7 Μαΐ 2014

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Απρόσμενη αναβίωσις της αρχαίας αιρέσεως του θεοπασχητισμού



Ἐν Πειραιεῖ 7-5-2014 
ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΑΝΑΒΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΠΑΣΧΙΤΙΣΜΟΥ
Γράφει ὁ πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Εισαγωγή
Αναγινώσκοντας το άρθρο του κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου με τίτλο ‘Ὁ πάσχων Θεός, ὁ σύντροφος Θεός’, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘Σύναξη’, τεῦχος 129, Ἰανουάριος – Μάρτιος 2014, σσ. 17-27, πραγματικά μάς κατέλαβε κατά Θεόν λύπη, εξαιτίας των γραφομένων εκ μέρους του περί θεοδικίας, θεοεγκαταλήψεως, δήθεν «ορθοδόξου θεοπασχητισμού» και σχετικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων, αλλά και εξαιτίας του ειρωνευτικού και περιφρονητικού ύφους έναντι της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, η οποία, κατά τον κ. Θ. Π., «συχνά θολώνει σε αλαζονεία». Θα χρειαζόταν κατ’αρχήν να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο πολλών σελίδων, για να απαντήσουμε σε όλες τις θέσεις του κ. Θ. Π. Χάριν, όμως, συντομίας, θα εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο στην αναίρεση της αιρέσεως του Θεοπασχητισμού, που διέπει όλο το άρθρο του, κάνοντας όμως αναφορές και στα υπόλοιπα θέματα. Η αλήθεια είναι πώς δεν εκπλαγήκαμε από τις θέσεις, που διατυπώνει στο άρθρο του ο κ. Θ. Π., διότι γνωρίζουμε ότι «ο κ. Ἀθανάσιος Παπαθανασίου εἶναι ἕνας ἐκ τῶν 44 πρωτεργατῶν τῆς διασπαστικῆς θεολογικῆς ὁμάδος τοῦ «ΚΑΙΡΟΥ». Διευθυντής τοῦ ἐκσυγχρονιστικοῦ περιοδικοῦ «Σύναξη», ἐπιλέχθηκε ἀπό τόν μεταπατερικό Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο στή «Συνοδική Ἐπιτροπή γιά θέματα παιδείας καί νεότητας». Ἀπορρίπτει τόν ὁμολογιακό χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ὡς μέθοδο διδασκαλίας στά σχολεῖα, συμπλέοντας μέ τη νεοταξική «μίς Μπίλντερμπεργκ», Ἄννα Διαμαντοπούλου καί το ὑπουργείο ἀ-παιδείας. 

Στά ἀξιομνημόνευτά του «επιτεύγματα» εἶναι καί ἡ εἰσήγηση, πού ἔχει κάνει, ότι μπορεί νά ἀντικατασταθεῖ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος στή Θεία Ευχαριστία, μέ ἄλλα ὑλικά πού νά ταιριάζουν μέ τήν πολιτιστική παράδοση τῶν λαῶν! Περιττό νά ποῦμε, ἐπίσης, πώς πρόκειται γιά νεο-βαρλααμίτη πρώτου βαθμοῦ»[1]. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής στά διεθνή συνέδρια, που διοργάνωσε η οικουμενιστική ‘Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών’ του Βόλου με θέμα : ‘Νεοπατερική σύνθεση ή Μεταπατερική θεολογία; Το αίτημα της Θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία’ (Βόλος Ιούνιος 2010) και στο προσεχές ‘Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις’ (Βόλος 8/11-5-2014)[2], καθώς και στο Επιστημονικό Συνέδριο (Πάτρα 3/4-5-2014[3]), που διοργάνωσε το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον γνωστο οικουμενιστή Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα.
Θεοδικία και Θεοεγκατάληψις
Στην αρχή του άρθρου του γράφει ο κ. Θ. Π. : «Μία μέρα τά Ἔς-Ἔς ἀπαγχόνισαν τρεῖς Ἑβραίους, δύο ἄντρες κι ἕνα ἀγόρι, μπροστά σ' ὅλους τους φυλακισμένους. Ἰδίως ἡ μοίρα τοῦ ἀγοριοῦ πάγωσε τούς παραταγμένους θεατές.
«Ποῦ εἶναι ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός; Ποῦ εἶναι»; ρώτησε κάποιος πίσω μου [...]. Μετά ἀπό λίγο ἦρθε ἡ ὥρα νά παρελάσουμε μπροστά ἀπό τά θύματα. Οἱ δύο ἄντρες εἶχαν πεθάνει. Οἱ γλῶσσες τους κρέμονταν ἔξω, πρησμένες καί μαβιές. Ὅμως, ἡ τρίτη κρεμάλα ἀκόμη κουνιόταν : τό παιδί [...] ἀκόμα ἀνέπνεε. Κι αὐτό συνεχίστηκε γιά πάνω ἀπό μισῆ ὥρα, μέ τό παιδί σέ ρόγχο μεταξύ ζωῆς καί θανάτου, νά σπαρταράει μπροστά στά μάτια μας [...]. Ἀκόμη ζοῦσε ὅταν πέρασα ἀπό μπρός του. Ἡ γλώσσα του ἦταν ἀκόμη κόκκινη καί τά μάτια του δέν εἶχαν σβήσει ἀκόμη. Ἀπό πίσω μου ἄκουσα τόν ἴδιο ἄντρα νά ρωτᾶ : «Γιά τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ὁ Θεός»;
Τί μᾶς μεταφέρει ἐδῶ ὁ Βίζελ; Τήν ἀμηχανία, τό ἀδιέξοδο μπροστά στό ἀπόλυτο κακό. Τήν σπαραχτική ἀμηχανία, πού ὁδηγεῖται στό ἐρώτημα : Τί κάνει ὁ Θεός μπροστά στόν ἀνυπόφορο πόνο καί στό ἀδιανόητο ἄδικο; Ἁπλά παρατηρεῖ»;
Σχολιάζοντας την ανωτέρω παράγραφο, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Άγιος Τριαδικός Θεός ενεργεί με τρεις τρόπους, με τρία θελήματα, όπως συμπεραίνουμε από την ομιλία του Μ. Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας ‘Ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών, που συμβαίνουν στον κόσμο’[4].
Πρώτον : Το τέλειο θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού είναι το κατ’ευδοκίαν θέλημα. Και αυτό είναι η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος διά της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, «ίνα οι άνθρωποι θεοποιηθώσιν κατά χάριν», κατά τον Μ. Αθανάσιο[5].
Δεύτερον :  Το δεύτερο θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού είναι το κατά παραχώρησιν θέλημα. Ο Θεός δεν θέλει, δεν επιθυμεί, δεν πράττει οποιοδήποτε κακό. Παραχωρεί, όμως, στους δαίμονες και στους αμαρτωλούς ανθρώπους να κάνουν κάποιο κακό ή πολλά κακά, σεβόμενος την ελευθερία τους, που είναι θεόσδοτο και αναφαίρετο δώρο του Θεού προς τους αγγέλους, τους δαίμονες και τους ανθρώπους. Όμως, δεν επιτρέπει σε κανένα δαίμονα και σε κανένα αμαρτωλό άνθρωπο να πειράξουν ή να δοκιμάσουν τους άλλους ανθρώπους περισσότερο απ’όσο αντέχουν.
Τρίτον : Το τρίτο θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού είναι το κατ’εγκατάλειψιν θέλημα. Δηλ. ο Θεός δίνει πολλές, πλείστες ευκαιρίες μετανοίας και επανορθώσεως των κακών, που κάνουν οι αμαρτωλοί άνθρωποι, για να τους συγχωρήσει, να τους σώσει, να τους βάλει τελικά στον Παράδεισο. Αν ο Άγιος Τριαδικός Θεός διαπιστώσει ότι, παρ’ όλες τις ευκαιρίες μετανοίας, που δίνει στους ανθρώπους, αυτοί δεν μετανοούν και πάνε από το κακό στο χειρότερο, τότε ή τους παίρνει την άκτιστη Θεία Χάριν Του ή τους αφαιρεί την ζωή, για να μην κολασθούν στην άλλη ζωή περισσότερο. Όταν τους παίρνει την άκτιστη Θεία Χάριν Του, τότε εισέρχονται μέσα στους ανθρώπους οι δαίμονες. Και αυτό γίνεται, μήπως μ’αυτόν τον τρόπο μετανοήσουν και σωθούν.
Γράψαμε τα παραπάνω για δύο λόγους : πρώτον, διότι δεν τα αναφέρει ο κ. Θ. Π., στο κρινόμενο άρθρο του, και δεύτερον, για να απαντήσουμε στο ερώτημά του :  «Τί κάνει ὁ Θεός μπροστά στόν ἀνυπόφορο πόνο καί στό ἀδιανόητο ἄδικο; Ἁπλά παρατηρεῖ»;
Προς επίρρωση των θέσεών του ο κ. Θ. Π. χρησιμοποεί και το χωρίο από το κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον, όπου ο Χριστός επί του Σταυρού κραυγάζει προς τον Θεό Πατέρα : «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλιπες»[6]; Γράφει κατά λέξη :  «Εἶναι τό περίφημο ἐρώτημα τῆς θεοδικίας : Πῶς συμβιβάζεται ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο μέ τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ, πού εἶναι πανάγαθος καί παντοδύναμος; Ἀπαντήσεις ἔχουν δοκιμαστεῖ πάμπολλες. Ὅσο, ὅμως, συμπαγεῖς κι ἄν εἶναι, παραμένει, πέρα ἀπό κάθε θεολογική ἐκλογίκευση, κάτι ἐντελῶς δυσβάστακτο : Τό νά καλπάζει ἀνεμπόδιστη ἡ ἀνείπωτη ὀδύνη, καί ὁ Θεός νά φαίνεται ὅτι παρακολουθεῖ βουβός τήν ἀγωνία τῶν θυμάτων.
Τό ἐρώτημα τό συναντᾶμε κάπως καί στή Μεγάλη βδομάδα. Ὁ Χριστός ὁδεύει πρός τή σταύρωσή του. Περνᾶ μπροστά ἀπό τή μητέρα του, ἡ ὁποία σπαράζει : «Δός μοι λόγον, Λόγε. Μή σιγῶν παρέλθης με». Μπορεῖ νά εἶναι ἡ κραυγή ὅλων τῶν μανάδων, πού εἶδαν τά παιδιά τους νά πεθαίνουν πρίν ἀπό αὐτές. Ἀλλά, ὁ Χριστός τήν προσπερνᾶ σιωπηρός. Λίγο ἀργότερα, ἐπί τοῦ σταυροῦ, ὁ ἴδιος κραυγάζει : «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες»; Τό ἀξιοπαρατήρητο εἶναι ὅτι αὐτά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τόν 22ο Ψαλμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη. Στό πρῶτο μέρος ὁ δίκαιος παραπονεῖται στόν Θεό γιά ἐγκατάλειψη. Στό δεύτερο μέρος, ἀφήνεται στόν Θεό μέ ἐμπιστοσύνη. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἐπί τοῦ σταυροῦ χρησιμοποίησε μόνο τό πρῶτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ - ἐξέφρασε μόνο τήν ἐγκατάλειψη. Καί ἐνῶ στή βάπτιση εἶχε ἀκουστεῖ ἡ φωνή τοῦ Πατρός, καί ἐνῶ πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Πατέρας ἐπίσης διαβεβαίωσε ὅτι τό πάθος τοῦ Υἱοῦ θά ἦταν ὁ δοξασμός του, κατά τήν ἀγωνία ἐπί τοῦ σταυροῦ δέν ἔρχεται φωνή ἐξ οὐρανοῦ. Βρισκόμαστε στά ἔγκατα ἑνός μυστηρίου».
Ποια είναι, όμως, η ἀληθὴς ἔννοια τοῦ χωρίου : «...Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλιπες»;
Σύμφωνα με τον Σεβ. Μητρ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ[7], «υπάρχει ἡ βλάσφημη κακοδοξία ὅτι ὁ Χριστός ἐπί Σταυροῦ ἐγκαταλείφθηκε πράγματι ὡσαύτως ἀπὸ τόν Θεό, γι’αὐτό καὶ δέν ἐτόλμησε πλέον, στή σχετική ἀναφώνησή Του, νά ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «πατέρα». Ἡ κακοδοξία αὐτή στηρίχθηκε βεβαίως στήν προμνησθείσα, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀναφώνηση τοῦ Κυρίου «Θεέ μου Θεέ μου, ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλιπες»; Κατ' ἀρχήν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτό στήν ΠΗ΄ (88η) ὁμιλία του στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο[8], γράφει ὅτι ἡ ἀναφώνηση ἔγινε «...ἵνα μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἴδωσιν ὅτι τιμᾷ τὸν Πα­τέρα... Καὶ κράξας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα... Τοὐτέστι ὃ ἔλεγεν· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλι λαβεῖν αὐτήν. Καὶ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ». Στή συνέχεια προσθέτει ὁ Ἅγιος πατήρ[9] : «...Ἀλλ' ὅτι δέν ἐγκατελείφθη ὑπὸ τοῦ Πατρός, μαρτυροῦσι τὰ ὑπερ­φυσικὰ σημεῖα κατὰ τὴν Σταύρωσιν, ἤτοι ὁ σεισμὸς -ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο- ὁ σκοτισμὸς τοῦ ἡλίου ἐν μέσῃ μεσημβρίᾳ κ.ἄ.»[10].
Κατὰ τὴν ταπεινὴ γνώμη μας, ἡ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἀναφώνηση «Θεέ μου Θεέ μου ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλιπες»; λέχθηκε κυρίως γιά νά βεβαιωθεῖ καί δι' αὐτῆς ὅτι πράγματι ἔπασχε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ὡς τέλειος ἄνθρωπος. Διότι, προεγίγνωσκε ἀπολύτως, ὡς αἰώνιος Λόγος - Θεὸς (δι' Οὗ καὶ ἐν Ὧ· ὄχι μόνο ἐγένοντο, ἀλλὰ καὶ προεγνώσθησαν τὰ πάντα[11]), ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ταχέως ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθοῦν γιὰ νά καταπολεμήσουν πολυτρόπως, ὡς «πύλαι Ἄδου»[12], τὴν ἁγία Ἐκκλησία Του, θὰ ἦταν καὶ οἱ «Δοκῆτες» - Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι θὰ ὑποστήριζαν ὅτι ἡ θεία φύση Του ἀπορρόφησε τελείως τὴν ἀνθρώπινη, πάντα δὲ τὰ ὑπ’ Αὐτοῦ ἤ εἰς Αὐτὸν κατ' ἄνθρωπον τελεσθέντα ᾖταν ἁπλὰ «φαινόμενα»... Ἑπομένως, καθόλου δέν ἔπασχε πρὸ ἤ καὶ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἐπίσης δὲ ὅτι δέν πέθανε ὡς ἄνθρωπος. Ὡς ἐκ τούτων ἐντελῶς περιωρισμένη πνευματική σημασία εἴχε τόσο ἡ ... Σταύρωσή Του, ὅπως καὶ ἡ δῆθεν «ἀνάστασή» Του. Καὶ ἀνάλογες οἱ ὑποχρεώσεις μας καὶ τὰ καθήκοντα... ὅπως «γίνωμεν μιμηταὶ Αὐτοῦ καί ... ὑπήκοοι εἰς τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ»[13].
Γιὰ τὴν παροχὴ, λοιπὸν, στὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν πνευματικῶν στοιχείων πρὸς τέλεια ἀναίρεση καὶ αὐτῆς τῆς αἱρέσεως (ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ πνευ­ματικὴ βλάβη τῆς ἁγίας μας πίστεως θὰ ἦταν, σέ βασικὰ σημεῖα, ἀνυπολόγιστη, ὡς καὶ ἀπό τά προεκτεθέντα μέ κάθε σύνοψη συνάγεται) ἀνέπεμψε ὁ Κύριος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὴν ἀναφώνηση περὶ τῆς ἐγκαταλείψεώς Του. Θέλησε νά μὴν ἀφήσῃ καμία ἀμφιβολία ὅτι κατά τήν Σταύρωση ἔπασχε πράγματι καὶ ὡς τέλειος ἄνθρωπος. Καὶ ὡς τέτοιος, πέθανε καὶ θάνατο πραγματικό καί ἐπώδυνο.
Ἀλλά σ’ αὐτὴν τήν πλήρη καὶ τέλεια, κατὰ τὴν ταπεινὴ μας γνώμη, ἑρμηνεία καὶ τῆς περὶ ἧς ὁ λόγος ἀναφωνήσεως τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ κρίνουμε καλό νά προσθέσουμε καὶ  μία συμπληρωματικὴ, κατά την ὁποία, ἡ ἀναφώνηση ἔγινε, ὥστε καὶ δι' αὐτῆς νά διακηρύξει ὁ Κύριος καὶ τὴν τέλεια ἀναμαρτησία Του καὶ ὡς τέλειος, ἐπαναλαμβάνυμε, ἄνθρωπος. Διότι, μόνο ὁ «τελείως ἀναμάρτητος» θὰ εἶχε τὸ δικαίωμα νά πεῖ πρὸς τὸν Θεὸ τέτοιο λόγο, ἐφόσον ὁ θάνατος ὀρίσθηκε ἀπ’ Αὐτόν ὡς ποινὴ καὶ ἐπακόλουθο τῆς ἁμαρτίας. Γι’αὐτό ἐπανέλαβε καὶ μέσω αὐτῆς ἐμμέσως ὁ Κύριος τὴν διακήρυξη τῆς τελείας ἀναμαρτησίας Του, τὴν ὁποία,  ῥητῶς, καὶ κατ’ ἐπανάληψιν, καὶ σέ ἄλλες ὁμιλίες Του τόνισε. Ἐμμέσως δὲ πάλιν προανήγγειλε ὡσαύτως καὶ τὴν πολλαπλὴ νίκη Του κατὰ τοῦ Σατανᾶ, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ὡς ἀπολύτως δίκαιη, καὶ νόμιμη συνέπειά της.
Ὅτι δὲ ἡ προμνησθεῖσα ῥήση τοῦ Κυρίου δέν λέχθηκε ἀπ’ Αὐτόν μὲ τὴν κυριολεκτική, τὴν «κατὰ γράμμα» ἔν­νοιά της, ἀλλὰ γιὰ τοὺς προεκτεθέντες λόγους, βεβαιωνόμαστε, φρονοῦμε, ἀπολύτως.  Ὁ Θεὸς εἶναι μέν τρισυπόστατος, ἀλλ’ εἶναι ἕνας κατά τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση, δέν εἶναι ἄρα δυνατὸν νά δεχθοῦμε ἤ νά νοήσουμε χωρισμὸν ὁποιασδήποτε θείας ὑποστάσεως ἀπὸ τίς λοιπέν, ἐφόσον αὐτές εἶναι ἀτρέπτως, ἀϊδίως καὶ ἀνάρχως ἀχώριστες («...τριὰς ὁμοούσιος καὶ ἀχώριστος) καὶ ἀποτελοῦν, οἱ τρεῖς μαζί, τὸν ἕνα Θεόν, χωρίς νά μπορεῖ καμία νά νοηθεῖ, ἀλλὰ καὶ νά ὑπάρξει, χωρισμένη ἀπὸ τίς δύο ἄλλες, χωρίς νά ὑπάρχει Ἱεραρχία στήν  Ἁγία Τριάδα, ἀλλά ὑπαρχόντων προσωπικῶν ἰδιωμάτων[14]. Αὐτό ἐξ ἄλλου ῥητῶς καὶ πολυτρόπως διεκήρυξε ὁ Κύριος μέ τά «...ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμέν»[15], «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί»[16], ἐνῶ ὁ θεῖος Παῦλος, γράφει, σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι τὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξῃς τοῦ Πατρὸς καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως Αὐτοῦ»[17], ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ «Δύναμις καὶ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ»[18].
Γι’ αὐτό δέν ἦταν δυνατὸν νά γίνει ἐγκατάλειψη τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, οὔτε ἀπὸ τόν Πατέρα, οὔτε ἀπὸ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐφόσον σ’ Αὐτό ἐνοικεῖ ὁ αἰώνιος Λόγος-Υἱός. Ἀπὸ τόν Πατέρα μὲν διότι, ἐφόσον στόν Κύριο ἐνοικεῖ ὁ αἰώ­νος Λόγος-Υἱός, ἄρα ἡ ἐγκατάλειψή Του θὰ σήμαινε χωρι­σμὸ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ τόν «μονογενῆ Υἱόν καὶ Λόγον Αὐτοῦ» (τόν ὄντα, πάντοτε, ἀϊδίως, ἀτρέπτως καὶ ἀνάρχως στὸν κόλπο Τοῦ[19]), χωρισμὸ δηλαδὴ ἀπὸ τήν «Δύ­ναμιν» καὶ τήν «Σοφίαν» Του, ἀπὸ τό ἀπαύγασμα τῆς δόξῃς Του καὶ τόν χαρακτῆρα τῆς ὑποστάσεώς Του, τό ὁποῖο εἶναι αἱρετικό βλάσφημο καί κακόδοξο. Ὡσαύτως, δέν ἦταν δυνατὴ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Κυρίου ἀπὸ τό Ἅγιον Πνεῦμα­, διότι ἀνάρχως καὶ ἀϊδίως καὶ αὐτό ἐκπορευόμενο ἀπὸ τόν Πατέρα ἐπαναπαύεται πάντοτε στὸν Υἱό. Τέλος, ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Κύριος καὶ ὡς τέλειος ἄνθρωπος, κατοικοῦσε καὶ ἐνυπῆρχε σ’ Αὐτόν ὁ αἰώνιος Λόγος-Θεός, «ἅπαν δηλαδὴ τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»[20], ἀμέριστου καὶ ἀδιαιρέτου οὔσης, κατὰ τὰ προεκτεθέντα. Ἑπομένως οὔτε γιά μιά στιγμὴ δέν ἐγκαταλείφθηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τόν Θεό, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἡ δὲ σχετικὴ ἀναφώνησή Του δέν εἶχε καθόλου κυριολεκτικὴ ἔννοια. Ἀπέβλεπε σέ ἄλλο ἣ ἄλλους σκοπούς, ὑψίστης πάντοτε πνευματικῆς σημασίας γιὰ τὸ ὅλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς Σταυρώσεώς Του. Ἀλλιῶς, ἐκτός ἀπό τά προεκτεθέντα, θὰ ἀντέφασκε ὁ Κύριος καὶ πρὸς τόν Ἑαυτό Του, διακηρύσσοντας, ὅπως εἴπαμε, ἐπανειλημμένως «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν» καὶ «ἐγὼ τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί» κ.ἄ.[21]
Η αίρεσις του Θεοπασχιτισμού
Ο κ. Θ. Π. σε όλο το άρθρο του προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Θεός δεν είναι απαθής, αλλά πάσχει μαζί μας. Ιδίως ότι επί του Σταυρού πάσχει και η θεία και η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Εμείς, όμως, ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ακολουθώντας ταπεινώς την Αγία Γραφή, τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, πιστεύουμε ότι ο Ιησούς Χριστός επάνω στον Σταυρό έπαθε «σαρκί», κατά την σάρκα μόνο, ενώ η θεία Του φύση έμεινε τελείως απαθής. Λέγει η Ε΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος (553) στο 12ο ανάθεμα, το οποίο αναφέρει και ο κ. Θ. Π. : «Εἰ τίς οὐχ ὁμολογεῖ τόν τοῦ Θεοῦ Λόγον παθόντα σαρκί καί ἐσταυρωμένον σαρκί καί θανάτου γευσάμενον σαρκί γεγονότα τε πρωτότοκον ἐκ τῶν νεκρῶν, καθό ζωή τέ ἐστι καί ζωοποιός ὡς θεός, ἀνάθεμα ἔστω»[22]. Επίσης, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, Γ΄ Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, όπως επίσης και στις 14 Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, στη Μικρή Είσοδο της Θείας Λειτουργίας, ψάλλουμε : «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο σαρκί σταυρωθείς, ψάλλοντάς σοι, αλληλούια».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατεδίκασε την αίρεση του Θεοπασχητισμού, όταν οι αιρετικοί Θεοπασχίτες, πού φύτρωσαν από τόν μονοφυσίτη Εὐτυχῆ, σάν ἀπό κάποια πολυκέφαλη ὕδρα, τῶν ὁποίων ἀρχηγός ἦταν ὁ Πέτρος ὁ Κναφεύς, δογμάτισαν λανθασμένως το «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος, ο σταυρωθείς δι’ημάς, ελέησον ημάς».Κατά τούς μονοφυσίτες, ἡ ἀνθρωπότητα μετατράπηκε σέ Θεότητα. Ἄρα, λοιπόν, ἔπαθε ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς, - λυπήσου τους Κύριε! - ἀφοῦ μία εἶναι ἡ φύση τῆς Θεότητος. Γι’αὐτό, οἱ ἐμβρόντητοι ἐτόξευσαν αὐτή τήν βλασφημία στήν Ἁγία Τριάδα, πού ὑμνεῖται μέ τόν τρισάγιο ὕμνο[23].
Σύμφωνα μέ τόν πα΄ (81ο) Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρῶτος ὁ Πέτρος ὁ Κναφεύς καί οἱ ἀκόλουθοί του Θεοπασχίτες τόλμησαν νά προσθέσουν στόν Τρισάγιο ὕμνο, μετά τό «Ἅγιος Ἀθάνατος», το «ὁ σταυρωθεῖς δι’ ἡμᾶς». Οἱ αἱρετικοί, λοιπόν, αὐτοί μαζί μέ τήν προσθήκη τους κατακρίθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο, πού ἔγινε στή Ρώμη ἐπί Φίληκος, πρίν τήν Ε΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, καί μάλιστα ὁ Κναφεύς ἀναθεματίσθηκε. Ἐπειδή, ὅμως, βρίσκονταν ἀκόμη κάποιοι διάδοχοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Κναφέως, πού ἔλεγαν τόν Τρισάγιο ὕμνο μέ τήν βλάσφημη αὐτή προσθήκη, ἡ ΣΤ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναθεματίζει ἐκείνους, πού τήν παραδέχονται καί τήν συνάπτουν στό Τρισάγιο εἴτε φανερά στίς Ἐκκλησίες εἴτε κατ’ ἰδίαν. Ἄν εἶναι Κληρικοί τούς καθαιρεῖ, ἄν εἶναι λαϊκοί τούς ἀφορίζει.
Ἡ Ἐκκλησία θεόθεν παρέλαβε τόν Τρισάγιο ὕμνο. Ἱστορεί ὁ Θεοφάνης ὅτι γίνονταν σεισμοί στήν Κων/λη καί οἱ πολίτες ἀπό φόβο βγῆκαν στόν κάμπο καί λιτάνευαν (συνλιτάνευαν καί ὁ βασιλιάς Θεοδόσιος ὁ μικρός καί ὁ Πρόκλος Κων/λεως ἀνυπόδητοι, κατά τόν Γλυκά). Ἐπειδή τότε ἄρχιζε ἡ αἵρεση τῶν Θεοπασχιτῶν, ἀπό ἐπήρεια τοῦ διαβόλου, ἐξαιτίας αὐτοῦ κάποια ἡμέρα συνέβη καί ἁρπάχθηκε ἕνα παιδί στόν ἀέρα καί ἄκουσε θεία φωνή, πού τοῦ ἔλεγε νά πεῖ στόν Ἐπίσκοπο καί τόν λαό νά λιτανεύουν μέ αὐτά τά λόγια˙ «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος  Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Βλέποντας ὅλοι αὐτό τό παράδοξο μέ φόβο καί ἔκπληξη ἔκραζαν πολλές ὧρες τό «Κύριε ἐλέησον». Καί νά πάλι κατέβηκε τό παιδί ἀπό τή νεφέλη καί μέ μεγάλη φωνή φανέρωσε σέ ὅλους ὅτι οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων ἀναφέρουν στόν Θεό τόν τρισάγιο ὕμνο χωρίς τήν προσθήκη τοῦ «ὁ σταυρωθεῖς», λέγοντας˙ «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τό μέν παιδί εὐθύς μετά τά λόγια αὐτά παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ σεισμός εὐθύς ἔπαυσε. Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στίς 25 Σεπτεμβρίου. Τό Συναξάρι τῆς ἡμέρας ἀναφέρει˙ «Τῆ αὐτῆ ἡμέρα ἀνάμνησις τοῦ μεγάλου σεισμοῦ καί τῆς εἰς τόν ἀέρα ἁρπάγης τοῦ παιδός». Οἱ στίχοι τοῦ Συναξαρίου λένε˙ «Ἀρθείς ἄνω παῖς, τό τρισύμνητον μέλος, καθώς νόες ψάλλουσιν, ἀγγέλει κάτω». Λέει ὁ Νικηφόρος ὅτι ὁ τόπος, πού ὑψώθηκε τό παιδί, ὀνομάσθηκε ὕψωμα θεῖο, τώρα δέ ὀνομάζεται Ψωμαθειά. Ἀπό τότε, λοιπόν, πρόσταξε ὁ Βασιλιάς νά ψάλλεται παντοῦ ὁ ὕμνος αὐτός στήν ἑλληνική γλώσσα. Γι’αὐτό καί παλαιά ὁ μέγας Σάββας συγχώρησε στούς Ἀρμενίους χριστιανούς νά ψάλλουν τήν ἀκολουθία τους στά ἀρμενικά, ὅμως τό Τρισάγιον ὄχι στά ἀρμενικά, ἀλλά στά ἑλληνικά. Καί ἕως τώρα δέ οἱ Λατίνοι στήν λιτανεία τοῦ ἐπιταφίου τους ψάλλουν τόν Τρισάγιον στά ἑλληνικά καί ὄχι στά λατινικά, ἐξ αἰτίας τοῦ σεβασμοῦ στήν γλώσσα, πού ἐκφωνήθηκε θεόθεν. Κατά τόν Δοσίθεο, αὐτό τό θαῦμα ἔγινε πρό τοῦ Κναφέως. Γιατί, ὁ Κναφεύς μετά ἀπό αὐτά ἦταν ἐπί Ζήνωνος, ἀλλά οὔτε πρό τῆς Δ΄ Συνόδου ἡ μοίρα τῶν Θεοπασχιτων ἦταν χωρισμένη.  
Ὁ Τρισάγιος ὕμνος εἶναι συντεθειμένος ἀπό τρία μέρη. Τό μέν «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος» εἶναι παρμένο ἀπό τόν ὕμνο τῶν Σεραφίμ, καθώς ὁ προφήτης Ἠσαΐας τόν ἄκουσε. Τό δέ, «Θεός, ἰσχυρός, ἀθάνατος», εἶναι παρμένο ἀπό τό Δαβιτικό˙ «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν, τόν ἰσχυρόν, τόν ζῶντα (ζῶν καί ἀθάνατος εἶναι τό ἴδιο)»[24]. Τό δέ, «ἐλέησον ἡμᾶς», εἶναι δανεισμένο ἀπό τό λγ΄ κεφάλαιο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου καί ἀπό τόν ρκβ΄ (122ο) ψαλμό καί εἶναι δέηση καί ἱκεσία. Ὁ ὕμνος αὐτός ἀναφέρεται στήν Ἁγία Τριάδα. Τό μέν «ἅγιος ὁ Θεός» δηλώνει τόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ θεογόνος πηγή τῆς Θεότητος τοῦ   Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό δέ «ἅγιος Ἰσχυρός» δηλώνει τόν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ἰσχυρός καί δύναμη καί βραχίων τοῦ Πατρός, δι’ οὐ ἔγιναν τά πάντα. Τό δέ «Ἀθάνατος» δηλώνει τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο λέγεται ζωῆς χορηγός. Τό δέ «ἐλέησον ἡμᾶς», ὅταν ἐπιφέρεται ἐνικῶς, σημαίνει τήν μία Κυριότητα καί Θεότητα τῶν τριῶν προσώπων. Ὁ δέ παράφρων Κναφεύς, προσθέτοντας τό   «ὁ σταυρωθεῖς δι’ ἡμᾶς», δέν ἀνασταυρώνει μόνο τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ τόν Υἱό, κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἀλλά παρεισάγει τέταρτο πρόσωπο στήν Τριάδα καί θέτει μέν χωριστά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, χωριστά δέ τόν ἐσταυρωμένο Χριστό, κατά τόν Βαλσάμωνα[25].
Απορούμε, πώς είναι δυνατόν μια αίρεση, που καταδικάστηκε στους πρώτους ακόμη χριστιανικούς αιώνες, να θεωρείται από τον κ. Θ. Π. ως «ορθόδοξος θεοπασχητισμός», όπως γράφει στο υπό κρίσιν άρθρο του. 
Ίσως, βέβαια ο κ. Θ. Π. να μας απαντήσει ότι υπάρχουν άγιοι πατέρες, οι οποίοι γράφουν ότι «εσταυρώθη ο Θεός», γεγονός που επαναλαμβάνουν στα κείμενά τους και σύγχρονοί μας παραδοσιακοί ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Ρώσσος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ και ο Ρουμάνος π. Δημήτριος Στανιλοάε. Αγνοεί, όμως, αθεολογήτως ο κ. Θ. Π. ότι, όταν οι άγιοι Πατέρες και οι σύγχρονοί μας θεολόγοι γράφουν ότι «εσταυρώθη ο Θεός πάσχων μεθ’ημών», ενοούν πάντοτε ορθοδόξως και ανατολικώς ότι «εσταυρώθη ο Θεός ‘σαρκί’», δηλ. μόνο κατά την σάρκα εσταυρώθη ο Χριστός. Ο κ. Θ. Π. απομονώνει, κατά το εγωιστικό του θέλημα, πατερικά χωρία, παλαιοτέρων και νεοτέρων πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τα ερμηνεύει φιλοσοφικώς, αριστοτελικώς, λογικοκρατικώς, σχολαστικώς, στοχαστικώς, παπικώς, προτεσταντικώς, και όχι αλιευτικώς, αποστολικώς και αγιοπατερικώς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μάς συμβουλεύει :  «Να θεολογείς αλιευτικώς και αποστολικώς και όχι σχολαστικώς και αριστοτελικώς».
Ας κάνει τον κόπο ο κ. Θ. Π. να διαβάσει την ερμηνεία, που δίνει ο άγιος Νικόδημος στα παρακάτω τροπάρια.
Κατά τόν Θεόδωρο, τό τρίτο τροπάριο τῆς δ΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου, «ὁ Ἅδης, Λόγε, συναντήσας σοι, ἐπικράνθη, βροτόν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί πανσθενουργόν, τῷ φρικτῶ τῆς μορφῆς δέ διαπεφώνηκεν», εἶναι ἀσαφές. Ἐπειδή, πῶς λέγεται ἐδῶ ὅτι ὁ ἅδης συνάντησε τόν Χριστό γεμάτο ἀπό τά σημάδια τῶν πληγῶν καί τῶν παθῶν; Τά μέν σημάδια τῶν παθῶν εἶναι ἴδια τῶν σωμάτων, ὁ δέ ἅδης εἶναι τόπος τῶν ψυχῶν καί ὄχι τῶν σωμάτων. Ἑπομένως, πῶς λέγεται ὅτι ὁ ἅδης εἶδε τόν Κύριο κατάστικτο μέ τούς μώλωπες; Ἐπειδή ἡ Θεότητα ἦταν μαζί μέ τήν ψυχή στόν ἅδη, ἀνάγκη εἶναι ἀκολουθήσει ἕνα ἀπό τά δύο˙ ἤ τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ νά εἶδε ὁ ἅδης κατάστικτη ἀπό τούς μώλωπες ἤ τήν ψυχή Του. Ἀλλά, τό νά πάσχει ἡ ἀπαθέστατη Θεότητα τέτοιο πάθος, εἶναι αἱρετικό φρόνημα καί ἴδιο τῶν θεοπασχιτῶν. Ἀπομένει, λοιπόν, νά νοήσουμε ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Κυρίου εἶχε τά στίγματα καί σημεῖα τῶν παθῶν καί γι’αὐτό, ὅταν τήν εἶδε ὁ ἅδης ἔτσι κατεστιγμένη, πικράθηκε[26].
Ὁ Ἱεράρχης Κοσμᾶς μέ τό δεύτερο τροπάριο τῆς στ΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου, «Βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον, ἔφυ τό πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ, εἰ γάρ καί πέπονθέ σου τῆς σαρκός ἡ χοϊκή οὐσία, ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε˙ τό φθαρτόν δέ σου πρός ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας, καί ἀφθάρτου ζωῆς, ἐδειξας πηγήν ἐξ ἀναστάσεως», ἀναιρειῖ τό αἱρετικό φρόνημα τῶν θεοπασχιτῶν καί ἐπιστομίζει τά στόματα τῶν συκοφαντῶν, δείχνοντας ποιά φύση πρέπει νά φρονοῦμε ἐπί Χριστοῦ ὅτι ἔχει φυσικό τό νά πάσχει καί ποιά ὅτι δέν ἔχει φυσικό τό νά πάσχει. Γι’αὐτό μέ δύο σύστοιχα καί ὁμοτέλευτα λόγια εἰσάγει δύο λέξεις, βροτοκτονία καί θεοκτονία. Τήν μέν βροτοκτονία δέχεται ὅτι ἔγινε στ’ ἀλήθεια ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἐπειδή αὐτή στάθηκε τό κέντρο τοῦ θανάτου, κατά τόν Ἀπόστολο. Τήν δέ θεοκτονία δέν δέχεται ὅτι ἔγινε. Ἄπαγε!  
Ἐπειδή ἐκεῖνος, πού ἁμάρτησε ἦταν ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ Ἀδάμ, καί κατά τῆς ἁμαρτίας ἐκείνου δόθηκε ὡς ἐπιτίμιο ὁ θάνατος – «ἦ δ’ ἄν ἡμέρα φάγησθε, φησίν, ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτω ἀποθανεῖσθε»[27] -, γι’αὐτό καί ἄνθρωπος ἔπρεπε πάλι νά πεθάνει, γιά νά λύσει τήν ἁμαρτία ἐκείνου καί τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὑπέκυψε στό πάθος καί ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου. Διότι, ἄν καί ὁ Κύριος δέν ἔκανε ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι τό κέντρο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἐπειδή ὁ παντευλόγητος καί ἀναμάρτητος Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, βάσταξε τίς νόσους καί καταδέχθηκε νά ὀνομασθεῖ κατάρα καί ἁμαρτία για’ μᾶς, γι’ αὐτό πάσχει, θνήσκει καί θάπτεται κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία εἶναι φύσει παθητή καί θνητή καί φυσικό ἔχει τό νά ἐνταφιάζεται. Ἄν καί πέθανε, ὅμως, ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρωπότητα, δέν συναποθνήσκει καί ἡ Θεότητα, πού τήν προσέλαβε. Ἄπαγε! Διότι, ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, μέ τήν ὁποία ἦλθε στόν κόσμο ὁ θάνατος, ἔγινε μέν ἀνθρωποκτόνος, κατά τόν Ἀπόστολο[28], ἐπειδή ὁ Ἀδάμ, πού ἁμάρτησε, ἦταν ἄνθρωπος. Δέν ἔγινε δέ καί θεοκτόνος ἡ ἁμαρτία ἐκείνου, γιατί ποιός μπορεῖ νά ὑπονοήσει θάνατο στόν φύσει ἀθάνατο; Γι’ αὐτό ἐπιφέρει ἀκολούθως ὁ Μελωδός καί λέει ὅτι, ἄν καί ἡ χοϊκή οὐσία τῆς σαρκός Σου ἔπαθε, ἐπειδή κρεμάσθηκε στόν Σταυρό, περονήσθηκε, κεντήθηκε μέ τήν λόγχη, θανατώθηκε καί ἐνταφιάσθηκε, ὅμως ἡ Θεότητα ἔμεινε ἀπαθής.
Ὄχι μόνο αὐτή ἔμεινε ἀπαθής, ἀλλά καί αὐτό τό σῶμα Σου, τό ὁποῖο μέχρι τότε ἦταν παθητό, φθαρτό καί θνητό, ἐξαιτίας τῆς ἀρρήτου οἰκονομίας καί συγκαταβάσεως (γιά νά καταργηθεῖ τό πάθος, ἡ φθορά καί ὁ θάνατος μέ τό πάθος, τήν φθορά καί τοῦ θανάτου Του), μετεστοιχείωσε σέ ἀπάθεια, ἀφθαρσία καί ἀθανασία, ὥστε νά μήν μπορεῖ πλέον νά πάσχει, νά φθείρεται καί νά θανατώνεται, ἀλλά νά εἶναι στό ἑξῆς ἀπαθές, ἄφθαρτο καί ἀθάνατο. Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί αὐτό τό ἄφθαρτο σῶμα Σου, τό ἔκανε μεταδοτικό της ἀφθαρσίας στά ἄλλα φθαρτά σώματα τῶν ἀνθρώπων καί τό ἔδειξε μία πηγή ἀφθάρτου ζωῆς ἐκ τῆς ἀναστάσεως (δηλαδή μετά τήν ἀνάσταση) ἤ ἐξαιτίας τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματός Σου, ἡ Θεότητα τό ἔδειξε πηγή ἀφθάρτου ζωῆς. Καθώς ἡ πηγή, πού διαιρεῖται σέ πολλά ρυάκια, ποτίζει ἀνθρώπους, ζῶα, γῆ καί ζωογόνει τά πάντα, ἔτσι καί ἡ ἀνάσταση τοῦ θεοϋποστάτου σώματος τοῦ Κυρίου ἔγινε πηγή τῆς ἀφθάρτου ζωῆς σέ ὅλους μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει˙ «Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν ἐγένετο ὁ Χριστός καί αὐτοῦ ἀναστάντος, πάσα ἡ τῶν ἀνθρώπων συνανέστη φύσις»[29]. Ἑπομένως, ἡ φθαρτή καί νεκρή σάρκα τοῦ Μονογενοῦς μετά τήν ἀνάσταση ἐχρημάτισε πηγή ζωῆς ἀφθάρτου[30].
Η αντίδοσις των ιδιωμάτων
Ο κ. Θ. Π. στο άρθρο του αναφέρεται και στην αντίδοση των ιδιωμάτων. Γράφει : «Τή μυστήρια συμμετοχή τοῦ Θεοῦ στό πάθος τή φωτίζει κάπως ἕνα ἰδιαίτερο κεφάλαιο τῆς δογματικῆς παράδοσης : ἡ ἀντίδοση ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίδοση ἰδιωμάτων σημαίνει ὅτι οἱ ἰδιότητες καθεμιᾶς ἀπό τίς δύο φύσεις τοῦ Θεανθρώπου δέν μένουν περίκλειστες στήν ἀντίστοιχη φύση, ἀλλά τελοῦν σέ ὄσμωση, σέ ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τους. Ἔτσι, «κάθε τί πού ἔκανε [ὁ Χριστός] ὡς ἄνθρωπος, ἦταν ἐξ ἴσου θεία πράξη, ἀλλά αὐτός πού ἐνεργοῦσε δέν ἦταν ἡ θεία φύση. Ἐνεργοῦσε τό συγκεκριμένο πρόσωπο˙ ἦταν ὅλα πράξεις τοῦ Υἱοῦ».
Θεωρούμε ότι ο κ. Θ. Π. θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικός, σαφής και αναλυτικός στην αναφορά του αυτή.
Σύμφωνα με τον ελλογιμώτατο καθηγητή της δογματικής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.,  κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «η Χριστολογική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνοψίζεται στά ἑξῆς : Στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκαν ὑποσταστικῶς ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὡς ἀνθρώπινη φύση ἐννοοῦμε τό σῶμα καί τήν λογική ψυχή μέ ὅλες τίς ἰδιότητές τους, χωρίς βέβαια τήν ἁμαρτία. Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τό πρόσωπο αὐτό, ὅπως τό καθόρισε ἡ Δ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος (451), εἶναι «ἐν δυσί φύσεσι», στή θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση. Οἱ δύο αὐτές φύσεις εἶναι ἑνωμένες «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως καί ἀσυγχύτως». Ἐνῶ δηλ. ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι ἀδιαίρετη, καθεμιά ἀπό τίς δύο φύσεις διατηρεῖ τά φυσικά ἤ οὐσιώδη προσόντα της. Ἔτσι, ὑπάρχουν δύο φυσικές ἐνέργειες καί θελήσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, δύο φυσικά αὐτεξούσια, δύο σοφίες, δύο γνώσεις κλπ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη. Οἱ δύο φυσικές θελήσεις, ἐνῶ διατηροῦν τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκειται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἑνότητος τοῦ προσώπου του.
Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἀλληλοπεριχωροῦνται κατά ἀσύγχυτο τρόπο. Ὅταν λέμε περιχώρηση ἐννοοῦμε τήν ἐνοίκηση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Κατά τήν περιχώρηση τῶν δύο φύσεων, ἡ θεία φύση ἐνεργεῖ καί μεταδίδει, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη δέχεται τήν θεία ἐνέργεια. Συνέπεια τῆς ὑποσταστικῆς ἑνώσεως καί τῆς περιχωρήσεως τῶν δύο φύσεων εἶναι ἡ ἀντίδοση, ἡ κοινοποποίηση τῶν ἰδιωμάτων. Ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων σημαίνει μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὀνομάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καί μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη φύση καθ’ἑαυτήν. Ἔτσι, ὁ Χριστός λέγεται Θεός καί ἄνθρωπος, ἄκτιστος καί κτιστός κλπ. Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά ὀνομάσουμε τήν Θεότητα κτιστή καί παθητή, οὔτε νά ἀποδώσουμε στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καθ’ἑαυτήν θεία ἰδιώματα καί νά τήν ὀνομάσουμε ἄκτιστη, ἀπαθῆ, πάνσοφη, πανταχοῦ παροῦσα κλπ. Καί αὐτό γιατί οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκέραιες, μέσα δηλ. στά ὅριά τους.
Οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες, καί ἰδίως οἱ Λουθηρανοί, ἀντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στόν Χριστό. Δέχονται δηλ. ὅτι, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως ἀποδίδονται καί στήν ἀνθρώπινη φύση ὡς ὀντολογικά ἰδιώματά της. Ἔτσι, εὔλογα ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν. Ἡ ἄποψη αὐτή τῶν Λουθηρανῶν δέν εἶναι ἁπλῶς ἀπαράδεκτη, ἀλλά καί αἱρετική, γιατί ἀντίκειται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή περιέχεται στίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄, Δ΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄλλωστε, ἐδῶ μποροῦμε νά παρατηρήσουμε καί ἀσυνέπεια τῶν Λουθηρανῶν. Ἐνῶ δηλ. κάνουν λόγο γιά μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς θείας φύσεως στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καθ’ἑαυτήν, δέν κάνουν λόγο καί γιά ἀντίστοιχη μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στή θεία φύση. Ἄν, ὅμως, τό τελευταῖο ἀποτελεῖ βλασφημία, ἐπειδή ἔτσι ὁ Θεός γίνεται παθητός, θνητός κλπ., ἀποτελεῖ μεγάλο δογματικό σφάλμα νά ὑποστηρίζεται καί τό πρῶτο. Γιατί, ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί περιχωρήσεως τῶν δύο φύσεων, καί ἄλλο ἡ μετάδοση θείων ἰδιωμάτων στήν ἀνθρώπινη φύση καθ’ἑαυτήν.
Ὅταν λέμε θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἔχασε τά φυσικά ἰδιώματά της καί μεταβλήθηκε σέ θεία φύση, ἀλλά ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, παραμένοντας μέσα στά ὅριά της, μέ τά φυσικά ἰδιώματά της, ἐμπλουτίστηκε μέ τίς θεῖες ἐνέργειες. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό παράδειγμα τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου. Ὅπως δηλ. ὁ σίδηρος, ὅταν πυρώνεται, δέν μεταβάλλει τήν φύση του, ἀποκτᾶ ὅμως καί τίς ἐνέργειες τῆς φωτιᾶς, ἔτσι καί ἡ θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά ἔχει μεταβληθεῖ σέ θεία φύση, ἔχει δεχθεῖ καί τίς θεῖες ἐνέργειες. Ὅταν, ὅμως, οἱ Λουθηρανοί ὑποστηρίζουν τήν παρουσία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ παντοῦ, τοποθετοῦν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τά φυσικά ὅριά της, πράγμα πού εἶναι κατηγορηματικά ἀντίθετο μέ τήν ἀπόφαση τῆς Δ΄ καί ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[31].
Επειδή θέλουμε να είμαστε σαφείς και περιεκτικοί, χωρίς να μισούμε ή να περιφρονούμε ή να κατακρίνουμε κανένα πρόσωπο, λέμε ότι ο Θεός εσταυρώθη σαρκί επί Σταυρού διά την ημετέραν σωτηρίαν, όπως απαγγέλλουμε στο Ορθόδοξο Σύμβολον της Πίστεώς μας.
Μήπως στο άρθρο αυτό του κ. Θ. Π. συμβαίνει αυτό, που είπε κάποτε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ : «Στην εποχή μας δεν έχουμε κρίση θεολογίας, αλλά έχουμε κρίση πίστεως»; Μήπως πρέπει να πούμε κι εμείς : «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μοι τη απιστία»; Η΄ «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν»;
Ο καθένας μας ας προβληματισθεί και ας μετανοήσει, ας αλλάξει τρόπο ζωής και σκέψεως. Ας γίνουμε περισσότερ αγιοπατερικοί, αποστολικοί, προφητικοί, νηπτικοί, ησυχαστικοί και λειτουργικοί άνθρωποι και θεολόγοι.
«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι»[32], λέει ο Χριστός σε όλους τους ανθρώπους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα γίνουν κατανοητά τα μυστήρια της Ορθοδόξου πίστεως, ζωής, θεολογίας, πολιτισμού και πνευματικότητος, χωρίς βεβαίως τα μυστήρια αυτά να πάψουν να είναι ανεξερεύνητα. «Νυν εκ μέρους γινώσκομεν, ως εν εσόπτρω ορώμεν». Μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα μας αποκαλυφθούν καθαρότερα. Μέχρι τότε, όμως, οφείλουμε να ακολουθούμε ταπεινώς την αγία Ορθόδοξη Παράδοση και θεολογία, για να μην πλανηθούμε και να μην πλανήσουμε κανένα[33]




[1] ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΜΑΡΚΑΣ, «Οἱ «πατρομάχοι» τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν καί οἱ ὄψιμοι ὑπερασπιστές τους. Ἀναίρεσις θέσεων τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀθανασίου Κολλᾶ», Θεοδρομία ΙΓ2 ( Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2011) 305.
[2] http://www.acadimia.gr/content/view/528/1/lang,el/
[3] http://www.acadimia.gr/content/view/532/1/lang,el/
[4] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ομιλία ‘Ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών, που συμβαίνουν στον κόσμο’, ΕΠΕ, εκδ. Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσ/κη.
[5] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192Β.
[6] Μτθ. 27, 46.
[7] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Η αίρεσις της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης διά της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου, Πειραιεύς 2012, σσ. 137-145.
[8] Ε.Π.Μ. τ. 58, σ. 775
[9] Αὐτόθι, σ. 777
[10] Ματθ. 27, 51-52 κ.ἄ.
[11] Ἰω. 1, 2, Ρωμ. 8, 29 κ.ἄ.
[12] Ματθ. 16, 18.
[13] Α΄ Κορ. 11, 1, Α΄ Πετρ. Β΄21 κ.ἄ.
[14] Α΄ Ἰω. 2, 23.
[15] Ἰω. 10, 30 κ.ἄ.
[16] Ἰω. 14, 10 κ.ἄ.
[17] Ἑβρ. 1, 3.
[18] Α΄ Κορ. 1, 24 κ.ἄ.
[19] Ἰω. 1, 18 κ.ἄ.
[20] Κολ. 2, 9 κ.ἄ.
[21] Χωρίσθηκε βεβαίως τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τήν ψυχή Του καὶ ἀπό τόν αἰώνιο Λόγο-Υἱό, πού διαμένει σ’αυτή, μετὰ τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ θάνα­τό Του, διότι αὐτή μετέβη κατὰ τὸ μεσολαβῆσαν μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του τριήμερον, (με τόν Λόγο-Θεό, που ἐνοικοῦσε σ’αὐτή) στὸν Ἅδη καὶ κήρυξε «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι». (Α΄ Πετρ. 3, 20). Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ τριήμερο αὐτό τὸ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀφθαρτίσθηκε αὐθωρεί καί πνευματοποιήθηκε, ἦταν καὶ πάλι στόν τρισυπόστατο Θεό, ἐφόσον «ἐν αὐτῷ ζῶμεν, κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. 17, 28). Καὶ ὑπ’ Αὐτοῦ («μὴ ἐγκαταληφθὲν νά ἴδῃ διαφθοράν» - Πράξ. 2, 27) ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, γιὰ νά ἐνοικήσει πάλι ἐν αὐτῷ ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ αἰωνίου Λόγου - Υἱοῦ, ἀλλὰ καὶ ὑψωθῇ καὶ «καθίσῃ καὶ τοῦτο ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης...» εἰς αἰῶνας αἰώνων (Ἑβρ. 1, 3 κ.ἄ.).
[22] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ κυρός ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος (εἰσαγωγή, πρακτικά, σχόλια), Ἀθῆναι 1985, σσ. 471-472.
[23] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 185.
[24] Ψαλμ. 41, 3.
[25] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 291 καί Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, τ. Α΄, Θεσ/κη 2003, σ. 201.
[26] Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών καί Θεομητορικών εορτών, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1995, σ. 231.
[27] Γέν. 2, 17.
[28] Ρωμ. 5, 12.
[29] Κολ. 1, 18.
[30] Ό.π., σσ. 245-246.
[31] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία και πνευματικότητα, σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/κη, σσ. 34-35.
[32] Μαρκ. 8, 34.
[33] Για την συγγραφή του παρόντος κριτικού κειμένου, εκτός από την βιβλιογραφία των παραπομπών, χρησιμοποιήσαμε και την εξής βιβλιογραφία : ΑΡΧΙΜ. ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΛΙΦΗΣ, Τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων (κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ. Α΄, έκδ. Δ΄, Αθήνα, Ιανουάριος 1999 και Επιστολές Παύλου, Επτά Καθολικές και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ. Β΄, έκδ. Β΄ Αθήνα, Ιανουάριος 2000. π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΟΡΩΦΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, έκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989 και Χριστιανισμός και πολιτισμός (μετάφραση Ν. Πουρναρά), εκδ. Πουρναράς, Θεσ/κη 1982. ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ, Μ.Α. Theology U.K., Εγκυκλοπαιδικό λεξικό θρησκειών και αιρέσεων, παραχριστιανικών και παραθρησκευτικών ομάδων και συγχρόνων ιδεολογικών ρευμάτων, έκδ. Ι. Μ. Τροοδοτίσσης 2002. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διδάσκαλος της θεώσεως, έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2006. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

συγχαρητήρια στον πατηρ Άγγελο για το θάρρος του να λέει την αλήθεια
Κώστας

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com