Χῶμα κι οὐρανό ἤ στάχτη καί μηδέν;
Μέ ὑπουργικές ὑπογραφές καί ἀποφάσεις
δημοτικῶν συμβουλίων ἀνοίγει πλέον ὁ δρόμος γιά τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν.
Βεβαίως ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἔχει στηριχθεῖ στήν ἱερότητα
τῆς ταφῆς τους.
Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶναι γνωστό ὅτι πίστευαν στή μεταθανάτια ζωή. Γιά τόν
λόγο αὐτό ὁ τρόπος θανάτου ἀλλά καί οἱ ἐπικήδειες τελετουργίες ἦταν πολύ
σημαντικές. Ἡ ἀμέλεια τῶν νεκρῶν θεωροῦνταν βαρύ ἔγκλημα μέ ἐπιπτώσεις τόσο γιά
τούς οἰκείους ὅσο καί γιά τόν νεκρό. Πεποίθησή τους ἦταν ὅτι ἡ ψυχή ἔβρισκε ἀνάπαυση
στόν Ἅδη, μόνο ὅταν οἱ ζωντανοί ἔθαβαν τό νεκρό σῶμα. Ἑπομένως ἦταν ἀτιμωτικό
νά μείνει ἄταφο τό σῶμα καί νά γίνει βορά ὀρνέων. Συνήθως ἄταφοι ἔμεναν οἱ
προδότες τῆς πατρίδας, οἱ λιποτάκτες, οἱ ἱερόσυλοι καί οἱ αὐτόχειρες.
Ἀπό τή μαθητεία μας στήν ὑποχρεωτική
ἐκπαίδευση ὡστόσο ὅλοι γνωρίζουμε τήν καύση τοῦ Πατρόκλου καί τοῦ Ἕκτορα ἀπό
τήν Ἰλιάδα ἤ τοῦ Ἐλπήνορα ἀπό τήν Ὀδύσσεια. Εἶναι ὅμως διαπιστωμένο ὅτι στά
χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (12ος αἰ. π.Χ.) συνήθιζαν νά θάβουν τούς νεκρούς
σέ σκαπτούς (τά «ὑπογαῖα») ἤ θολωτούς τάφους, ὅπως ἄλλωστε ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπό
τά εὑρήματα τόσων ἀνασκαφῶν. Τό κάψιμο τῶν νεκρῶν καί ὁ ἐνταφιασμός τῆς
στάχτης τους μέσα σέ δοχεῖο ἐπικράτησε -λόγῳ ἐπιρροῶν ἀπό τούς Χετταίους- κατά
τόν 9ο καί 8ο αἰώνα π.Χ. Ὁ Ὅμηρος, δηλαδή, ἐπιχειρώντας ἕναν ἀναχρονισμό,
μεταφέρει μιά συνήθεια τῆς ἐποχῆς του στά χρόνια πού διαδραματίζεται ἡ Ἰλιάδα.
Ἐπίσης στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη»
καταδεικνύεται ἡ σπουδαιότητα τῆς ταφῆς στόν ἀρχαῖο κόσμο. Ἡ Ἀντιγόνη προτιμοῦσε
νά πεθάνει, παρά νά μήν ἀποδώσει τίς πρέπουσες ταφικές τιμές στόν ἀδελφό της. Ὁ Πολυνείκης
βέβαια θεωροῦνταν προδότης τῆς πατρίδας του. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Κρέοντας ἔδωσε
διαταγή νά τόν ἀφήσουν ἄταφο ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς πόλης. Ἡ στάση ὅμως τῆς Ἀντιγόνης
ἀποκαλύπτει τήν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιά τήν ταφή. Ἦταν χρέος της,
κατά τά «ἄγραπτα κ' ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα», νά θάψει μέ κάθε κόστος τόν ἀδελφό
της· μόνον ἔτσι θά τόν τιμοῦσε καί θά ἐπέτρεπε στήν ψυχή του νά ἀναπαυθεῖ.
Τό ἔτος 406 π.Χ., κατά τή διάρκεια τοῦ
Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, στίς Ἀργινοῦσες οἱ Ἀθηναῖοι πέτυχαν περιφανῆ νίκη
κατά τῶν Πελοποννησίων. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη νίκη ἀπ᾽ ὅσες εἶχαν πετύχει μέχρι
τότε, μέ τήν ὁποία ἐξασφάλιζαν τήν πλήρη κυριαρχία στό Αἰγαῖο. Οἱ δέκα
στρατηγοί, ὅμως, παρά τόν ναυτικό θρίαμβο, παραπέμφθηκαν σέ δίκη καί καταδικάσθηκαν
σέ θάνατο, ἐπειδή, λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς, δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν
τούς ναυαγούς.
Μάθημα, λοιπόν, τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός
τούς νεκρούς μᾶς παραδίδουν οἱ πρόγονοί μας, φροντίζοντας γιά τόν ἐνταφιασμό
τους! Καί ἡ παράδοση αὐτή ἰσχυροποιεῖται στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης! «Ὄλβιος
τάφος» καί «ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν πανάγιο τάφο τοῦ
Κυρίου μας. Στούς τάφους τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡ
Ἐκκλησία εἶδε τήν προέκταση τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μας μέσα στόν χῶρο καί στόν
χρόνο. Γι’ αὐτό οἱ τάφοι ἀποτέλεσαν καί τήν πρώτη ἁγία Τράπεζα, ἐπάνω στήν ὁποία
ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Κατά τόν ἐγκαινισμό
μάλιστα τῶν ἱερῶν ναῶν χρησιμοποιοῦνται ὥς σήμερα λείψανα ἁγίων, τά ὁποῖα ἀποθησαυρίζονται
μέσα στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἀσφαλῶς, τό γεγονός τῆς ταφῆς ἐναρμονίζεται
ἀπόλυτα μέ τούς φυσικούς νόμους, καθώς τό σῶμα παραδίδεται μέ τήν ἐλπίδα καί
τήν πίστη στήν αἰώνια ζωή στήν ἀγκαλιά τῆς «παμμήτορος» γῆς, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο
Χρυσόστομο εἶναι «καὶ πατρὶς καὶ τάφος». Δημιουργώντας ἕναν οἰκολογικό χῶρο,
παρόμοιο μέ αὐτόν τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, διαφυλάσσουμε τή σωματική ἀκεραιότητα
τοῦ νεκροῦ ὡς ἱερή καί ἀπαραβίαστη καί ἐναποθέτουμε τό σῶμα στή «μήτρα» τῆς γῆς,
ὅπου θά συνεχισθεῖ χωρίς κανέναν ἐξαναγκασμό ἡ ἀποσύνθεσή του. Ἡ ταφή,
δηλαδή, ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἔθιμο ἀλλά φυσική κατάληξη τοῦ σώματος σύμφωνα μέ
τήν ἐπιταγή τοῦ Θεοῦ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»! (Γέ 3,19).
Ἀντίθετα, ἡ βίαιη παρέμβαση στό νεκρό
σῶμα συνιστᾶ ἀσέβεια καί βιασμό τοῦ βιολογικοῦ κύκλου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καύση τῶν
νεκρῶν ἐπινοήθηκε καί ἐφαρμόσθηκε λόγῳ ἄγνοιας, φόβου καί δεισιδαιμονίας σέ
περιόδους μετανάστευσης τῶν λαῶν καί πολεμικῶν συρράξεων. Μέ τήν καύση τό σῶμα
παραδίδεται στή βιαιότητα καί στήν ἀδηφαγία τῶν κλιβάνων, στά ἀποτεφρωτήρια
(=crematoria ἀπό τό ρῆμα τῆς λατ. cremo=καίω). Ἐκεῖ κατακαίεται στή θερμοκρασία
τῶν 1400 -2100οC. Οἱ καιόμενες οὐσίες καταλήγουν κυρίως σέ ἀέρια, ἐνῶ τά ὀστᾶ
μέ εἰδικό μηχάνημα κονιορτοποιοῦνται, κυριολεκτικά ἀλέθονται. Τό ὑπόλειμμα τῆς
καύσεως, ἕνα εἶδος ἄμμου γκρί χρώματος καί βάρους 2-3 κιλῶν, ἐναποτίθεται σέ
λήκυθο-τεφροδόχο καί παραδίδεται στούς οἰκείους γιά τά περαιτέρω.
Ἀναμφισβήτητα ἡ καύση δέν θεωρεῖται ἀτομικό
δικαίωμα γιά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μία καθαρά μηδενιστική πράξη,
πού ἐπισφραγίζει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κοινωνία μέ τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν,
πράξη καθαρά εἰκονοκλαστική, προσυπογράφει ὅτι προσδένεται στό ἅρμα τοῦ
μηδενισμοῦ· ὁμολογεῖ τή ρήξη της μέ τήν παράδοση τόσων αἰώνων· τήν ἀπιστία
της ἐπιβεβαιώνει στή δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας· ἀπορρίπτει τήν πίστη
στήν Ἀνάσταση. Ἀντιθέτως ἡ ταφή, ὁ μόνος χριστιανοπρεπής, «ἱερός καί αἰδέσιμος»
τρόπος φροντίδας τῶν νεκρῶν σωμάτων, εὐθυγραμμίζεται πρός τή διαιώνια παράδοση
καί σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου