Δείτε σχετικά και:
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ἱκανοποίηση θείας δικαιοσύνης; Η΄
Κλείσαμε τό προηγούμενο άρθρο μας μέ τήν έπισήμανση ότι ή έντονα έπικριτική στάση σημερινών θεολόγων γιά τούς 'Ορθοδόξους συγγραφείς τών προηγούμενων
αιώνων πού χρησιμοποιούν άνσέλμεια ρολογία,
σέ μεγάλο βαθμό οφείλεται στό ότι οί 'ίδιοι
οί σημερινοί θεολόγοι έχουν διαστρέψει τήν έννοια τής
άμαρτίας.
Τό σημαντικότερο στοιχείο αύτής τής διαστρεβλώσεως είναι ή κατά τις τελευταίες
δεκαετίες έπιχειρούμενη μεταβολή τής
σημασίας τής άμαρτίας, ώστε αύτή νά άποβάλει
κάθε στοιχείο ένοχής1.
Σύμφωνα μέ τήν άντίληψη αύτή, ή
άμαρ- τία έρμηνεύεται μέ μία άπό τις
άρχαιοελληνικές σημασίες τής λέξεως, ώς άστοχία δηλαδή
και άποτυχία. Πραγματικά, στήν άρχαία
έλληνική γλώσσα μιά σημασία τών λέξεων
«άμαρτάνω» και «άμαρτία» είναι άστοχώ,
άποτυγχάνω, και άντίστοιχα άστοχία, άποτυχία. Μέ βάση αύτή τήν έννοια αύτός πού άμαρτάνει δέν είναι ένοχος. Απλώς άστόχησε, άπέτυχε στόν στόχο του. Δέν έκανε κάτι κακό, θά ξαναπροσπαθήσει...,
δέν χρειάζεται άρα νά μετανοήσει.
Μιά τέτοια θεώρηση τής άμαρτίας έρχεται
σέ κατά μέτωπον άντίθεση πρός τή χριστιανική
- άγιογραφική καϊ πατερική - άντίληψη τής
άμαρτίας ώς ένοχής, ώς «έγκλήματος κατά τής
άγάπης τοΰ Πατρός»2 και ώς προσβολής τοϋ προσώπου Του3.
Κατά τήν Αγία Γραφή δηλαδή και τή διδασκαλία
τών Πατέρων τής 'Εκκλησίας, «ή ούσία τής
άμαρτίας συνίσταται όχι στήν κατάλυση ήθικών
άρχών, άλλά στήν άποστασία άπό τήν αιώνια θεία
ζωή»4. Αποστασία πού συντελείται
μέ τήν παράβαση τοϋ νόμου τοϋ Θεού, όπως άκριβώς τήν
ορίζει ό εύαγγελιστής 'Ιωάννης: «Ή άμαρτία
έστίν ή άνομία» (Α' Ίω. γ' 4).
Ή ίδια ή πρώτη άμαρτία τοϋ άνθρώπου έτσι συντελέστηκε: Ό Αδάμ και ή Εϋα παραβίασαν
τή σαφή έντολή τοϋ Θεοϋ νά μή φάνε άπό τό
δέντρο τής γνώσεως. Ή έννοια τής άποτυχίας
έρχεται ώς άποτέ- λεσμα, δέν άποτελεί τήν
ούσία τής άμαρτίας: «Έψεύσθη πάλαι Αδάμ και θεός έπιθυμήσας
ού γέγονεν» (δοξαστικό τοϋ 'Εσπερινού τοϋ
Εύαγγελισμοϋ). Τό ίδιο καϊ όλα τά άλλα - ό
θάνατος, ό χωρισμός άπό τόν Θεό - όλα είναι
άποτέλεσμα τής άμαρτίας. Ή ίδια όμως ή ούσία
τής άμαρτίας είναι ή παράβαση τοϋ νόμου τοϋ Θεοϋ.
Γι' αύτό και ή άμαρτία δέν λογαριάζεται, άν δέν ύπάρχει νόμος: «Άμαρτία ούκ έλλογείται μή όντος νόμου» (Ρωμ. ε' 13). Αύτή ή παράβαση στήν πραγματικότητα δέν
είναι άπλώς μιά τυπική παρεκτροπή άπό τήν έπιβεβλημένη τάξη. Είναι, όπως είπαμε, άποστασία άπό τόν Θεό, πού είναι ή ζωή- είναι προσβολή τοϋ ίδιου τοϋ Θεοϋ, ό Όποιος έδωσε τήν έντολή. Γι' αύτό και είναι ένοχη. Ή ένοχή είναι φυσικό άποτέλεσμα τής παραβάσεως τοΰ νόμου
τοϋ Θεοϋ καϊ κατά συν- έπειαν τής προσβολής
τοΰ Νομοθέτου. Προσβολής άπό τήν πλευρά,
βέβαια, τοΰ άνθρώπου, διότι ό ίδιος ό Θεός
οϋτε προσβάλλεται οϋτε αισθάνεται προσβεβλημένος.
Σ' όλη τήν πατερική γραμματεία δέν
ύ- πάρχει παρά ένα μόνο κείμενο πού μιλάει γιά τήν άμαρτία ώς άποτυχία καί προσάγεται άπό
έκείνους πού προωθούν μιά τέτοια άντίληψη.
Πρόκειται γιά σχόλιο τοϋ άγίου Μαξίμου τοϋ
Όμολογητοϋ στό Περί θείων ονομάτων τών Άρεοπαγιτικών, τό όποιο όμως άπό αύτούς πού τό έπικα- λοϋνται παρατίθεται κολοβό, μισό. Στήν πραγματικότητα καί ό άγιος Μάξιμος λέει άκριβώς τό 'ίδιο μέ τούς άλλους Πατέρες. Τό
κείμενο τών Άρεοπαγιτικών πού σχολιάζει ό
άγιος Μάξιμος είναι τό έξής: «Στέρησις άρα
έστί τό κακόν καί έλλει- ψις καί άσθένεια
καί άσυμμετρία καί άμαρτία». Καί πώς τό
σχολιάζει;
Ή άμαρτία στό σημείο αύτό τών Άρεοπαγιτικών,
έρμηνεύει ό άγιος, θεωρείται άποτυχία γιά
τις περιπτώσεις έκεΐνες πού κάνουμε κάποιο
κακό, νομίζοντας ότι κάνουμε κάτι καλό: «Πράττομεν έσθ' ότε άγνοοϋντες τό κακόν, ό ήμΐν μέν νομίζεται καλόν,
τή δέ άληθεία έστί κακόν».
Καί συνεχίζει: «Τό άμαρτία μή
νομίσης τήν γενομένην έν ήμΐν, οίον μοιχείαν
ή ά- δικίαν ή άλλο τι τοιούτον- άλλ' ό λέγει
τοιούτον έστι- Τοϋ άγαθοϋ καί τής κατά φύσιν κινήσεως
ήτοι τάξεως άποτυγχάνοντες, φερόμεθα εις τήν
παρά φύσιν άλογον, καί παντελή, καί άνούσιον
άνυπαρξίαν». Στό σημείο αύτό, διευκρινίζει ό
άγιος Μάξιμος, μέ τή λέξη άμαρτία μή νομίσεις ότι έννοεΐ
αύτήν πού γίνεται μέσα μας, όπως είναι ή
μοιχεία, ή αδικία ή κάτι παρόμοιο- άλλά αύτό
πού λέει είναι κάτι τέτοιο: "Οταν άποτυγχάνουμε
νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τή φύση μας,
οδηγούμαστε σέ παρά φύσιν ζωώδη κατάσταση καί σέ πλήρη άνυπαρξία5. Συνεπώς, ή έννοια τής άμαρτίας ώς άποτυχίας ισχύει γιά λίγες μόνο περιπτώσεις,
στις όποιες κάνουμε τό κακό νομίζοντας ότι αύτό είναι καλό.
Χριστιανικώς ή άμαρτία είναι αύτό
πού έν μέρει σωστά τονίζει όΆνσελμος: προσβολή
τοϋ ©εοϋ μέ τήν παράβαση τοϋ νόμου Του. Όρθοδόξως δέ τό έννοοϋμε ώς προσβολή τοϋ Προσώπου τοϋ Θεοϋ, περιφρόνηση τής
άγάπης Του, άποκοπή άπό τή ζωή Του. Καί
έτσι, ώς έπί τό πλείστον, γίνεται δεκτό άπό τούς'Ορθόδοξους συγγραφείς πού υιοθετούν τή σχετική άν- σέλμεια ορολογία, γι' αύτό καί, όπως ήδη άναφέραμε, τονίζουν μέ έπιμονή τή μεγάλη άγάπη
τοϋ Θεοϋ, πού φανερώθηκε στόν ύψιστο βαθμό
πάνω στόν Σταυρό.
Οί σημερινοί θεολόγοι, έρμηνεύοντας τήν έννοια τής άμαρτίας ώς άστοχία, πα- ραθεωροϋν τήν καταστροφική της ένέρ- γεια καί τή συνεπακόλουθη ένοχή, παρερμηνεύοντας
καί τά πατερικά κείμενα, κάτι πού δυστυχώς
τό συναντάει κανείς καί σέ άξιολογότατες
μελέτες καθηγητών τής Θεολογίας6.
Ή άντίληψη τής άμαρτίας έκ μέρους άρκετών συγχρόνων θεολόγων ώς άπλής
άστοχίας ύποβαθμίζει ή καί άκυρώνει κάποτε
τόν λυτρωτικό χαρακτήρα τής θυσίας τοϋ Κυρίου, μέ τήν
όποία πήρε 'Εκείνος τήν ένοχή μας καί μάς
έσωσε.
………………………………….
[1] Χρήστου Γιανναρά, Ή έλξυθερία τοΰ
ήθους, έκδ. Ίκαρος, 20113, σελ. 43-70.
2. Άρχιμ.
Σωφρονίου, 'Οψόμεθα τόν Θεόν καθώς έστι, έκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 31.
3. Λρχιμ.
Σωφρονίου, Ό άγιος Σιλουανός ό Άθωνί- της, έκδ. 'Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου,
"Εσσεξ Αγγλίας 19984, σελ. 31.
4. Άρχιμ.
Σωφρονίου, Ό άγιος Σιλουανός ό Άθωνίτης..., σελ. 30.
5. Κάτι αντίστοιχο συναντούμε καί στό Κατά
Μανιχαί- ωι/(1,14) τοΰ Δαμασκηνού, δπου τονίζεται ότι τά ακούσια λεγόμενα κακά
επέρχονται παιδαγωγικώς ώς αποτέλεσμα της άμαρτίας μέ τήν έννοια τής
άποτυχίας: «Τά ακούσια λεγόμενα κακά διά τό ήμΐν δοκείν κακά είναι, διά τό
άηδές καί διά τό παράβουλον ήμών καί διά τό άμαρτάνειν ήμας, τουτέστιν
άποτυγχάνειν τοΰ δέοντος σκοπού, τώ πρός τήν ήδονήν λιχνω, δικαίψ λόγω ό Θεός
επάγει παιδεύων πρός τό συμφέρον...».
6. Βλ.
Δημητρίου Ί. Τσελεγγίδη, Ή Ικανοποίηση τής θείας δικαιοσύνης κατά τόν Άνσελμο
Καντερβουρίας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 102-103.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου