Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ εὐθύγραμμη πορεία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας μᾶς ἔφερε καί πάλιν ἐνώπιον ἑνός νέου σωτηρίου ἔτους, «ἐγγύτερον τῆς σωτηρίας» (Ρωμ. 13,11),
ἔτους στό ὁποῖο μποροῦμε, χάρις στήν φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ,
νά συνεχίσουμε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μας μέ τούς τρόπους πού Αὐτός ἑτοίμασε, καθόσον «Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν» (Ἐφ. 2, 10).
Ἡ ἱερά ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἑορτάζει τήν ἔναρξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἔτους τήν 1η Σεπτεμβρίου, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, συνδέει τήν περί χρόνου ἐκκλησιαστική διδασκαλία μέ τήν ὑπόμνηση περί τῆς Δημιουργίας καί τῆς ἀγαθοδότιδος Προνοίας τοῦ Θεοῦ: «Ὁ πάσης δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός Σου, Κύριε»· καί ἀλλοῦ «τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους τά ἔργα κατεύθυνον ἐφ’ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός». Πιστοποιεῖται ἔτσι καί ἐδῶ ὅτι ὁ χρόνος δέν ὑπέρκειται ἤ διΐσταται τῆς δημιουργίας, ἀλλ’ ὅτι συμφύεται μαζί μέ αὐτήν, ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος: «συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν αὐτῷ ζώοις τε καί φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη» (PG 29, 13B)· εἶναι λοιπόν ὁ χρόνος «τό συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (PG 29, 560B).
Ἡ ἱερά ὑμνογραφία ἀναπτύσσει καί τήν σημασία τοῦ σωτηριώδους γιά τούς ἀνθρώπους χρόνου, ὡς χρόνου ἐξασκήσεως ἔργων σωτηρίας: «Πολιτείας ἀπάρξασθαι εὐαρέστου σοι Δέσποτα, σὺν τῇ ἐτησίῳ ὑπάρξει, ἡμᾶς καταξίωσον». Τήν σημασία αὐτή τῆς ἐν πράξει ἀκριβολογήσεως τοῦ χρόνου μᾶς ὑπενθυμίζει καί σέ ἄλλα του σημεῖα ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας · γράφει ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ποιός εἶναι ἆραγε ὁ Μοναχός αὐτός [καί ὁ ὁποιοσδήποτε πιστός, θά προσθέταμε] πού δαπάνησε τόσο θεάρεστα τόν καιρό του στήν μοναχική [ἤ τήν κατά Χριστόν γενικῶς] ζωή, ὥστε οὔτε μία ἡμέρα οὔτε μία ὥρα οὔτε μία στιγμή νά μή τήν ἐξόδευσε ἐπιζήμια, ἀλλά τήν προσέφερε στόν Κύριο, μέ τήν σκέψη ὅτι εἶναι ἀδύνατον τήν ἴδια μέρα νά τήν συναντήσει δύο φορές στή ζωή του»; (Κλῖμαξ, Λόγος Ζ΄, 41)
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ κατ΄ ἐξοχήν Ὀρθόδοξος φιλόσοφος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, σημειώνει: «Διά τόν σκεπτόμενον ἄνθρωπον, καί ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος εἶναι τέρατα, ἄνδέν ἀποκτήσουν νόημα διά τῆς αἰωνιότητος, δηλαδή διά τῆς θεανθρωπότητος [...] Ὁ χρόνος ἀποκτᾷ τό πραγματικόν του νόημα διά τῆς ἑνώσεως μέ τήν αἰωνιότητα
μέσα εἰς τήν θεανθρωπίνην ζωήν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Ἡ
βαρεῖα αἴσθηση τοῦ χρόνου ὁ ὁποῖος ἐξοδεύεται μέσα στήν ματαιότητα καί ἁμαρτία,
ἀναιρεῖται ἀπό τήν μετάνοια καί τόν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀγῶνα τῆς τηρήσεως τοῦ θείου
θελήματος, διά τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν βεβαία ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως: «Ἡ πικρία τοῦ
χρόνου προέρχεται ἀπό τόν θάνατον καί τήν ἁμαρτίαν· καί γίνεται γλυκύς ὁ χρόνος
μέ τήν ἀθανασίαν καί τήν ἀναμαρτησίαν. Χωρίς τόν Χριστόν, τόν μόνον
Παντοδύναμον, ὁ χρόνος εἶναι ἕνα βαρύ φορτίον. Μαζί Του γίνεται ἐλαφρόν».
Τήν
ἀπέραντη φιλοσοφική φλυαρία καί πιθανολογία γιά τή φύση καί σημασία τοῦ χρόνου
διακόπτει ἡ προσωπική εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στήν Ἱστορία μέσῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Παντοκράτορος Ἰησοῦ «τοῦ ἐπί πάντων Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 5), καί
συνεπῶς -ὅπως ἔχει σημειωθεῖ- ἡ πατερική θεολογία, ὡς διαρκής ὑπομνηματισμός τῶν
βιβλικῶν γεγονότων, ὅσο καί νά κινεῖται στίς ἀφῃρημένες φιλοσοφικές ἔννοιες,
τελικά εἶναι προσγειωμένη στό χῶρο καί τήν κονίστρα τῶν βιβλικῶν δρωμένων.
Κυρίαρχο γεγονώς τῆς ἐπί γῆς Οἰκονομίας τοῦ Μονογενοῦς καί τῆς σωτηρίας τοῦ
Γένους ἡμῶν διά τῆς ἑνώσεως Θεότητος καί Ἀνθρωπότητος στό θεῖον Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ
καί Λόγου, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐνανθρώπηση προσέλαβε καί τό ὄνομα Χριστός, εἶναι ἡ Ἀνάστασή
Του · αὐτή στά Ἔσχατα πρόκειται νά εἰσαγάγει τήν «σχετική αἰωνιότητα» τῆς
Δημιουργίας (Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, νοητοῦ καί αἰσθητοῦ κόσμου) μέσα στήν «ἀπόλυτη αἰωνιότητα» τοῦ
Θεοῦ τήν «ἀϊδιότητά» Του,
ὁ Ὁποῖος σέ ἀντίθεση μέ τήν νοητή καί αἰσθητή Κτίση δέν εἶναι ἁπλῶς αἰώνιος, ἀλλά
εἶναι «ἀΐδιος» («ἀεί
ἴδιος»), διότι δέν ἔχει ἀρχή, ὅπως ἔχουν τά κτίσματα· «οὐκ ἔχων ἀρχήν τοῦ εἶναι,
εἰκότως οὐκ ἤρξατο εἶναι» (Μ. Ἀθανάσιος PG 26, 269).
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μᾶς προαναγγέλλει τήν
κατάργηση τοῦ χρόνου, ὅταν μετά τήν εὐλογημένη Β΄ Παρουσία τοῦ Κυρίου «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀπ. 10, 6).
«Διά τῆς ἐνδόξου ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον
γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον
ζωήν. Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ
Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποῖα, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό
τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό
χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ». Εἴθε
ἕνα τέτοιο ταπεινό καί καθαρό ρυάκι ἀθανασίας νά καταστεῖ ἡ ζωή μας, ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἀμήν.
Μέ
θερμές εὐχές γιά ἕνα εὐλογημένο παρά τῆς Ἁγίας Τριάδος νέο ἔτος 2017,
ὁ
Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
†
Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου