Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Ἡ
στάση τῶν Τριῶν Μάγων ἔναντι τοῦ ἀσεβεστάτου Βασιλέως Ἡρώδου («δεινὸν
παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόµενον») θέτει τὸ πρόβληµα τῆς στάσεως τοῦ
Χριστιανισµοῦ ὡς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν κάθε µορφὴ Ἐξουσίας.
1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε µορφῆς εἶναι
πάντα κεντρικὸ πρόβληµα τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐµπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ
πράγµατα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας. Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση
δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς
θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδὸς» (Πράξ. 9, 20), τρόπος δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ
«θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ σωτηρία, ἡ διαπλοκή του µὲ τὶς δοµὲς τοῦ
κόσµου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξουσίας.
Στὴν
Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος χαραχτήρας τῆς ἐξουσίας, «ἵνα
µὴ ὁ κόσµος εἰς ἀκοσµίαν ἐµπέσῃ» (Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αἰ. Ε.Π. 78, 657), ἐλέγχεται
ὅµως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση καὶ χρήση της. Γι᾽ αὐτὸ ὑπογραµµίζεται ἡ
σχετικότητα καὶ ὁ πνευµατικός της χαραχτήρας γιὰ τὴν Ἐκκλησία (πρβλ. Α´ Κορ. 9,
12. Β´ Κορ. 10, 8. Β´ Θεσ. 3, 9 κ.ἄ.). Στὴν Κ.∆. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ
δαιµονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσµου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ µὲ τὸν
Πιλάτο(Ἰωάν. 18, 28 ἑ.) καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς
χαρακτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10, 1 καὶ παράλ., 28, 18 κ.ἄ.).
Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (Ρωµ.
13), ὅµως διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της µὲ τὸ γνωστὸ
λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21), ποὺ
δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ
νόµιµο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ
Θεό, ὡς νόµισµα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο. Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει
καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἤ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιµονοποιηµένη ἐξουσία
(«πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις», Πράξ. 5, 29).
2. Ἡ πατερικὴ ποιµαντικὴ ἀντιµετωπίζει τὸ
πρόβληµα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς «ἰατρείου πνευµατικοῦ» –θεραπευτηρίου
δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως– γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ
µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ «ναὸ Θεοῦ», κάτι πού διακονεῖ ἡ Ποιµαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο
πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασῴζει τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη σύνολης τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου γιὰ τὴ µεταµόρφωσή της σὲ εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ
Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ἤ «ἀγρὸς» (13, 20) προσλαµβάνει ὅλο τὸ
φάσµα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (θεσµούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ νὰ τὰ
«ἐκκλησιοποιήσει», νὰ τὰ νοηµατοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ κυριακὸ
σῶµα. Αὐτὸ ἐκφράζει πανηγυρικὰ ὁ µεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ρωµανὸς ὁ Μελῳδὸς
(6ος αἰ.), µεταπλάθοντας τὸ «µαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου (18,19)
σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας», ποὺ σηµαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ ἔθνη µὲ
ὅλη τὴν πολιτειακὴ δοµή τους.
Στὸ
ἐκκλησιαστικὸ σῶµα ἐνεργοποιεῖται µιά ἰδιότυπη ἐξουσία, διαµορφούµενη στὰ ὅρια
τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ ἀσκούµενη µέσω τοῦ µυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ «ἱεραρχηµένη
πολλαπλότητα», τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή της, ἀφοῦ ὅλων
τῶν δοµῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος. (Γι’ αὐτὸ ἀπορρίπτεται
ὀρθόδοξα ὁ παπικὸς θεσµός). Ὅπως ἐπεσήµανε δὲ ἤδη ὁ µεγάλος ἱστορικὸς Henry
Gregoire, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διετήρησε τὸν δηµοκρατικότερο τρόπο ὑπάρξεως, ἐπιτυγχάνοντας
µέσω τοῦ ἐπισκοπικοῦ συστήµατος τὴ µεγαλύτερη δυνατὴ ἀποκέντρωση καὶ µέσω τῆς
συνοδικότητας τὴ δυνατότητα συλλογικῆς ἐκφράσεως. Ὅταν σῴζεται ἡ πατερικότητα, ἡ
ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία παραµένει πνευµατικὴ καὶ αὐτὸ ἐκφράζει ἕνας λόγος τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόµου (Ε.Π. 61, 527), γιὰ νὰ ἐλέγξει ἀσφαλῶς ὑπερβάσεις καὶ καταχρήσεις, ὄχι
ἀσυνήθεις στὴν πτωτικότητά µας: «Οὐκ ἔστιν (στὴν Ἐκκλησία) ἀρχόντων τύφος, οὐδὲ
ἀρχοµένων δουλοπρέπεια, ἀλλ’ ἀρχὴ πνευµατική, τούτῳ µάλιστα πλεονεκτοῦσα, τῷ τὸ
πλέον τῶν πόνων, οὐ τῷ τὰς τιµάς πλείους ἐπιζητεῖν». Καὶ αὐτό, διότι
«...πρόβατα καὶ ποιµένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διαίρεσιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν
πάντες πρόβατα» (Ε.Π. 52, 784). Ὅλο τὸ σῶµα (κληρικοί καί λαϊκοί), δὲν εἴµεθα
παρὰ πρόβατα τοῦ µόνου ἀληθινοῦ Ποιµένος, τοῦ Χριστοῦ, καὶ «σύνδουλοι» ἐνώπιόν
Του (Ματθ. 18, 33).
Ὁ
ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας εἶναι ὄχι τιµωρητικός, ἀλλὰ θεραπευτικὸς (ἀπὸ
τὴ νόσο τῆς ἁµαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος καὶ διακονητικός. Σὲ τελευταία ἀνάλυση
καὶ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία, στὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔχει
διακονικό– ὑπηρετικό χαραχτήρα (ὑπουργὸς =διάκονος). Ἡ ἐνεργός, ἐξ ἄλλου,
παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κοινωνικὸ χῶρο, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν συν
ιστᾶ ὑπέρβαση ὁρίων, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ὡς «ἱερατεῖο», ἀλλὰ ὡς σῶµα καὶ
πλήρωµα ζωῆς, ἐνῷ ἡ κοινωνία σύνολη εἶναι ὁ χῶρος τῆς µαρτυρίας τοῦ εὐαγγελισµοῦ
της. Καὶ σ᾽ αὐτὸ ἀνταποκρίνεται, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὁ λαός, ποὺ ἀποδέχεται
θετικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ διαπίστωση τοῦ Στ.
Ράνσιµαν, ὅτι στὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Μεταβυζάντιο, οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσµα ἀνάµεσα
στὸ λαὸ καὶ τὸν παπά του.
∆ίκαια,
βέβαια, ὁ µακαρίτης καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης ἔχει ἐπισηµάνει («Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία
καὶ κοινωνία σήµερα») ὅτι πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος «ἀπὸ τάσεις πρὸς ἀπόκτηση ὑπερ-εξουσιῶν
καὶ ἀπὸ ψευδοπνευµατικὲς φαντασιώσεις». Γι᾽ αὐτὸ µαζὶ µὲ τὴν αὐθεντικότητα
συµπορεύεται καὶ µία παθολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ καταντᾶ
κακέκτυπη ἀντιγραφὴ τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας. Ἐδῶ ἐντοπίζεται τὸ πρόβληµα τῆς ἐκκοσµικεύσεως
καὶ θεσµοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συµπορεύονται ἱστορικά. Σὲ κάποιες ἐκφράσεις
καὶ πραγµατώσεις του ὁ Χριστιανισµός, στὰ πρόσωπα τῶν φορέων του φυσικά, ἰδεολογικοποιεῖται
καὶ θρησκειοποιεῖται. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «µυστηριολογικῆς εὐσεβείας» ὁ ἐπίσκοπος
γίνεται ἕνα εἶδος ἀρχιερέα τῆς κρατικῆς θρησκείας, ἡ συγκεντρούµενη δὲ στὰ
χέρια τῶν ἐπισκόπων δύναµη γίνεται συχνὰ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἀνταγωνιστικὴ πρὸς ἐκείνη
τῆς Πολιτείας.
Βέβαια,
πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὸ πρόβληµα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ θεσµοποίηση τῆς
στρατευοµένης Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἡ ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ ὑπάρξεώς της. Τότε ἡ
προτεραιότητα τῶν ἐπιλογῶν µετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὶς ἐνδοκοσµικὲς
σκοπιµότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες χρησιµοποιεῖται ἡ κοσµικὴ ἐξουσία. Ἡ θεσµοποίηση τῆς
ἐκκοσµικεύσεως συνέβη καθολικὰ στὴ ∆ύση καὶ µερικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὸν
19ο αἰώνα. Στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς ἀνατολὴ» οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ τὴν
κρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τὴν πολιτειοκρατία προτεσταντικοῦ
τύπου διὰ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ πραξικοπηµατικοῦ αὐτοκεφάλου τοῦ 1833. Ὅπου,
µάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἱεραρχία, ἀποβαίνει ἐξουσιαστικὴ δύναµη, ὅπως στὸν
Παπισµό, βρίσκεται συνεχῶς σὲ µιάν ἀντιπαλότητα πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὀρθὰ
δὲ ἐπισηµαίνει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς (Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, 1977,
σ. 137), ὅτι ἡ ἐπιδίωξη ἐπιβολῆς τῶν «χριστιανικῶν ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τῆς
κοινωνίας εἶναι ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἔκφραση ὁλοκληρωτισµοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ νοµοτελειακὰ
στὴ δογµατοποίηση (προσοχή: αὐτὸ σηµαίνει ἀπόδοση σωτηριολογικοῦ χαραχτήρα) τῆς
«Plenitudo Potestatis» καὶ τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας. Παρόµοιες τάσεις δὲν λείπουν,
βέβαια, καὶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἔµειναν εὐτυχῶς «τάσεις», ἀπορριπτόµενες ὡς
πλάνη καὶ ἀντιχριστιανικότητα. Ὁ µοναχισµός, µάλιστα, ἤδη ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα,
παραµένει ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολὴ ἔµπρακτη δυναµικὴ διαµαρτυρία στὴν ἐκκοσµίκευση
καὶ ἀγώνας µόνιµος γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὑπάρξεως, τῆς
διακονικῆς δηλαδὴ µαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσµο. Οἱ κανόνες, ἐπίσης, τῆς
συνοδικῆς παραδόσεως ἀναδιαγράφουν συν εχῶς τὰ ὅρια καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
µαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκβαση νὰ κρίνεται αὐτόµατα ὡς ἀντιεκκλησιαστική, δηλαδὴ
ἀντιχριστιανική.
3. Ὀξὺ ὅµως εἶναι καὶ τὸ πρόβληµα τῆς ἀντιµετωπίσεως
ἐκκλησιαστικά τῆς δαιµονικῆς ἐπάρσεως τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας, µὲ τὸν ἀπόλυτό της
µάλιστα συχνὰ χαρακτήρα. Ὁ χριστιανὸς ἔχει συνείδηση, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ
πολίτης τοῦ κόσµου, ἀλλὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας. Τὸ «πολίτευµά» του εἶναι «ἐν οὐρανοῖς»
(Φιλιππ. 3, 20). Ἡ διαχρονικὴ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς συνειδήσεως διακριβώνεται στὸν
Ἅγιο Κοσµᾶ τὸν Αἰτωλὸ (18ος αἰ.) στὴν ἀναφορά του στὴν «διπλὴ πατρίδα» τὴ
«γήϊνη καὶ µαταία» ἐδῶ στὴ γῆ καὶ τὴν αἰώνια «ἐν οὐρανοῖς». Ἤδη τὸν β´ αἰ. ὁµολογεῖται
(Πρὸς ∆ιόγνητον 5, 10), ὅτι «οἱ χριστιανοὶ πείθονται τοῖς κειµένοις νόµοις καὶ
(=ἀλλὰ) τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόµους». Ἡ νοµιµοφροσύνη, συνεπῶς, τοῦ
Χριστιανοῦ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιβολῆς τῆς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τῆς ἐνοικούσης
σ’ αὐτὸν χάριτος. Ὡς πολίτης τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος
ἀπὸ τὴν κοσµικὴ ἐξουσία, διότι ἡ ὑποταγὴ του σ’ αὐτήν, «ἐν οἷς ἐντολῇ Θεοῦ µὴ ἐµποδίζηται»
(Μ. Βασίλειος, Ε.Π. 31, 861), εἶναι σχετικὴ καὶ πρόσκαιρη, ὅπως ἀποδεικνύει
διαιώνια τὸ µαρτύριο, ὡς ἀντίσταση στὴν πολιτικὴ τυραννία.
Ἀκόµη
ὅµως σηµαντικότερο εἶναι τὸ πρόβληµα τοῦ ἐναγκαλισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας µὲ τὴν
πολιτειακὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία ἐµφανίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως
συνέβη σὲ µᾶς ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Εἶναι γνωστὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος
«ἐπικρατοῦσα θρησκεία» (µεταφορὰ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ µετάφραση τῶν δυτικῶν
Established Church, Chiesa Dominante). Ἡ βαυαρικὴ ἐπιβολὴ τῆς Πολιτειοκρατίας –ὄχι
χωρὶς ἀντίσταση φυσικὰ– ὁδηγεῖ στὸν ἐφοδιασµὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἂς
θυµηθοῦµε τὸν ἐντελῶς ἀντορθόδοξο θεσµὸ τῆς «ἀριστίνδην συνόδου», ποὺ ἐµφανίζεται
σὲ κάθε ἀνώµαλη περίοδο τοῦ πολιτικοῦ µας βίου), µὲ ἐξουσίες, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση
τῆς Πολιτείας, ὁπότε στὴν οὐσία λειτουργεῖ ὡς δέσµιά της (πρβλ. τὰ Εὐαγγελικά,
τὸ ἀνάθεµα κατὰ τοῦ Βενιζέλου, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἡµερολογίου κ.λπ.). Ἀκόµη
καὶ στὴν περίπτωση τοῦ «χωρισµοῦ» Ἐκκλησίας–Πολιτειας, ὅπως ἐπικράτησε κατὰ τὴ
δυτικὴ διατύπωση νὰ λέγεται (τὸ ὀρθόδοξο=Βασιλείας–Ἱερωσύνης) ἡ πολιτειοκρατία
µπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀκόµη σκληρότερη καὶ ἐξουθενωτικότερη, µὲ τὶς ἀνοικτὲς πλέον
πιέσεις της πρὸς τὴν ἀνίσχυρη πιὰ Ὀρθοδοξία.
4. Μόνο στὴν περίπτωση τῆς ὀρθὰ (δηλαδὴ
κατὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ τοὺς πολιτειακοὺς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας ἤ
συµφωνίας (κατὰ τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τοῦ κρατοῦντος Συντάγµατός µας) ὁ ἐκκλησιαστικὸς
χῶρος διακονεῖ τὸ λαὸ καὶ ὄχι τὸ κράτος, συνεργαζόµενος ὅµως µαζί του (ἄρθρο 2
τοῦ Καταστ. Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, 1975). Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία στὴν ἑλληνορθόδοξη
πολιτισµικὴ παράδοση διακονοῦν τὸν ἴδιο λαό, κάθε πλευρὰ µὲ τὸν δικό της τρόπο. Ἡ συναλληλία ὡς τὸ µόνο
σύµφωνο µὲ τὴν παράδοσή µας σύστηµα σχέσεων, ἡ τυχὸν ἀνατροπὴ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιφέρει
καταστροφικὲς ρήξεις, συνιστᾶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο πλευρῶν «ἐν τοῖς ἰδίοις
αὐτῶν ὅροις τε καὶ λόγοις» (γιὰ νὰ χρησιµοποιήσω µιά χριστολογικὴ ἔκφραση–Μάξιµος
Ὁµολογητής). Μὴ λησµονοῦµε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὑπερβάσεις στὴ χρήση τῆς ἐξουσίας στὴ
δική µας παράδοση γίνονται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Πολιτείας, ποὺ αὐτονοηµατοδοτεῖται
µεταφυσικά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς συνήθως συντελεῖται καπήλευση τῆς θρησκευτικῆς
πίστεως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ καισαροπαπισµοῦ ἐν ὀνόµατι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς χῶρος
στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρµόζει µία διπλὴ στάση, ποὺ καθορίσθηκε προγραµµατικὰ
ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Αὐλοκόλακα τὸν ἀποκαλοῦν οἱ Γερµανοὶ) καὶ τὸν Μ. Ἀθανάσιο
(δ αἰ.) καὶ φθάνει ὥς σήµερα.
Ἡ
ἄρση τῆς δυσλειτουργίας δὲν ἐπιτυγχάνεται µὲ εἰσαγόµενες λύσεις, ἀλλὰ µὲ τὴν ἐπανεκκλησιοποίηση
(γιὰ τὴ δυτικίζουσα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Πολιτεία µας: ἀναπαλαίωση) τῶν νοοτροπιῶν.
Στὸ πρόβληµα αὐτὸ τί σηµαίνει, ἀλήθεια–, «ἀναζήτηση βάσεων γιὰ µία ἀνανεωµένη εὐρωπαϊκὴ
σύνθεση»; Ποιοὶ καθορίζουν τὴ σύνθεση αὐτή; Οἱ εὐρωπαϊκὲς λαότητες ἤ τό ὑπερενισχυµένο
τελευταῖα ἀθέατο «διευθυντήριο»; Μία ἐπιβαλλόµενη ἑνιαιοποίηση θὰ ἰσοπεδώσει τὶς
πολιτισµικὲς παραδόσεις τῶν µικρῶν λαῶν (ἐθνῶν), ὅπως ἔλεγε ὁ δάσκαλός µου στὴν
Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος). Μὴ λησµονοῦµε δέ, ὅτι, ἂν «πολιτικὰ ἀνήκοµεν
εἰς τὴν ∆ύσιν», πνευµατικὰ ἀνήκοµεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ κάθε ἀλλαγὴ δὲν
µπορεῖ νὰ γίνει ἐρήµην τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν µας καὶ εἰς βάρος τῆς
Πανορθοδόξου ἑνότητας. Τὴ βούλησή του, ἄλλωστε, στὸ πρόβληµα αὐτὸ ἔχει ἐκφράσει
ἐπανειληµµένα ὁ λαός µας µὲ τὶς κατὰ καιροὺς σφυγµοµετρήσεις.
Ἡ
διατήρηση τοῦ συντάγµατος, ὡς ἔχει, στὰ ἄρθρα 3 καὶ 13, διακρατεῖ µὲν τὴν ἐθνικὴ
ταυτότητά µας, ἀλλὰ καὶ λύει τὸ πρόβληµα τῶν ἀληθινῶν (καὶ ὄχι
κατασκευαζοµένων) θρησκευτικῶν µειονοτήτων τῆς Χώρας µας. Ἡ παρουσία δὲ τῆς ἑλληνορθόδοξης
παραδόσεως στὰ ὅρια τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης, ὡς µόνιµη ὑπόµνηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
παρελθόντος, θὰ βοηθεῖ τὴν ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας–Πολιτείας
καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, στὰ ὅρια τῆς πλουραλιστικῆς ἀντιδόσεως καὶ ὄχι µιᾶς (ἐπιδιωκόµενης
ἀπὸ κάποιους) µονοδροµικῆς «µετακενώσεως». (Τό κείµενο ἀποτελεῖ εἰσήγηση σέ
δηµόσια διεθνῆ συζήτηση).
Ορθόδοξος
Τύπος, τεύχος 2099, 8 Ιανουαρίου 2016
10 σχόλια:
΄΄ Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς θρησκείας,΄΄
Γιατί επεκράτησε αυτή η θεολογική θέση που την εκφράζουν τόσο καλοί θεολόγοι καί πατέρες ; Η εκκλησία είναι η ιστορική πραγμάτωση της οικονομίας του Θεού δηλαδή η εκκλησία δέν στερείται ιστορικότητος Αποτελεί όμως καί την οντολογική καταξίωση του ανθρωπίνου θρησκευτικού αιτήματος,των εφετών η ακρότης ! Μήπως κάποιος μπορεί νά μας διαφωτίσει ;
Στις θρησκείες έχουμε κίνηση του ανθρώπου προς τα άνω, σε μια προσπάθεια να φτάσει το θείο. Στο χριστιανισμό (ενν. ορθοδοξία) έχουμε κάθοδο του ίδιου του Θεού προς τον άνθρωπο και δυνατότητα να τον αναβιβάσει.
Το γεγονός ότι έχει ιστορική παρουσία και θρησκευτικά στοιχεία (πχ. συγκεκριμένη λατρεία) ο χριστιανισμός δεν τον καθιστά θρησκεία. Αν τον δούμε απλώς ως καταξίωση του ανθρωπίνου αιτήματος ουσιαστικά βγάζουμε τη θεία οικονομία προς σωτηρία του ανθρώπου από την εξίσωση και έχουμε πάλι μια στείρα ανθρώπινη προσπάθεια προς πνευματική ανέλιξη. Τον υποβιβάζουμε σε ένα ναρκωτικό προς ψυχολογική ευδαιμονία (αν όχι σε φολκλόρ).
Η άποψη αυτή δεν "επεκράτησε", ήταν πάντα κτήμα των Πατέρων της Εκκλησίας, και ο μόνος λόγος για τον οποίο δε γινόταν αυτή η συζήτηση στην εποχή τους ήταν ότι κανείς δεν αμφισβητούσε αυτό το γεγονός. Στις ημέρες μας που γίνεται όλος αυτός ο ντόρος για ενότητα και πλουραλισμό και αποδοχή και ωθείται ο κόσμος να πιστέψει ότι οι διάφορες θρησκείες αποτελούν μονοπάτια προς τον ίδιο θεό και όλες σώζουν τον άνθρωπο ήταν ανάγκη να γίνει αυτή η επισήμανση για να μην πέσουμε στην παγίδα της πανθρησκείας.
Άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν, είπε ο Κύριος. Πολύ περισσότερο να σωθούμε.
Και ποιος σου είπε εσένα και σε όλους τους ομοϊδεάτες σου ότι Θρησκεία θα πει αυτό; Αυτή η ετοιμολογία της λέξεως χάνετε στα βάθη των αιώνων, η έννοια όμως είναι η λατρεία, το σύνολο της δογματικής διδασκαλίας και του τρόπου λατρείας καθώς και ότι έχει να κάνει γενικώς με την πίστη. Βλέπε Καινή Διαθήκ, Λεξικό Σουίδα - λήμμα Θρησκεία κ.α. Ως προς την χρήση της λέξεως από πλευράς Ορθοδόξου μάθε και εσύ και οι υπόλοιποι πως χρησιμοποιείτε από τους πρώτους πατέρες (π.χ. Κλήμης Αλεξανδρείας), τον ιερό Χρυσόστομος, μέχρι τον Κοσμά τον Αιτωλό και τον αγιο Πορφύριο!
Και κάτι πολύ σημαντικό, η πίστη στο Θεό πριν την έλευση του Χριστού, η ορθή πίστη που κατείχε τότε ο λαός του Ισραήλ και οι προσύλητοι, που ασπάζονταν την Παλαιά Διαθήκη, το Νόμο, ονομάζεται στην Αγία Γραφή ρητώς Θρησκεία, «τῆς ἡμετέρας θρησκείας» (Πράξ. 26΄ 5), λέει ο Παύλος, και το ομολογούν και όσοι λένε ότι ο Χριστιανισμό δεν είναι Θρησκεία. Και απορώ τι μυαλό κουβαλούν, τι στιγμή που η ΙΔΙΑ Πίστη είναι και η σημερινή, απλώς πλήρων αποκεκαλυμμένη. «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται».
Τέλος μη μπερδεύουμ τη λέξη Θρησκεία με την Εκκλησία, η Εκκλησία δεν είναι η Πίστη, αλλά το Σωμα του Χριστού, ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας κατά τον ιερό Αυγουστίνο. Η Θρησκεία μας πιστεύει «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν», και είναι η νέα Σιών, η παλιά Σιών, η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης ο λαός του Θεού ο Ισραήλ κατείχε την εξ αποκαλύψεως Θρησκεία και νέα Σιών η Εκκλησία του Χριστού κατέχει την αυτή αλήθεια, πλήρως όμως αποκεκαλυμμένη.
Υ.Γ. Ορισμένοι καλοπροαίρετα κάνουν το λάθος να λένε πως δεν είναι ο Χριστιανισμός Θρησκεια παρασυρόμενοι από κάποια λογικοφανή επιχειρήματα ορισμένων, όμως στο βάθος της σκέψης του πιστεύουν πως Χριστιανισμός είναι Θρησκεία, οι άλλοι όμως πιστεύουν σε κάτι ακαθόριστο και προσωπικό κατασκεύασμα απορρίπτουν την ευλογημένη αυτή λέξη. Μη ξεχνάμε πως για τη Θρησκεία του Χριστού οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους, τώρα οι όρθοδοξοι προτεστάντες που όλους όσους έμειναν πιστοί στο λόγο του θεού του συκοφαντούν ως επηρεασμένους από τους δυτικούς, τον Άνσελμο και τον Ακινάτη, οι ίδιοι όμως απομακρύνονται με το δικό του τρόπο από την Παράδοση, καθώς δημιουργούν δικό τους δόγμα, κατά τα προτεσταντικά πρότυπα χωρίς να το καταλαβαίνουν. Πρόσωπα και πράγματα να μην αναφέρω είναι γνωστά...
Θά μπορούσε ο ενδιαφερόμενος νά στρωθεί να διαβάσει να λύσει τις απορίες που θέτει ,αλλά δεν θεωρούμε κακό νά ακολουθήσουμε τον πιό εύκολο τρόπο ρωτώντας μέσω της ιστοσελίδας Κατ'αρχήν πιό πράγμα ονομάζουμε θρησκεία Ο κοινος άνθρωπος θρησκεία ονομάζει αυτό που αποδίδει στόν άνθρωπο που πάει εκκλησία καί αυτή διέπει την ζωή του Δεύτερον θεωρούμε οτι η θρησκεία αληθής ή ψευδής είναι τό πανανθρώπινο αίτημα της σχέσεως μέ το υπερβατικό ,τό επέκεινα ,τό μεταφυσικό ,τό οντολογικό.τό υπαρξιακό ,στοιχεία τά οποία υπαρχουν στόν χριστιανισμό κατά τόν αληθινότερο ή καί αποκλειστικό τρόπο Αλλοίμονο άν ο άνθρωπος δέν αναγνώριζε οντολογικά την θεία αποκάλυψη ,άν δέν αναγνώριζε την Θεία Χάρη ως κάτι οικείο του ,που τόν αποκαθιστά στήν πατρίδα του Μού έκανε εντύπωση οτι στά αγγλικά την ΄΄ανάπαυση''την αποδίδουν μέ την λέξη ΄΄at home ''
9.34
Ο υπαινισσόμενος θεωρεί οτι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ή κάποιος άλλος αστήρ του ιδίου μεγέθους ΄΄υποβίβασε την εκκλησία σέ θρησκεία δια της επιβολής των κανόνων ΄΄ Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα !
Ανώνυμε 16 Ιανουαρίου 2016 - 9:34 μ.μ. δεν τα ξέρεις και τόσο καλά.
Το λεξικό Σουίδα γράφτηκε το 10ο αι. Εγώ έδωσα τη σύγχρονη επιστημονική έννοια του όρου "θρησκεία" που διδάσκεται στις θεολογικές σχολές. Επειδή τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους έχουμε και λέμε:
Αν ανοίξεις το ταμείο της Παλαιάς Διαθήκης θα διαπιστώσεις ότι σε ολόκληρο τον κανόνα των 49 βιβλίων παρουσιάζονται μόνο 7 χωρία που αναφέρονται άμεσα στους όρους θρησκεία και θρησκεύειν. Μάλιστα ο ομότιμος καθηγητής της θεολογικής σχολής της Αθήνας Γ. Πατρώνος σημειώνει στο βιβλίο του "Χριστιανισμός: Εκκλησία ή θρησκεία;" ότι τα χωρία αυτά απαντώνται κυρίως στα σοφιολογικά έργα της Π.Δ. και παρουσιάζουν περισσότερο μια "φιλοσοφική"-παιδαγωγική προσέγγιση, παρά θεολογική-σωτηριολογική, και οι αναφορές έχουν άκρως αρνητική έννοια. Ενδεικτικά, στη Σοφία Σολομώντος σημειώνεται ότι "ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ", "πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα εὐτελῆ", "τὸ ἀσεβὲς ἔθος (ενν. της θρησκείας) ὡς νόμος ἐφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο τὰ γλυπτά". Δηλαδή η θρησκεία ως επί το πλείστον ταυτιζόταν με την ειδωλολατρεία. Από την άλλη υπάρχουν στον κανόνα της Π.Δ. 103 αναφορές στους όρους εκκλησία και εκκλησιάζειν με θετικότατο περιεχόμενο, πχ. "ἐν ἐκκλησίᾳ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ", "ἐκκλησίαν υἱῶν ᾿Ισραὴλ", "ἐκκλησίαν τῶν προφητῶν", "ἐκκλησίᾳ ὁσίων", "ἐκκλησίᾳ ῾Υψίστου". Αν αυτά είναι ανακριβή, παρακαλώ διόρθωσε.
Παρομοίως, στα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης υπάρχουν μόνο 4 χωρία με αναφορά στους όρους θρησκεία και θρησκεύειν και μάλιστα σε ποιμαντικής φύσεως κείμενα και με αρνητικό πάλι χαρακτήρα: "κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος", "μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων" και το περίφημο "Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ' ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου" όπου χρησιμοποιούνται επίθετα για να προσδώσουν θετική χροιά στη λέξη. Αντίθετα, οι όροι εκκλησία και εκκλησιάζειν απαντώνται σε 115 χωρία, σημαίνοντες την κοινότητα του λαού του Θεού που συνέρχεται με σωτηριολογικό σκοπό.
(συνεχίζεται)
(συνέχεια)
Τέλος, με βάση το Λεξικό Πατερικής Θεολογίας (Α Patristic Greek Lexicon) του Lambe υπάρχουν μόνο 21 αναφορές στο λήμμα "θρησκεία" και εκατοντάδες αναφορές στο λήμμα "εκκλησία" στους περισσότερους από 150 τόμους της Πατρολογίας του Migne. Ενδεικτικά, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς που ανέφερες παραπάνω θεωρεί τη θρησκεία "οδόν" για τους εθνικούς προκειμένου να προσεγγίσουν το Θεό μέσω της λατρείας των φυσικών φαινομένων (την ονομάζει "των άστρων θρησκεία"), ενώ την Εκκλησία θεωρεί θείο οργανισμό ("κατά βούλημα Θεού") εντός της ιστορίας για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Το ότι ένας άγιος χρησιμοποιεί μια λέξη δε σημαίνει ότι την εννοεί απαραίτητα όπως την εννοούμε εμείς σήμερα. Για να αποφεύγουν επί τόσες χιλιάδες χρόνια οι προφήτες και οι πατέρες τη λέξη θρησκεία προφανώς τη θεωρούσαν αρνητικά χρωματισμένη, πώς θα το κάνουμε;
Παραπάνω μίλησες ο ίδιος για αποκεκαλυμμένη πίστη (δηλ. πρωτίστως κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο και όχι το ανάποδο), επομένως επί της ουσίας δε διαφωνείς κι ας μην το καταλαβαίνεις. Ενδεχομένως η αντίδρασή σου να προέρχεται από την εσφαλμένη εντύπωση ότι η σχετική θέση του π.Ρωμανίδη (και κατ' επέκταση των σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου και π.Γ. Μεταλληνού) ταυτίζεται με τη θέση του Χ.Γιανναρά (εσύ δε θες να πετάξεις ονόματα αλλά εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα) και ορισμένων "νεωτεριστών"/μεταπατερικών περί θρησκείας και Εκκλησίας, μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούν παρόμοια ορολογία.
ΥΓ.: Όσον αφορά το αν κάποιοι επηρεάστηκαν από τον Άνσελμο και τον Ακινάτη, παραπέμπω στη δημοσιευμένη αλληλογραφία μεταξύ Τρεμπέλα και π.Ρωμανίδη, όπου ο πρώτος κατηγορεί το δεύτερο ότι τολμά να αμφισβητήσει το διδάσκαλο της Εκκλησίας, Θωμά τον Ακινάτη, όπως και στο βιβλίο του προτεστάντη Christoph Maczewski για εκείνους που "έμειναν πιστοί στο λόγο του Θεού" στην Ελλάδα. Ενδεχομένως οι τελευταίοι δεν γνωρίζουν και πολύ καλά τα του οίκου τους. Δε θα επανέλθω, ιδών ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται...
Μένει αναπάντητο τό ερώτημα ποιό πράγμα ονομάζουμε θρησκεία
Παρακαλώ να διαβάσετε το σχόλιο και να μην προβάλετε επιχειρήματα που αναίρεσα, δεν δείχνει σεβασμό στον ομιλητή. Δικαίωμα του καθενός να πιστεύει και σε έναν αόρατο ελέφαντα, αλλά καμιά φορά ας επανέρχεται στην πραγματικότητα, δεν βλάπτει.
Δεν εξέφρασα καμία απορία, φαίνετε πως ορισμένοι έχουν άλυτα προβλήματα μέσα τους. Αλλά όχι και να παραλείπετε με προκλητικό τρόπο ξεκάθαρους διασαφηνισμούς μου. Η Εκκλησία είναι άλλο και η Θρησκεία άλλο, η Θρησκεία είναι τα πιστεύω και όχι μόνο, η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού. Το ένα δεν συγκρούεται με το άλλο.
Δημοσίευση σχολίου