Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας
τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας καὶ Πάσης Ἀνατολῆς
Balamand, τῇ 6ῃ Ἰουνίου 2016
Απόφαση
Στο πλαίσιο της εβδόμης έκτακτης
συνεδριάσεως, η οποία παραμένει ανοιχτή από τις 25 Μαΐου ε.έ., συνήλθε σήμερα,
Δευτέρα, 6 Ιουνίου 2014, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας,
υπό την προεδρία της Αυτού Θειοτάτης Μακαριότητος του Πατριάρχου Αντιοχείας κ.
Ιωάννου Ι΄, με συμμετοχή των Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων, για να ασχοληθεί με και
να εξετάσει τις πρόσφατες θέσεις των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών περί της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (εφ’ εξής:
«Μεγάλη Σύνοδος»)
και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, με σκοπό να διαμορφώσει την τελική
αρμόζουσα θέση της Αντιοχείας επί της Μεγάλης Συνόδου, λαμβάνοντας υπόψη της το
Ανακοινωθέν της Αρχιγραμματείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, της από 31ης Μαΐου 2016, το οποίο προβλέπει «τὴν σύστασιν, ἀμέσως
μετὰ τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, Ἐπιτροπῆς ἐξ ἀντιπροσώπων ἀμφοτέρων τῶν ἐνδιαφερομένων
Ἐκκλησιῶν [τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων], ὑπὸ τὴν συντονιστικὴν εὐθύνην
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», με αντικείμενο την προσπάθεια επίλυσης της
εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην κανονική εκκλησιαστική
δικαιοδοσία της Αντιόχειας στο Κατάρ.
Εξετάζοντας τις θέσεις των Ορθοδόξων
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι Πατέρες της Συνόδου προέβησαν στις ακόλουθες
παρατηρήσεις:
1. διίστανται οι θέσεις μερικών
Εκκλησιών σε ό,τι αφορά τα θέματα της ημερησίας διατάξεως της Μεγάλης Συνόδου,
μάλιστα δε κάποιες Εκκλησίες απορρίπτουν ορισμένα κείμενα, στη μορφή με την
οποία εστάλησαν στη Μεγάλη Σύνοδο, διατυπώνοντας τις θέσεις τους με ρητές
επίσημες αποφάσεις των Αγίων τοπικών τους Συνόδων.
2. μερικές Εκκλησίες έχουν
ουσιαστικές επιφυλάξεις επάνω σε ορισμένα οργανωτικά ζητήματα, που αφορούν τη
Μεγάλη Σύνοδο, αλλά και ως προς το οικονομικό κόστος και τον τρόπο εφαρμογής
των συμφωνηθέντων κατά τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών
(Σαμπεζύ, Ιανουάριος 2016),
3. η Εκκλησία της Βουλγαρίας, στην
1η Ιουνίου 2016, με συνοδική απόφαση, εκφράζει τις επιφυλάξεις της και καλεί
την Αυτού Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναβάλει την Μεγάλη Σύνοδο
για μεταγενέστερη ημερομηνία με τη συνέχιση της αποτελεσματικής προετοιμασίας
για αυτήν, διότι διαφορετικά δεν θα συμμετάσχει,
4. η Εκκλησία της Ρωσίας έλαβε
συνοδική απόφαση στις 3 Ιουνίου 2016, με την οποία προτείνει μια προκαταρκτική
συνάντηση που να προηγείται της ημερομηνίας συνελεύσεως της Μεγάλης Συνόδου,
για την εξέταση των εκκρεμών ζητημάτων και την κατάληξη σε ομοφωνία σχετικά με
τις παρατηρήσεις των Εκκλησιών στα συνοδικά κείμενα, καθώς επίσης υπογραμμίζει
την ανάγκη να γίνει σεβαστή η αρχή της ομοφωνίας και στην απαραίτητη συμμετοχή
όλων των Εκκλησιών στην εν λόγω Σύνοδο,
Επειδή οι Ιεράρχες διαπίστωσαν τα
εξής:
1. Ότι οι προτάσεις τροπολογιών και
οι επιφυλάξεις της Εκκλησίας της Αντιοχείας σχετικά με τον «Κανονισμόν
οργανώσεως και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» και τη σειρά των
αποφάσεων που ελήφθησαν κατά τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών
που πραγματοποιήθηκε στο Σαμπεζύ μεταξύ 21 και 28 Ιανουαρίου του 2016
(σημειωτέον ότι τα δύο αυτά έγγραφα δεν υπεγράφησαν από την Εκκλησία της Αντιοχείας),
δεν έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι στιγμής, σε αντίθεση με τις συμφωνηθέντες
αρχές-θεμέλια στην κοινή Διορθόδοξη συνεργασία, που καθορίστηκαν από τον
Μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄, από της ενάρξεως των
προπαρασκευαστικών εργασιών για την Μεγάλη Σύνοδο, οι οποίες απαιτούν την
ομοφωνία των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών σε όλες τις αποφάσεις,
2. Ότι το κείμενο «Το μυστήριον του
Γάμου και τα κωλύματα αυτού» εξακολουθεί να ευρίσκεται στην ημερήσια διάταξη
της Μεγάλης Συνόδου, παρά το γεγονός ότι δεν υπεγράφη από τις Αγιώτατες
Εκκλησίες της Αντιοχείας και της Γεωργίας,
3. Ότι το κείμενο «Η Ορθόδοξος
Διασπορά» έχει συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη της Μεγάλης Συνόδου, χωρίς
καμία αξιολόγηση της λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων, αγνοώντας την
επανειλημμένως διατυπωθείσα θέση της Εκκλησίας της Αντιοχείας σχετικά με την
ανάγκη ειδικής συνάντησης όπου θα αξιολογηθεί η λειτουργία των Συνελεύσεων
αυτών και θα διατυπωθούν προτάσεις για
κατάλληλες, εκκλησιαστικές λύσεις
προτού συνέλθει η Μεγάλη Σύνοδος. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση, οι Συνελεύσεις
Αυτές συστήθηκαν με γνώμονα ότι επρόκειτο περί «μεταβατικῆς τινος καταστάσεως, ἥτις
καί θά προετοιμάσῃ τό ἔδαφος διά τήν αὐστηρῶς κανονικήν λύσιν τοῦ προβλήματος …
Ἡ τοιαύτη προετοιμασία δέν θά πρέπει νά βραδύνῃ πέραν τῆς μελλούσης νά συνέλθῃ Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε νά δυνηθῇ αὕτη νά προβῇ εἰς
μίαν κανονικήν λύσιν τοῦ προβλήματος» (βλ. άρθρο 1.β. της απόφασης περί της
Ορθοδόξου Διασποράς της Δ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διάσκεψης, Σαμπεζύ, 6-12
Ιουνίου του 2009). Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να αξιολογηθεί η λειτουργία
αυτών των Συνελεύσεων πριν από τη συνέλευση της προκειμένης Μεγάλης Συνόδου,
ούτως ώστε η τελευταία να μην αντιμετωπίσει άμεσα το ζήτημα της Διασποράς και των
Επισκοπικών Συνελεύσεων χωρίς καμία προπαρασκευαστική εργασία,
4. Ότι το θέμα «Το εκκλησιαστικό
ημερολόγιο και ο από κοινού εορτασμός του Πάσχα» έχει αφαιρεθεί από την
ημερήσια διάταξη, παρά τη σημασία του ζητήματος αυτού για τους πιστούς
Ορθοδόξους του Πατριαρχείου Αντιοχείας, οι οποίοι αναμένουν από την Καθολική
Ορθόδοξη Εκκλησία μια ποιμαντική θέση επ’ αυτού,
5. Ότι το κείμενο σχετικά με την
αξιολόγηση των υφιστάμενων διαλόγων με άλλους χριστιανούς, το οποίο υποτίθεται
ότι θα είχε συσταθεί σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα πριν από τη συνέλευση της
Μεγάλης Συνόδου, ώστε να συμπεριληφθεί στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», δεν έχει ετοιμαστεί και δεν
έχει, έως τώρα, εκφρασθεί ομοφωνία ως προς το περιεχόμενό του,
6. Ότι το κείμενο «Το Αυτόνομον και
ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» απαιτεί την ομοφωνία σχετικά με το περιεχόμενό του,
προκειμένου να συμπεριληφθεί, στην τελική του μορφή, στην ημερήσια διάταξη της
Μεγάλης Συνόδου,
7. Ότι η έλλειψη πραγματικής και
ουσιαστικής συμμετοχής των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις προπαρασκευαστικές
εργασίες, η αργή λειτουργία της Γραμματείας και η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με
το πρόγραμμα των συνεδριάσεων της Μεγάλης Συνόδου και τον τρόπο διαχείρισης
τους, ως έχει επικρατήσει κατά την τελευταία προπαρασκευαστική φάση, πράγμα που
θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπαίουσες Συνοδικές συζητήσεις,
8. Ότι η πρόσφατη απόφαση του
Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 31 Μαΐου του 2016, που προτείνει την αναβολή,
για μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της αναζήτησης
λύσης
σχετικά με την διαφορά με το
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παραθεωρεί την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου
(5 Απριλίου 2016) και τη ανταπόκριση της Αντιόχειας σε αυτήν και παραθεωρεί τη
σημασία του ζητήματος και τις επιπτώσεις που έχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς η Σύνοδος αυτή δεν δύναται να πραγματοποιηθεί
ενώ συνεχίζεται η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των δύο
Εκκλησιών, λόγω του ευχαριστιακού χαρακτήρα της Συνόδου. Επιπροσθέτως, η έκδοση
της ως άνω απόφασης μαζί με το γεγονός ότι η Σύνοδος ευρίσκεται επί θύραις
θέτει την Εκκλησία της Αντιοχείας ενώπιον μιας και μοναδικής απαράδεκτης
επιλογής, η οποία συνίσταται στο να πάρει μέρος στην Μεγάλη Σύνοδο χωρίς όμως
να δύναται να συμμετάσχει στη Θεία Ευχαριστία, λόγω της αποτυχίας εξεύρεσης
οριστικής λύσης στη συνεχιζομένη εισπήδηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για
περισσότερα από τρία χρόνια (βλ. το Ανακοινωθέν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της
Αντιοχείας από 1ης Ιουνίου 2016, σχετικά με αυτή τη διαμάχη),
9. Ότι το ζήτημα της παραβίασης από
την πλευρά των Ιεροσολυμητών έχει λάβει μια ανησυχητική και επικίνδυνη διάσταση
εξαιτίας των ισχυρισμών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, στην αλληλογραφία του με
το Πατριαρχείο Αντιοχείας, ότι και άλλες περιοχές της κανονικής και
εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αντιοχείας υπάγονται στο
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Και επειδή η Εκκλησία της Αντιοχείας
δεν εφείσθη προσπαθειών για τη διατήρηση της Ορθόδοξης ενότητας, την οποία
διαφύλαττε και επιβεβαίωνε από την αρχική διατύπωση της ιδέας για την σύγκληση
της Μεγάλης Συνόδου κατά το έτος 1961, παραμένοντας πιστή στην προσέγγιση που
δρομολογήθηκε από τον Μακαριστό Πατριάρχη Ηλία Δ΄ και εδραιώθηκε από τον
Μακαριστό Πατριάρχη Ιγνάτιο Δ΄, οι οποίοι συνέβαλαν στην πρόοδο των
προπαρασκευαστικών εργασιών της Μεγάλης Συνόδου, σήμερα, η Αντιόχεια, στο
πρόσωπο του Προκαθημένου αυτής Πατριάρχου Ιωάννου Ι΄, επιμένει σταθερά στη
διατήρηση της ενότητας αυτής, με προσοχή και θυσίες.
Επειδή η Εκκλησία της Αντιοχείας,
παρότι δεν υπέγραψε στις αποφάσεις της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών στο Φανάρι (Μάρτιος 2014), συμμετείχε «κατ’ οικονομίαν» στις
προπαρασκευαστικές επιτροπές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, ως και στην Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη στο
Σαμπεζύ το 2015, και, μετέπειτα, στη
Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ 2016. Ύστερα,
παρόλο που δεν υπέγραψε τις αποφάσεις της τελευταίας Συνάξεως, συμμετείχε πάλιν
«κατ’ οικονομίαν» στις εργασίες των προπαρασκευαστικών επιτροπών της Μεγάλης
και Αγίας Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να διευκολύνει την
Πανορθόδοξη και κοινή συνεργασία κατά τρόπο θετικό, όπως έκανε τις τελευταίες
δεκαετίες, υποκινούμενη από την ελπίδα να διευθετηθούν όλα τα εκκρεμή ζητήματα
πριν από τη σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου,
Επειδή η Εκκλησία της Αντιοχείας
έχει εκτιμήσει τη σημασία του γεγονότος αυτού, του μεγαλύτερου και ομορφότερου
στη σύγχρονη ζωή της Εκκλησίας, ετοιμάζοντας μεταφράσεις στην Αραβική γλώσσα
για όλα τα προπαρασκευαστικά κείμενα και διαθέτοντάς αυτά στα χέρια όλων των
πιστών. Ταυτόχρονα, η Αγία και η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας συνόδευε την
προπαρασκευαστική φάση προτείνοντας κατάλληλες τροπολογίες στα κείμενα της,
Επειδή απεδείχθη από τα παραπάνω ότι
η σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, που προετοιμάζεται για γενεές,
αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες και εξακολουθεί να χρειάζεται περισσότερη
προετοιμασία σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως αυτής και σε σχέση
με τις πρακτικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες περί του πώς θα συνέρχεται και
θα διαχειρίζονται οι εργασίες της,
Επειδή η Εκκλησία της Αντιοχείας,
παρά τις ασφυκτικές κρίσεις που αντιμετωπίζει, τις μεγαλύτερες στην ιστορία
της, παρά τις ανθρωπιστικές δυσκολίες και τις συνθήκες διαβίωσης που
αντιμετωπίζουν τα τέκνα της, ιδιαίτερα στη Συρία, το Λίβανο και το Ιράκ, δεν
εγκατέλειψε καμία προσπάθεια, ούτε χρόνο ούτε προσευχή, προκειμένου να
ευοδοθούν και διευκολυνθούν οι προσπάθειες που αφορούν τη σύγκληση της Συνόδου
στις μέρες μας, και να συμμετάσχει σε αυτήν, παρ’ όλες τις ανθρωπιστικές και
οικονομικές κακουχίες που υφίσταται,
Επειδή, εάν αυτή η Σύνοδος
πραγματοποιηθεί ενώ ισχύει η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ δύο
Παλαιφάτων Αποστολικών Εκκλησιών, θα υποδηλώσει ότι η συμμετοχή στις συνοδικές
συζητήσεις είναι δυνατή χωρίς τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, και κατά
συνέπεια θα χάσει το εκκλησιαστικό της χαρακτήρα λαμβάνοντας απλά ένα
διοικητικό τοιούτο, σε αντίθεση με τη συνοδική παράδοση της Ορθόδοξης
Εκκλησιάς,
Επειδή η Σύνοδος αυτή
πραγματοποιείται για να εκφράσει την ενότητα της Ορθοδοξίας και ότι σε αυτό
απαιτείται να επικρατήσει η αγάπη και η εν Χριστώ αδελφοσύνη και η μέριμνα για
την ποιμαντική φροντίδα του σημερινού ανθρώπου και ότι αυτά οδηγούν στην
οικοδόμηση της συναίνεσης και της ομοφωνίας σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων μεταξύ όλων
των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησίων και την εξασφάλιση της συμμετοχής τους στις
εργασίες της Συνόδου και την ομοφωνία στις αποφάσεις της,
Επειδή ο πιστός λαός, αφού μελέτησε
την ημερήσια διάταξη και τα κείμενα της Συνόδου, εξέφρασε μεγάλη απογοήτευση,
καθώς δεν γίνεται αναφορά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ιδιαίτερα τα
ζητήματα της νεολαίας, εξέφρασε δε και την ανησυχία του για την τάση που
παίρνει αυτή η Σύνοδος, η οποία παραβιάζει το βασικό όραμα που ευρισκόταν πίσω
από την ιδέα της συγκλήσεως αυτής, δηλαδή την αντίσταση από κοινού στις
προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία σε αυτές, προκειμένου να δοθεί
μια ενωμένη Ορθόδοξη μαρτυρία στον κόσμο σήμερα,
Οι Πατέρες της Αγίας και Ιεράς
Συνόδου του Πατριαρχείου Αντιοχείας ομοφώνως απεφάσισαν τα εξής:
1. Να καλέσουν την Αυτού Παναγιότητα
τον Οικουμενικό Πατριάρχη να καταβάλει περισσότερο κόπο προς την κατεύθυνση της
ομοφωνίας σε όλες τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από τις Ορθόδοξες
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και που αφορούν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, κατά τη
χρονική περίοδο που μας χωρίζει από την ημερομηνία συγκλίσεως της Συνόδου
αυτής. Αν οι προσπάθειες για την επίτευξη ομοφωνίας φτάσουν σε αδιέξοδο, τότε η
Εκκλησία της Αντιοχείας θα καλέσει να αναβληθεί η σύγκλιση της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου για μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν θα επικρατήσουν ειρηνικές
σχέσεις μεταξύ όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και θα εξασφαλιστεί η Ορθόδοξη
ομοφωνία περί των θεμάτων της Συνόδου και του Κανονισμού της, αλλά και της
διαδικασίας οργανώσεως αυτής,
2. Να μη συμμετάσχει το Πατριαρχείο
Αντιοχείας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μέχρι να διαλυθούν όλοι οι λόγοι που
εμποδίζουν τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία κατά τη διάρκεια της Συνόδου, όταν
βρεθεί μια οριστική λύση σχετικά με την εισπήδηση του Πατριαρχείου
Ιεροσολύμων στα όρια του
Πατριαρχείου Αντιοχείας, η οποία οδήγησε σε διακοπή κοινωνίας με το Πατριαρχείο
Ιεροσολύμων,
3. Να επιβεβαιώσουν για ακόμη μια
φορά τη σημασία της συμμετοχής όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησίων στην
Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και τη λήψη των αποφάσεων της με την παρουσία και την
ομοφωνία πάντων, σύμφωνα με την αρχή της ομοφωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθεί
η ενότητα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
4. Να απευθυνθούν σε όλες τις
Ορθόδοξες εκκλησίες ενημερώνοντάς αυτές για το περιεχόμενο των θέσεων της
Αντιοχείας και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτές,
5. Να καλέσουν τους πιστούς να
συμμετάσχουν με την προσευχή τους, μαζί με τους ποιμένες τους, για να εμπνέει
το Άγιο Πνεύμα την Εκκλησία, κατά την πορεία της προς την ενότητα, για χάρη της
ενωμένης μαρτυρίας για τον Χριστό στον κόσμο.
…………………………………………………………………………………………………..
Balamand, le 6 juin 2016
Décision
synodale
Dans le
cadre de sa septième session spéciale du 25 mai 2016, le Saint Synode de
l’Eglise d’Antioche a tenu, le 6 juin 2016, une séance présidée par Sa
Béatitude le Patriarche Jean X en présence de leurs Eminences les évêques, pour
étudier les récentes prises de position des Eglises orthodoxes autocéphales au
sujet du Grand et Saint Concile (ci-après « Grand Concile ») et les sujets
inscrits à son ordre du jour. Et pour définir la position de l’Eglise
d’Antioche à son propos, tenant compte de la décision du Saint Synode du
Patriarcat Œcuménique en date du 31 mai 2016, qui stipule la formation «d’un
comité de représentants des Eglises d’Antioche et de Jérusalem, avec le
Patriarcat Œcuménique pour coordinateur, qui se réunirait directement après le
Grand Concile » dans le but de résoudre la violation de l’Eglise de Jérusalem
des limites territoriales canoniques de l’Eglise d’Antioche dans l’ Emirat du
Qatar.
Etant donné,
qu’après examen des positions des Eglises orthodoxes autocéphales, il a été
noté que
Les
positions de nombre de ces Eglises sur la plupart des sujets figurant à l’ordre
du jour du Grand Concile restent divergentes, et que certaines d’entre elles
rejettent la version actuelle de certains documents qui seront soumis à son attention,
et que ces positions et rejet ont été ouvertement prises dans des décisions de
leurs Saints Synodes respectifs qui ne prêtent pas à confusion;
Un certain
nombre d’Eglises émet des réserves de fond sur les aspects organisationnels du
Grand Concile, son coût financier et les modalités de mise en application des
décisions prises durant la Synaxe des primats des Eglises orthodoxes de
Chambésy, en 2016;
L’Eglise de
Bulgarie a adopté, en date du 1er juin 2016, une décision synodale dans
laquelle elle énumère ses réserves et demande à Sa Sainteté le Patriarche
Œcuménique de reporter la tenue du Grand Concile à une date ultérieure, sans
pour cela cesser sa préparation de manière efficace. Sinon, elle a indiqué
qu’elle n’y participera point;
L’Eglise de
Russie a adopté une décision synodale, en date du 3 juin 2016, dans laquelle
elle propose la tenue d’une réunion préconciliaire avant la date du Grand
Concile, pour examiner les différents dossiers en souffrance et parvenir à un
consensus sur les observations émises par les Eglises au sujet des documents
synodaux, tout en insistant sur la nécessité de respecter le principe
d’unanimité concernant la participation de toutes les Eglises autocéphales à ce
Concile;
Compte tenu
du fait qu’il est apparu aux Pères du Saint Synode Antiochien que :
Les
observations et réserves émises par l’Eglise d’Antioche concernant le Règlement
interne de fonctionnement du Grand Concile et les décisions prises par la
Synaxe des primats des Eglises orthodoxes, tenue à Chambésy du 21 au 28 janvier
2016, n’ont pas été à ce jour pris en compte, ainsi que son refus de
ratification de ces deux documents. Ce qui viole .les principes de base
convenus pour toute action orthodoxe commune, institués par Sa Sainteté le
Patriarche Œcuménique Athénagoras Ier lors du lancement des travaux
préparatoires en vue du Grand Concile, et qui exigent l’unanimité des Eglises
autocéphales sur toutes les décisions;
Le document
concernant le sacrement du mariage et ses empêchements figure toujours à l’ordre
du jour du Grand Concile, malgré sa non-ratification par l’Eglise d’Antioche et
l’Eglise de Géorgie;
La question
de la diaspora a été mise à l’ordre du jour du Grand Concile sans la moindre
évaluation du travail effectué par les Assemblées Episcopales, et sans prendre
en compte la position maintes fois exprimée par l’Eglise d’Antioche quant à la
nécessité de tenir une réunion spécifique pour évaluer le travail de ces
Assemblées et suggérer les solutions ecclésiales adéquates avant le Grand
Concile. En effet, ces Assemblées avaient été mises en place ‘pour une phase
transitoire afin de préparer le terrain à une solution adéquate à la question
de la diaspora avant la tenue du Grand Concile, afin que ce dernier soit en
mesure de lui trouver une solution canonique’ (paragraphe 1.b de la décision
concernant la Diaspora orthodoxe, adoptée par la 4ème Conférence Orthodoxe
Préconciliaire de Chambésy, du 6 au 12 juin 2009). C’est pourquoi il s’avère
primordial d’évaluer le travail de ces Assemblées avant la tenue du Grand
Concile, pour éviter que ce dernier ne soit amené à aborder directement cette
question en l’absence de travail préparatoire;
La question
du « calendrier ecclésiastique et de l’unification de la célébration de
Pâques » a été retirée de l’ordre du jour malgré l’importance de ce sujet pour
le peuple des fidèles du Siège d’Antioche, qui attend de la catholicité de
l’Eglise Orthodoxe une prise de position pastorale à ce sujet;
La section
relative à l’évaluation des dialogues en cours avec les autres chrétiens, qui
devait être préparée en amont du Grand Concile, pour qu’elle puisse figurer
dans le document relatif à « La relation de l’Eglise Orthodoxe avec le reste du
monde chrétien », n’a été ni préparée ni son contenu soumis au consensus des
Eglises;
Le sujet de
« l’autodétermination et les modalités de sa déclaration » nécessite un accord
sur son contenu avant de l’inscrire dans sa version finale à l’ordre du jour
du Grand Concile;
L’absence de
participation effective des Eglises orthodoxes au travail préliminaire et
préparatoire, la lenteur d’action du secrétariat du Concile et l’absence de
clarté sur le programme de ses séances et la façon de les conduire qui ont
marqué la dernière phase préparatoire, pourraient entraver les échanges durant le
Concile;
La dernière
décision du Patriarcat Œcuménique en date du 31 mai 2016, de reporter la
recherche d’une solution au conflit persistant avec le Patriarcat de Jérusalem
à une date ultérieure à la tenue du Grand Concile, ignore l’initiative prise par
le Patriarche œcuménique (du 5 avril 2016) de régler ce problème et l’accueil
favorable qui lui a été faite par l’Eglise d’Antioche. Elle fait également
abstraction des profondes implications de ce différend et de ses répercussions
sur le Grand Concile. En effet, ce dernier ne peut être tenu dans le cadre
d’une rupture de communion entre deux Eglises apostoliques, et ce en raison de
son caractère avant tout eucharistique. L’adoption d’une telle résolution,
juste avant la tenue du Concile, place l’Eglise d’Antioche face à une option
unique inacceptable, à savoir participer au Grand Concile sans participer à
l’Eucharistie, en raison de l’absence de solution définitive à la violation du
Patriarcat de Jérusalem, qui persiste depuis plus de trois ans (cf. Communiqué
du Synode d’Antioche du 1er juin 2016 sur ce différend).
La question
de cette violation prend une dimension inquiétante et dangereuse du fait des
prétentions du Patriarcat de Jérusalem, dans sa correspondance avec le
Patriarcat d'Antioche, de s’approprier d’autres régions situées dans le
territoire canonique du Siège d'Antioche;
Etant donné
que l'Eglise d’Antioche
N'a ménagé
aucun effort pour préserver l'unité orthodoxe, à laquelle elle tient et qu’elle
a manifesté depuis le lancement de l'idée de la tenue du Grand Concile en 1961.
Elle reste fidèle à la ligne tracée par le patriarche Elias IV et confirmée par
le Patriarche Ignace IV, qui ont contribué à en faire avancer grandement les
travaux préparatoires. Elle persévère aujourd'hui, en la personne du Patriarche
Jean X, dans la même voie pour consolider cette unité avec engagement,
persévérance et esprit de sacrifice;
Bien qu’elle
n'ait pas ratifié les résolutions de la Synaxe des Primats des Eglises
Orthodoxes du Fanar (en mars 2014), a participé dans un esprit d’économie aux
comités préparatoires du Grand Concile et aux travaux de la Vème Conférence
Préconciliaire de Chambésy en 2015, puis à la Synaxe des Primats des Eglises
Orthodoxes de Chambésy en 2016. Et bien qu'elle n'ait pas ratifié les décisions
finales de cette Synaxe, elle a participé, aussi dans un esprit d’économie, au
travail des comités préparatoires du Grand Concile, afin de faciliter le
travail orthodoxe commun et de l’accompagner, comme elle l'a toujours fait au
cours des dernières décennies, mue par l’espérance de régler toutes les
questions en suspens préalablement à la tenue de ce Concile;
A donné à
cet événement, le plus grand et le plus beau dans la vie contemporaine de
l'Eglise, la place qu’il mérite, en en traduisant tous les documents
préparatoires en arabe, et en les rendant accessibles à tous ses fidèles. De
plus, le Saint Synode de l’Eglise d’Antioche a accompagné de près le travail
préparatoire et proposé des modifications appropriées à ses documents.
Considère, à
la lumière de ce qui précède, que la tenue du Grand Concile, en cours de
préparation depuis des générations, est entravée par de nombreuses difficultés,
et a besoin d’un surcroît de préparation des sujets inscrits à son ordre du
jour et des détails pratiques et de procédure concernant sa tenue et la manière
de diriger ses travaux;
En dépit des
crises étouffantes qu’elle traverse, les plus graves de son histoire, et malgré
les conditions de vie aléatoires de ses fidèles, notamment en Syrie, au Liban
et en Irak, n'a ménagé aucun effort, aucune prière ni occasion pour concilier
et faciliter les initiatives pour la tenue du Concile, et pour y participer, en
dépit de toutes les difficultés humanes et économiques qu’elle vit;
Attendu que
ce Concile, s’il est tenu dans le cadre de l’interruption de la communion entre
deux Eglises apostoliques, suggère que la participation aux délibérations
conciliaires sont possibles sans participation à la Sainte Eucharistie, ce qui
fait perdre au Concile son caractère ecclésiologique, ce qui le fait revêtir
une nature administrative, en opposition à la tradition orthodoxe conciliaire
solidement établie;
Considère
que ce Concile est convoqué afin d’exprimer l'unité orthodoxe, et que cela
nécessite un climat d’amour et de fraternité en Christ, et le souci de
s’adresser à l’homme d’aujourd’hui, ce qui demande un consensus sur un grand
nombre de questions entre les Eglises orthodoxes autocéphales, et exige leur
participation à ses travaux et leur approbation unanime de ses décisions;
Constate que
le peuple des fidèles, après avoir étudié l’agenda du Concile et ses documents,
a exprimé sa grande déception du fait qu'il ne s’'adresse pas aux défis
auxquels il est confronté; en particulier ceux de la jeunesse, et a fait part
de sa préoccupation de l’orientation qu’a pris ce Concile, qui porte atteinte à
la vision de base qui a été la cause de sa tenue, à savoir affronter ensemble
les défis qui interpellent l'Eglise Orthodoxe de nos jours, afin exprimer un
témoignage commun dans le monde d'aujourd'hui;
Les Pères du
Saint Synode Antiochien ont décidé à l'unanimité ce qui suit :
Demande à Sa
Sainteté le Patriarche œcuménique d’œuvrer à trouver un consensus concernant
toutes les réserves exprimées par les Eglises autocéphales relatives au Grand
Concile, et ce pendant la période qui sépare de la date prévue d’ouverture du
Concile . Si ce consensus s’avère difficile à trouver, l’Eglise d’Antioche
demande de reporter la réunion du Grand Concile à une date ultérieure, où les
relations entre toutes les Eglises autocéphales seraient encore plus iréniques,
et où il serait possible d’assurer l’unanimité orthodoxe sur les sujets du
Concile, son règlement intérieur et ses procédures pratiques;
La
non-participation du Siège d'Antioche au Grand Concile tant que des raisons
empêchent la participation de tous à l'Eucharistie durant ses travaux, implique
de trouver une solution définitive à la violation de Jérusalem des frontières
canoniques du Siège d'Antioche, qui a mené à la l’interruption de la communion
avec le Patriarcat de Jérusalem;
Réaffirmer
de nouveau l'importance de la participation de toutes les Eglises Orthodoxes
autocéphales au Grand Concile et que ses décisions soient prises unanimement en
leur présence, conformément au principe de base du Concile, et ce dans le but
de sauvegarder l'unité de l’Eglise Orthodoxe universelle.
S’adresser à
toutes les Eglises orthodoxes et les informer du contenu de la position
antiochienne et de ses bien-fondés.
Demander aux
fidèles de prier avec leurs évêques pour que le Saint-Esprit inspire l'Eglise
dans sa marche dans l'unité, et son témoignage pour le Christ dans le monde.
2 σχόλια:
Τα όσα διαλαμβάνει το κείμενο της ανακοινώσεως του Πατριαρχείου Αντιοχείας τυγχάνουν εξόχως σοβαρά και καταδεικνύουν για μία ακόμη φορά την αντικανονικότητα και εγγενή προβληματικότητα της ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου.
Δυστυχώς το Φανάρι με την άφρονα τακτική του διακυβεύει την πανορθόδοξη ενότητα για την οποία, σε τελευταίως εκδοθέν συνοδικό ανακοινωθέν, κόπτεται!
Ας ελπίσουμε ότι έστω και την υστάτη στιγμή θα πρυτανεύσει η λογική και η σύνεση και θα ματαιωθεί μία σύναξη προκαθημένων που το μόνο που προοιωνίζεται για την Οικουμενική Ορθοδοξία είναι δεινά και μόνο δεινά!
Λ.Ν.
Η Πιθανή αναβολή της " Πανορθόδοξης " θα έχει σαν συνέπεια να συνεχισθεί και στο μέλλον η ίδια τραγελαφική κατάσταση συνύπαρξης μέσα στην Εκκλησία Οικουμενιστών, φιλοοικουμενιστών και Ορθοδόξων. Ίσως αυτή η κατάσταση να βολεύει μερικούς Ορθόδοξους που μόνο φωνάζουν ή διαμαρτύρονται, αλλά δεν θέλουν να χάσουν τα οφέλη από αυτή την τραγελαφική συνύπαρξη. Εάν η Ψευδοσύνοφος γίνει και οι Οικουμενιστές προχωρήσουν στα σχέδιά τους, τότε όποιος θέλει να μείνει Ορθόδοξος θα πρέπει να προχωρήσει στην αληθινή Ομολογία της Πίστεως ή θα συμβιβασθεί και θα σιωπήσει, θα έχουμε δηλαδή ξεκαθάρισμα της ήρας απο το στάρι. Και διερωτόμαι μήπως άραγε αυτό είναι το συμφέρον Της Εκκλησίας να ξεχωρίσουν δηλαδή οι Ορθόδοξοι από τους Αιρετικούς, ώστε κατόπιν οι Ορθόδοξοι ενωμένοι να καταδικάσουν την Αίρεση όπως αληθινά της αρμόζει;
Δημοσίευση σχολίου