Η Καύχηση
“Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντάει κι η σακοράφα”
ΓΕΝΙΚΑ: Καύχηση είναι η
περιαυτολογία και η τάση κάποιου να κομπάζει για τον εαυτό του και τα
επιτεύγματά του. Η καύχηση δείχνει αλαζονεία, έπαρση και κομπορρημοσύνη. Παρ'
όλα αυτά η καύχηση σε μία και μόνο περίπτωση, στην οποία θα αναφερθούμε πιο
κάτω, αποτελεί αρετή και όχι πάθος. Στην ψυχολογία καύχηση είναι η τάση κυρίως,
αλλά όχι μόνο, των παιδιών να περιαυτολογούν ως αποτέλεσμα υπερβολικής
εκδήλωσης εγωκεντρισμού ή μειονεξίας και συμπλεγμάτων κατωτερότητας.
Ο ΑΟΙΔΟΣ ΘΑΜΥΡΙΣ:
Στην πλούσια ελληνική Μυθολογία βρίσκουμε το όνομα του Θάμυρη (Ιλιάδα),
υποδειγματική μορφή, μυθική ενσάρκωση, θα λέγαμε της πλούσιας αρχαίας ελληνικής
σοφίας, του καυχησιάρη. Κάποτε ο αιδός αυτός βρέθηκε στο παλάτι του Ευρύτου
στην Οιχαλία, για να πάρει μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό. Εκεί, περήφανος για
την τέχνη του, ο Θάμυρις καυχήθηκε πως θα νικούσε ακόμη κι αν τον
ανταγωνίζονταν οι ίδιες οι Μούσες. Για την καύχησή του αυτή, την ύβριν, προς
τις θεότητες, οι Μούσες τιμωρώντας τον παραδειγματικά, τον τύφλωσαν και του
πήραν το χάρισμα της μουσικής, καθιστώντας τον τελείως άμουσο.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΟΦΙΑ:
Στην αρχαία ελληνική η λέξη που ταυτίζεται με την καύχηση είναι η “οίησις”
ακόμη και η “ύβρις”. Έτσι σε ανθολογίες αρχαίας σοφίας διαβάζουμε: “Οίησις
ακάθαρτον φύσει εστί και προκοπής εγκοπή. Ύβριν ου στέργουσι (δεν
ανέχονται) ουδέ δαίμονες (θεοί).” Ακόμη η ανώνυμη αρχαία σοφία τονίζει:
“Μη καυχώ τα εις αύριον, ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα (η επομένη)”.
Ο Αισχύλος βρίσκοντας παράλογη την καύχηση τονίζει: “Ο κόμπος (ο
κομπαστής, ο καυχησιάρης) ου κατ’ άνθρωπον φρονεί” (Επτά επί Θήβαις),
προσθέτοντας αλλού: “Δεν πρέπει, θνητός σαν είναι κανείς, να’ναι περήφανος
πέρ’ απ’ το μέτρο. Γιατί η υπεροψία, σαν ανθίσει, θα καρπίσει της καταστροφής
τον στάχυ.” Ο Αίσωπος υπενθιμίζει θυμόσοφα κάτι που συχνά πολλοί
παραττηρούμε και στη ζωή μας: “όσοι κομπάζουν μπροστά σε ανθρώπους που τους
γνωρίζουν, φυσικά γελοιοποιούνται” (Μύθοι 99).
Όμως η καύχηση, εκτός από τη γελοιοποίηση
μπορεί, κατά τον Ευριπίδη, να οδηγήσει σε μεγάλες συμφορές: “Όταν
δεις κάποιον να περηφανεύεται πολύ και να καυχιέται για την καταγωγή και για τα
πλούτη του, σύντομα να περιμένεις την τιμωρία του” (Αποσπάσματα). Ο άλλος
μεγάλος τραγικός ο Σοφοκλής θυμίζει: “Ο Ζευς μισεί υπερβολικά τις
καυχησιολογίες” (Αντιγ. 127).
Το
ίδιο λέει και ο Ηρόδοτος: “Ο Θεός αγαπά να ταπεινώνει τα υπερέχοντα”
(ζ’10,5). Ο άλλος μεγάλος ιστορικός, ο Θουκιδίδης, συμβουλεύει: “Όσοι
κομπάζουν για επιτυχίες τους, χάνουν (αργότερα) την ευτυχία τους.” Ο
Πλούταρχος δίνοντας μεγάλη σημασία στην παιδαγωγία και στο
“προλαμβάνειν” έγραψε: “Δει των νέων εκπνευματούν το οίημα και τον τύφον¨, δηλαδή,
πρέπει να βγάζει κανείς την έπαρση και την φαντασία από τους νέους. (Ηθικά
43Β). Τέλος στην Ανθολογία Στοβαίου διαβάζουμε μια πολύ εκφραστική,
αποδιδόμενη στο Σωκράτη, μεταφορά για την καύχηση: “Όπως οι χωρίς περιεχόμενο
ασκοί φουσκώνουν με τον αέρα, έτσι και οι χωρίς πνευματική υπόσταση άνθρωποι
διογκώνονται από την έπαρση, την αλαζονεία και την εσφαλμένη για τον εαυτό τους
γνώμη!”
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Γράφει
ο Προφήτης: «Οι μακαρίζοντες υμάς καί τήν τρίβον των ποδών υμών ταράσσουσι».
(Ησ. γ΄12). Διότι από τούς επαίνους γεννάται η φιλαυτία, η υπερηφάνεια
και η καύχηση. Καυχήθηκε o Δαβίδ γιά τά πλήθη τού λαού του, και τόν είδε
ν' αφανίζεται από θανατικό. Καυχήθηκε o βασιλιάς Εζεκίας για τα πλούτη του,
και έχασε όλους τους θησαυρούς του. Καυχήθηκε o Ναβουχοδονόσορ για τη Βαβυλώνα
του, κι έχασε τα λογικά του. Έτσι φαίνεται πως καλύτερο είναι να είμαστε ταπεινοί,
παρά να χαιρόμαστε θριαμβολογώντας για τις επιτυχίες μας. Ο Φαρισαίος έκανε
καλά έργα, αλλά όταν καυχήθηκε γι' αυτά, καταστράφηκε. Έτσι, ο τελώνης δεν έκανε
τίποτε καλό, σώθηκε όμως μέ τήν ταπείνωσή του. Για τη ματαιότητα της καυχησιολογίας
διαβάζουμε στην Π. Διαθήκη: “Εν περιβολή ιματίων μη καυχήσεις και εν ημέρα
δόξης μη επαίρου” (Σ. Σειράχ ια’4), δηλαδή να μην καυχώμαστε για τα ρούχα
μας και την ανθρώπινη δόξα. Ο Παροιμιαστής συνιστά το ίδιο για τους νομιζόμενους
σοφούς: “Επί τη σοφία μη επαίρου” (Παρ. γ’5). Η καύχηση δείχνει άγνοια
της πραγματικότητας από τον πάσχοντα γιατί: “Τι ωφέλησεν ημάς η υπερηφανία;
Και τι πλούτος μετά αλαζονείας συμβέβληται ημίν; Παρήλθεν εκείνα πάντα ως σκιά.”
(Σ. Σολ.). Το ότι καύχηση και υπερηφάνεια οδηγούν στη συντριβή του
υπερφίαλου τονίζεται και πάλι από το βιβλίο των Παροιμιών: “Προ συντριβής ηγείται
(προηγείται) ύβρις, προ δε της πτώσεως υπερηφάνεια” (ιστ’18). Στο βιβλίο Α΄
Βασιλειών διαβάζουμε πως δεν πρέπει να καυχιόμαστε για τη δύναμη, για τον
πλούτο, ούτε ακόμη για τη φρόνηση αλλά: “καυχάσθω o καυχώμενος, εν τώ
συνιείν καί γινώσκειν τόν Κύριον καί ποιείν κρίμα καί δικαιοσύνην εν μέσω τής
γής» (β΄10), ενώ στους Ψαλμούς τονίζεται: “Εξολοθρεύσει Κύριος
γλώσσα μεγαλορρήμονα” (Ψ. ια’14). Κάτω από το πρίσμα του φωτός του
Ευαγγελίου η στηλίτευση της καύχησης είναι ακόμη σαφέστερη. Έτσι
υπερηφάνεια και καύχηση φέρνουν τη συντριβή, κατά το λόγο του Κυρίου:
“Πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται” (Λουκ. ιδ’1), ενώ ο Απόστολος
προειδοποιεί: “Εί τις δοκεί είναί τι, μηδέν ών, φρεναπατά εαυτόν. Το δε έργον
εαυτού δοκιμαζέτω έκαστος, και τότε εις εαυτόν μόνον το καύχημα έξει, και ουκ εις
έτερον.” (Γαλ. Στ’3). Κατά τον ίδιο Απόστολο υφίσταται και η καλή καύχηση,
στην οποίαν αναφερθήκαμε εισαγωγικά: “Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω. Ου
γαρ ο εαυτόν συνιστών, εκείνος εστι δόκιμος, αλλ’ όν ο Κύριος συνίστησιν”
(Β. Κορ. ι΄17), ενώ αρετή που οδηγεί στην πραγματικά άξια καύχηση είναι
η ταπείνωση: “Καυχάσθω ο αδελφός ο ταπεινός εν τω ύψει αυτού, ο δε
πλούσιος εν τη ταπεινώσει αυτού” Ιακ. Α’9). Για τον Απόστολο Παύλο κύριο
αίτιο του πάθους της καυχησιολογίας είναι η κοσμική γνώση που: “φυσιεί”
(προκαλεί έπαρση), ενώ αντιθέτως “η αγάπη οικοδομεί”
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ:
Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης έλεγε ότι: “Το να υπερηφανεύεσαι για τον πλούτο, ή
να καμαρώνεις για την καταγωγή σου, ή το να νομίζεις ότι είσαι ανώτερος από
τους άλλους (...) αυτά είναι αφαίρεση της ψυχικής αξίας και καταλήγουν στην
ντροπή", μια ντροπή που μπορεί να παραχωρηθεί παιδαγωγικά από
το Θεό: “για ό,τι καυχιόμαστε, θα παραχωρήσει ο Θεός να το χάσουμε, για
ταπείνωση” (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Ο
Άγιος Ιωάννης Δαμασκήνος βρίσκει αιτία της Πτώσης των Πρωτοπλάστων την
καύχηση του “είναι ίσα Θεώ”: “Πολλά φρονώ εν Θεώ αλλ’ εμαυτόν μετρώ, ίνα μη
εν καυχήσει απόλλυμαι, ως Αδάμ ποτε τον προπάτορα ο εχθρός παρασκευάσας
ισοθεϊαν φαντασθήναι, εξήνεγκε παραδείσου και μέχρις άδου πυθμένων κατήγαγε”.
Ο Ιερός Χρυσόστομος δείχνει το δρόμο της αυτομεμψίας για την
αντιμετώπιση της καύχησης: “Αν πεις για τον εαυτό σου ότι έχεις καλή φήμη,
έγινες άχρηστος, έστω και αν πράγματι είσαι καλός. Αν δε χαρακτηρίσεις τον
εαυτό σου ως αχρείο, τότε έγινες εύχρηστος, έστω και αν δεν είσαι καλός.” Ο
Άγιος Ιωάννης Σιναϊτης βλέπει πνευματική υγεία εκεί που αποχωρέι η καύχηση:
“αν ο λογισμός δεν παινεύεται πλέον για φυσικά προτερήματα, αυτό είναι σημάδι
ότι αρχίζει να έρχεται η υγεία". Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
μιλώντας για τη φαρισαϊκή καύχηση έλεγε: “Εκείνοι που υπερηφανεύονται
για τα καλά τους έργα και αγνοούν την πίστη στον Θεό, μοιάζουν με λείψανα
νεκρών, που είναι μεν ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν έχουν την αίσθηση των
ωραίων αυτών ρούχων” κι σύγχρονος Άγιος Πατέρας Παϊσιος προσθέτει: “Το
καλό που κάνει ο άνθρωπος, όταν το κάνει γνωστό και υπερηφανεύεται, το
εξοφλάει, κουράζεται άσκοπα και κολάζεται”.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: “Αν μας
επαινούν όλοι οι άνθρωποι δε θα αποκτήσομε τίποτα. Καί αν ακόμα κανείς δε μας
επαινέσει, τίποτε δε θα στερηθούμε. Δέν κάνομε το καλό για τους ανθρώπους, αλλά
για το Θεό. Μας αρκεί η αμοιβή του Θεού.” (Α. Δημήτριος Ροστώφ).
Ποτέ δεν πρέπει νά αυτοεπαινούμαστε και να καυχησιολογούμε, ούτε να ζητάμε
τον ανθρώπινο έπαινο. Αλλά ούτε και να ζηλεύομε εκείνους που επαινούνται από
τούς ανθρώπους. Η αληθινή ανάπαυση βρίσκεται στό Θεό. Τα αθρώπινα είναι πρόσκαιρα
καί μεταβλητά. Άλλοτε “Ωσαννά” και κλάδοι φοινίκων και άλλοτε “Άρον, άρον
σταύρωσον” και καρφιά ή αγκάθια. Μόνο τα θεία είναι αιώνια και αμετάβλητα.
Αν
φροντίζομε για τη δική μας δόξα, η χάρις του Θεού θα μας εγκαταλείψει. “Μη ημίν
Κύριε, μη ημίν, αλλ' ή τω oνόματί σου δος δόξαν”, αναφωνεί ο Προφητάναξ Δαβίδ
(Ψαλμ. ριγ΄9). Αντίθέτως ας αποκρύπτουμε με τη σιωπή μας τα καλά έργα αφήνοντας
να τα γνωρίζει μόνον o Θεός. Διότι, τα ύψη της τιμής και των επαίνων, περισσότερο
των ματαίων αυτοεπαίνων, διαδέχονται οι γκρεμοί της ατιμίας και του oνειδισμού,
αν όχι εδώ από τούς ανθρώπους, σίγουρα εκεί από τους δαίμονες. Για όλα
λοιπόν να δοξάζομε το Θεό και όλα να τα αποδεχώμεθα ως προερχόμενα απ' Αυτόν
καί τό άγιο θέλημά Του.
Βιβλιογρ.:
Αρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος, “Καύχηση”, Κόνιτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου