ΤΟ ΑΤΟΜΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΚΑΘΟΡIΖΗ Η ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΤΟΥ ΜτΘ
(2ον.–Τελευταῖον)
(2ον.–Τελευταῖον)
9) Πέραν
τῶν συνταγματολόγων τὰ ἴδια δέχονται καὶ οἱ ἀναφερόμενοι εἰδικῶς εἰς τὸ μάθημα
τῶν Θρησκευτικῶν συγγραφεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνουμε τὴν Uta Hildebrandt23,
τῆς ὁποίας τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο ἔργο ἀφορᾶ εἰδικῶς τὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν ἀναφέρει ὅ,τι καὶ οἱ προηγούμενοι συγγραφεῖς, προσθέτει δέ, ὅτι εἰδικώτερον ἡ ὕλη τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θὰ πρέπει νὰ περιέχει ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς
ἀλήθεια. Περαιτέρω ἀναφέρει ὅτι τυχὸν ἀντίθετες διατάξεις τῶν τοπικῶν νόμων τῶν
γερμανικῶν κρατιδίων εἶναι ἀντισυνταγματικές 24. Τέλος σὲ πολλὰ σημεῖα ἀναφέρει
ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἐκ τοῦ Συντάγματος κατ’ ἀνάγκην
«κατηχητικὸ» (konfessionel)25.
Ὡς ἐκ τούτου δὲ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ καμμία
περίπτωση ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος νὰ εἶναι «πολυθρησκευτικὴ» (γενικὴ θρησκειολογία)26
ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς πέραν τῆς ὕλης, ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, διότι
ἄλλως θὰ παρεβιάζετο τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν,
παραπέμπει δὲ ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ σὲ ad hoc νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ
Δικαστηρίου27.
Οἱ ἐπίσης εἰς τὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν ἀναφερόμενοι συγγραφεῖς W. Raack− R. Doffing−M. Raack εἰς τὸ
παραπεμπόμενο ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά τους (σελ. 209 ἑπ.) ἀναφέρουν ὅτι τὸ
ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει τὸν καθορισμὸ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος
τῶν Θρησκευτικῶν μόνον τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἐκκλησίας28, ὁπότε προκύπτει ὅτι τὸ
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι κατηχητικό.
Οἱ ὡσαύτως μὲ τὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν ἀσχοληθέντες Niehwes−Rux εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά τους29
(σελ. 72) ἀναφέρουν, ἀκριβῶς καὶ κατὰ λέξιν, ὅ,τι καὶ τὸ προηγούμενο σύγγραμμα.
10) Εἰς τὴν Αὐστρία ἰσχύουν τὰ ἴδια,
ὅπως εἰς τὴν Γερμανία. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ὡς τονίζει ὁ Erwin Konjecic30 τὸ ἐν
πλήρει ἰσχύϊ σήμερον ἄρθρον 17 παρ. 4 τοῦ αὐστριακοῦ συνταγματικοῦ νόμου τοῦ
1867 ἀναφέρει ἐν προκειμένῳ ὅτι περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ
σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ ἀντίστοιχη Ἐκκλησία ἢ θρησκευτικὴ ὀργάνωση (28). Ἐν συνεχείᾳ
παραθέτει τὸ κείμενο τοῦ Νόμου «Περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν» τῆς
13.7.1949 (ὡς ἐτροποποιήθη μεταγενεστέρως), ὁ ὁποῖος (νόμος) εἰς τὴν παράγραφον
2 ἀναφέρει, ἀφ᾽ ἑνὸς ὅτι περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια
σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν συντάσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τὸ INTERNET ἔχει
ἀναρτηθεῖ καὶ ἐγκύκλιος τοῦ Αὐστριακοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Τέχνης καὶ
Πολιτισμοῦ (http:/ www.gv.at/ministerium/rs/2007 –05.xml) περὶ τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν. Ἡ ἐν λόγῳ ἐγκύκλιος ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὅτι τὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα εἶναι «δεσμευτικῶς
κατηχητικὸ» (ἐπὶ λέξει «Der Religionsunterricht istkonfessionell gebunden»). Ὁ πολὺ γνωστὸς Αὐστριακὸς
συνταγματολόγος Felix Ermacora εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο γνωστὸ
σύγγραμμά του31 εἰς μὲν τὴν σελ. 184 ἀναφέρεται εἰς τὸ περιεχόμενο τοῦ
δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸ ὁποῖον
περιλαμβάνει καὶ τὴν ὑπ’ αὐτῆς καθοριζομένη ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
εἰς δὲ τὴν σελ. 189 ἀναφέρει ἀκριβῶς τὰ ἴδια καθὼς καὶ τὴν ὑποχρέωση τοῦ
κράτους νὰ παράσχει γνησία θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση.
Ἐπισημαίνουμε περαιτέρω ὅτι ἡ
Αὐστρία ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ τὸ Βατικανό, τὸ ὁποῖο εἰς τὴν παράγραφο 1
ἐδάφιον τελευταῖο περιέχει τὴν ἑξῆς διάταξη: «Τὰ διδακτικὰ πλάνα
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συντάσσονται ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ὡς
διδακτικὰ ἐγχειρίδια μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦνμόνον ἐκεῖνα,τὰ ὁποῖα ἐνεκρίθησαν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες ὡς ἐπιτρεπτά»32.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τὸ αὐστριακὸ κράτος
ἔχει συνάψει σύμβαση μὲ τὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναφέρει τὰ ὡς ἄνω κατὰ λέξιν
(παράγραφος 4) καὶ ἐπίσης ὅτι τὰ διδακτικὰ βιβλία τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν θὰ περιέχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον διδασκαλία Χριστιανικὴ καὶ τίποτε ἄλλο (παράγραφος
5 ἐδάφιον 2). Ταὸ ὅτι ταὴν ὕλη τοῦ μαθήματος ταῶν Θρησκευτικῶν εἰς ταὴν Αὐστρία
ταὴν καθορίζει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία γίνεται γενικῶς ἀποδεκτὸν καὶ ἀπὸ ταὴν ad
hoc νομολογία33 καὶ ἀπὸ ταὴν ad hoc βιβλιογραφία34.
11) Εἰς ταὴν Ἑλβετία ἰσχύουν ταὰ ἴδια ὡς
ἀναφέρει κατ᾽ ἀρχὴν ὁ Winzeler, εἰς ταὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο σύγγραμμά
του35. Ταὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα εἰς ταὴν ἐπισημαινομένη σελίδα 127 ἀναφέρει ὅτι
κανένα Καντόνι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσαγάγει εἰς ταὸ σχολεῖο μάθημα θρησκευτικῶν
ἢ νὰ ἱδρύσει θεολογικὴ σχολὴ εἰς ταὸ πανεπιστήμιό του, ἐὰν δὲν συνεννοηθεῖ
προηγουμένως μὲ ταὴν ἀντίστοιχη Ἐκκλησία36. Ταὸ ἴδιο σύγγραμμα (σελ. 126) μᾶς
πληροφορεῖ ὅτι εἰς ταὴν Ἑλβετία ἔχει διεξαχθεῖ καὶ δημοψήφισμα, κατὰ ταὸ ὁποῖο
ὁ λαὸς ἀ πέρριψε ταὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας. Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι ταὴν
εἰσαγωγὴ τοῦ μαθήματος ταῶν Θρησκευτικῶν εἰς ταὰ ἑλβετικὰ σχολεῖα προβλέπει καὶ
ταὸ ἄρθρον 15 παρ, 4 τοῦ Ἑλβετικοῦ Συντάγματος, ὁ δὲ καθηγητὴς ταῶν
θρησκευτικῶν ἐπιβάλλεται νὰ ἀνήκει εἰς ταὴν ἐκκλησία, ταὸ μάθημα ταῆς ὁποίας
διδάσκεται. Τέλος ἡ ἴδια πηγὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος ταῶν
Θρησκευτικῶν εἶναι ἡ διδασκαλία ταῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ καμμία περίπτωση μία
γενικὴ θρησκειολογία ἢ κάποιες γενικὲς γνώσεις περὶ θρησκειῶν37. Τοῦτο διότι οἱ
μαθηταὶ διὰ ταῆς ὕλης τοῦ μαθήματος ταῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ εἰσάγονται εἰς ταὴν
θρησκείαν τα. Καὶ αὐτὸ ταὸ ἐπιβάλλει ταὸ ἄρθρον 15 τοῦ Συντάγματος38.
Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι ταὸ ἑλβετικὸ
Σύνταγμα ἀρχίζει μὲ ταὴν ἑξῆς φράση εἰς ταὸ προοίμιόν του «Ἐν ὀνόματι τοῦ
Παντοδυνάμου Θεοῦ» (Im Namen Gottes des Allmachtigen). Ὁ Schwarzenberger εἰς ταὸ ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά
του39 καὶ εἰς ταὴν σελ. 41 ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ ταὴν παράδοση
καὶ ταὸν πολιτισμὸ ταῆς Εὐρώπης. Εἰς δὲ ταὶς σελ. 42 καὶ 43 ἀναφέρει ὅτι ἡ
διδασκαλία μαθήματος κατηχητικοῦ – Χριστιανικοῦ δὲν παραβιάζει ταὴν θρησκευτικὴ
ἐλευθερία, ταὴν ὁποίαν δὲν παραβιάζουν καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ὕμνοι καὶ ταὰ
θρησκευτικὰ ἄσματα εἰς ταὰ σχολεῖα. Τέλος εἰς ταὴν σελ. 48 ἀναφέρει ὅτι, ἐὰν
δὲν ἐδιδάσκετο ταὸ μάθημα ταῶν Θρησκευτικῶν ὡς κατηχητικὸ θὰ καταλήγαμε
εἰς θρησκευτικὸν ἀναλφαβητισμόν.
12) Καὶ πρὸς ἀποφυγὴν σχοινοτενῶν
ἀναλύσεων ἀναφέρουμε ἐν τέλει καὶ δύο δεδομένα, ταὰ ἑξῆς: α) Εἰς ταὰ Συντάγματα
ταῶν ἑξῆς εὐρωπαϊκῶν χωρῶν ὑπάρχει διάταξη ἐπιβάλλουσα ταὴν διδασκαλία τοῦ
μαθήματος ταῶν Θρησκευτικῶν ὡς χριστιανικοῦ/κατηχητικοῦ. Γερμανία (ἄρθρον 7
παρ. 3), Ἰρλανδία (ἄρθρον 4 παρ. 1 – 4), Ὁλλανδία (ἄρ θρον 23 παρ. 3), Ἱσπανία
(ἄρ θρον 27 παρ. 3), Ἑλβετία (ἄρθρον 49 παρ. 3), Πορτογαλία (ἄρθρον 41 παρ. 5),
Κύπρος (ἄρθρον 18 παρ. 4), Λιχτενστάϊν (ἄρθρον 16 παρ. 1 καὶ 4), Αὐστρία
(ἄρθρον 17 τοῦ Συνταγματικοῦ νόμου), Μάλτα (ἄρθρον 2 παρ. 2), Βέλγιο (ἄρ θρον
24)40. Β) Εἰς ὅσες χῶρες ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ καθολικισμὸς ταὸ
ἀντίστοιχο κράτος ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ ταὸ Βατικανό, διὰ τοῦ ὁποίου
ἀναλαμβάνει ταὴν ὑποχρέωση νὰ διδάσκει μάθημα θρησκευτικῶν ταῆς Καθολικῆς
ἐκκλησίας, γ) Εἰς ταὶς προτεσταντικὲς χῶρες (Ἀγγλία, Δανία, Σκανδιναυΐα) ἡ
Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπίσημη κρατικὴ ἐκκλησία καὶ εἶναι
ἑνωμένη μὲ ταὸ κράτος. Ταὸ παρὸν θέμα δὲν περιορίζεται βεβαίως εἰς ταὸ
ἐσωτερικὸ ταῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Ἐνέχει καὶ πανευρωπαϊκὴν προέκταση. Καὶ πρὸς
ἀπόδειξη τούτου ἐπισημαίνουμε ὅτι καὶ ταὸ Συμβούλιο ταῆς Εὐρώπης ἔχει ἀσχοληθεῖ
μὲ ταὸ θέμα καὶ κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ μελετῶν ἔχει δὲ παραπέμψει ταὸ
θέμα εἰς ταὴν Κοινοβουλευτικὴ Συνέλευση (Assemblee Parlementaire – Parliamentary Assembly) τοῦ ἐν λόγῳ
εὐρωπαϊκοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία
τελικῶς κατέληξε εἰς ταὴν διατύπωση Συστάσεως πρὸς τοὺς ἁρμοδίους Ὑπουργοὺς ταῶν
Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν (ὡς ἐτροποποιήθη καὶ διεμορφώθη τελικῶς ταὴν 4.10.2007).
Πρόκειται περὶ ταῆς Συστάσεως (Recommandation) ταῆς Κοινοβουλευτικῆς
Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίου ταῆς Εὐρώπης Νο 1720/2005 φέρουσα ταὸν τίτλον
«Ἐκπαίδευση καὶ θρησκεία» (Education et Religion). Καὶ ἡ Σύσταση αὐτὴ δέχεται ταὰ
ὡς ἄνω ἀναφέρουσα μεταξὺ ἄλλων καὶ ταὰ ἑξῆς: εἰδικώτερον: α) Ἡ δημοκρατία καὶ ἡ
θρησκεία δὲν ἀντιτίθενται [παράγραφος 5], β) Οἱ κυβερνήσεις πρέπει νὰ ἐνισχύουν
ταὴν διδασκαλία ταῶν Θρησκευτικῶν41 [παράγραφος 6], γ) Ταὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, ποὺ
ἔχουν ἐπίσημη θρησκεία δικαιοῦνται νὰ ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτὴν θέση προνομιακὴ42
[παράγραφος 9], δ) Ἡ Συνέλευση συνιστᾶ ἐπίσης εἰς ταὴν Ἐπιτροπὴ Ὑπουργῶν νὰ
ἐνθαρρύνει ταὰ κράτη μέλη, εἰς ταὸ νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπὶ ταῆς διδασκαλίας ταῶν
Θρησκευτικῶν εἰς ταὴν πρωτοβάθμια καὶ ταὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση ταῆς
ἐθνικῆς τα παιδείας43 [παράγραφος 14], ε) Οἱ καθηγηταὶ ταῶν Θρησκευτικῶν
πρέπει, νὰ ἔχουν ἐξειδικευμένη κατάρτιση44 [πα ράγραφος 14.5].
13)Ὡς προκύπτει ἐκ ταῶν ὡς ἄνω καὶ ὡς
ἔχω ἀποδείξει ἐν πλήρει ἐκτάσει εἰς ταὴν ἐν ὑποσημειώσει Νο 2 παραπεμπομένη
μονογραφία μου ταὸ μάθημα ταῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς ὅλην ταὴν Εὐρώπη καὶ
μάλιστα «κατηχητικὸ» καὶ ὄχι ὑπὸ μορφὴν κάποιας γενικῆς θρησκειολογίας (ὡς ὅλως
ἀντιθέτως, ἀλλὰ καὶ περιέργως ἔδειξαν, νὰ ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ συμβεῖ εἰς ταὴν
Ἑλλάδα). Καὶ ἀναφέρω ταὴν φράση «περιέργως», διότι οἱ διατυποῦντες τοιαύτην
γνώμη ἐμφανίζονται ὡς εἰδικοὶ ἐπιστήμονες ἐπὶ τοῦ παρόντος πεδίου. Ὁπότε καὶ οἱ
ἐν πρoκειμένῳ (ἄλλως οἱ πολέμιοι τοῦ ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος ταῆς ὕλης τοῦ
μαθήματος ταῶν Θρησκευτικῶν) ὤφειλαν ταὴν ἐν λόγῳ ἄποψή τα νὰ ταὴν
αἰτιολογήσουν ἐπιστημονικῶς καὶ νὰ παραθέσουν πειστικὰ ἐπιστημονικὰ
ἐπιχειρήματα (προϊόντα δηλ. ἐνδελεχοῦς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) ἀντίστοιχα ταῶν
εἰς ταὴν παροῦσα μελέτη παρατιθεμένων. Ὅμως κανένα ἐπιστημονικῶς πειστικὸν
ἐπιχείρημα (προϊὸν ἐνδελεχοῦς καὶ ὑπευθύνου ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) δὲν εἶδα
μέχρι σήμερον νὰ παρατίθεται, οὔτε καὶ περιορισμένης ἰσχύος. Μᾶς μένει τώρα ἡ
Γαλλία, ταὴν ὁποίαν οἱ ὡς ἄνω ἀντιτιθέμενοι ἐπικαλοῦνται συνεχῶς διὰ τρεῖς
λόγους: α) Διότι ταὸ Γαλλικὸ Σύνταγμα εἰς ταὸ ἄρθρον 2 ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία
εἶναι «Etat laic» (κράτος «λαϊκὸν») καὶ συμπεραίνουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ λέξη
«λαϊκὸν» σημαίνει κράτος ἄθεο καὶ κράτος ἔχον θεσπίσει ταὸν χωρισμὸν κράτους
Ἐκκλησίας καὶ β) Ἐπικαλοῦνται ταὸν καὶ σήμερον ἐν ἰσχύϊ γαλλικὸ νόμο ταῆς 9.12.
1905, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει (κατὰ ταὴν ἄποψή τα) ταὸν πλήρη χωρισμὸν κράτους –
Ἐκκλησίας. Εἰς ἀπάντηση ταῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἐπισημαίνω ταὰ ἑξῆς, ἀφοῦ
προηγουμένως ὑπενθυμίσω ὅτι ὡς ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης45, ἐὰν θέλουμε νὰ
ἐρευνήσουμε τα καθεστὼς ὑπάρχει σὲ ἕνα κράτος δὲν προσφεύγουμε ἁπλῶς εἰς ταὴν
ψυχρὴ νομοθεσία, ἀλλὰ ἐρευνοῦμε πῶς οἱ ἀντίστοιχοι νόμοι ἐφαρμόζονται εἰς ταὴν
πράξη (δηλ. μὲ ταὰ σημερινὰ δεδομένα προσφεύγουμε εἰς ταὴν ad hoc νομολογία καὶ
βιβλιογραφία). Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐπισημαίνω ὅτι ὡς ἔχω ἀποδείξει διὰ
παραθέσεως τοῦ συνόλου σχεδὸν ταῆς ad hoc γαλλικῆς βιβλιογραφίας καὶ
νομολογίας46 ὁ ὅρος Etat laic, ποὺ χρησιμοποιεῖ ταὸ γαλλικὸ Σύνταγμα δὲν
σημαίνει χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας, οὔτε ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι κράτος ἄθεο. Αὐτὸ
δέχονται ὅλοι σχεδὸν οἱ Γάλλοι Συνταγματολόγοι. Μερικοὶ μάλιστα ἐπισημαίνουν47
ὅτι ὁ ὅρος «laicite» εἰσήχθη εἰς ταὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ γαλλικοῦ Συντάγματος
τοῦ 1946 συνοδευόμενο ἀπὸ ταὴν φράση«ὁ χωρισμὸς κράτους –Ἐκκλησίας
εἶναι ἠγγυημένος» (elle est garantie nottament par separation des eglises et de l’ Etat»), πλὴν ὅμως ἡ φράση αὐτὴ
ἀπερρίφθη διὰ δημοψηφίσματος καὶ δὲν συμπεριελήφθη εἰς ταὸ Σύνταγμα. Ἐπειδὴ δὲ ταὸ
παραπεμπόμενο ἔργο μου (ποὺ παραθέτει ταὸ σύνολο σχεδὸν ταῆς ad hoc
βιβλιογραφίας καὶ νομολογίας) ἔχει ἐκδοθεῖ ταὸ ἔτος 2008, ἐπισημαίνω ὅτι ταὰ
ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καὶ ἡ νεωτέρα βιβλιογραφία παρατιθεμένη ἐν ὑποσημειώσει48.
Ὡς πρὸς ταὸν νόμο ταῆς 9.12.1905, ὁ
ὁποῖος προβάλλεται ὡς ὁ νόμος, ποὺ θεσπίζει ταὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας
εἰδικῶς δὲ εἰς ταὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 αὐτοῦ (οἱ λοιπὲς διατάξεις του εἶναι ἁπλῶς
διαδικαστικὲς ἢ ἐπιβοηθητικὲς) ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς καθ’ ν
ἔκταση προβάλλονται ὡς θεσπίζουσες ταὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας δὲν
ἀναφέρουν τίποτε περὶ «χωρισμοῦ» ἀλλὰ ἁπλῶς ἀναφέρουν δύο θέματα: α) Ἡ Γαλλία
δὲν ἀναγνωρίζει καμμία θρησκεία καὶ β) Ἀπαγορεύεται ἡ ἀπὸ ταὸν κρατικὸ
προϋπολογισμὸ χρηματοδότηση ταῆς Ἐκκλησίας. Ἀμφότερες οἱ διατάξεις αὐτὲς
σήμερον οὐδόλως τηροῦνται. Τοῦτο ἀφ᾽ ἑνός, διότι ἡ Γαλλία ἔχει
θεσπίσει καθεστὼς ἀναγνωρίσεως Ἐκκλησιῶν (ἐξ οὗ καὶ σειρὰ
ἀποφάσεων τοῦ Εὐρωπ. Δικ/ρίου, εἰς ταὸ ὁποῖο καὶ προσέφυγαν οἱ χιλιασταί, διότι
ἡ Γαλλία δὲν
τοὺς ἀναγνωρίζει, ἐνῶ ἀναγνωρίζει
ἄλλες Ἐκκλησίες) καὶ ἀφ’ ἑτέρου, διότι ἡ Γαλλία χρηματοδοτεῖ ἐκ τοῦ κρατικοῦ
προϋπολογισμοῦ ταὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ γεγονότος μάλιστα ὁ
Γάλλος πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπ/μίου ταῆς Σορβόνης Odon Vallet εἰς
ἄρθρον του εἰς ταὴν ἐφημερίδα Le Monde φύλλο ταῆς 11.5.1996 (σελὶς 13) ὑπὸ ταὸν
τίτλον «La France n’ est plus laicque» ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία δὲν εἶναι
πλέον «λαϊκὸν κράτος» λόγῳ τοῦ ὅτι χρηματοδοτεῖ μὲ τεράστια ποςὰ ταὴν Καθολικὴ
Ἐκκλησία. Προσθέτει δὲ ὅτι ταὸ ποςὸν χρηματοδοτήσεως ἀνέρχεται εἰς 40 δισεκατομμύρια
φράγκα (περὶ ταὰ 6 δισεκατομμύρια Εὐρὼ) καὶ ἀντιστοιχεῖ εἰς ταὸ 12% ταῶν ἐσόδων
τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ἐκ τοῦ φόρου εἰσοδήματος. Ταὸ ὅτι ταὸ κράτος
δικαιοῦται νὰ χρηματοδοτεῖ ταὴν Ἐκκλησία ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ταὸ
δέχεται καὶ ἡ ad hoc νομολογία49.
Ἐρχόμεθα εἰς ταὸ θέμα, ποὺ μᾶς
ἐνδιαφέρει. Τα ἰσχύει εἰς ταὴν Γαλλία διὰ ταὸ μάθημα ταῶν Θρησκευτικῶν; Ἐπὶ τοῦ
προκειμένου ἰσχύουν ταὰ ἑξῆς: α) Εἰς ταὴν Γαλλία εἰς ταὶς περιοχὲς Ἀλσατίας καὶ
Λωραίνης καὶ στὶς ὑπερπόντιες κτήσεις (ἐν συνόλῳ σὲ ἕνδεκα περιοχὲς ταῆς
Γαλλίας) κράτος καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἡνωμένα καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία
ἀποστασιοποίηση ἢ χωρισμός. Εἰς ταὶς περιοχὲς αὐτὲς ταὸ μάθημα ταῶν
Θρησκευτικῶν διδάσκεται κανονικὰ ὡς κατηχητικὸ ἡ δὲ ὕλη του καθορίζεται ὑπὸ ταῆς
Ἐκκλησίας. Β) Εἰς ταὴν λοιπὴ Γαλλία ταὸ μάθημα ταῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς
ταὰ ἰδιωτικὰ σχολεῖα (καὶ χρηματοδοτεῖται ὑπὸ τοῦ κράτους), δὲν διδάσκεται δὲἐντὸς ταῶν
δημοσίων σχολείων. Διδάσκεται ὅμως ἐκτὸς αὐτῶν. Συγκεκριμένως
ὑπὸ τοῦ ἄρθρου L141-3 τοῦ Κώδικος Ἐκπαιδεύσεως (Code d’ Education), προβλέπεται ὅτι ταὰ δημόσια
σχολεῖα θὰ ἔχουν καθ᾽ ἑβδομάδα μίαν ὥρα κενή, κατὰ ταὴν ὁποίαν οἱ μαθηταὶ (ποὺ ταὸ
ἐπιθυμοῦν) θὰ ἀπέρχονται, διὰ νὰ μεταβοῦν εἰς χῶρον, ποὺ θὰ ἔχει καθορίσει ἡ
Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ παρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν, ὡς ἄλλωστε τοῦτο
ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ ταὴν ad hoc βιβλιογραφία50. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον οἱ μαθηταὶ θὰ
μεταβαίνουν εἰς χῶρον ταῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ παρακολουθήσουν μάθημα
Θρησκευτικῶν εἶναι σαφές ὅτι θὰ διδάσκονται μάθημα θρησκευτικῶνκατηχητικὸν (δηλ.
τοῦ ὁποίου ταὴν ὕλη θὰ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία). Ἡ
ρύθμιση (καλλίτερα ἡ ἄποψη) αὐτὴ δὲν δύναται, νὰ ἀμφισβητηθεῖ, καθ᾽ ὅσον ἄλλως
θὰ εἴχαμε εὐθεῖα παραβίαση ταῆς Εὐρ. Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ταῆς
ὁποίας ταὸ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ρητῶς ἐπιβάλλει εἰς ταὰ
εὐρωπαϊκὰ κράτη, νὰ παρέχουν εἰς τοὺς πολίτες τα διὰ ταὰ τέκνα τα θρησκευτικὴν
ἐκπαίδευση ἀντίστοιχη ταῶν θρησκευτικῶν ἢ φιλοσοφικῶν πεποιθήσεων ταῶν γονέων τα.
Βλέπουμε
λοιπὸν ἐδῶ νὰ ἀνακύπτει κάτι ποὺ κανεὶς δὲν εἶχε προσέξει
μέχρι σήμερα εἰς ταὴν Ἑλλάδα, ἤτοι ὅτι εἰς ταὴν Γαλλία
διδάσκεται μάθημα ταῶν Θρησκευτικῶν καὶ μάλιστα «κατηχητικό», ταὴν
δὲ ὕλη του ταὴν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία.Φυσικὰ ἐὰν ἴσχυε ταὸ ἀντίθετο (π.χ. ταὴν
ὕλη νὰ ταὴν συνέτασσε κάποια κρατικὴ ὑπηρεσία κ.ο.κ.), θὰ παρεβιάζετο ταὸ
ἀτομικὸν δικαίωμα ταῆς Ἐκκλησίας, νὰ καθορίζει ἡ ἴδια ταὸ περιεχόμενο ταῆς
διδασκαλίας τα).
Ὑποσημειώσεις:
23.Das
Grundrecht auf Religionsunterricht, 2000 σελ. 66-67.
24.Ἐνθ’ ἀν. Σελ. 84.
25. Π.χ. σελ. 176 ἔπ., 215, 224,
231 ἑπ. 234.
26. Σελ. 234.
27. Αὐτόθι σελ. 222 καὶ
ὑποσημ. 25 διὰ
ταὴν νομολογία.
28.Recht der Religiosen Kindererziehung, 2003 σελ. 209 ἑπ.
29. Schul
–und Prufungsrecht, τόμος Ι, 2006 σελ. 7225.
30. Rechtliche
Grundlagen des Religionsunterrichts in Osterreich (Katechetisches Amt der
Erzdiozese Salzburg, 2013 σελ. 1). Ἡ σχετικὴ συνταγματικὴ διάταξη ἔχει ὡς ἑξῆς ἐπὶ λέξει «Fur den Religionsunterricht
in den Schulen ist von den betreffenden Kirche oder Religionsgemeinschaft Sorge
zu tragen».
31. Menschenrechte
in der sich wandelnden Welt, 1974
32. Ταὸ κατὰ λέξιν κείμενο ταῆς διατάξεως αὐτῆς εἰς ταὸ πρωτότυπον ἔχει ὡς ἑξῆς: «Die
Lehrplane fur den Religionsunterricht ducat von den Kirchenbehorde aufgestellt;
als Religionslehrbucherkonnen nur solche Lehrbucher verwendet ducat, welcher
von der Kirchenbehorde fur zulassig erklart wurden».
33. Verwaltunghsgerichtshof ἀπόφαση ταῆς 10.11.1989
(osterreichisches Archiv fur Kirchenrecht, 1990 σελ. 422 ἑπ.).
34. Walter-Mayer,
Grundriss des οsterreichischen
Bundesverfassungsrechts, 6η ἔκδ. 1988 σελ. 474.
Koctelesky, auf dem Weg zur Partnerschaft zwischen Kirche und Staat
(Osterreichisches Archiv fur Kirchenrecht, 1992 σελ. 65).
35. Cristoph
Winzeler, Einfuhrung in das Religionsunterricht der Schweiz, 2009 σελ. 127.
36. Αὐτόθι ἐπὶ λέξει: «So kann
z.B. kein Staat Religionsunterricht an den offentlichen Schulen erteilen lassen
oder eine Theologiefakultat an seiner Universitat unterhalten, ohne sich
daruber mit den betroffenen Religionsgemeinschaften abgesprochen zu haben».
37.Αὐτόθι σελ. 132, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει «gilt
als solcher nur die Anleitung im Glauben einer Religion, nicht aber die blossse
Vermittlung von Kenntnissen uber sie». Βλέπε καὶ σελ. 135 διὰ ταὴν ὑποχρέωση τοῦ καθηγητοῦ, νὰ ἀνήκει εἰς ταὴν ἐκκλησία, ταὸ μάθημα ταῆς ὁποίας διδάσκει. 38.Αὐτόθι σελ. 136, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει, ὅτι «Gegenstand
des Religionsunterrichts, wie ihn Art. 15 Bundesverfassung voraussetzt, ist die
Unterweisung der Schulerinnen und Schuler in ihrer eigenen Religion.
39. Die
Glaubens–und Gewissensfreiheit im Kontextder offentlichen Schulen, 2011.
40.Εἰδικῶς διὰ ταὸ Βέλγιο ἰδὲ Sambon, Le Droit a l’ enseignement (RΕVUE DU DROIT COMMUNAL, 1996 σελ. 223).
41. Les
gouvernements devraient faire plus pour encourager l’ enseignement du fait
religieux
42. Pays a
religion d’ Etat…privilegient une seule religion.
43. L’
Assemble recommande aussi au Comite des Ministre d’ encourager les gouvernement
des Etats ducati a veiller a l’ enseignement du fait religieux aux niveau
primaire et secondaire de l’ education nationale.
44. Les
enseignants des religions devront avoir une formation specifique.
45. Ρητορική, Βιβλίο Α παράγραφος
1365b 25, 8.
46. Κρίππα, Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ
Πολιτείας στὶς χῶρες – μέλη ταῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008 (εἰδικῶς διὰ ταὴν
Γαλλία ἰδὲ σελίδες 11 ἕως 41).
47.Ὅπως ὁ Iried «De la difficile adaptation du principe
republicain de laicite a l’ evolution socio-culturelle francaise» (REVUE DU
DROIT PUBLIC, 2005 σελ.434).
48. Hennette
– Vancher, Roman, Droits de l’ Homme et libertes fondamentales, 2013 σελ. 423.
Haarscher, La laicite, 2011 5η ἔκδ. Σελ. 102.
Pontier Droits fondamentaux et libertes publiques 4η ἔκδ. 2010 σελ. 112.
Prelot, Droit des libertes fondamentales, 2α ἔκδ. 2010σελ. 245 -247.
Turpin, Libertes publiques et droits fondamentaux, 2009 σελ.
151. 49.Παραθέτουμε ἐπὶ λέξει ἀπόσπασμα ταῆς ἀπὸ16.2.2002 ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοδικείου Λυὼν ἔχον ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς ταὸ πρωτότυπον (καὶ δημοσιευομένης εἰς ταὸ περιοδικὸACTUALITE
JURIDIQUE DROIT ADMINISTRATIF 16.2. – 2002) «Nonobstant les dispositions de la
Loi du 5 decembre 1905, une association cultuelle au sens de l’ article 18 de
cette loi, peut recevoir une subvention publique des lors que lui a ete
conferee la reconnaissance d’ utilite publique».
50. Πρβλ. Pontier ἐνθ’ ἀν. Σελ. 112, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω διάταξη θεσπίζει μίαν ὑποχρέωση ταῶν ὑπηρεσιῶν ταῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως νὰ ἀφήνουν κενὸν χρόνον ἐπὶ μίαν ἡμέρα καθ’ ἑβδομάδα, διὰ νὰ ἐπιτρέπουν εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ ταὸ ἐπιθυμοῦν, νὰ παρακολουθήσουν θρησκευτικὴν ἐκ παίδευση (ἐπὶ λέξει εἰς ταὸ πρωτότυπον «obligation
faite aux etablissements d’ enseignementpublique de vaquer un jour par semaine pour permettre aux eleves qui le souhaitent de recevoir une ducation religieuse»).
Ορθόδοξος Τύπος, 27/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου