16 Δεκ 2013

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Παπική Ημερίδα για την Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (Μέρος Β΄)

Εν Πειραιεί 16-12-2013
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ Β΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Β) Ἡ Μία καί συγχρόνως Διηρημένη Ἐκκλησία

Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἐκφράζοντας τήν παραπάνω θέση ὅτι ὁ παπισμός εἶναι κι αὐτός «ἐκκλησία» ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γίνεται ὁ τρίτος κατά σειράν (μετά τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο) θιασώτης καί υἱοθετεῖ τήν ἄλλη κακόδοξη οἰκουμενιστική θεωρία περί «διηρημένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, (βλ. τό κείμενο τοῦ Porto Alegre, πού ὑπέγραψε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος) καί χρήζει ἑνώσεως. Μιά τέτοια θεώρηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, διότι ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὄροις. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν, ἡ Ἐκκλησία, πού περιλαμβάνει ἐννοιολογικά τό ὅλον, ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ταυτοχρόνως νά βρίσκεται «ἐν ἑτέρα μορφή» καί κάπου ἀλλοῦ; Ἄραγε, «μεμέρισται ὁ Χριστός»[1]; Μήπως ἔχει διαιρεθεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κομμάτια καί δέν τό γνωρίζουμε;
Ἄλλωστε, ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν πάν­των ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐν­τὸς τῆς Ἐκκλησίας[2] καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δό­γμα­τος· ἄλλωστε ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν πασῶν [καὶ ὄχι “πάν­των”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πί­στη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴ Μία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα Χριστοῦ, χάρη στὴν ἑ­νότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστι­κῶς ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας : «[ Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε σὰν κάποιο Παράδεισο τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ὅ­λους σὲ αὐτὲς καὶ ἔφτιαξε μία Ἐκκλησία στὴν Πίστη καὶ στὸ φρόνη­μα»[3]. Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες[4], διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου[5].
«Ἡ ἑ­νό­τη­τα, κατὰ τὸν αἰδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀ­νή­κει στὴ φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς σώ­μα­τος Χρι­στοῦ καὶ ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μό­νον μί­α καὶ μοναδική», κα­τὰ τὸ ἱ­ε­ρὸ Σύμ­βο­λο. Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δὲ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας φανερώνε­ται καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ὡς ἑ­νό­τη­τα στὴν Πί­στη, τὴ Λα­τρεί­α, μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἴ­δια Μυ­στή­ρια, ἀλ­λὰ καὶ στὴ δι­οί­κη­ση, μὲ κέν­τρο τοὺς ἐπισκόπους. Εἶ­ναι, λοι­πόν, ἑ­νό­τη­τα δογ­μα­τι­κή, λει­τουρ­γι­κὴ καὶ δι­οι­κη­τι­κὴ/κανονική. Οἱ το­πι­κὲς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἐκ­φρά­ζουν τὴ «μυ­στι­κὴ» ἑ­νό­τη­τά τους στὸ ἕ­να                 σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, μέ­σῳ τοῦ ἀ­νω­τά­του ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ὀρ­γά­νου τους, ποὺ εἶ­ναι ἡ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος. Κά­θε ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση ἀ­πὸ τὶς θε­με­λια­κὲς αὐτὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις καὶ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τες γιὰ τὴ δι­α­σφά­λι­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἑνό­τη­τας ἐ­πι­φέ­ρει σχι­σμα­τι­κὲς κα­τα­στά­σεις, μὲ τὴν ἀ­πό­σχι­ση τῆς και­νο­το­μί­ας καὶ                   πλά­νης ἀ­πὸ τὸ ἕ­να σῶ­μα. Δι­ό­τι μέ­νον­τας πι­στὸ στὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ καὶ πα­τε­ρι­κὴ παρά­δο­ση τὸ σῶ­μα, κα­θ’ αὑ­τὸ δὲν σχί­ζε­ται, ἀλ­λὰ τὸ «σε­ση­πὸς ἐκ­κό­πτε­ται» κα­τὰ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρυσοστόμου»[6].
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία, ποὺ βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγ­κριτο Συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε                   ὑ­πάρ­χουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσμα­τα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν. Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατρι­άρχες τῆς Ἀνατολῆς, στὶς Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀ­νωμό­τους (1716/1725) : «... πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώ­μης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμ­πε­σών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλη­σίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱ­στίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας [...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσ­σαρα μέ­ρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνε­ραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσε­βὴς Ἐκ­κλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος»[7]. Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδί­της, λέγοντας χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστλους καὶ ἔ­πειτα, μὲ πολλοὺς τρπους πολλὲς αἱρσεις προσκρουσαν πνω της καὶ ἄθεσμοι ρποι ἀντθετοι στοὺς Καννες, ὅπως καὶ τρα, ἀλλὰ ἡ ἴ­δια [ἡ Ἐκκλησα] μὲ τὸν τρπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμενει ἄσχιστη καὶ ἀδιαρετη, καὶ θὰ διαμνει ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδικονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρνησαν καὶ ἔπραξαν κακ»[8].
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως - εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δεδομένη (καὶ ὄχι ζητουμένη) ἑνότη­τα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Κα­θη­γη­τὴ τῆς                       Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, «ἀ­πὸ τὴν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τὴ τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στὴν προ­κει­μέ­νη περίπτω­ση ὡς ἡ                   ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τὸ ἀ­σφα­λὲς δε­δο­μέ­νο τῆς πίστε­ώς μας. Στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δεδομέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καὶ ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὸν Χρι­στό, διὰ τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύματός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τὴν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καὶ τὴν ἁγιοπνευματι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τὰ τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μὲ τὴν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α καὶ κα­τὰ κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δὲν μποροῦν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυγατέ­ρες καὶ ἐγ­γο­νὲς ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μό­νη                –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς “δι’ ὕ­δα­τος καὶ Πνεύ­μα­τος” τὰ μέ­λη της, δὲν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκκλη­σί­ες. Οἱ κα­τὰ τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καὶ χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέβαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νὰ εἶ­ναι                         ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καὶ δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τὶ ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νὸς ὅ­λου σὲ δύ­ο ἢ περισσό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ.Μπαμπι­νι­ώ­τη). Κα­τὰ συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκκλησί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σήμερα,                            ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στὴ ρη­τὴ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμβό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγμα ποὺ συ­νε­πά­γε­ται, κα­τὰ τὰ Πρα­κτι­κὰ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συνό­δων, κα­θαί­ρε­ση καὶ ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τὰ πε­ρί­πτω­ση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στὴ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή»[9].
Καὶ ὁ ἀγωνιστής καί ἀκατάβλητος στῦλος τῆς Ἐκκλησίας Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Κυ­θή­ρων                                   κ. Σε­ρα­φεὶμ το­νί­ζει μὲ ὁ­μο­λο­για­κὴ παρρη­σί­α καὶ φρό­νη­μα: «Ὅ­σοι ἀ­πο­δέ­χον­ται τὴν θε­ω­ρί­αν πε­ρὶ “δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκκλησί­ας” δὲν ἐν­νο­οῦν, οὔ­τε ἀ­πο­δέ­χον­ται οὐ­σι­α­στι­κῶς τὸ σχε­τι­κὸν θε­ό­πνευ­στον ἄρ­θρον, ἀλ­λ'                                 ἀν­τι­φά­σκουν λέ­γον­τες τὸ Ἱ­ε­ρὸν Σύμ­βο­λον τῆς Πί­στε­ώς μας. Δι­ό­τι τοῦ­το εἰς τὸν ἐ­νε­στῶ­τα χρό­νον δι­α­δη­λοῖ τὴν πί­στιν εἰς “Μί­αν, Ἁ­γί­αν .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν”. Εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ πα­ρόν­τος καὶ ὄ­χι τοῦ πα­ρελ­θόν­τος ἤ τοῦ μέλ­λον­τος. Ὅ­σοι πι­στεύ­ουν εἰς τὴν θε­ω­ρί­αν ταύ­την δὲν δύ­ναν­ται νὰ λέ­γουν καὶ νὰ τὸ ἐν­νο­οῦν εἰς τὴν εὐ­χὴν με­τὰ τὸν Κα­θα­για­σμὸν τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων. “Ἔ­τι προ­σφέ­ρο­μέν Σοι τὴν λο­γι­κὴν ταύ­την λα­τρεί­αν                     ὑ­πὲρ τῆς Οἰ­κου­μέ­νης, ὑ­πὲρ τῆς Ἁ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς καὶ Ἀπο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας..­.­”­, δι­ό­τι, οὖ­σα δι­η­ρη­μέ­νη, δὲν δύνα­ται νὰ ὑ­φί­στα­ται ὡς ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Καθολι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ οὕ­τω πως ἔ­χο­μεν                 ἀν­τί­φα­σιν ἐν τοῖς ὅροις»[10]. 
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσι­ος εἶχε διακηρύξει : «Δὲν γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος, ἔριδα ἢ φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα βάπτισμα καὶ μία πίστη, ἔτσι καὶ μία συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστι­κὴ ὑπόθεση. Διότι τίποτε δὲν εἶναι τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο στὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία»[11].
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν Χριστῷ διὰ πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον δόγμα τῆς πίστεως ἐν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως καὶ ὁμογνωμόνως ὁ ὅρος καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων»[12], τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρου­σιά­σουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμε­νικῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομέ­νη στὴν Ἐκκλησία[13].
Γ) Ἡ ψευδοοικουμενική κίνηση
Ὁ κ. Ἰγνάτιος ἐπαινεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἰδρυτικό μέλος τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως». Λέγει χαρακτηριστικά : «Ἡ Κίνηση αὐτή εἶχε ἀρχίσει νά ἐκδηλώνεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶ. καί σ’αὐτήν συμμετεῖχε ἀπό τήν ἀρχή, καί μάλιστα μέ ρόλο πρωταγωνιστικό, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Ὑπάρχει, ὅμως, λόγος, γιά νά καυχιέται ἕνας «ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει, ἀποτελεῖ ἰδρυτικό μέλος αὐτοῦ του ἀνοσιουργήματος, τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως»;
Οἱ ρίζες τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικές ὁμολογίες», βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανομένης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία. Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰῶ., καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καί τοῦ ψεύδους, παρά τῶν «Ἐκκλησιῶν», πού ἑδρεύει στή Γενεύη[14].
Σήμερα στόν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλά βιβλία, ἄρθρα καί κριτικές βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, ὅπου διατυπώνεται μέ πόνο καί ἀγωνία ἤ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καί «γραμμῆς» πρός μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στήν πολυπρόσωπη καί πολυώνυμη αἵρεση.
Δέν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι, πού προτείνουν τήν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τή συμμετοχή της σέ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλά πολλαπλῶς ἐπιζήμια.
Κάποιες Ἐκκλησίες (Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας καί Γεωργίας) ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιά τή δική τους συμμετοχή. Αὐτός ὁ προβληματισμός ἐκφράστηκε καί στή Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τό 1998, ὅπου μεταξύ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπό ἕνα αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μισό αἰώνα παρουσίας στό Π.Σ.Ε...., τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο»[15].
Δ) Οἱ πρώτες οἰκουμενιστικές ἐγκύκλιοι τοῦ 1902, 1904 καί 1920
Σημαντική ὤθηση στή δημιουργία τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» ἔδωσε καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τά Διαγγέλματα τοῦ 1902 καί τοῦ 1920, τά ὁποία ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐπικροτεῖ, καί τά ὁποία, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσαν τή βάση καί τόν "καταστατικό χάρτη" τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στήν «οἰκουμενική κίνηση».
Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, αἰδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό[16], πρωτοποριακό κείμενο στὴν κατεύθυνση τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» ὑπῆρξε ἡ Πατριαρχική ᾿Εγκύκλιος τοῦ 1902[17] , ποὺ ἐγκωμιάζεται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς ὑμνητὲς τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως», διότι «ἐξέφραζε τὰ ποιμαντικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴν οἰκουμενική εὐαισθησία τῆς ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως»[18]. ᾿Εξ ἄλλου, «ἀποτελεῖ μία προγραμματική καὶ γενναία πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Ιωακεὶμ τοῦ Γ΄ γιὰ μία οὐσιαστική ἐπανεκτίμηση ἤ καὶ ἀναθεώρηση τῆς βάσεως ὄχι μόνο στὶς διορθόδοξες, ἀλλὰ καὶ στὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις»[19]. Καὶ ἀπὸ ἔνθερμους οἰκουμενιστές, δικούς μας καὶ ξένους, θεωρεῖται ἡ ἐγκύκλιος αὐτὴ κάτι τὸ πρωτοφανὲς στὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις[20].
Αὐτό, πού αἰφνιδιάζει, εἶναι ἡ χρησιμοποιούμενη στὸ κείμενο αὐτὸ γλώσσα. Χωρὶς καμμία, καὶ στὸ ἐλάχιστο, κίνηση ἐπιστροφῆς τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου στὴν ἐκκλησιαστικότητα καὶ ἐνῶ τριανταδύο χρόνια πρὶν εἶχε δογματισθεῖ τὸ παπικὸ ἀλάθητο στὴν Α΄ Βατικανή (1870)[21], οἱ χριστιανικὲς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καλοῦνται «αἱ δύο μεγάλες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδες», ἡ Δυτική (δηλ. ὁ παπισμὸς) καὶ ἡ τῶν Διαμαρτυρομένων «᾿Εκκλησία» (δηλ. ὁ προτεσταντισμός)». Παπισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς (ὡς νὰ ἦτο κάτι ἑνιαῖο) χαρακτηρίζονται, ἔστω καὶ μὲ κάποιο περιορισμὸ ᾿Εκκλησίες. Κατὰ τὸν κ. Βλάσιο Φειδᾶ[22], «ἡ πρόταση αὐτὴ ὑποδηλώνει μία θετική ἐκκλησιολογική θεώρηση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῶν Προτεσταντικῶν ᾿Εκκλησιῶν»[23]. ᾿Επιχειρώντας δὲ νὰ μετριάσει τὴν ἐντύπωση, ποὺ δημιουργεῖ τὸ ἴδιο τὸ πατριαρχικὸ κείμενο, ἀποσαφηνίζει τὸν ὅρο «ἀναδενδράδες»[24], καὶ προσθέτει, ὅτι ἡ ᾿Εγκύκλιος «ἀναγνωρίζει μία συγκεκριμένη μορφή ἐκκλησιαστικότητας στὰ ἀπεσχισμένα ἀπὸ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἐκκλησιαστικὰ σώματα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως... ἐπὶ τῇ βάσει τῆς καθιερωμένης ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας καὶ τῆς ὀφειλετικῆς ἀγωνίας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου»[25]. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ μία καινοφανῆ τακτική, ἄγνωστη μέχρι πρό τινος στὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία.
Μέ τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1902 συνδέεται καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1904 τοῦ ἰδίου Πατριάρχου καί τοῦ ἰδίου πνεύματος μέ τήν πρώτη.
Τό Διάγγελμα τοῦ 1920[26] εἶναι νομοτελειακή συνέχεια τῆς᾿Εγκυκλίου τοῦ 1902, σηματοδότησε δὲ τὴν ἔναρξη τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» στὶς πραγματικές της διαστάσεις, ὡς καὶ τὴν συμμετοχή τῆς ᾿Ορθοδοξίας σ᾿ αὐτήν, μὲ πρωτοπόρο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Κατὰ τὸν π. Γ. Τσέτση ἦταν «ὁριακή ἔκφραση τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως»[27].
Τὸ κείμενο αὐτό ἀπευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», μὲ μία τολμηρή ὑπέρβαση τῆς γλώσσας τῆς ᾿Εγκυκλίου τοῦ 1902. ᾿Απὸ ἐπίσημο ἐκπρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀναγνωρίζεται ὅτι μὲ τὴν ᾿Εγκύκλιο αὐτὴ «τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔδωκε καὶ τὸν χρυσὸ κανόνα τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ (Ζάντερ), καθὼς καὶ τὸν καταστατικὸ χάρτη γιὰ την στάση, ποὺ ἔπρεπε νὰ τηρήσει στὸ μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα στὴν Οἰκουμενική Κίνηση»[28].
Η ιδέα, ὅμως, τοῦ Πατριαρχείου γιὰ μία «Κοινωνία τῶν ᾿Εκκλησιῶν» εἶχε υἱοθετηθεῖ καὶ ἀπὸ ἡγέτες τῆς Δύσεως. Τὴν πρωτοβουλία στὸν χηρεύοντα πατριαρχικὸ Θρόνο εἶχε ὁ Τοποτηρητής Προύσσης Δωρόθεος[29], ποὺ διατηροῦσε σχέσεις μὲ τὸν Söderblom καὶ τοὺς ἄλλους δυτικοὺς πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό πνεῦμα τῆς ᾿Εγκυκλίου εἶναι ἡ προσέγγιση τῶν «ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ» ἐπὶ «πρακτικοῦ καὶ ἠθικοῦ πεδίου». Κανεὶς λόγος πιὰ γιὰ «ἀναδενδράδες» (ἀναγκαία καὶ καθησυχαστική ἡ χρήση τοῦ ὅρου τὸ 1902), ἀλλ᾿ ἀπ᾿ εὐθείας καὶ ἀπροκάλυπτα γιὰ «᾿Εκκλησίες τοῦ Χριστοῦ». ῾Η ἐξίσωση ἔχει ἐπέλθει. Καθορίζονται, ἐπίσης, ἔντεκα «βήματα» πορείας[30], μὲ πρῶτο τὴν «δημιουργία κοινοῦ ἡμερολογίου»[31]. ῎Ετσι, συνδέονται ἡ ᾿Εγκύκλιος καὶ οἱ στόχοι της ἀμεσώτατα καὶ ἀστασίαστα μὲ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα. Σημασία δὲ ἔχει, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ᾿Εγκύκλιος θεωρεῖται ἐπιτακτική ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πολιτικῶν κυρίως προβληματισμῶν της[32]. Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε εὐχάριστα δεκτή ἀπὸ τὶς ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες, κυρίως τὶς Βαλκανικές, γιὰ τὴν ἐνίσχυσή τους στὴν ἀντιμετώπιση ἐπικαίρων κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων[33]. Τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 ἀπέβη ὁ καταστατικὸς χάρτης τοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δείκτης πορείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς καμμία παρέκκλιση ἀπὸ τοὺς στόχους του[34].
Οἱ Πατριαρχικές ᾿Εγκύκλιοι τοῦ 1902 καὶ 1920 ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, κυρίως ἡ δεύτερη, φαίνονται νὰ θέτουν ὡς βάση τὴν «βαπτισματική Θεολογία» καὶ τὴν ἀρχή τῆς «διευρυμένης ᾿Εκκλησίας», νὰ ἐνισχύουν δὲ τὸν δογματικὸ πλουραλισμὸ καὶ τὴν «ἐγκοσμιοκρατική πολιτική»[35]. ῎Ετσι, κατανοοῦν τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ ἀνώτατοι κληρικοὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου[36]. Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ καθηγητοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, ἡ ᾿Εγκύκλιος «ὑποκαθιστᾶ ἤ ἀποσιωπᾶ τὴν ἀλήθεια τῆς Μιᾶς, ῾Αγίας, Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, γιὰ χάρη τῆς κοινωνιστικῆς καὶ πιετιστικῆς ἀντίληψης ἑνὸς ἰδεολογικοῦ χριστιανισμοῦ», μιὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ δὲν «ὑπάρχει οὔτε ὑπαινιγμὸς τῆς ἀλήθειας»[37].
Μπορεῖ, λοιπόν, ὁ Σεβ κ. Ἰγνάτιος νά καυχιέται, ἐπειδή ὑπῆρξε ἀθρόα μεταβολή καί στροφή 180ο ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο ἔσπασε μία παράδοση 19 αἰώνων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία παπισμός καί προτεσταντισμός ἀποτελοῦν αἱρέσεις, τίς ὁποῖες ἐδῶ καί ἕνα αἰώνα τίς ὀνομάζει «ἐκκλησίες»; Δέν πρόκειται γιά προδοσία τῆς πίστεως; Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δέν ἄργησε νά στείλει τήν τιμωρία Του γιά τά οἰκουμενιστικά αὐτά ἀνοίγματα. Ἦλθε ἡ μικρασιατική καταστροφή. Ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922-3 ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902, 1904 καί 1920 ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τούς κυρούς Ἰωακείμ Γ΄ καί Προύσσης Δωρόθεο. Μήπως καί γι’αὐτό θά πρέπει νά καμαρώνουμε, κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο;
Ε) Τό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος κάνει μία σκέτη ἀναφορά καί γιά τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Τί εἶναι, ὅμως, αὐτό; 
Ἕνα ἀπό τά μέσα, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του, εἶναι ὁ συγκρητισμός, αὐτός ὁ θανάσιμος ἐχθρός της χριστιανικῆς πίστεως, τόν ὁποῖο προωθεῖ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον τό «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων», ὅπως δικαιολογημένα ἔχει χαρακτηρισθεῖ. «Ὁ συγκρητισμός εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν θρησκειῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἰδεῶν. Εἶναι μιά πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση καί σύζευξη τῶν πιό ἀντιθετικῶν καί ἀνομοίων στοιχείων»[38].
Θά πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεῖ ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει "οἰκουμενικό" χαρακτήρα, ἀλλά θά παρέμενε ἁπλά μία ἐνδοπροτεσταντική ὑπόθεση, ἄν δέν συμμετεῖχαν καί κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐκτός ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδόν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακά νά γίνουν, καί ἔγιναν, δεκτές ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν' ἀναδιπλωθοῦν καί ν' ἀποχωρήσουν, καθώς, ἀφενός παρακολουθοῦσαν μέ ἀπογοήτευση τόν ἐκφυλισμό του καί ἀφετέρου πιέζονταν ἀπό τίς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικές ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τό ἐρώτημα : Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νά εἶναι ἐνταγμένη ὡς "μέλος" σέ "κάτι", τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι τό "ὅλον", τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί πού καλεῖ ὅλους νά γίνουν μέλη Του;
Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καί λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καί διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικά ἀπό τήν ποσοτική ὑπεροχή τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τό 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στίς Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις (μερικές ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακά κείμενα) ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας[39].
Στόν χῶρο τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγκαταβιοῦν παρέα μέ ἄλλες 300 περίπου αἱρετικές παραφυάδες τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου, καί στούς θεολογικούς διαλόγους, εἰσάγονται καί συζητιοῦνται θέματα, τά ὁποῖα ἀναιροῦν τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἴδιο τόν Χριστιανισμό, ὅπως εἶναι τά θέματα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών, τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων καί διάφορες ἀνιμιστικές εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις πίστεως καί λατρείας[40].
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀποδίδει τά εὔσημα στή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, διότι πρίν ἀπό τή σύγκλησή της «τό Βατικανό ἀπέρριπτε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας στήν οἰκουμενική κίνηση». Πράγματι, οἱ παπικοί ἀρχικά, πρίν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν «οἰκουμενική κίνηση». Ἡ ἄρνηση τοῦ παπισμοῦ νά ἐνταχθεῖ ὡς μέλος στό Π.Σ.Ε. προέρχεται ἀπό τήν θεμελιώδη ἀρχή τοῦ παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία «ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξύ τῶν ἄλλων… ἀλλ’εἶναι, ἀντιθέτως, ὀφείλωμεν νά τό πιστεύσωμεν, ἡ Ἐκκλησία ἡ ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ὁ χριστιανικός κόσμος, ὁ ἐπί τοῦ παρόντος διηρημένος, θά δυνηθῆ νά ἐπανεύρη τήν ἑνότητα…»[41]. Τό Π.Σ.Ε., ὅμως, ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίσει τόν παπισμό ὡς τήν μοναδική ἐκκλησία καί νά ὑποτάξει σ’αὐτή τίς ἄλλες χριστιανικές «ὁμολογίες». Μάλιστα ὑπάρχει καί μία παπική ἐγκύκλιος, ἡ «Mortalium animos», ἐναντίον τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ παπισμοῦ στήν οἰκουμενική κίνηση, ἡ ὁποία λέει : «Δέν ἐπιτρέπεται νά πραγματοποιήσωμεν τήν ἕνωσιν τῶν χριστιανῶν ἄλλως, εἰ μή εὐνοοῦντες τήν ἐπιστροφήν τῶν σχισματικῶν εἰς τήν μόνην καί ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ»[42]. Ἀργότερα ὅμως, χωρίς νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοί στήν «οἰκουμενική κίνηση». Μέ σχετικό διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕνα δικό τους οἰκουμενισμό, πού στοχεύει στήν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπό τήν παπική ἐξουσία[43]. Ὁ παπισμός, διεκδικώντας γιά τόν ἑαυτό του, μέχρι καί σήμερα, τήν ἐκκλησιολογική ἀποκλειστικότητα, ὑπεύθυνος καί πρωτουργός τῆς διαιρέσεως, δέν διέπραξε τό σφάλμα νά μετάσχει ὡς μέλος στό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί νά μεταλλαγεῖ σέ μία ἀπό τίς πολλές «ἐκκλησίες», ἀλλά συμμετέχει μέ τήν ἰδιότητα τοῦ «παρατηρητῆ» στίς γενικές συνελεύσεις καί σέ ὁρισμένες μικτές ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως συνέβη καί πρόσφατα στίς ἐργασίες τῆς Ι΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., πού διεξήχθη στήν πόλη Πουσᾶν τῆς Νότιας Κορέας ἀπό τίς 30-10 ἕως τίς 8-11-2013. Φραστικά πάντως καί ὑποκριτικά ὁ παπισμός ἐπαινεῖ τήν «οἰκουμενική κίνηση», τήν ὁποία ἐπευλογεῖ, ὡς προεργασία γιά τήν μετά τῆς Ρώμης τοῦ Πέτρου καί τοῦ πάπα ἑνότητα. Ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ δέν θά διστάσει στό μέλλον νά ἐπιτρέψει τήν εἴσοδο τῶν παπικῶν στό Π.Σ.Ε., ἐάν πεισθεῖ, ὅτι μπορεῖ νά τό μεταβάλλει σέ ὄργανο τοῦ παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πάντως, ἰδιαίτερα ἐπιχαίρει καί συγχαίρει γιά τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία αὐτοκαταργήθηκε στήν πράξη ὡς ἡ μοναδική ἐνσάρκωση καί συνέχεια τῆς Una Sancta, ἐκχωρήσασα τό δικό της πεδίο, τήν δική της ταυτότητα, στήν σχισματική καί αἱρετική Ρώμη[44].



[1] Α΄ Κορ. 1, 13.
[2] Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔχει καταγραφεῖ καὶ στὶς ἑρμηνευτικὲς Κατένες γιὰ τὸ ἀ­νάλογο χωρίο, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 4,13) εἶναι ὅτι δὲν ἀφορᾷ στὴν (ἤδη ὑφιστά­μενη) ἑνότητα Πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ στὴν ἔνταξη τῶν θύραθεν στὴν ἑ­νότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: «Τίνες πάντες καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότη­τα τῆς πίστεως; Ζητητέον, πότερον πάντες ἁπαξαπλῶς ἄνθρωποι ἢ ἡμεῖς οἱ κληρω­θέντες ἐν Χριστῷ; Δόξει δὲ πρὸς τὸ πρότερον ἀποδεδόσθαι» ἐν Catenae Grecorum Patrum in Novum Testamentum, τόμ. ΣΤ΄, ed. John Anthony Cramer, Georg Olms Verlagsbuch­handlung, Hildesheim 1967, σελ. 171.
[3] Περί τοῦ φεύγειν τούς ἀποσχιζομένους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 7, ἐκδ. Ἰω. Κ. Γρηγορόπουλος, ἐν Θεολήπτου Φιλαδελφειας τοῦ Ὁμολογητοῦ (1250-1322), Βίος καί ἔργα, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996, σελ. 309. : [ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός] «Ὥσ­περ δέ τινα παράδεισον, τάς κατά τόπους φυτεύσας ἐκκλησίας συνήγαγε πάντας ἡ­μᾶς ἐν αὐταῖς καί μίαν ἔθετο ἐκκλησίαν τῇ πίστει καί τῷ φρονήματι».
[4] Ὄχι μόνον ὅλοι οἱ Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι οὔτε ὀνο­μάζονται οὐδαμῶς Ἐκκλησία, ἀλλὰ διέβη ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ (πολιτειακὸ) ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Γράφει λ.χ. ὁ Μέγας Βασίλειος· «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χρι­στέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοὶ [...] Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδ’ ἀριθμή­σαι­μι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ 240, 3, PG 32, 897). Βλ. καὶ σχετικὸ διάταγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν Νε­στο­ριανῶν: «...ὀνόματι περιβάλλειν [τοὺς Νεστοριανοὺς] κατεγνωσμένῳ, ἵνα μὴ τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀποχρώμενοι προσηγορίᾳ τοιούτων ὀνόματι κοσμοῖντο, ὧν τοῦ δόγμα­τος δυσσεβοῦντες ἐξέστησαν» (ACO I,1,3,68). Βλ. ἐπίσης Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου πρός τήν Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1986, σελ. 154-158! «Ἡ Ὀρθόδο­ξη Ἐκκλη­σία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῇ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν· χωρι­σμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκ­κλησία τοῦ Χρι­στοῦ, παροῦσα σ᾽ αὐτὲς τὶς χῶρες».
[5] Ἰω. 15, 6.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἑ­νω­τι­κὲς προ­σπά­θει­ες με­τὰ τὸ σχί­σμα καὶ ὁ ση­με­ρι­νὸς διάλογος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὴν                        λα­τι­νι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α», στό «Πρω­τεῖ­ον» Συ­νο­δι­κό­της καὶ Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Πρα­κτι­κὰ Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἡ­με­ρί­δος, Ἱ­ε­ρὰ Μη­τρό­πο­λις Πει­ραι­ῶς,                Πει­ραι­εὺς 2011, σσ. 72-73. 
[7] Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλι­κανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), [τῶν πρώτων] Ἀπόκρισις ε΄, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανι­δου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 393.394.
[8] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι, PG 99, 1001D‐1004A· «Ἐπεὶ ἀπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ κατόπιν, πολλαχῶς πολλαὶ αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ· καὶ ῥυπάσματα ἄθεσμα καὶ ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καὶ τὸ νῦν· ἀλλὰ μὴν αὐτὴ τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καὶ ἀμώμητος διαμεμέ­νηκε, καὶ διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καὶ ἀποπεμπομένων ἀπ’ αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἢ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καὶ παραλίας πέτρας τὰ προσρήσσοντα κύματα».
[9] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας                                 κ. Χρυσόστομο», Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 340-344, 359-367, http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/07/blog-post.html,Βλ. ὁμοίως καὶ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σ. 348. «διά μέν τοῦ «μί­αν» διακηρύττο­μεν τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­αν ἡ ἀ­πό μιᾶς Κε­φα­λῆς ἐ­ξάρ­τη­σις καί ἡ ὑ­πό ἑ­νός Πνεύ­μα­τος ζω­ο­ποί­η­σις, καθώς καί ἡ μί­α πί­στις καί εἰς ἕ­να Κύ­ριον ὑ­πο­τα­γή κα­τερ­γά­ζε­ται τό­σον με­τα­ξύ πάν­των τῶν εἰς Χρι­στόν πιστευόντων, ὅσον καί με­τα­ξύ πα­σῶν τῶν ἐ­πί μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­ῶν καί χά­ρις εἰς τήν ὁ­ποί­αν πάν­τες καί πᾶ­σαι αὗ­ται συ­να­πο­τε­λοῦ­σι κα­τ’ ἀν­τί­θε­σιν πρός τούς αἱ­ρε­τι­κούς καί σχι­σμα­τι­κούς τήν μί­αν καί ἀδιαίρε­τον Ἐκ­κλη­σί­αν»  καὶ  ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Δογμα­τική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562, σ. 273ἑ. «Ἑνότης. Τό γνώρισμα μία σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσεν οὐχί πολλάς παραλλήλως ὑφιστα­μένας Ἐκκλησίας, ἀλλά μίαν καί μόνην [...] Εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία, καθό­σον εἶναι ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί τούτοις σημείοις ἑνό­της ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί μοναδικοῦ τῆς Ἐκκλη­σίας».
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λά­δος», , Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 330-339 καί Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 525-531. h­t­tp:­//w­ww.r­o­m­f­ea.gr/i­n­d­ex.p­hp?o­p­t­i­on=c­om_c­o­n­te­nt&v­i­ew=a­r­t­i­c­le&id=5870:k­i­t­h­i­r­on&c­a­t­id=26:2009-12-18-08-38-40
[11] ΑΓΙΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐ­δήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987C.D.· «οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ’ ὥσπερ οἶδεν ὁμο­λογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκ­κλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς, καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθὰ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν». «Γενέσθαι», ἐπειδὴ εἶχε προηγηθεῖ αἵρεση· ὡς ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία.
[12] PG 9,552B (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως),  PG 68, 633B (ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξαν­δρείας) καὶ PG 96,765C καὶ PG 95, 347C.348A (ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ).
[13] Ὅρος Πίστεως τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκ τῆς Πράξεως ε΄) ACO II, 1, 2, 126· «Ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ σωτήρ, ὁ Χριστός, τῆς πίστεως τὴν γνῶσιν τοῖς μαθηταῖς βεβαιῶν ἔφη· εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, ὥστε μη­δένα πρὸς τὸν πλησίον διαφωνεῖν ἐν τοῖς δόγμασι τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἐπίσης τὸ τῆς ἀληθείας ἐπιδείκνυσθαι κήρυγμα». ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011 http://www.theodromia.gr/92BD47 EB.el.aspx
[14] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-6.
[15] Ὅπ. π., σσ. 22-23.
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», εν Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία,                   σσ. 237-243.
[17] Βλ. τὸ κείμενο στοῦ π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ,Η συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ ΠΣΕ, σσ. 220-227. Νέα ἐπανέκδοση στὴν «᾿Ορθοδοξία», περίοδ. Βʹ, ἔτος Ιʹ, τεῦχος δʹ/᾿Ιαν. - Μάρτ. 2003, σσ. 71-77. Μὲ τὴν ἐγκύκλιο αὐτὴ συνδέεται ἡ Πατριαρχική καὶ Συνοδική ᾿Εγκύκλιος τοῦ 1904 τοῦ ἰδίου Πατριάρχου καὶ τοῦ ἰδίου πνεύματος μὲ τὴν πρώτη. Τὸ κείμενο βλ. στοῦ π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ, σσ. 228-35· πρβλ. σ. 47 ἑ.ἑ.
[18] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η συμβολή..., σ. 28.
[19] ΒΛΑΣ. ᾿Ι. ΦΕΙΔΑΣ, Αἱ ᾿Εγκύκλιοι τοῦ 1902 και τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, ἐν τῆ εὐρυτέρα οἰκουμενιστικῆ προοπτική τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, στην «Ὀρθοδοξία», τ. Α΄, (περίοδος Β΄, Ἰαν.-Μάρτ. 2003), σ. 131.
[20] Στὸ ἴδιο. Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, ὅπ., π., σ. 31.
[21] Βλ. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πῶς ἔγινε ὁ Πάπας «ἀλάθητος». Κριτικὴ παρουσίαση ἔρευνας τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου - ἱστορικοῦ, ᾿Α. Μπ. Χάσλερ..., Τρίκαλα 20022.
[22] ῞Οπ. π., σ. 135.
[23] ῎Εμπειρος θεολόγος ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς διορθώνει τὸ πατριαρχικὸ κείμενο, μιλώντας γιὰ «Προτεσταντικὲς ἐκκλησίες» καὶ ὄχι «᾿Εκκλησία Διαμαρτυρομένων», ὅπως τὸ κείμενο.
[24] ῞Οπ. π., σ. 135 ἑ. «῾Ο ὅρος ῾῾ἀναδενδρὰς᾿᾿ χρησιμοποιεῖται κυριολεκτικῶς τόσο γιὰ τὴν ἀναρριχώμενη κληματίδα, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἀναρριχώμενο ἀγριόκλημα. ᾿Αναμφιβόλως, ἡ ἐπιλογή του πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀμφίσημη σημασιολογική του φόρτιση κατ᾿ ἀναφορὰν πρὸς τὸ δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤ καὶ πρὸς τὴν αὐθεντική του συνέχεια στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἀφ᾿ ἑνὸς μέν, γιὰ νὰ ἀποκλεισθῆ ὁποιαδήποτε σύγχυση πρὸς τὴν ἀγγλικανική θεωρία περὶ κλάδων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ μήν ταυτισθοῦν οἱ ᾿Εκκλησίες τῆς Δύσεως πρὸς τὴν ἄμπελο τὴν ἀληθινή, καίτοι τρέφονται ἀπὸ τὴν κοινή ρίζα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸ χαρακτηρισμὸ τῶν δύο ῾῾ἀναδενδράδων᾿᾿ ὡς ᾿Εκκλησιῶν. ῾Υπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ ὅρος ῾῾ἀναδενδρὰς᾿᾿ παρουσιάζει μεγαλύτερη σημασιολογική συγγένεια πρὸς τὶς ῾῾παραφυάδες᾿᾿, οἱ ὁποῖες τρέφονται ἀπὸ τή ρίζα τοῦ δένδρου, ἀλλὰ δὲν παράγουν καρπούς».
[25] Στὸ ἴδιο, σ. 138.
[26] Τὸ κείμενο βλ. στοῦ ᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα 2, 957-960 (950 ἑ.) («Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ») (Πρβλ.π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η Συμβολή..., σ. 73 ἑ.ἑ.).
[27] ῞Οπ. π., σ. 194.
[28] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη - ᾿Επίσημα πατριαρχικὰ κείμενα, Κατερίνη 1989, σ. 56 καὶ 57.
[29]᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ΔΣΜ, 2, 951 ἑ. ῾Ο Τοποτηρητής ἔκαμε τὴν ἀκόλουθη πρόταση στή Σύνοδο : «Νομίζω ὅτι εἶναι καιρὸς πλέον, ὅπως ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία σκεφθῇ σοβαρῶς καὶ περὶ τοῦ ζητήματος τῆς ἑνώσεως τῶν ἐπὶ μέρους χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τῶν ᾿Αγγλικανῶν, τῶν Παλαιοκαθολικῶν καὶ τῆς ᾿Αρμενικῆς ᾿Εκκλησίας... Τὸ βαρυσήμαντον ἄγγελμα καὶ πρόσταγμα πρὸς μελέτην τοῦ ζητήματος περὶ προσεγγίσεως καὶ δή καὶ ἑνώσεως τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ῾Ομολογιῶν πρὸς σχηματισμὸν ῾῾κοινωνίας ᾿Εκκλησιῶν᾿᾿ πρέπει νὰ προέλθῃ ἐκ τῆς ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ Μεγάλης ᾿Εκκλησίας τῆς Κων/λεως». (Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, ῾Η συμβολή..., σ. 236 ἑ.ἑ.).
[30] ΒΑΣ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΘΗΕ 9 (1967) 859 ἑ.
[31] «Δύναται δὲ ἡ φιλία αὕτη καὶ ἀγαθόφρων πρὸς ἀλλήλους διάθεσις ἐκφαίνεσθαι καὶ τεκμηριοῦσθαι εἰδικώτερον, κατὰ τήν γνώμην ἡμῶν, ὡς ἑξῆς : α) διὰ τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν ᾿Εκκλησιῶν...».
[32] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η συμβολή..., σ. 74 ἑ.
[33] Στὸ ἴδιο, σ. 82 ἑ.
[34] «Πολλὰ σημεῖα» τῆς ᾿Εγκυκλίου τοῦ 1920 «ἐφηρμόσθησαν εἰς τὴν Οἰκουμενικήν Κίνησιν», (Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΘΗΕ  9, στ. 694). Βλ. καὶ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος—᾿Ορθόδοξοι ᾿Απόψεις», στὸ «᾿Επιστημονικὴ Παρουσία ῾Εστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Αʹ, σ. 323-366, ἐν ᾿Αθήναις 1987· ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ἑνότητα ΙΙΙ, «Βήματα πρὸς σταθεροποίησιν τοῦ κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος» (σ. 351 ἑπ., «βήματα» 1-16).
[35] Σπουδαία κριτική βλ. στοῦ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Αλήθεια καὶ ῾Ενότητα..., σ. 195 ἑ.ἑ.
[36] Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ Θυατείρων Γερμανὸς (Στρηνόπουλος). ῾Ως ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ αʹ παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωή καὶ ᾿Εργασία» ἀναφέρθηκε διὰ μακρῶν στὴν ᾿Εγκύκλιο τοῦ 1920 καὶ δήλωσε τὰ ἑξῆς : «Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ᾿Εκκλησίες ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴνἑνότητα, ὑπό τὴν στενή ἔννοια τῆς λέξεως ἔννοια, ποὺ ἑνώνει σ᾿ ἕνα σῶμα τὰ μέλη μιᾶς ὁποιασδήποτε κοινωνίας, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, πιὸ περιεκτική ἔννοια τῆς ἑνότητος, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ὅσοι παραδέχονται τὴν θεμελιώδη διδασκαλία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καὶ ἀποδέχονται Αὐτὸν ὡς Σωτῆρα καὶ Κύριο, θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς μέλη τοῦ ἰδίου σώματος καὶ ὄχι ὡς ξένους. Χωρὶς νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν ἐξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, ποὺ χωρίζουν τὶς ᾿Εκκλησίες, πρόσθετε ὁ Θυατείρων, πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε αὐτήν ἀκριβῶς τὴν ἰδέα τῆς εὐρυτέρας ἑνότητος...». (π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, σ. 101). Εἶναι φανερή ἡ θεωρία περί «διευρυμένης Ἐκκλησίας».
[37] ῞Οπ. παρ., σ. 196, ἑ.
[38] ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ὁ Συγκρητισμός», Ὀρθόδοξος Τύπος (23-7-2004) 1-2.
[39] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ.  Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-7.
[40] Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20/24-9-2004,               τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 1012-1014, 1020-1021.
[41] L. BOUYER, Dictionnaire Theologique, p. 476, Tournai (Belgium), 1963.
[42] Yves M.-J.Congar, Chretiens en Dialogue, Contributions catholiques a l’oecumenisme, p. 38-39, Paris 1964. Σχ.βλ. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἐκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 358-366.
[43] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ.  Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σ. 6.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Και τα δυο κειμενα μας ανεπαυσαν!
Παραμενουμε ολο και πιο σταθεροι και αμετακινητοι ,κατω απο την σκεπη της αγιοπατερικης μας Παραδοσεως...#π
Ευχαριστουμε πολυ.Καλα Χριστουγεννα με υγεια!

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com