«Ὁ
ποιμὴν
ὁ
καλὸς»
Εγώ
εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός», εἶπε κάποτε ὁ Κύριος (Ἰω. ι´ 11). Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμένας ὁ
καλὸς καὶ στοργικός, ποὺ πονῶ καὶ ἐνδιαφέρομαι εἰλικρινὰ γιὰ τὰ πρόβατα. Ὁ
Κύριος παρομοίασε τὸν Ἑαυτό Του μὲ ποιμένα, βοσκό, ποὺ ἔχει ποίμνιο, τὴν Ἐκκλησία,
ἔχει πρόβατα, τοὺς πιστούς.
Ὁ
βοσκός, ὁ καλὸς βοσκός, ἀσχολεῖται πολὺ μὲ τὰ πρόβατά του. Τὰ πονᾶ, τὰ ἀγαπᾶ, τὰ
φροντίζει. Εἶναι κτῆμα του, περιουσία του. Εἶναι μέρος τῆς ζωῆς του. Περνᾶ πολλὲς
ὧρες μαζί τους.
Δὲν
ξέρει ἀργίες καὶ γιορτές, οὔτε διακοπές. Πρέπει κάθε μέρα νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ
κοπάδι του, νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν τροφή, τὸ νερό, γιὰ τὴν ἀσφάλειά τους, εἰδικὰ
τὴ νύχτα. Ὑπάρχουν δὲ τσομπάνοι ποὺ περνοῦν τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες τους
συνέχεια μὲ τὰ ζωντανά τους, ἀποκομμένοι σχεδὸν τελείως ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.Ἑπομένως
ἡ παραβολὴ αὐτὴ δίνει ἕνα πολὺ παρήγορο μήνυμα: ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι κάποιος
δυνατὸς βυθισμένος στὴ μακαριότητά του ποὺ ἁπλῶς συμ παθεῖ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅταν
τὸν καλοῦν, τρέχει νὰ τοὺς βοηθήσει.
Ἂν
καὶ εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ ἀπρόσιτος Θεός, θέλησε νὰ ἔχει ποίμνιο. Εὐδόκησε νὰ
πάρει τοὺς ἀνθρώπους – ὅσους θέλουν – κάτω ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του, νὰ ἀναπτύξει
σχέση ἀγάπης μ᾿ αὐτούς, καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἤδη ἐκπέσει
ἀπὸ τὴν πρώτη κοινωνία μαζί Του στὴν Ἐδέμ. Σὰν νὰ ἐπεδίωξε ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸν Ἑαυτό
Του σὲ ἰδιαίτερες φροντίδες, θὰ λέγαμε ἀνθρωποπαθῶς. Ἡ σύσταση λοιπὸν τῆς
ποίμνης ὀφείλεται στὴν πρωτοβουλία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· ἀξιοθαύμαστης, ἂν
σκεφθεῖ κανεὶς ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ποιὸς εἶναι Ἐκεῖνος.Τὸν πλοῦτο της ὅμως
τὸν ἀποκαλύπτουν πολὺ περισσότερο δύο ἀκόμη στοιχεῖα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ἀπέκτησε
τὸ ποίμνιό Του ὄχι μὲ χρήματα ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο τὸ αἷμα Του (βλ. Πράξ. κ´ 28, Α´
Πέτρ. α´ 18-19). Αὐτὸ ὁρίζει ὁ Κύριος ὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν γνώρισμα τοῦ καλοῦ
βοσκοῦ: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι´
11). Ὁ καλὸς βοσκὸς θυσιάζει τὴ ζωή του προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὰ πρόβατά
του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν μισθωτὸ ἐργάτη, στὸν ὁποῖο ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ φύλαξη τῶν
προβάτων.
Ὁ
μισθωτός, λέει ὁ Κύριος, βλέπει νὰ ἔρχεται ὁ λύκος, καὶ φεύγει ἀφήνοντας τὰ
πρόβατα στὴν ἁρπακτικὴ μανία του. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πρόβατα, διότι δὲν εἶναι
δικά του. Αὐτὸς εἶναι μισθωτός, ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ πάρει τὸν μισθό του. Δὲν θὰ
διακινδυνεύσει ποτὲ τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν προβάτων. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Κύριο,
ὁ Ὁποῖος λέει: Ἐγὼ δίνω τὴ ζωή μου γιὰ τὰ πρόβατα – ἐννοώντας, μὲ τὸ ἑκούσιο
Πάθος Του (Ἰω. ι´ 11-15).
Τὸ
δεύτερο στοιχεῖο ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι συνέστησε τὴν
ποίμνη Του ὄχι γιὰ νὰ κερδίζει κάτι ἀπὸ αὐτήν – ὅπως οἱ ἄνθρωποι βοσκοὶ ἀπὸ τὸ
κοπάδι τους (καὶ βέβαια κανεὶς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τοὺς κατηγορήσει γι᾿ αὐτό)·
ἀλλὰ γιὰ νὰ παρέχει στὰ πρόβα-τά Του πλοῦτο δωρεῶν: «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι
καὶ περισσὸν ἔχωσι» (Ἰω. ι´ 10). Ἐγὼ ἦλθα γιὰ νὰ ἔχουν ζωή, ἄφθονη πνευματικὴ
τροφὴ καὶ κάθε ἀγαθό. Κοντὰ στὸν Καλὸ Ποιμένα δὲν στερεῖται κανεὶς τίποτε.
Τὸ
σημαντικότερο: Ἀνάμεσα στὸν Καλὸ Ποιμένα καὶ σὲ καθένα ἀπὸ τὰ λογικά Του πρόβατα
ἀναπτύσσεται βαθύτατος πνευματικὸς σύνδεσμος: «Καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ
γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν». «Καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια
πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα» (Ἰω. ι´ 14, 3). Εἶναι «τὰ ἴδια πρόβατα», τὰ δικά Του πρόβατα,
τὰ ὁποῖα φωνάζει μὲ τ᾿ ὄνομά τους. Τὰ γνωρίζει προσωπικά. Τὸ καθένα ἔχει μιὰ
ξεχωριστή, τελείως προσωπικὴ θέση στὴν ἀγάπη Του καὶ στὴ μεσιτεία Του πρὸς τὸν
Πατέρα. Τὰ παρακολουθεῖ μὲ βλέμμα φιλόστοργο. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνα Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ
γνωρίζουν τὴ φωνή Του – δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν ὑπακοῦν σὲ ἄλλη φωνή (Ἰω. ι´ 5).
Προσβλέπουν σ᾿ Αὐτὸν μὲ βλέμμα ἐμπιστοσύνης καὶ ὑπακοῆς.
Καὶ
εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὥστε, ἂν κάποιο πρόβατο ἀποσκιρτήσει ἀπὸ
τὴν ποίμνη, δὲν ἀδιαφορεῖ οὔτε γι᾿ αὐτό, ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος σὲ ἄλλη
Παραβολή Του. Ἀλλὰ ἀφήνει τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ τρέχει στοὺς κακοτράχαλους
τόπους μέχρις ὅτου βρεῖ τὸ πρόβατο «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο πρόβατο. Κι ὅταν τὸ
βρεῖ, δὲν τὸ χτυπᾶ ἀγανακτισμένος, ἀλλὰ τὸ παίρνει στοὺς ὤμους Του «χαίρων». Καὶ
εἶναι τόσο μεγάλη ἡ χαρά Του, ὥστε θέλει νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τοὺς φίλους Του:
«Συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός» (Λουκ. ιε´ 6).
Τέλος,
ἂν ὁ Κύριος εἶναι ὁ τόσο τρυφερὸς καὶ στοργικὸς Ποιμήν, εἶναι καὶ ὁ παντοδύναμος,
ποὺ ἀσφαλίζει τελείως τὸ ποίμνιό Του ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του: «Οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ
ἐκ τῆς χειρός μου» (Ἰω. ι´ 28). Κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἁρπάξει ἀπὸ τὰ πανίσχυρα
χέρια μου οὔτε ἕνα πρόβατό μου, ὅσο αὐτὸ μένει ἑνωμένο μ᾿ ἐμένα.
Λοιπόν,
μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, μᾶς πονᾶ ὁ Θεός. Ἡ ὑπόθεση τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας μας Τὸν ἀπασχολεῖ
ἰδιαιτέρως. Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς προσθέτει πίστη, ὥστε νὰ νιώθουμε αὐτὴν τὴν
ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας νὰ ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό: «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν
με ὑστερήσει» (Ψαλμ. κβ´ 1).
Περιοδικό
”Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου