης, την Αν. Μακεδονία, τη Θράκη
και τα Καλάβρυτα.) Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως
Λαμβάνοντας αφορμή από το άρθρο
με τίτλο “Ο π. Κωνστάντιος αφηγείται και αποκαλύπτει…..”, που
δημοσιεύθηκε προσφάτως στην “Καλαβρυτινή Ηχώ” αρ. τεύχους 29, με σεβασμό
καταθέτω στην ιερή μνήμη του, όσα είδα, άκουσα και έμαθα για τη ζωή και τη δράση
τού μακαριστού Επισκόπου, στην ακριτική περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και
Θράκης, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, αλλά και στην περιοχή
των Καλαβρύτων.
Ο πατήρ ή ακριβέστερα ο «πάτερ»
Κωνστάντιος, όπως τον αποκαλούσαν τα πνευματικά του παιδιά, υπήρξε μία
εκκλησιαστική και εθνική φυσιογνωμία, που έδωσε την καλή μαρτυρία της πίστεως
στα πέτρινα οδυνηρά χρόνια της κατοχής, αργότερα στις αγωνίες των μεταπολεμικών
χρόνων και στην αναζήτηση των μεταγενέστερων δεκαετιών.
Είχα την ξεχωριστή ευλογία να τον
γνωρίσω από κοντά τον Ιούλιο του 1969 στη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς
Αλεξανδρουπόλεως. Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από τις αρχές της ακριτικής
πόλεως και τους τελειοφοίτους της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων, στο
πλαίσιο της καθιερωμένης εκπαιδευτικής μας επίσκεψης στη Β. Ελλάδα, όπου στη
συνέχεια επρόκειτο να υπηρετήσουμε ως νέοι αξιωματικοί. Γνώριζα ότι ο
Ποιμενάρχης καταγόταν από το Σκεπαστό και γι’ αυτό τον πλησίασα να πάρω την
ευλογία του και να του συστηθώ.
Είσαι από την Κλειτορία; ρώτησε.
Είμαστε κοντοχωριανοί, συμπλήρωσε και μ’ ενθουσιασμό έσφιξε στην πατρική του
αγκαλιά τον νεαρό Εύελπι. Τότε ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισα τον σεβάσμιο
Επίσκοπο με τη λιτή εμφάνιση, το καθάριο βλέμμα και το άδολο χαμόγελο. Το
φωτεινό του πρόσωπο πρόδιδε έναν αγαθό λειτουργό του θυσιαστηρίου. Δύσκολα
κανείς θα φανταζόταν ότι στα αιματοβαμμένα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας
μας είχε παρρησία μπροστά σε άγρια θεριά, που κατέτρωγαν τις σάρκες ανθρώπων,
σκορπώντας την ερήμωση και τον θάνατο. Κατανοούσε όμως εύκολα ότι ήταν ένας
όντως καθάριος άνθρωπος του Θεού, που αξιώθηκε να διασώσει τα γυναικόπαιδα από
την πείνα και τον τέλειο αφανισμό, μετά τις εκατόμβες των ανδρών που θυσίασαν
στον βωμό της θηριωδίας οι Ναζί στα Καλάβρυτα τον Δεκέμβριο του 1943.
Ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως
κυρός Κωνστάντιος Α. Χρόνης γεννήθηκε το έτος 1906 στο όμορφο χωριό του Δήμου
μας το Σκεπαστό, αντίκρυ από την Αγία Λαύρα, δέκα χιλιόμετρα περίπου μακριά από
την Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά
του, το τότε σχολαρχείο και το γυμνάσιο στα Καλάβρυτα, όπου πήγαινε καθημερινά
με τα πόδια κάτω από αντίξοες πολλές φορές καιρικές συνθήκες. Το πανέμορφο
φυσικό περιβάλλον, η επιβλητική μορφή του Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών
Γερμανού και το λάβαρο της παλιγγενεσίας, οι ατρόμητοι μοναχοί του Μ. Σπηλαίου
που οδήγησαν σε ήττα τον Ιμπραήμ πασά και οι φωτισμένες διδαχές του Παπουλάκου
που αναζωπύρωσαν τη φλόγα της πίστης των κατοίκων του Μοριά, διαμόρφωσαν κατά
πολύ την προσωπικότητα του μακαριστού Ιεράρχη.
Ο ίδιος, μετά τα εγκύκλια γράμματα,
συνέχισε τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του από τη Θεολογική Σχολή των
Αθηνών. Αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στη συνέχεια έγινε
μέλος της Ιεραποστολικής Αδελφότητας Θεολόγων η “Ζωή” και αφιερώθηκε αποκλειστικά
στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, ως λαϊκός ιεροκήρυκας στις πόλεις Βέροια
και Νάουσα (1933-1935) και στο Ηράκλειο της Κρήτης (1936-1937). Το εξαιρετικό
ήθος του, ο ζήλος του για τη δόξα του Θεού και η καρποφόρος ιεραποστολική
του δράση απετέλεσαν στη συνέχεια τις προϋποθέσεις, για να εισέλθει επαξίως
στις τάξεις του ιερού κλήρου.
Την 14η Ιουλίου 1937 εκάρη μοναχός
στην Ιερά Μονή της Πεντέλης με το όνομα Κωνστάντιος (Κωνσταντίνος ήταν το
βαφτιστικό του). Μετά τρεις ημέρες την17η Ιουλίου 1937 χειροτονήθηκε
διάκονος από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και διορίστηκε
τον Ιούνιο του 1938 ιεροκήρυκας της Ι. Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και
Θάσου, με έδρα την Καβάλα. Την 20η Ιουλίου 1939 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στο
παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως στην Αγία Παρασκευή από τον τότε Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη και αυθημερόν έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στην
Καβάλα ο νεαρός ιερωμένος υπηρέτησε για πολλά χρόνια κοντά στον διακεκριμένο
Μητροπολίτη και κατόπιν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Χατζησταύρου, ο οποίος
το έτος 1922 ήταν Βοηθός Επίσκοπος του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης
Χρυσοστόμου. Ο Επιχώριος Επίσκοπος γρήγορα αντιλήφθηκε το ήθος και τον
ζήλο του νεαρού Αρχιμανδρίτη και του ανέθεσε την οργάνωση όλου του πνευματικού
έργου της Μητροπολιτικής του Επαρχίας.
Όμως, ο εργάτης του Ευαγγελίου
Αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος δεν πρόλαβε να επιτελέσει αυτό το έργο, γιατί το
Έθνος έμπαινε στη μεγάλη δοκιμασία του πολέμου και ο ίδιος επιστρατεύτηκε από
την πρώτη ημέρα ως στρατιωτικός ιερέας στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Καβάλας. Εκεί
κατέφθαναν οι τραυματίες του μετώπου, οι οποίοι είχαν ανάγκη από ιατρική
περίθαλψη, και από έναν λόγο πνευματικής στήριξης και ελπίδας. Ο ίδιος καθόταν
καθημερινά στο προσκεφάλι των τραυματιών και των ασθενών στρατιωτών,
προσφέροντας νυχθημερόν βάλσαμο παρηγοριάς, στερεώνοντας το ηθικό τους.
Όλα αυτά κράτησαν όσο άντεξαν τα
οχυρά της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Τον Απρίλιο του 1941 το μέτωπο
κατέρρευσε, εισέβαλαν οι Γερμανοί και στη συνέχεια οι Βούλγαροι, στους οποίους
παραδόθηκε η Διοίκηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης . Οι Βούλγαροι
εισβολείς του εφέροντο καθημερινά με τρόπο βασανιστικό, απειλώντας ακόμη και τη
ζωή του ώσπου με τις ξιφολόγχες εξανάγκασαν τον π. Κωνστάντιο να αποχωριστεί τον
προσφιλή λαό της περιοχής στις 14 Ιουνίου 1941. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας
της Ελλάδος, όταν πληροφορήθηκε τη βίαιη απομάκρυνσή του από την Καβάλα και
τους βασανισμούς τους οποίους υπέστη, τον απέσπασε προσωρινά στην Ιερά
Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.
Η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τον π.
Κωνστάντιο να προφέρει τις υπηρεσίες στη γενέτειρά του και την ευρύτερη περιοχή
σε μια τραγική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας. Όταν τα Καλάβρυτα και
όλη η επαρχία μας γνώρισαν την απόλυτη ερήμωση, εκεί βρισκόταν ο καταλληλότερος
για να επιβιώσουν όσοι επέζησαν από τον όλεθρο. Εκεί ο Αρχιμανδρίτης
Κωνστάντιος Χρόνης έδωσε τη σταυροαναστάσιμη έμπρακτη μαρτυρία του Ευαγγελίου
στην περίοδο της απερίγραπτης οδύνης από την ασύλληπτη ναζιστική αγριότητα. Ο
ίδιος είχε ενωρίτερα καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, για να αποτρέψει
την εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Όμως δεν
εισακούστηκε. Στις 7-12-43 οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν στην τοποθεσία Μαγέρου
κοντά στο Μάζι του Χελμού. Το κακό που θα ακολουθούσε από αυτή την παράτολμη
ενέργεια το είχε προβλέψει. Ήταν μόνον θέμα χρόνου, για να εκδηλωθεί
Την αποφράδα ημέρα τη 13η Δεκεμβρίου
1943 η προαίσθηση έγινε οδυνηρή πραγματικότητα. Η τυφλή βία του “Υπερανθρώπου”
(όπως θεωρούσαν το εαυτό τους οι Ναζί) εκτέλεσε την ασύλληπτη θηριωδία της.
Φεύγοντας άφησαν πίσω τους την τέφρα και τα ερείπια των σπιτιών, τα άψυχα
σώματα των εκτελεσθέντων ανδρών, τον απαρηγόρητο θρήνο των γυναικόπαιδων και το
αιώνιο όνειδος της αμείλικτης αλαζονείας του ισχυρού.
Τότε ο νεαρός Αρχιμανδρίτης πρόσφερε
με όλη τη δύναμη της ψυχής του έργο τιτάνιο για τα μέτρα της εποχής. Πρώτα-
πρώτα χρειάστηκε να βοηθήσει τις χήρες γυναίκες να θάψουν τους νεκρούς τους με
υποτυπώδη μέσα, εφόσον τα πάντα είχαν αποτεφρωθεί. Ο ενταφιασμός, όπως
σημειώνει ο ίδιος, κράτησε ενάμιση μήνα και έπρεπε να γίνει σωστά.
Παράλληλα έπρεπε να φροντίσει για τις χαροκαμένες γυναίκες και τα ορφανά. Για
την επιβίωσή τους, τη διατροφή, τον ρουχισμό, τη θέρμανση, την πνευματική τους
στήριξη. Να στάξει βάλσαμο παραμυθίας και δύναμη για τη συνέχεια της ζωής
μέσα από τις στάχτες και τον απερίγραπτο πόνο.
Βασικό μέλημά του υπήρξε η
απρόσκοπτη λειτουργία του οδοντωτού σιδηροδρόμου, ώστε να παραλαμβάνονται στα
Καλάβρυτα οι ενισχύσεις σε είδη άμεσης ανάγκης για τους πεινώντες, αστέγους και
γυμνητεύοντες .Ακούραστος μέρα και νύχτα μέσα στον βαρύ χειμώνα της ορεινής
Αχαΐας έτρεχε άλλοτε στον αρχηγό των ανταρτών και άλλοτε στον Γερμανό διοικητή,
ικετεύοντας για τη διαφύλαξη της σιδηροδρομικής γραμμής από τη δολιοφθορά και
την ασφαλή μεταφορά των τροφίμων, καθώς είχε ορισθεί από τον Ερυθρό Σταυρό
επικεφαλής για τη σωστή διανομή τους.
Κινιόταν ανάμεσα στις συμπληγάδες
πέτρες θανατηφόρων δυνάμεων, οπλισμένος ο ίδιος με τη δύναμη της πίστης στον
Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό και το πνεύμα της θυσίας για τους
εξαθλιωμένους συνανθρώπους του. Αυτή η προσφορά του ανύστακτου και
ατρόμητου στους κινδύνους εκλεκτού συμπατριώτη μας ιερωμένου συνεχίστηκε σε όλη
τη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή μας.
Όταν απελευθερώθηκε η πατρίδα μας,
επέστρεψε στην Ι. Μητρόπολη Φιλίππων, για να συνεχίσει το έργο που είχε εκεί
αναλάβει πριν από την έκρηξη του πολέμου ως λειτουργός, πνευματικός ποιμένας
και διδάσκαλος.
Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή ο
αγαθός λευίτης συχνά περιέγραφε τις άθλιες συνθήκες της εποχής. Και, όταν τον
ρωτούσαν στην περιοχή της Καβάλας πώς εύρισκε την ισορροπία ανάμεσα στους
Γερμανούς και τους αντάρτες και πώς κατάφερε να διατηρήσει τη λειτουργία του
οδοντωτού απαντούσε χαριτολογώντας .
Στους Γερμανούς έλεγα: με τους
αντάρτες τα έχω καλά, για να μας αφήνουν να κόβουμε ξύλα από τα βουνά να
ζεσταίνεστε και εσείς οι Γερμανοί. Και στους αντάρτες: τους Γερμανούς τους
πλησιάζω, για να επιτρέπουν να φθάνει ως εδώ το ψωμί από το Διακοφτό, ώστε να
έχετε και εσείς πάνω στο βουνό να τρώτε.
Οι τομείς των δραστηριοτήτων του
ήσαν πολλοί:
Στην Αλεξανδρούπολη κατά τη διάρκεια
της σύντομης αρχιερατείας του, χτίσθηκαν μέσα στην πόλη δύο μεγαλοπρεπείς ναοί,
της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και του Αγίου Νεκταρίου, αποπερατώθηκε ο ναός της
Αγίας Κυριακής και ανακαινίστηκε εξ ολοκλήρου ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου
Νικολάου. Επίσης κτίστηκαν και άλλοι δέκα ναοί σε όλη τη μητροπολιτική επαρχία.
Ανηγέρθη πνευματικό κέντρο δίπλα στον μητροπολιτικό οίκο, ανακαινίστηκε και
λειτούργησε υποδειγματικά το Εκκλησιαστικό Γηροκομείο, κτίστηκε ο
Μαρκοπούλειος Βρεφονηπιακός Σταθμός. Οργανώθηκαν τα κατηχητικά σχολεία και με
δικές του ενέργειες παραχωρήθηκε παραθαλάσσια έκταση στην περιοχή Νέας Μάκρης,
όπου ίδρυσε κατασκήνωση.
Εξάλλου ως ιεροκήρυκας στην περιοχή
της Καβάλας επέδειξε εξ ίσου πλούσια δράση.
Οργάνωσε θαυμάσιο Πνευματικό Κέντρο,
τη Χριστιανική Εστία, κατηχητικά σχολεία στην πόλη και στην ύπαιθρο, μαθητικό
οικοτροφείο αρρένων και θηλέων, όπου έβρισκαν τη φροντίδα και την αγάπη
της εκκλησίας παιδιά απόρων οικογενειών που δοκιμάστηκαν στον πόλεμο. Με αυτόν
τον τρόπο τους έδωσε τη δυνατότητα να φύγουν από τα χωριά τους και να φοιτήσουν
στην Καβάλα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να αντιμετωπίζουν
προβλήματα διατροφής και στέγασης . Ίδρυσε τον οίκο ραπτικής και
πλεκτικής η “ Αγία Φιλοθέη “, όπου παρακολουθούσαν δωρεάν μαθήματα
ενδιαφερόμενες νεαρές κοπέλες, οι οποίες αποκτούσαν μαζί με τα πνευματικά
εφόδια και δυνατότητες επαγγελματικής απορρόφησης. Ιδιαίτερη ήταν η προσπάθειά
του να εμπνεύσει σε πολλές νέες την αφοσίωση στο έργο των αδελφών νοσοκόμων,
για να καλυφτούν τα τεράστια κενά σε νοσηλευτικό προσωπικό στα νοσοκομεία
μετά τον πόλεμο. Ακολουθώντας το σύνθημα “αφιερωμένες
νοσοκόμες”, δεκάδες εκλεκτά κορίτσια υπηρέτησαν με υποδειγματική
αυταπάρνηση και συγκινητική αφοσίωση τους ασθενείς. Συστηματοποίησε άριστα το
έργο πρόνοιας και αγάπης προς τους αναξιοπαθούντες πένητες και ασθενείς.
Οργάνωσε κατασκηνώσεις στην περιοχή της Ηρακλείτσας Καβάλας.
Διετέλεσε επίσης τοποτηρητής της
Ιεράς Μητροπόλεως Ζιχνών και Κ. Νευροκοπίου κατά την περίοδο 1964 – 1965.
Μετά τον πόλεμο διατηρώντας
την ιδιότητα του στρατιωτικού ιερέα επισκεπτόταν όλα τα ακριτικά φυλάκια της
Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου από τα υψώματα του Νευροκοπίου ως τον Έβρο. Τελούσε
τη θεία λειτουργία, εξομολογούσε τους αξιωματικούς και τους οπλίτες, δίδασκε
την αλήθεια του Ευαγγελίου, χωρίς να υπολογίζει κόπους και κινδύνους μέσα στα
χιόνια και το ψύχος. Για τις υπηρεσίες του στον Στρατό και τα στρατευμένα
παιδιά της πατρίδας μας τιμήθηκε δύο φορές με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων.
Αξιοσημείωτη υπήρξε η στάση του σε
δύο κρίσιμες στιγμές. Στην Καβάλα, όταν οι Βούλγαροι άρχισαν να εισέρχονται
στην πόλη, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αναχώρησε από την έδρα του και ανέθεσε
στον Κωνστάντιο να παραμείνει και να διεκπεραιώνει το διοικητικό έργο της
Μητροπόλεως εξ ονόματός του, μέχρις ότου οι Βούλγαροι, με τον τρόπο που
αναφέρετε πιο πάνω, τον εξανάγκασαν δια της βίας να φύγει. Στην επαρχία των
Καλαβρύτων, ο Μητροπολίτης Θεόκλητος όρισε τον Κωνστάντιο επικεφαλής της
ομάδας των διαπραγματευτών, για την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων. Παρ’ όλα αυτά
ο μακαριστός παππούλης αρνήθηκε και αντιπρότεινε τον ίδιο τον
Μητροπολίτη, πρόταση με την οποία συμφώνησαν και οι υπόλοιποι, και ο Θεόκλητος
δεν εδέχθει.
Την 28η Ιουνίου 1991 ημέρα Παρασκευή
και ώρα 7:45 μ.μ. ο πατήρ Κωνστάντιος εκοιμήθη εν Κυρίω. Την Κυριακή το πρωί 30
Ιουνίου 1991, ημέρα κατά την οποία η πόλη εόρταζε την απελευθέρωσή της από τον
Τουρκικό ζυγό (30 Ιουνίου 1913), η σορός του αοιδίμου Ιεράρχη μεταφέρθηκε
στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου Καβάλας. Τελέστηκε αρχιερατική Θεία
λειτουργία από τον τότε Σεβ. Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως και νυν Θεσσαλονίκης
κ. Άνθιμο. Στις 11:00 π.μ άρχισε η εξόδιος ακολουθία προεξάρχοντος του
Σεβ. Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκοπίου και με τη
συμμετοχή αρκετών Μητροπολιτών απ’ όλη τη χώρα και όλου του κλήρου της
περιοχής. Τον επικήδειο εξεφώνησε ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος (και
νυν Θεσσαλονίκης).
Ενταφιάστηκε στον λόφο του Αγίου Σίλα,
δίπλα στο λιτό κελλί του κοντά στον οίκο των προσφιλών του γερόντων, σε τάφο
λαξευθέντα σε μία κρύπτη, σύμφωνα με την επιθυμία του που είχε διατυπώσει, όταν
ζούσε ακόμα. Η γη της Καβάλας συνέχει το σώμα εκείνου που την αγάπησε όσο λίγοι
και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για την πνευματική της αναγέννηση
και την προκοπή. Προς τιμή του μάλιστα το Γηροκομείο Καβάλας φέρει το όνομα του
“Κωνστάντιο οικοτροφείο ηλικιωμένων”.
Όταν περνώ από εκεί, ανάβω ένα κερί
ευγνωμοσύνης στη μνήμη του, για να θυμίζει το φως της ελπίδας που χάρισε στους
συμπατριώτες μας στα Καλάβρυτα, στα κατάμαυρα χρόνια της κατοχής και της
καταστροφής.
Ο μακαριστός Ιεράρχης έχει αφήσει
ανεξίτηλο έργο στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας και Θράκης και κυρίως στην πόλη
της Καβάλας, κατά κοινή αποδοχή. Η Χριστιανική Ένωση Καβάλας “Ο Απόστολος
Παύλος”, εκφράζοντας τη βαθιά αγάπη και ευγνωμοσύνη προς τον πεφιλημένο
πνευματικό της πατέρα Κωνστάντιο Χρόνη, τον Ιεροκήρυκα στην Καβάλα και
Μητροπολίτη στην Αλεξανδρούπολη, διοργάνωσε τιμητική εκδήλωση στην
κατάμεστη αίθουσα διαλέξεων της Ένωσης, την Κυριακή 26 Μαΐου2013 και ώρα 6μμ.
Σε αυτή τη συγκινητική ατμόσφαιρα μνήμης είχα την εξαιρετική τιμή
προσκεκλημένος να αναφερθώ για την προσωπική μου γνωριμία μαζί του.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο
επιχώριος Μητροπολίτης κ. Προκόπιος, ο από Αλεξανδρουπόλεως νυν Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος και ο νυν Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.
Άνθιμος, ο ανιψιός του Ανδρέας Ν. Χρόνης, εκλεκτός δικηγόρος Αθηνών, στον οποίο
δόθηκε το βήμα καταθέτοντας και τη δική του μαρτυρία. Όλος ο κλήρος της
Μητροπόλεως Φιλίππων και πλήθος πνευματικών του παιδιών από την Καβάλα
και την ευρύτερη περιοχή της Αν. Μακεδονίας και Θράκης.
Το πρόγραμμα της εκδηλώσεως είχε ως
εξης:
Εισήγηση – Παρουσίαση Προγράμματος
(κ. Μυριλιώτου)
“Ύμνος εις τον Ιεράρχη (Χορωδία)
Στον Πατέρα Κωνστάντιο (Ποίημα Χ.
Δαούλκα)
Αλήθειες, ποίημα για τον Ιεράρχη
(Χορωδία)
Ομιλία (Α. Παλαβούζη)
Κουράγιο αδέλφια, ποίημα (Χορωδία)
Στον Ιερέα (ποίημα Μ. Φωταρέλλη)
Φωνή π. Κωνστάντιου (απόσπασμα από CD)
Είπαν για τον π. Κωνστάντιο… (Ν.
Γεωργόπουλος)
Μαρτυρίες πνευματικών παιδιών του π.
Κωνστάντιου και άλλων, που τον γνώρισαν (Δ. Κούκουρας, Θ. Ευθυμιάδου, Γ.
Ευθυμίου, Π. Παυλίδης, Α. Χρόνης)
Ομιλία (από τον Π. Κωνσταντίνο)
Όλα για τη δόξα του Χριστού (Χορωδία)
Ο τελευταίος ύμνος που ακούστηκε από
την χορωδία (με γυναίκες από τις πόλεις Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη και
Αλεξανδρούπολη) ήταν ιδιαίτερα συγκινητικός, εφόσον απηχούσε την ίδια του
τη ζωή:
“Όλα για τη δόξα του Χριστού
να το μεγάλο σύνθημά σου.
Όλα για τη δόξα του Χριστού
από τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά
σου.
……………………………..
Ψάλλε τώρα ολόχαρος μαζί
με χορούς αγίων, σεμνέ λευΐτη.
Άσβηστη στη μνήμη μας θα ζει
η μορφή Σου ολόλευκε πρεσβύτη.”
Ο μακαριστός Μητροπολίτης
Αλεξανδρουπόλεως κυρός Κωνστάντιος Χρόνης, ο άοκνος Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως
Φιλίππων, ο Σαμαρείτης των Καλαβρύτων στα πέτρινα χρόνια, υπήρξε ένας
πνευματικός ηγέτης στα ίχνη του Χριστού: ταπεινός, μεγαλόπνοος, οξυδερκής, μαχητικός,
λιτός, προσηνής, πράος, ανάργυρος, φιλάνθρωπος.
Αξίζει εμείς οι Καλαβρυτινοί να
γνωρίσουμε αυτόν τον επιφανή πατριώτη μας ακόμη περισσότερο, με δημοσιεύματα
και ανάλογες εκδηλώσεις, για να αντλούμε δυνάμεις από το παράδειγμά του και να
επικαλούμαστε τις ακοίμητες πρεσβείες του.
Δημήτριος
Ι. Κούκουρας
Ανώτατος
Αξιωματικός ε.α
Βοηθήματα.
Σόλωνος Γ. Νινίκα. Θεολόγου-Επ.
Γενικού Επιθεωρητού Μ.Ε, “Πραΰς και μαχητής”, Έκδοση του
χριστιανικού σωματείου “Ο Μέγας Κωνσταντίνος”, Καβάλα 1992.
Αθανασίου Δουφεξή, “Καλαβρυτινό
Ολοκαύτωμα 13-12-1943”, Αίγιο 2001
2 σχόλια:
Μπράβο για την ανάρτηση! Αντίδοτο στη συλλογική αμνησία!
Ευχαριστούμε!
Τ.
Δημοσίευση σχολίου