ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΙΕΡΕΜΙΟΥ ΕΙΣ ΙΣΤ´ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
***
Εὐχαριστῶ τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Λειτουργικῶν
θεμάτων γιά τήν συμμετοχή μου στό Συνέδριο αὐτό μέ τό σπουδαῖο θέμα περί
ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ. Καί εἶναι σπουδαῖο τό θέμα, γιατί ἀποτελεῖ τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ
ἐντολή στήν ταπεινότητά μου εἶναι νά ἀναφερθῶ μέ τήν εἰσήγησή μου στό θέμα κατά
τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπειδή εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος κάθε ὁμιλητοῦ εἰσέρχομαι
κατ᾽ εὐθεῖαν στό θέμα, τό ὁποῖο δηλῶ ὅτι θά παρουσιάσω μέ βάση καί πηγή τήν
Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά μέ ἁπλότητα, σάν μία κατήχηση γιά τόν λαό.
1. Προλογικά θέλω νά πῶ καί νά τονίσω δύο πράγματα.
Πρῶτον, ὅτι βεβαίως ἔχουμε ἁγιότητα καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα ἡ
Παλαιά Διαθήκη ἔβγαλε τήν Παναγία. Ναί! Ὁ σκοπός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν νά ἀναδείξει
τήν Γυναίκα Ἐκείνη, ἡ Ὁποία θά γινόταν ἡ Μητέρα τοῦ Μεσσίου. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς
ὁμιλεῖ γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου. Αὐτό εἶναι τό κύριο θέμα της. Ἀλλά ἔπρεπε νά
γεννηθεῖ ἡ κατάλληλη Γυναίκα γιά νά γίνει ἡ Μητέρα Του. Καί ἐργάζεται λοιπόν ἡ
Παλαιά Διαθήκη μέ τίς θεοπτίες τῶν δικαίων της, μέ τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν
καί μέ ὅλο τό οἰκονομικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ἀναδείξει τήν Γυναίκα Αὐτή. Καί ὅταν
αὐτό γίνεται, σταματᾶ τό ἔργο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ναί! Τά ἔσχατα, τό τέλος τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι μέ τήν Γέννηση τῆς Παναγίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει τό
τροπάριο, «Ἄχραντε ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως
ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα». «Ἔσχατες
ἡμέρες» γιά τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὁ χρόνος Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου.
Τό δεύτερον, τό ὁποῖο προλογικά πάλι θέλω νά πῶ, εἶναι
νά ἀπαντήσω στήν ἀπορία: Πῶς ἔχουμε ἁγιότητα στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀφοῦ ἡ ἁγιότητα
ἐπιτυγχάνεται μέ τήν μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐμφανίζεται
στήν Καινή Διαθήκη. Ἀπαντώντας λέγω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία μας, ἀκολουθοῦσα
τήν χριστολογική ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, βλέπει τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς
βιβλίον Χριστοῦ. Ὁ Χριστός δέν ἐμφανίζεται στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν
Παλαιά. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι καί αὐτή, ὅπως ἡ Παλαιά, βιβλίο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
πασίγνωστος ἡ περικοπή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί
πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα
Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ
κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη
γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε
δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796). Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἐμφανίσεις κτιστοῦ ἀγγέλου, ὅπως λανθασμένα
ἡρμήνευσε ἡ καθολική θεολογία, ἀκολουθοῦσα τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, ἀλλά εἶναι ἐμφανίσεις
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀσάρκου ἔτι ὄντος, ὁ Ὁποῖος ἐβιάζετο, οὕτως εἰπεῖν, πότε νά
σαρκωθεῖ καί νά γίνει Ἐμμανουήλ. Καί ἐνεφανίζετο λοιπόν πρό τῆς σαρκώσεώς Του
μέ μορφήν Ἀγγέλου, τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου (Ἑβρ. «Μαλ᾽άχ Γιαχβέ»).
Οἱ ἅγιοι λοιπόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πέτυχαν τήν ἁγιότητά
τους ἀπό τίς θεοπτίες τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ,
τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου.
Μετά ἀπό αὐτά τά γενικά, ὡς προλογικά, ἔρχομαι στήν
διεξοδική κάπως παρουσίαση τοῦ θέματος.
2. Ὁ Θεός καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί στήν
Καινή Διαθήκη, καλεῖται «ἅγιος». Ἐμεῖς ὅμως δέν ἔχουμε τήν σωστή ἔννοια τοῦ «ἅγιος»,
γιατί ἑρμηνεύουμε τήν ἔκφραση ἠθικολογικά καί τήν ἑρμηνεύουμε ὡς ὁ «ἀναμάρτητος».
Ἀλλά δέν εἶναι αὐτή ἡ κύρια ἔννοια τῆς λέξης «ἅγιος». Ἡ ἀντίστοιχη ἑβραϊκή ἔκφραση
διά τό «ἅγιος» εἶναι τό «καδώς», τό ὁποῖο σημαίνει τόν δεδοξασμένο, τόν
παντοκράτορα, τόν μεγαλοπρεπῆ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἰσεχώρησε
καί στήν λατρεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι, λοιπόν, λέγουμε: «Ὑψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν καί προσκυνεῖτε
τό ὑποποδίον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιος ἐστί»! Μέ αὐτήν τήν ἔννοια τοῦ
παντοκράτορα, τοῦ κυρίου καί τοῦ παντοδυνάμου, ὑμνεῖται ὁ Θεός ὡς «ἅγιος» καί
στήν εὐχή τοῦ Τρισαγίου ὕμνου κατά τήν θεία Λειτουργία, ὅπου τονίζεται ὁ Θεός ὡς
δημιουργός, γιατί στήν δημιουργία ἀναφαίνεται κυρίως ὁ Θεός ὡς παντοδύναμος καί
παντοκράτωρ. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ἑρμηνεία, πού εἶναι καί ἡ σωστή, «ἁγιότητα» τοῦ
Θεοῦ, «καδώς», εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Ἅγιος» λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος πού μπῆκε
στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νά πῶ καί κάτι ἄλλο. Αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τό
«καδώς», στήν λατρεία μας λέγεται καί «μνήμη» Θεοῦ. Τά νέα τά παιδιά μέ τήν ἔννοια
τῆς μνήμης, τῆς κεφαλῆς τοῦ κομπιοῦτερ, θά τό νοήσουν καλύτερα αὐτό. Ἔτσι, ὅταν
εὐχόμεθα γιά τόν κεκοιμημένο μας «αἰωνία ἡ μνήμη», δέν ἐννοοῦμε νά τόν
θυμούμεθα γιά πάντα, γιατί αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, ἀφοῦ καί ᾽μεῖς θά πεθάνουμε.
Ἐννοοῦμε ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ μας νά μπεῖ στήν «μνήμη», δηλαδή, στήν «δόξα» τοῦ
Θεοῦ, στό καδώς καί νά ἁγιάσει. Γιατί ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι σ᾽ αὐτήν τήν μνήμη τοῦ
Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγουμε «μετά πάντων τῶν
ἁγίων μνημονεύσαντες».
3. Τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια πού ἐδώσαμε
παραπάνω, τήν ἐτόνισε ἰδιαίτερα ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γι᾽ αὐτό καί συχνά κατακλείει
τίς προφητεῖες του μέ τήν ἔκφραση ὁ «ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ»! Καί ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι
αὐτή πραγματικά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς ἅγιος, ἡ ἔννοια δηλαδή τοῦ
μεγαλοπρεποῦς καί τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, καί ὄχι ἡ ἔννοια τοῦ «ἀναμάρτητος».
Γιατί τήν ἔννοια τῆς ἠθικότητος τήν εἶχε τονίσει ἐνωρίτερα ὁ Ἀμώς γιά τόν Θεόν,
τόν ὁποῖο παρέστησε ὡς τό ἀπόλυτον ἠθικόν Ὄν. Ὁ Ἠσαΐας τώρα τονίζει τόν Θεό ὡς
«καδώς» μέ τήν ἔννοια τῆς παντοδυναμίας καί παντοκρατορίας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ
προφήτης αὐτός, ὁ Ἠσαΐας, μαζί μέ τό «καδώς» βλέπουμε νά χρησιμοποιεῖ καί τήν
λέξη «Σεβαώθ», πού ἔχει ἀκριβῶς τήν ἴδια ἔννοια μέ τό «καδώς» καί σημαίνει τόν
«Κύριον τῶν δυνάμεων». «Καδώς» καί «Σεβαώθ» εἶναι οἱ δύο προσφιλεῖς λέξεις τοῦ Ἠσαΐου
(βλ. Ἠσ. 1,4. 5,19.24. 10,17.20. 12,6 κ.ἄ.). Ὅμως ἡ ἔννοια τοῦ «ἅγιος» στόν Θεό
δέν περιορίζεται στήν φυσική σφαῖρα χαρακτηρίζοντας τόν Θεό ὡς τόν ὑπερκόσμιο, ὡς
τόν κύριο ὅλης τῆς φύσεως, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στήν ἠθική σφαῖρα
χαρακτηρίζουσα τόν Θεό ὡς τόν τέλειον καί ὑπερτέλειον, ὡς τό ἀπόλυτον ἠθικόν Ὄν.
4. Ἡ κύρια ἰδέα καί ἀρετή, πού ἀπορρέει ἀπό αὐτήν τήν
παράσταση τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί τήν ὁποία ἀπαιτεῖται νά ἐφαρμόσει ὁ ἄνθρωπος γιά
νά πετύχει τήν ἁγιότητά του, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀπόλυτη πίστη στόν Θεό. Ἡ πίστη
δέ αὐτή ἀναλύεται στήν ἀπόλυτο πεποίθηση, στήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στόν
Θεό, καί στόν «φόβο» ἐνώπιόν Του, στό δέος ἐκεῖνο πού γεννᾶται ἀπό τήν
συναίσθηση τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί ἁμαρτωλότητος πρό τῆς μεγαλειότητος τοῦ
ὑπερτελείου, τοῦ ἁγίου Θεοῦ, τοῦ καδώς (βλ. Ἠσ. 7,9. 28,16. 30,15). Γι᾽ αὐτό
καί ὡς μεγάλη ἁμαρτία στήν Παλαιά Διαθήκη τονίζεται, στόν Ἠσαΐα ἰδιαίτερα, ἡ «ὕβρη»
τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερηφάνειά του, ἡ ὑπεροψία του (βλ. Ἠσ. 10,5 ἑξ.
14,13 ἐξ. 16,6 ἑξ. 37,22 ἑξ.). Καί ἡ ἀπόλυτος αὐτή πίστη τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό
συνεπάγεται βεβαίως τήν ὑπακοή στίς ἐντολές Του, τήν ὑποταγή στό θέλημά Του
(βλ. Λευιτ. κεφ. 26. Δευτ. κεφ. 28. Ἠσ. 1,2 ἑξ.). Αὐτά εἶναι τά κύρια, πού
πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά νά πετύχει τήν ἁγιότητά
του.
Στό σημεῖο πού βρίσκομαι εἶναι ἀνάγκη νά πῶ ὅτι καί
στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητος συνδέεται μέ τήν σωστή καί καθαρή ἔννοια
τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δέν ὁμιλεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιατί τό θεωρεῖ
δεδομένο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Στήν παλαιά Ἀνατολή ὅλοι πίστευαν στήν ὕπαρξη ἀνωτέρων
ὄντων πού κυριαρχοῦν στήν φύση. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ μόνο γιά περιφρονητές
καί ὑβριστές τοῦ Θεοῦ, γιά ἀνθρώπους, δηλαδή, πού δέν εἶχαν σωστή ἔννοια Θεοῦ,
γιατί ἀρνοῦνταν τήν κυριαρχία Του καί δέν ἤθελαν νά ὑπακούουν στούς λόγους Του.
Δηλαδή, δέν τόν θεωροῦσαν «καδώς», «ἅγιο». Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ὁμιλεῖ γιά
συγχρόνους του Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν lo hu, «δέν εἶναι αὐτός» (5,12)! Αὐτό δέν σημαίνει ἄρνηση Θεοῦ, ἀλλά
σημαίνει ὅτι ἔλεγαν περί τοῦ Θεοῦ, «δέν αξίζει αὐτός». Ἀρνοῦνταν, δηλαδή, τήν ἰσχύ
Του, τήν δύναμή Του, λέγοντες ὅτι οἱ θεοί τῶν Βαβυλωνίων καί τῶν Χαναναίων εἶναι
ἰσχυρότεροι ἀπό τόν ἰδικό τους Γιαχβέ (βλ. Ἰερ. 51,17-19). Δέν ἐπίστευαν,
δηλαδή, τόν Θεό τους ὡς «καδώς», ὡς «ἅγιο», μέ τήν ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου καί
παντοκράτορος. Ἄλλες παρόμοιες ὕβρεις πρός τόν Θεό ὡς ἀδυνάτου βλ. εἰς Ψαλμ.
14,1 καί 9,25. 9,32. 72,11. 94,7. Σοφ. 1,12. Ἰεζ. 8,13· βλ. καί 9,9. Ὡς σέ
παρέκβαση λέγω ἐδῶ ὅτι τό ἐρώτημα «ὑπάρχει Θεός;» τίθεται γιά πρώτη φορά ἀπό
τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας Σολομῶντος, στήν τελευταία δηλαδή ἑκατονταετηρίδα
π.Χ. περίπου, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Αἰγυπτιακῆς διασπορᾶς εἶχαν ὑποστεῖ τήν ἐπίδραση
τοῦ ἐλευθέρου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Πρίν ἀπό τήν ἐποχή αὐτή τό ἐρώτημα ἦταν: «Ὑπάρχει
ἕνας Θεός;». Καί οἱ συγγραφεῖς τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπαντώντας στρέφονται κατά τοῦ συγκρητισμοῦ καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ.
5. Τελειώνω τόν ταπεινό μου λόγο παρουσιάζοντας μία
σπουδαία σχετική μέ τό θέμα μας περικοπή, πού τήν θεωρῶ ὡς τήν καλυτέρα ἀπό ὅλες
τίς περικοπές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί γιά νά μιλήσω μέ «βελλίτιο» γλώσσα, ἡ
περικοπή αὐτή, τήν ὁποία θά ἀκούσετε, «εἶναι μία ὑψηλή κορυφή τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἀπ᾽ ὅπου φαίνονται οἱ καθαροί οὐρανοί τῆς Καινῆς Διαθήκης»! Εἶναι ἡ
περικοπή Μιχ. 6,6-8. Στήν ἀρχή τοῦ λόγου μου εἶπα γιά τρεῖς ἀρετές, γιά τήν πίστη
στόν Θεό καί τήν ἐμπιστοσύνη καί τόν «φόβο» πρός Αὐτόν. Τίς ἀρετές αὐτές, τίς ὁποῖες
τονίζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας καί ἀπορρέουν ἀπό τήν παράσταση τοῦ Θεοῦ ὡς καδώς, ἀπαιτεῖται
νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη γιά νά πετύχει τήν ἁγιότητά του,
πού εἶναι τό θέμα τοῦ Συνεδρίου μας. Ἀπό τήν περικοπή τώρα τῶν δύο μόνο στίχων
τοῦ προφήτου Μιχαίου, θά σᾶς πῶ γιά ἄλλες τρεῖς ἀρετές, ἀπαραίτητες πάλι γιά
τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου, καί πού συνιστοῦν τήν οὐσία τῆς θρησκείας. Θά πρέπει
ὅμως νά κάνω ἑρμηνεία γιά νά κατανοήσετε τό μεγαλεῖο τῆς περικοπῆς τῶν στίχ.
Μιχ. 6,6-8. Παρακαλῶ ἀκούσατε:
Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ προφήτου Μιχαίου (8ος αἰών)
ἀναζητοῦσαν μέν τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχαν σωστή ἔννοια Θεοῦ. Καί ἐνόμιζαν ὅτι ὁ
Θεός εὐαρεστεῖται μέ παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων καί μέ προσφορές ἐλαίου ἤ
– τό ἀκόμη πολύ χειρότερο – γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐνόμιζαν ὅτι πρέπει
νά θυσιάσουν τό πρωτότοκο παιδί τους. Καί ἐρωτοῦν, λοιπόν, τόν προφήτη Μιχαία:
6,6 Μέ τί πρέπει νά
παρουσιασθῶ στόν Γιαχβέ,
νά προσκυνήσω τόν ὕψιστο Θεό;
Πρέπει νά παρουσιασθῶ μέ ὁλοκαυτώματα,
μέ ἐνιαύσιους μόσχους;
7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός σέ
χιλιάδες κριῶν
καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου;
Πρέπει νά προσφέρω τόν
πρωτότοκό μου γιά τήν ἁμαρτία μου,
τό γέννημα τοῦ σώματός μου
γιά τήν ἀνομία τῆς ψυχῆς μου;
Στά ἐναγώνια αὐτά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, γιά τό πῶς
ὁ ἄνθρωπος θά βρεῖ τόν Θεό καί θά τόν εὐαρεστήσει, ὁ προφήτης Μιχαίας ἀπαντᾶ:
8 Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό
καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα.
Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκεῖς
καί νά εἶσαι πρόθυμος στό νά ἀκολουθεῖς τόν Θεό σου!
Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ προφήτου Μιχαία εἶναι ὕψος! Εἶναι ἡ οὐσία τῆς
θρησκείας! Κατά τόν ἀθάνατο αὐτό στίχο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Μιχ. 6,8, γιά
νά πετύχουμε τήν ἁγιότητά μας πρέπει: α) Νά εἴμαστε δίκαιοι πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους·
β) νά ἀγαπᾶμε ὅλους· καί γ) νά εἴμαστε πρόθυμοι νά πράττουμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός
(«ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετά
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου», στίχ. 8).
Ἄς προσέξουμε ὅτι ὁ προφήτης στήν ἀπάντησή του εἶπε
τό: «Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι
καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα». Πραγματικά αὐτά τά τρία πού λέγει ἐδῶ
ὁ προφήτης στόν ἐρωτῶντα αὐτόν λαό, τοῦ τά εἶχαν πεῖ καί οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτόν
προφῆτες, γι᾿ αὐτό ὁ προφήτης μας λέγει «σοῦ
ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε». Πρίν ἀπό τόν προφήτη Μιχαία προφῆτες μέ γραπτά
κείμενα ἦταν ὁ προφήτης Ἀμώς πρῶτα, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε πολύ τήν δικαιοσύνη (βλ. Ἀμ.
2,6 ἑξ. 5,11· 4,1 ἑξ. 3,10· 5,7.10.12.15 κ.ἄ.)· ἔπειτα ἔχουμε τόν προφήτη Ὠσηέ,
πού ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς ἀγάπη καί παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει ἐκεῖνον τόν ἀθάνατο
λόγο στούς Ἰσραηλῖτες τῆς ἐποχῆς του, πού ζητοῦσαν καί αὐτοί νά βροῦν Τόν Θεό
μέ παχυλές θυσίες: «Ἀγάπη θέλω καί ὄχι
θυσίες, γνώση Θεοῦ καί ὄχι ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. 6,6)· Μετά τόν Ὠσηέ ἔχουμε
χρονολογικῶς τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος κήρυξε τόν Θεό ὡς «καδώς», δηλαδή, ὡς
«ἅγιον», μέ τήν ἔννοια τοῦ παντοκράτορος. Καί πρός τόν παντοκράτορα Αὐτόν Θεό ὁ
ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται προθυμία νά ὑπακούει ἀπόλυτα στό θέλημά Του (Ἠσ.
6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ. 30,15. κ.ἄ.). Ὁ προφήτης Μιχαίας, λοιπόν, πρός τόν ἐρωτῶντα
αὐτόν λαό, τί νά κάνει γιά νά εὐαρεστήσει τόν Θεό, γιά νά γίνει δηλαδή, ἅγιος, ἑνώνει
τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων του προφητῶν, τοῦ Ἀμώς, τοῦ Ὠσηέ καί τοῦ Ἠσαΐου,
καί λέγει σ᾽ αὐτούς, πρῶτον, νά εἶναι δίκαιοι· δεύτερον, νά ζοῦν μέ ἀγάπη
μεταξύ τους καί τρίτον, καί νά εἶναι πρόθυμοι («ἕτοιμον εἶναι») νά πράττουν αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Πραγματικά, σ᾽
αὐτά τά τρία συνίσταται ὅλη ἡ ἁγιότητα. Γιά τό ὅτι δέ ὁ προφήτης Μιχαίας
συνήνωσε σέ ἕνα στίχο ὅλη τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων του προφητῶν
διδασκάλων του, θεωρεῖται ὡς ὁ ἀνώτερος τῶν προφητῶν!
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου