18 Ιουν 2015

Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 2016



Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 2016
Τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, Δρος Κανονικοῦ Δικαίου
Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς ἀποκαλουμένης Ἁγίας, Μεγάλης καὶ Πανορθοδόξου Συνόδου, τὴν ὁποία  ἔχει ἐξαγγείλει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, θὰ ἤθελα ὡς κανονολόγος νὰ τοποθετηθῶ καὶ νὰ ἀπαντήσω σὲ ὁρισμένα ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα θέτουν εὐλόγως ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ ὁ ἁπλὸς ὀρθόδοξος λαός.
Καὶ τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι: Πότε συγκαλεῖται Σύνοδος μὲ τὴν συμμετοχὴ ἐκπροσώπων τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Τὸ δεύτερο: Πῶς πρέπει νὰ ἀποκαλῆται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, Πανορθόδοξος ἢ Οἰκουμενική; Καὶ τὸ τρίτο: Πότε μία Σύνοδος χαρακτηρίζεται ληστρική;

α. ποτε συγκαλειται συνοδος
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ὡς τὸ «μυστικό Του Σῶμα» -«καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. 1, 18)- ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά της ἐκινεῖτο συνοδικῶς. «Ἔδοξε τῷ ἁγίῳ πνεύματι καὶ ἡμῖν» (PG 31, 1432), ἐξαγγέλλει ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ὁ λόγος αὐτὸς γίνεται ὁ ἱερὸς τύπος ὅλων τῶν μετέπειτα Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Σύνοδος μὲ τὴν συμμετοχὴ ἐκπροσώπων τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ ὑπέρτατο νομοθετικὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μιασ, αγιασ, καθολικησ ορθοδοξου εκκλησιασ. Συγκαλεῖται κυρίως «πρὸς κοινὴν συνδιάσκεψιν καὶ ἀπόφασιν ἐπὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἀφορώντων τὴν καθόλου Ἐκκλησίαν» (Μίλας, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, Ἀθήνησιν 1906, σ. 405). Συγκαλεῖται, δηλαδή, ὅταν χρειάζεται νὰ ρυθμισθοῦν θέματα, τὰ ὁποῖα ταλανίζουν τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό της, ὅπως ἡ σχέση τῶν μελῶν της, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μετὰ τῶν διαφόρων αἱρετικῶν.
Ἡ ἀνωτέρω Σύνοδος, ἔχοντας «τὴν χρείαν κατεπείγουσαν καὶ τὴν αἰτίαν εὔλογον», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο (PG 26, 688B), συγκαλεῖται πρωτίστως γιὰ νὰ ὑπερασπισθῆ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ διασώση τὴν Ὀρθόδοξο πίστη. Ὅταν κινδυνεύουν τὰ δύο αὐτά, τότε εἶναι ἀδήριτος ἡ ἀνάγκη συγκλήσεώς της. Ὁ π. Δ. Στανιλοάε γράφει ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Οἱ Σύνοδοι [...] διέσωσαν τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα καὶ τὴν χριστολογικὴ βάση τῆς Ἐκκλησίας» (Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, Θεσ/νίκη 2014, σ. 60).
Συνεπῶς τὸ κύριο θέμα μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ  ἀσχοληθῆ μία νέα Σύνοδος, συμμετεχόντων ἁπάντων τῶν ἐκπροσώπων τῆς μιασ, αγιασ, καθολικησ ορθοδοξου εκκλησιασ εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν της. Δὲν εἶναι δυνατόν, ὡς πρὸς τὰ θέματα πίστεως, νὰ μὴν βασιζώμαστε στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος καὶ διαφορετικὰ νὰ πρεσβεύουν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ ὁμόλογοί του καὶ διαφορετικὰ ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο κινδυνεύουμε νὰ φθάσουμε σὲ σχίσματα, διακυβεύεται ἡ ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐναγωνίως ἀναφωνοῦσε: «Πάνυ με λυπεῖ ὅτι ἐπιλελοίπασι λοιπὸν οἱ τῶν Πατέρων κανόνες καὶ πᾶσα ἀκρίβεια τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται, καὶ φοβοῦμαι μή, κατὰ μικρὸν τῆς ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῷ προϊούσης, εἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθῃ τὰ τῆς Ἐκκλησίας πράγματα» (PG 32, 400B).
Καθίσταται σαφές, ἑπομένως, ὅτι μία νέα Σύνοδος μὲ τὴν συμμετοχὴ ἁπάντων τῶν ἑκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀσχοληθῆ κατὰ πρῶτον μὲ τὸ θέμα τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, διαγράφοντας μία ἑνιαία ἀντιμετώπιση τῶν σημερινῶν αἱρέσεων, ὅπως τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Χιλιασμοῦ κ.ἄλ. Κατὰ δεύτερον ὀφείλει νὰ διεξέλθη καὶ νὰ ἐπιλύση τὰ ἀναφυέντα ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς μιας εκκλησιας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, νέα ποιμαντικὰ προβλήματα μὲ φρόνημα Πατερικὸ βάσει τῶν ἀποφάσεων τῶν προηγηθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος μὲ τὸν Β´ κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τὸ δεύτερο ἐρώτημα εἶναι: Πῶς θὰ ὀνομασθῆ, ποῖο χαρακτηρισμὸ θὰ λάβη, τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἢ τῆς Πανορθοδόξου;
1. Ἐὰν ἡ Σύνοδος ὀνομασθῆ «Πανορθόδοξος», αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη της συνίστανται ἀπὸ Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν ρύθμιση γενικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μόνον. Μὲ ἕναν τέτοιο χαρακτηρισμὸ ὑπονοεῖται ὅτι παραδεχόμαστε τὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ὅπως τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ κ.ἄλ. καὶ ἄρα, γιὰ τοὺς ὑποστηρικτὲς τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς Συνόδου ὡς Πανορθοδόξου, γιὰ νὰ κληθῆ Οἰκουμενικὴ ὀφείλουν νὰ συμμετάσχουν ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν χριστιανικῶν λεγομένων ὁμολογιῶν. Συνεπῶς εἶναι λανθασμένος ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν προηγουμένων ἑπτὰ Συνόδων ὡς Οἰκουμενικῶν. Ἔπρεπε μὲ τὸ ὡς ἄνω σκεπτικὸ νὰ ὀνομάζωνται Α´ Πανορθόδοξος Σύνοδος, Β´ Πανορθόδοξος Σύνοδος κ.ο.κ. γιατὶ ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἄλλες «Ἐκκλησίες», τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Πνευματομάχων, τῶν Νεστοριανῶν κ.λπ. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!!! Νὰ διευκρινισθῆ ἐδῶ ὅτι ἡ παρουσία τῶν ἀρχηγῶν ἢ μελῶν τῶν αἱρετικῶν παρατάξεων στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἦταν συμμετοχὴ ἀπολογίας καὶ ὄχι μετοχὴ στὴν λήψη τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων.
Ὁ χαρακτηρισμὸς καὶ ἡ ὀνομασία μίας νέας Συνόδου ὡς Πανορθοδόξου ἐγκρύπτει τὴν πεποίθηση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ ἄλλων «Ἐκκλησιῶν» ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἄρα ἀποκαλύπτει αἵρεση. Αὐτοὶ δέ, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν τὴν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι αἱρετικοί. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, γιατὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα. «Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α´ Κορ. 1, 13).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν μια, αγια, καθολικη καὶ αποστολικη ορθοδοξο εκκλησια. Ἑπομένως, ἐὰν συγκληθῆ Σύνοδος μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὀνομασθῆ Οἰκουμενικὴ καὶ ὄχι Πανορθόδοξος.
2. Οἰκουμενικὴ Σύνοδος χαρακτηρίζεται γιὰ τὸν λόγο ὅτι εἶναι «ἡ ἀνωτάτη διοικητικὴ βαθμὶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» (Ἁμ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, 1997, σ. 20) καὶ συγκεντρώνει τοὺς Ἐπισκόπους ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ κόσμου. Μὲ τὸν ὅρο «οἰκουμένη» ὀνομαζόταν τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος: «Ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκ. 2, 1).
Ἔτσι ἀποκαλεῖται Οἰκουμενικὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ τὸν λόγο ὅτι συμμετέχουν ὅλοι οἱ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐπίσκοποι τῆς μιασ ορθοδοξου εκκλησιασ. Στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο παρευρίσκεται ὅλο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο συναποτελοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ τοιουτοτρόπως ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθίσταται ὁ φορέας τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὰ μέλη της ἀποφαίνονται «ὑπὸ τὴν ἐπίνοιαν καὶ ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως», (Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 19602, σ. 105).
3. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐξετάζει ζητήματα ἀφορῶντα στὴν οὐσία τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας. Οἱ ἀποφάσεις της εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ὅ,τι ἐπιστεύθη πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων, τῇ ἐπενεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὐδέποτε ἀκυρώνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἐλήφθησαν ὑπὸ τῶν προηγουμένων Συνόδων. Aὐτὸ διετράνωσαν οἱ συμμετασχόντες Πατέρες στὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: «Μετὰ πάσης ἀκριβείας ἐρευνήσαντές τε καὶ διασκεψάμενοι, καὶ τῷ σκοπῷ τῆς ἀληθείας ἀκολουθήσαντες, οὐδὲν ἀφαιροῦμεν, οὐδὲν προστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλάττομεν καὶ ἑπόμενοι ταῖς ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς ἓξ Συνόδοις [...] πιστεύομεν [...] ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, καὶ τῇ παραδόσει τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. τοῦ γὰρ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος ἁγίου Πνεύματος εἶναι ταύτην γινώσκομεν» (Μansi 13, 376). Γι᾽ αὐτό, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ καθηγητὴς Καρμίρης, «αἱ ἑπτὰ ἀρχαῖαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὴν ὑψίστην αὐθεντίαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ» (ΘΗΕ 9, 688).
Βάσει τῶν ἀνωτέρω, ἐὰν μία νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, προφασιζομένη τὰ δεδομένα τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, τολμήση νὰ ἀπορρίψη ἢ νὰ διορθώση ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἢ ἀποφάσεις τοπικῶν Συνόδων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος καὶ ἀφοροῦν τόσο στὸ δογματικὸ μέρος τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅσο καὶ στὸ ἠθικὸ - ποιμαντικὸ τοιοῦτο, αὐτομάτως θὰ χαρακτηρισθῆ ληστρικὴ Σύνοδος καὶ δὲν θὰ ὑποχρεοῦται ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος καὶ λαὸς νὰ ἀποδεχθῆ τὶς ἀποφάσεις της.
Γιὰ τὴν συγκληθησόμενη νέα Σύνοδο τὸ 2016 γράφονται καὶ ἀκούονται πολλά. Ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅτι θὰ ἀναγνωρίση τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία, θὰ νομιμοποιήση τὴν ὁμοφυλοφιλία, θὰ ἀνασκευάση τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς νηστείας, θὰ ἐγκρίνη τὴν χειροτονία τῶν γυναικῶν καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀφορῶντα στὴν δογματικὴ καὶ ἠθικὴ Ὀρθόδοξο διδασκαλία, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθῆ Οἰκουμενικές, Τοπικὲς Σύνοδοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες. Ὅμως, ὁ Β´ κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τονίζει: «Μηδενὶ ἐξεῖναι τοὺς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἢ ἀθετεῖν, ἢ ἑτέρους παρὰ τοὺς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. 2, σσ. 309-310). Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἀναφωνεῖ: «Πίστιν τὴν ἐκτεθεῖσαν ὑπὸ τῶν πατέρων τηνικαῦτα φυλάττομεν ἀκίνητον καὶ πρὸς τὸ διηνεκὲς ἀσπάρακτον μένειν εὔχομαι» (Ἐπιστ. Συνοδική, PG 39, 96A). Ὁ καθηγητὴς Μουρατίδης γράφει σχετικῶς περὶ τὴν μὴ ἀθέτηση τῶν παλαιοτέρων κανόνων: «Ἐκφράζει [ὁ κανὼν] αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν βαθεῖαν πεποίθησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως περὶ τοῦ αἰωνίου κύρους καὶ τοῦ ἀμεταβλήτου τοῦ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμπνευσθέντος περιεχομένου τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐκείνων εἰσέτι ὧν τὸ ἐξωτερικὸν περίβλημα τὸ ἐξηρτημένον ἐξ ὡρισμένων ἱστορικῶν συνθηκῶν περιέπεσεν εἰς ἀχρηστίαν» (Τὸ αἰώνιο κῦρος τῶν Ἱ. Κανόνων, Ἀθήνα 1972, σ. 62).
Κατόπιν τούτων πρέπει νὰ γνωρίζουν a priori οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ καὶ ἄλλοι παράγοντες ὅτι μία τέτοια Σύνοδος, ἡ ὁποία δὲν θὰ πληροῖ τὶς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, θὰ χαρακτηρισθῆ ληστρική, ὅπως συνέβη σὲ παρόμοιες περιπτώσεις καὶ στὸ παρελθὸν καὶ θὰ προκαλέση σχίσμα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Δὲν γνωρίζω ἐὰν εἴμαστε πραγματικὰ ἕτοιμοι γιὰ τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία προετοιμάζεται πυρετωδῶς.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ περὶ αὐτὸν φέρουν μεγίστη εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν καταστῆ μία Οἰκουμενικὴ -καὶ ὄχι Πανορθόδοξος- Σύνοδος ληστρικὴ καὶ προκαλέση σχίσμα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

Παναγιώτατε καὶ λοιποὶ Πατριάρχες, «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com