Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Πῶς
θά μπορούσαμε νά ὁρίσουμε, συμβατικά
βέβαια τήν Ὀρθοδοξία; Θά λέγαμε, ὅτι εἶναι
ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀκτίστου
δηλαδή, μέσα στόν ἱστορικό χρόνο, καί ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ (ἀνθρώπου) νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, νά γίνει Θεός «κατά χάριν».
Θεμέλιο αὐτῆς τῆς δυνατότητας εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, «ἡ ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη»
ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία
προσφέρει αὐτή τήν δυνατότητα σέ κάθε ἄνθρωπο, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. 2, 4).
Στήν
ἐν Χριστῷ σωτηρία, τή θέωση, καλεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν ἱεραποστολή της. Δέν προσφέρει ἁπλά μία ἠθική βελτίωση τοῦ
ἀνθρώπου ἀλλά πραγματοποιεῖ τήν ἀναδημιουργία καί ἀνάπλασή του μέ τήν πλήρη καί
«ὁλοτελῆ» (Α΄ Θέσσ. 5, 23) ἔνταξή του στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος
καλεῖται νά γίνει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικό του ἀγώνα «καινή
κτίσις» (Β΄ Κορ. 5, 17).
Ὁ
στόχος αὐτός πραγματοποιεῖται μέ μιά διαδικασία, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν
«θεραπεία» τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀποκατάσταση δηλαδή τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό,
στήν καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκαλύπτεται
στήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, εἶναι ἕνα παγκόσμιο θεραπευτήριο, «ἰατρεῖον πνευματικόν»,
ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (+407).
Ποιά
ὅμως εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Πρῶτα, ἡ ἀρρώστια
αὐτή ἀφορᾶ σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς κάθε εἴδους διαφορές, πού
δημιούργησε στό πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι, ὡς
πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἴσοι ἀπέναντι στόν Θεό καί μποροῦν νά δεχθοῦν τή σωτηρία,
πού ὁ Θεός προσφέρει. Ἡ ἀρρώστια, πού εἶναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5, 12: «εἰς
πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθε»), εἶναι τό γεγονός τῆς πτώσης ὅλου του ἀνθρωπίνου
γένους.
Ἡ
ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας μιλεῖ γιά ἕνα μνημονικό σύστημα, τήν καρδιακή
ἤ
νοερά μνήμη, πού ὅμως τήν ἀγνοεῖ ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, διότι δέν ἔχει τά κατάλληλα
ὄργανα γιά νά τήν προσδιορίσει. Ἡ καρδιά μας, λέγουν οἱ Ἅγιοι, δέν εἶναι μόνο ἀντλία
τοῦ αἵματος.
Πέρα
ἀπό τή φυσική αὐτή λειτουργία της ἔχει καί μιά ὑπερφυσική, ὅπως τό περιγράφει
σαφέστατα στό «Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο» του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὑπό
ὁρισμένες προϋποθέσεις ἡ καρδιά λέγεται ὁ χῶρος κοι- νωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό
Θεό, τοῦ κτιστοῦ μέ τόν Ἄκτιστο. Ὅταν ἐπανεύρει τήν ὑπερφυσική της λειτουργία ἡ
καρδιά, γίνεται ὁ χῶρος, μέσα στόν ὁποῖο ἐνεργοποιεῖται ὁ «νοῦς» ὄχι ἡ διάνοια,
πού ἑδράζεται καί λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο. Ὁ «νοῦς» ὀνομάζεται στή Γραφή «πνεῦμα
τοῦ ἀνθρώπου» καί στήν πατερική παράδοση ἀπαντᾶ ὡς «νοῦς». Εἶναι ὁ «ὀφθαλμός τῆς
ψυχῆς», ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος φθάνει στή θέα τοῦ Θεοῦ (θεοπτία).
Τότε (ἐπί)κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀληθινά μέ τό Θεό. Ἡ νοερά λειτουργία
πραγματοποιεῖται ὡς «ἀδιάλειπτη προσευχή» μέσα στήν καρδιά (πρβλ. Α΄ Θέσσ. 5,
17). Τό ἅγιο Πνεῦμα τότε προσεύχεται - «λειτουργεῖ» μέσα στήν καρδιά (πρβλ. Γαλ.
4, 6 Ρωμ. 8, 26 Α΄ Θέσσ. 5, 19). Αὐτό ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας
«μνήμη Θεοῦ».
Γι’
αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»,
διότι στήν πράξη ἡ προσευχή στήν καρδιά («εὐχή») συνδέεται μέ τήν ἀναπνοή, ὅπως
μᾶς διδάσκει ὁ κόσμος τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης. Ὅταν μέ τήν ἄσκηση φθάσει ὁ ἄνθρωπος
στή «μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὡς καρδιακή καί ὄχι διανοητική λειτουργία, τότε ἀποκτᾶ αἴσθηση
τῆς «ἐνοίκησης» τοῦ Θεοῦ μέσα του (Ρωμ. 8, 11). Ἡ ἀπουσία τῆς λειτουργίας ἤ ἡ ὑπολειτουργία
τῆς νοερᾶς αὐτῆς λειτουργίας (τοῦ «νοῦ» δηλαδή, ὅπως δηλώθηκε παραπάνω) μέσα
στήν καρδιά εἶναι ἡ σωτηρία, πού προσφέρεται σέ ὅλους τους ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς
μέ τήν ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ.
Στήν
κατάσταση τῆς πτώσης ὁ ἀνθρωπος ὑποδουλώνεται στό ἄγχος καί στό περιβάλλον καί
τήν ζήτηση τῆς εὐδαιμονίας, εὐτυχίας, ὅπως λέμε, μέσα στόν ἀτομικισμό καί τήν ἐκμετάλλευση
μέ κάθε τρόπο. Αὐτή εἶναι ἡ νόσος, τήν ὁποία θεραπεύει ἡ Ὀρθοδοξία, ἄν βέβαια ὁ
ἄνθρωπος εἰσέλθει ὁλόκληρος στό φῶς της. Καί ἡ θεραπεία αὐτή εἶναι ὁ σκοπός τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, μέσα στόν κόσμο. Ἡ ἐπανασύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μέ
τήν (ἄκτιστη) χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, πού θεμελιώνεται, ὅπως ἐλέχθη, μέ τήν ἀποκατάσταση
τῆς καρδιακῆς λειτουργίας, τῆς «εὐχῆς» μέσα στήν καρδιά. Διδάσκαλοι ὅλων σ’ αὐτή
τή διαδικασία εἶναι οἱ ὀρθόδοξοι ἀσκητές καί πιστοί, πού ἔχουν αὐτό ὡς
καθημερινό ἀγώνα.
Ἡ
θεραπεία αὐτή τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι, ὅπως ἐλέχθη, πανανθρώπινη ὑπόθεση, ἀφοῦ ἀφορᾶ
σέ κάθε ἄνθρωπο, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία, γιά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κοινωνεῖ ὡς
ἀδελφός μέ τούς συνανθρώπους του, ἀποκαθιστώντας καί ὅλη τήν κτίση. Ὁ ἄνθρωπος
γίνεται «ἀδελφός» των συνανθρώπων του, ὅταν ξαναγεννηθεῖ ἀπό τήν κοιλία τῆς μεγάλης
κοινῆς Μητέρας, τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό βαπτιστήριο ἤ ἡ κολυμβήθρα. Τότε
μόνο μπορεῖ νά νικήσει τήν ἰδιοτέλειά του, τό συμφέρον, τήν πηγή ὅλης της
κακοδαιμονίας, μέ τήν ἀπόκτηση τ ῆ ς ἀ λ η θ ι ν ῆ ς , ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης (πρβλ.
Α΄ Κορ. 13, 8: «ἡ ἀγάπη -ὅταν εἶναι τέλεια καί ἀληθινή-οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»). Ἡ ἀγάπη
τοῦ ἀνθρώπου τότε ταυτίζεται μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού δίνει τά πάντα, χωρίς
νά ζητᾶ κάτι γιά τόν Ἑαυτό του. Ἰδανικό της Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἁπλά ἡ
«κοινοκτημοσύνη», ἀλλά ἡ «ἀκτημοσύνη», ἡ αὐτοπαραίτηση ἀπό κάθε ἀπαίτηση.
Αὐτό
μόνο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων, μπορεῖ νά προσφέρει. Γι’ αὐτό
καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ἱεραποστολή νά ἐγκαταλείψουν ὄχι μόνο τήν εἰδωλολατρία,
τίς παραθρησκεῖες καί καταστροφικές αἱρέσεις (ὅπως ὁ χιλιασμός λ.χ.), ἀλλά καί
τόν ψευδώνυμο χριστιανισμό, ὅπως ὁ παπισμός καί ὅλοι οἱ προτεσταντισμοί (ἑκατοντάδες
παραφυάδες) καί νά ἐνταχθοῦν ὁλόκληροι μέσα στή μόνη καί ἀληθινή Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία,
τῶν Ἁγίων φυσικά καί ὄχι ἡ δική μας, κληρικῶν καί λαϊκῶν, πού πολλές φορές εἴμαστε
καί ἐνεργοῦμε ὡς εἰδωλολάτρες. Ὁ Οἰκουμενισμός μᾶς κρατᾶ αἰχμαλώτους σ’ αὐτή
τήν ψευτο-ορθοδοξία, πού δέν μπορεῖ νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία, τή
δυνατό-τητα τῆς θέωσης.
Ὁπότε
γεννᾶται τό ἐρώτημα: Μέ τήν ἱεραποστολή μας, ποῦ καλοῦμε; Σέ ποιό Χριστιανισμό;
Σέ ποιά Ἐκκλησία; Στόν Χριστιανισμό τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του ἤ στόν
ψευτοχριστιανισμό τόν δικό μας, τό προϊόν τῆς πτώσης καί τῆς ἁμαρτίας μας; Εἶναι
τό κρίσιμο ἐρώτημα, πού ἀξιολογεῖ τήν ἱεραποστολική μας δράση. Ἡ πρόσκληση τῶν ἄλλων
στή σωτηρία, πού προσφέρει διαιώνια ὁ Χριστός, μέσω τῆς ἱεραποστολῆς μας, προϋποθέτει
ὅτι ἔχουμε ἐμεῖς βρει τόν Χριστό, αὐθεντικά καί γνήσια, ὅπως συμβαίνει μέ τούς Ἁγίους
μας. Ἄν ὅμως
καλοῦμε σέ σχήματα καί κοινωνία, πού οὐσιαστικά δέν ἔχουν ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τή
δουλεία «τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου» (Γαλ. 4, 3), καί μεταθέτουμε τούς «εἰδωλολάτρες» ἤ «ἀθέους» σέ μίαν ἄλλη
μορφή εἰδωλολατρίας καί ἀθεΐας, πού κυριαρχεῖ μέσα στό χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ
καί διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καλύτερα νά ἀφήσουμε τους μή ὀρθοδόξους
Χριστιανούς ἐκεῖ πού εἶναι. Ὁ Θεός, πού εἶναι καί δικός τους
δημιουργός καί σωτήρας (Α΄ Τιμ. 4, 10), θά βρεῖ Αὐτός τόν τρόπο καί τήν ὁδό τῆς σωτηρίας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου