Συνοπτική Ιστορία των Β. Σποράδων από τη Ρωμαιοκρατία ως τον 15ο
αι.
Α΄
ΣΚΙΑΘΟΣ: Στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοι
της Σκιάθου άρχισαν να ασπάζονται το Χριστιανισμό, ενώ το 530 μ.Χ. η Σκιάθος
έγινε έδρα Επισκοπής υπαγόμενης στη Μητρόπολη Λαρίσης. Μετά την άλωση
της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) η Σκιάθος πέρασε στο «μερίδιο» των
Ενετών. Κύριοι του νησιού έγιναν μέλη της οικογένειας των Γκίζι (Ιερεμίας
και Ανδρέας), οι οποίοι απαγόρευσαν την τέλεση ιεροπραξιών του ορθοδόξου
κλήρου, αναγκάζοντας τους κατοίκους να αποδεχθούν τον Παπισμό.
Θέλοντας όμως να έχουν φιλική αντιμετώπιση από τους ντόπιους, οι Γκίζι έδωσαν
στο νησί ελεύθερη αυτοδιοίκηση και ορισμένα προνόμια.
Το 1276 το νησί
επανήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η Σκιάθος
υπέφερε από συχνές πειρατικές επιδρομές, Σαρακηνών αλλά και Τούρκων,
αναγκάζοντας του ντόπιους να μεταφέρουν την αρχαία τους πόλη από τα
νοτιοανατολικά, όπου περίπου βρίσκεται και σήμερα, στο Κάστρο, σε μια
ασφαλέστατη τοποθεσία, στην προεξοχή μιας απόκρημνης ακτής στα βόρεια
[1350]. Οι κάτοικοι του Κάστρου ανέρχονταν την εποχή εκείνη στους 1500. Την
περίοδο 1350-1390 η Σκιάθος βρέθηκε στη δίνη ανταγωνισμών Ενετών και
Βυζαντινών. Μετά την οριστική άλωση της Πόλης (1453) οι κάτοικοι της Σκιάθου
ζήτησαν από τους Ενετούς να καταλάβουν αυτοί το νησί τους για να αποφύγουν την
πολύ σκληρότερη τουρκική σκλαβιά, έτσι οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί,
παραχώρησαν ειδικά προνόμια, ενώ επιπλέον επετράπη στους ντόπιους να έχουν τη
δική τους ορθόδοξη Επισκοπή. Η αναπόφευκτη τουρκική κυριαρχία τελικά άρχισε το
1538 όταν η Σκιάθος κατελήφθη μετά από πολιορκία έξι ημερών, από τον Έλληνα
αρνησίθρησκο, ναύαρχο, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Την αποβίβαση των Τούρκων
στη νήσο επακολούθησε γενική σφαγή των κατοίκων. Κατάλοιπα της
Μεσαιωνικής Εποχής είναι τα ερείπια του κάστρου Μπούρτζι που είχε
κτιστεί από τους Γκίζι τον 13ο αιώνα και συμπεριλάμβανε μικρό ναό
του Αγίου Γεωργίου που σήμερα δεν υπάρχει. Το Μπούρτζι καταστράφηκε το 1660
κατά τη διάρκεια του ενετο-τουρκικού πολέμου. Τμήμα του
βυζαντινού μώλου του 8ου αιώνα σώζεται ως σήμερα κάτω από την
επιφάνεια της θάλασσας.
Β΄
ΣΚΟΠΕΛΟΣ (ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ): Στην Ύστερη Ρωμαιοκρατία (-186 μ.Χ.) το νησί
αποκαλείται για πρώτη φορά με τη νέα του ονομασία: «Scopell». Για
τους πρώτους Βυζαντινούς Χρόνους, μοναδική πηγή αποτελεί ο βίος του Αγίου
Ρηγίνου. Στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Χριστιανισμός είχε ήδη
διαδοθεί στη Σκόπελο. Τότε επίσκοπος του νησιού ήταν ο Ρηγίνος, συγγενής του
Αγίου Αχιλλίου, που συμμετείχε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και στη
Σύνοδο της Σαρδικής. Το 363 θανατώθηκε κατά τη διάρκεια των διωγμών
του Ιουλιανού του Παραβάτη. Αργότερα ανακηρύχθηκε Άγιος ενώ σήμερα
θεωρείται ο προστάτης της Σκοπέλου. Κατά την Πρωτοβυζαντινή Εποχή, αλλά και
λίγο αργότερα, το νησί χρησιμοποιούνταν από τη βυζαντινή εξουσία ως τόπος
εξορίας ανεπιθύμητων. Το 10ο αιώνα υπαγόταν στο θέμα
Μακεδονίας. Ευρήματα της περιόδου έχουν βρεθεί στη Γλώσσα (Μαντάκι,
Λουτράκι) και στη Σκάλα. Τον 11ο αιώνα η Σκόπελος γίνεται
έδρα της Επισκοπής Σκιάθου - Σκοπέλου. Τότε κτίστηκαν ο Ναός της
Παναγίας (1078) και ο Ναός των Αγίων Αποστόλων στο Βράχο. Το 1204 η
αρχαία Πεπάρηθος δόθηκε αρχικά στο Δουκάτο Νάξου αλλά στη συνέχεια
πέρασε στα χέρια του οίκου των Γκίζι. Οι Γκίζι επισκεύασαν το αρχαίο
κάστρο της Χώρας, υπολείμματα του οποίου σώζονται ως και σήμερα. Το 1276 ο
ιππότης Λικάριος, διοικητής του αυτοκρατορικού στόλου, ανακατέλαβε το
νησί για λογαριασμό των Βυζαντινών. Το 1453 οι Σκοπελίτες, μιμούμενοι τους
Σκιαθίτες, ζήτησαν την προστασία του Ενετικού στόλου. Η Γαληνοτάτη
Δημοκρατία έστειλε τον Τζιάκομο Λορεντάνο ο οποίος εγκατέστησε εκεί
κάποιους Ιταλιώτες εποίκους. Κατάλοιπο της εποχής είναι το τοπωνύμιο
Φραγκομαχαλάς της Χώρας. Στα χρόνια της Β΄ Ενετοκρατίας (1453-1538)
κτίστηκε το κτίριο της Επισκοπής στα ΝΑ της Χώρας. Επρόκειτο να
αποτελέσει έδρα του επισκόπου, όμως έμεινε ημιτελές, λόγω της επιδρομής του
Μπαρμπαρόσα (1538), ο οποίος κατέλαβε το νησί κατασφάζοντας τους κατοίκους του.
Στη διάρκεια του υπολοίπου του 16ου αιώνα, σύμφωνα με τον Τούρκο
περιηγητή-ναυτικό Πίρι Ρέις, το κάστρο παρέμενε ακατοίκητο. . Σύμφωνα με
κείμενο του Ενετού G. Bembo (1540;), το νησί ήταν έρημο και ενήργησε ο
ίδιος προς την κατεύθυνση να μεταφερθεί στη Σκόπελο πληθυσμός από άλλα μέρη. Ο
ίδιος προσθέτει ότι λίγους χρόνους αργότερα η Σκόπελος κατοικείτο μόνον από 60
οικογένειες. Ίσως γι’ αυτό το λόγο να μην αναφέρεται από τον Marko Sanudo
η Σκόπελος στον κατάλογο των κατοικημένων νήσων του Αιγαίου. Τέλος, το 1564 το
νησί παραχωρείται στον … αρχιμάγειρο του σουλτάνου, ο οποίος μετέφερε κατοίκους
από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για να το συνοικήσουν.
Γ΄
ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ (ΙΚΟΣ), ΓΥΡΩ ΝΗΣΙΑ: Στα χρόνια του ρωμαϊκού
εμφυλίου ολόκληρη η Ίκος ήταν ένα τεράστιο αγρόκτημα-αμπελώνας κάποιου
Υμναίου από τη γειτονική Πεπάρηθο. Οι πηγές των επόμενων αιώνων αγνοούν
συστηματικά την Αλόννησο, αλλά κατά τη Φραγκοκρατία γνωρίζουμε ότι έπεσε στα
χέρια των Φράγκων. Στην Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή στο νησί υπήρχε οργανωμένος
οικισμός στον Άγιο Δημήτριο ενώ στην Υστεροβυζαντινή στο Κάστρο (Χώρα
Αλοννήσου). Το νησί ήταν συχνά τόπος εξορίας και μόνιμος στόχος πειρατικών
επιδρομών (κυρίως από τον 8ο αιώνα). Μεγάλα μοναστικά κέντρα
δημιουργήθηκαν στο νησί κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή Εποχή. Ένα τέτοιο
ήταν στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, κοντά στην ακτή, εκτεθειμένο σε κάθε
λογής κινδύνους. Δεύτερη σπουδαία Μονή υπήρχε κοντά στον Άγιο Πέτρο,
όπου γύρω απ’ το ναό βρέθηκαν υπολείμματα κτισμάτων. Ίσως να κατοικούνταν από
λαϊκούς που εργάζονταν στο Μοναστήρι. Μονές είχαν ιδρυθεί και στα γειτονικά
ερημόνησα [Σκάντζουρα (Ι. Μ. Ευαγγελισμού), Πιπέρι (Ι. Ν.
Ζωοδόχου Πηγής), στην Ψαθούρα ίχνη βυζαντινών ναών, στο Πελαγονήσι
ή Κυρα-Παναγιά ερείπια του μεγαλύτερου ίσως μοναστικού κέντρου των
νησιών]. Το 1207 η Αλόννησος και τα γύρω νησιά έπεσαν στα χέρια των Γκίζι.
Αυτοί έδωσαν προνόμια στους ντόπιους και επισκεύασαν το βυζαντινό κάστρο της
Χώρας. Κατασκευάστηκε και μια κρυφή στοά, μέσα στο κάστρο. Η στοά βοηθούσε στη
διαφυγή των κατοίκων σε περίπτωση πτώσης του κάστρου μετά από πολιορκία, μιας
και κατέληγε βαθιά μέσα στο δάσος, στα ανατολικά της Χώρας. Σήμερα δε σώζεται
γιατί καταστράφηκε από σεισμό. Συχνά οι διοικητές του νησιού συμμαχούσαν με
πειρατές. Το 1261 η Αλόννησος κατελήφθη από τον Lorenzo Tiepolo, ο
οποίος έκανε το νησί ορμητήριο πειρατών. Ονόματα και τοπωνύμια του νησιού
προέρχονται από την Ενετοκρατία (Μαρπούντα, Ζαρμπούντα, Τζωρτζή γιαλός,
Μουρτερώ, Σινιόρα, κ.ά.). Το 1276 ο Λικάριος επανέφερε τις Σποράδες
στη βυζαντινή επικράτεια. Στα χρόνια των Παλαιολόγων το νησί υπέφερε από τη
φορολογία της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας και τις πειρατικές επιδρομές. Μετά
την άλωση (1453) τα νησιά, με διάλειμμα 10 χρόνων, ανήκαν επισήμως στο κράτος
της Βενετίας, η οποία έστειλε δυο αντιπροσώπους της (Rettore),
που υπάγονταν στο διοικητή της Χαλκίδας (Βάιλο του Νεγροπόντε).
Πάντως οι κάτοικοι είχαν αυτοδιοίκηση και ήταν οργανωμένοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τον Ιούνιο του 1538 ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και την Αλόννησο
καταστρέφοντάς την ολοσχερώς. Όσοι κάτοικοι δεν σφαγιάστηκαν οδηγήθηκαν σκλάβοι
στα παζάρια της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Οι λιγοστοί διασωθέντες
κατέφυγαν στην Εύβοια και στη Θεσσαλία. Η ερήμωση του νησιού κράτησε
τουλάχιστον ως το 1650.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου