Από την αποκάρωση στην αποκαραδοκία
Λέξεις
άγνωστες στους πολλούς, σημαδεύουν όμως και ορίζουν τις δυο στάσεις ζωής του ανθρώπου
στο θέμα της σωτηρίας: αυτήν της γενικής απραξίας, που οδηγεί στο βέβαιο
πνευματικό θάνατο και αυτήν την ενεργή και αγωνιώδη, που τρέφει την ελπίδα της
σωτηρίας.
Η λέξη
αποκάρωσις (και αποκάρωμα) δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή. Σύμφωνα όμως με τα
αντίστοιχα λήμματα των έγκυρων λεξικών παράγεται από το ρήμα αποκαρώ (-όω), αποκαρώνω, που σημαίνει κάμνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, σε
νάρκη. (Λεξικά Δημητράκου και Μπαμπινιώτη). Άρα αποκάρωσις σημαίνει την
κατάσταση του ληθάργου, της νάρκης, της πλήρους αδράνειας και απραξίας. (Μπαμπινιώτης)
Η
λέξη αποκαραδοκία προέρχεται από το
ρήμα αποκαραδοκέω (-ώ), που σημαίνει
περιμένω μετά πόθου, παραμονεύω,
καιροφυλακτώ, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία. Άρα αποκαραδοκία σημαίνει την
ένθερμη προσδοκία. (Λεξικό LIDDELL-SKOTT και Δημητράκου) Επαναλαμβάνεται
δυο φορές στην Καινή Διαθήκη στις επιστολές του αποστόλου Παύλου:
1.
«ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται»
(Ρωμ. 8,19)
2. «κατὰ τὴν ἀποκαραδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου ὅτι ἐν
οὐδενὶ αἰσχυνθήσομαι, ἀλλ' ἐν πάσῃ παρρησίᾳ, ὡς πάντοτε, καὶ νῦν μεγαλυνθήσεται
Χριστὸς ἐν τῷ σώματί μου εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». (Φιλ. 1,20)
Οι
δυο αυτές λέξεις, που συνθέτουν τον τίτλο του άρθρου, χρησιμοποιούνται σπάνια
στον καθημερινό λόγο. Μοιάζουν ως ένα σημείο στην προφορά, σαν παρώνυμα, αλλά
έχουν ακριβώς το αντίθετο νόημα. Μας φέρνουν δε μπροστά στον προβληματισμό και στην
ευθύνη της επιλογής για την πορεία μας στη ζωή. Από τη μια ο λήθαργος, η νάρκη, η πνευματική απραξία και από την άλλη η ένθερμη προσδοκία, η βέβαιη ελπίδα, η αναμονή της ποθητής εξέλιξης,
τουτέστιν η λαχτάρα για σωτηρία.
Είναι
ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας σε ποια απ` τις δύο καταστάσεις πορευόμαστε.
Μέσα στο γενικότερο κλίμα της αδιαφορίας
για τα θεϊκά, για τα άγια και της απαξίωσης για τα πνευματικά και
σωτηριώδη θέματα της ζωής, στο επίμονο κυνήγι των αναγκαίων της επιβίωσης, στην
επικρατούσα βιοθεωρία του κόσμου «φάγωμεν πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», να στήσουμε «ευήκοον ους» στους χτύπους της
καρδιάς μας και να δούμε το ποιόν τους; Είναι ξεροί χτύποι ναρκωμένης καρδιάς,
που χρειάζεται χειρουργείο ή χτυπήματα
λαχτάρας, ντυμένα με το μελωδικό ήχο από το τάλαντο του Ευαγγελίου και των
Αγίων, που ξυπνούν στην ύπαρξη την επιθυμία για ετοιμότητα, για γλυκιά
προσδοκία, για ζωντανή ελπίδα;
Και
αν συλλάβουμε τον εαυτό μας στην πρώτη κατάσταση, στην αποκάρωση, να κοιμάται δηλαδή μακάρια αλλά θανατηφόρα, να
ηχήσει στην καρδιά μας το σάλπισμα του αποστόλου Παύλου: «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι». (Ρωμ. 13,11) Να κάνουμε κάθε
προσπάθεια, για να αποτινάξουμε και το τελευταίο απόλειμμα της νωθρότητας. Διότι
ύπνος είναι γενικώς η κατάσταση της απομάκρυνσης από το Θεό, η κατάσταση της
αμαρτίας. Εδώ πιο συγκεκριμένα είναι η κατάσταση της νωθρότητας και
χλιαρότητας. Η αφύπνιση είναι η ενέργεια με την οποία ο άνθρωπος συναισθάνεται
ζωηρά την ευθύνη του και παραδίδεται στην προσευχή και στη νήψη, τα οποία τον
τραβάνε κοντά στο Θεό και αποκαθιστούν την κοινωνία μαζί του.(Π.Τρεμπέλας)
Αναφερόμενοι
στην αποκαραδοκία θα προσπαθήσουμε
να δούμε από το στίχο της προς Ρωμαίους επιστολής, ο οποίος αναφέρεται στη φύση
και η οποία «προσδοκά σφοδρά τη μέλλουσα δόξα των παιδιών του Θεού» (Οικουμένιος). Είναι φοβερό! Είναι τόση
η δόξα που θα περιλάμψει τους μέλλοντες να δοξασθούν, ώστε και αυτή η φύση να
περιμένει με αγωνία να δει ποιοι θα είναι αυτοί και να ελπίζει να απαλλαγεί και
αυτή η ίδια, λέει ο Οικουμένιος. Ο άγιος
Χρυσόστομος λέει: «Αποκαραδοκία είναι η σφοδρή προσδοκία». Ο δε Σεβηριανός: «Αποκαραδοκία είναι η
κατάσταση κατά την οποία αυτός που προσδοκά προβάλλει το κεφάλι του και απλώνει
το βλέμμα του, έτσι ώστε να φαίνεται πως, όπου να `ναι σε λίγο, πρόκειται να
δει αυτό που προσδοκά».
Στο
στίχο από την προς Φιλιππησίους επιστολή και τα σχόλια που κάνουν οι ερμηνευτές
γίνεται διαχωρισμός αποκαραδοκίας και
ελπίδας. Η μεν πρώτη ως εξωτερική κίνηση του σώματος, η δε δεύτερη ως εσωτερική
της ψυχής. Ο Οικουμένιος όμως λέει:
«Αποκαραδοκία είναι η σφοδρή και επιτεταμένη ελπίδα, την οποία όποιος έχει,
προβάλλει το κεφάλι του και το περιφέρει
από δω κι από κει περιμένοντας να δει το προσδοκώμενο». Δηλαδή η αποκαραδοκία
συνδέεται με την ελπίδα. Ο δε άγιος
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Αυτό που πιστεύει κάποιος με όλο του το νου και
αναζητά αυτό, που το ελπίζει με βεβαιότητα». Η αποκαραδοκία είναι έκφραση της
πίστης: «Ἔστι δὲ πίστις
ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Εβρ. 11,1)
Αυτή η πίστη στην υπόσταση των ελπιζομένων, δηλαδή η βεβαιότητα της
παρουσίας τους ως ήδη κατεχομένων, είναι η δύναμη που γεννά την αποκαραδοκία
και τανάπαλιν.
Όλα
αυτά τα λόγια των πατέρων μας αφήνουν μια έμμεση αλλά σαφή διδαχή: Χωρίς πνευματικές
ανησυχίες, χωρίς αναζήτηση πνευματικού οδηγού, χωρίς αγωνία για τη σωτηρία της
ψυχής, χωρίς συμμετοχή στον αγώνα κατά της αμαρτίας και της αλλοίωσης των παθών,
χωρίς επιθυμία για συνάντηση με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και γενικά χωρίς την καλή ανησυχία, δεν
έχουμε καμιά ελπίδα ούτε γι` αυτήν τη ζωή ούτε και για την αιωνιότητα.
Θα
κλείσουμε με το παράδειγμα που μας έφερνε ο δάσκαλός μας, ο μακαριστός Στέργιος Σάκκος, όταν μας μιλούσε και
μας εξηγούσε την έννοια και το περιεχόμενο της λέξης αποκαραδοκία.
Αναφερόταν στο καταπληκτικό διήγημα της ξενιτιάς του Χρίστου Χριστοβασίλη: «Η ανίκητη ελπίδα». Το θυμήθηκα, που το
διαβάζαμε στο δημοτικό σχολείο στην έκτη τάξη και το βρήκα στο αναγνωστικό της
ΣΤ΄ δημοτικού του Ο.Ε.Δ.Β. εκδόσεως 1965. Το αναφέρω με συντομία:
Η
Μήτραινα, η μάνα του Γιάννη του ξενιτεμένου, που τον ξεπροβόδισε, όταν αυτή
ήταν ακόμη νέα, έκανε όλες τις προετοιμασίες κάθε χρόνο παραμονή της γιορτής
του περιμένοντάς τον να έρθει. Πήγαινε πάντοτε στ` αγνάντια και περίμενε. Όλοι
στο χωριό την λυπούνταν, που έλπιζε στο ανέλπιστο. Αυτό γινόταν για πολλά
χρόνια, αλλά ο Γιάννης δε φάνηκε ποτέ. Όλα τα ξενιτεμένα παιδιά του χωριού
πήγαιναν κι έρχονταν, μα ο δικός της ποτέ. Τον είχαν ξεγράψει όλοι από το
χωριό. Κι όταν έμαθε η Μήτραινα πως ο πρόεδρος τον ξέγραψε από τα χαρτιά, για
να μην πληρώνει άδικα τους φόρους του, πήγε και παραπονέθηκε. Διότι είχε πάντα
στην καρδιά της πλήρη την ελπίδα πως το
παιδί της μια μέρα θα `ρθει. Έκανε τα πάντα κρατώντας την ελπίδα της επιστροφής
του γιου της αλύγιστη. Αυτό το έκανε, δε θυμόταν για πόσα χρόνια. Αυτήν την
τελευταία φορά, αφού τα τακτοποίησε όλα και είδε πως δεν ήρθε ο γιος, πήγε στ`
αγνάντια, εκεί που είχαν αποχωριστεί και φώναξε με μεγάλη φωνή:
-
Γιάννη η η η! Γιάννη, ουουου!
-
Ορίστε ε ε ε! απολογήθηκε μια φωνή από μακριά.
-Χτύπα
γρήγορα, παιδάκι μου, γιατί σ` έφαγε το κρύο!
Κι
όταν έφτασε, της ρώτησε:
-Μανούλα
μου! Ποιος σου πήρε τα συχαρίκια και βγήκες τέτοιαν ώρα εδώ, να με καρτερείς;
-Η ελπίδα μου, ψυχούλα μου! Η ανίκητη
ελπίδα μου, που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μου βαθιά!
Αξίζει
τον κόπο να διαβαστεί ολόκληρο και σαν λογοτέχνημα αλλά και για να δούμε και να
καταλάβουμε ζωντανά τι σημαίνει αποκαραδοκία,
όσον αφορά τη λαχτάρα για τη συνάντηση με τη χάρη του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου