ΑΛΗΘΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Ισως
φέτος ἡ πατρίδα μας ζήσει ἀληθινὰ Χριστούγεννα...
Χρόνια
τώρα, δεκαετίες, οἱ Νεοέλληνες περνούσαμε Χριστούγεννα ποὺ καμιὰ σχέση δὲν ἦταν
δυνατὸν νὰ ἔχουν μὲ τὴ Γέννα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν τακτικὴ τοῦ
δυτικοῦ κόσμου, δεμένοι στὸ ἅρμα τῆς ὑλιστικῆς νοοτροπίας καὶ τοῦ ἀκατάσχετου εὐδαιμονισμοῦ,
εἴχαμε καταστήσει τὴ μητρόπολη αὐτὴ τῶν ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἀφορμὴ ἀποθεώσεως
τῆς ὕλης, τοῦ κοσμικοῦ καὶ σαρκικοῦ φρονήματος. «Καλὰ Χριστούγεννα» λέγαμε, καὶ
στὴ συνείδησή μας τὸ «καλὰ» εἶχε συνδεθεῖ μὲ τὰ φῶτα, τὰ δῶρα, τὰ κεράσματα, τὰ
χριστουγεννιάτικα δέντρα, κι ἀκόμα μὲ τὰ ρεβεγιόν, τὰ πάρτι, τὰ σαλόνια, δηλαδὴ
ὅλη τὴν ὑλοφροσύνη, τὴν κενοδοξία, τὴν ἐπιδειξιομανία, τὴ σαρκικότητα.
Τί
σχέση ὅμως μποροῦν νὰ ἔχουν αὐτὰ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ; Γιορτάζουμε τὴ
γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ πῶς ὁ Χριστός, ὁ ἕνας τῆς Τριάδος, ὁ παντοκράτωρ
Θεός, γεννήθηκε ἐπάνω στὴ γῆ; Μήπως μέσα σὲ ἀνάκτορα, σὲ πορφυρόστρωτες κλίνες,
σὲ βασιλικὲς κάμαρες; Ἂς ἀφήσουμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὴ χρυσὴ γλώσσα
τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὸν περιβάλλοντα χῶρο, στὰ πρόσωπα καὶ τὶς
συνθῆκες τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως:
«Τί δὲ εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ,
καὶ βρέφος, καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας ἐχόμενα,
ὅλα πενίας γέμοντα». Ἕναν ξυλουργὸ βλέπω, καὶ μιὰ φάτνη γιὰ τὰ ζῶα, βρέφος καὶ
σπάργανα, λεχώνα παρθένο χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε τὰ ἀναγκαῖα· ὅλα γεμάτα ἀπὸ
φτώχεια, ὅλα γεμάτα ἀπὸ ἀνέχεια. Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Εἶδες πλοῦτον ἐν
πενίᾳ πολλῇ; πῶς πλούσιος ὢν δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε; πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν
εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔρριπτο φάτνης;». Εἶδες πλοῦτο μέσα σὲ μεγάλη φτώχεια; πῶς,
ἐνῶ ἦταν πλούσιος, ἔγινε γιὰ μᾶς φτωχός; Πῶς οὔτε κρεβάτι, οὔτε στρῶμα εἶχε, ἀλλὰ
μέσα σὲ μιὰ ξερὴ φάτνη ἦταν τοποθετημένος; (ΕΠΕ 35, 484).
Ἔτσι
τὸ θέλησε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς νὰ ἔρθει στὴ γῆ μας, νὰ γίνει ὅμοιος μὲ μᾶς καὶ νὰ
μᾶς ἀναστραφεῖ: μὲ τὴ φτώχεια. Μιὰ φτώχεια ὅμως ποὺ κρύβει μέσα της ἀναφαίρετο
πλοῦτο. Μυστήριο αὐτό, τὸ ὁποῖο ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἐκθέτει σὲ δύο γραμμὲς
στὴν Ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους:
Γνωρίζετε,
τοὺς λέει, τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐεργεσία ποὺ σᾶς ἔκανε, «ὅτι
δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β΄
Κορ. η΄ 9). Ἔγινε φτωχὸς γιὰ σᾶς, γιὰ μᾶς, γιὰ ὅλους μας, ἐνῶ ἦταν πλούσιος λόγῳ
τοῦ ἀπείρου μεγαλείου τῆς θεότητός Του. Καὶ φόρεσε λοιπὸν τὴ φτωχὴ ἀνθρώπινη
φύση ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνετε ἐσεῖς, νὰ γίνουμε ὅλοι ἐμεῖς,
πλούσιοι, θεοὶ κατὰ χάριν, μὲ τὴν πτωχεία Ἐκείνου.
Αὐτὴ
ὑπῆρξε ἡ ἐσχάτη πτωχεία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ: τὸ ὅτι «ἐκένωσε» τὸν ἑαυτό
Του, τὸ ἀπερινόητο θεϊκό Του μεγαλεῖο, καὶ «ἔλαβε δούλου (=ἀνθρώπου) μορφήν»
(Φιλιπ. β΄ 7).
Καὶ
ὄχι μόνο στὴ θεία Του Γέννηση ἐπέλεξε τὴν ἐσχάτη πενία, καθὼς ἀνακλίθηκε ὁ
Δεσπότης τοῦ παντὸς μέσα σὲ σταῦλο καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν
ἐπὶ γῆς βιοτή Του, κατὰ τὴν ὁποία οὔτε προσκέφαλο ὡς περιουσία Του δὲν διέθετε.
Ἀκριβῶς
ὅμως μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια μᾶς χορήγησε τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός Του. Γιατὶ πῶς
ἀλλιῶς ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε νὰ γίνουμε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4)
καὶ δόξης, ἂν Αὐτὸς δὲν συνέστελλε τὸ θεϊκό Του μεγαλεῖο, δὲν σμίκρυνε τὸν ἑαυτό
Του ὥστε νὰ γίνει σὰν κι ἐμᾶς, προκειμένου νὰ μᾶς ἑνώσει μαζί Του;
Ἀλλὰ
αὐτὸ τὸ μυστήριο τοῦ πλουτισμοῦ μας μέσα ἀπὸ τὴν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι
κάτι ποὺ ἔγινε μιὰ μόνο φορά. Ἐπαναλαμβάνεται κάθε φορὰ ποὺ κι ἐμεῖς μιμούμαστε
τὴν πολιτεία Του αὐτὴ ποὺ ἦρθε νὰ μᾶς διδάξει. Ὅταν δηλαδὴ κι ἐμεῖς πτωχεύουμε
κατὰ Θεόν, κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά Του, τότε πλουτίζουμε ἀναφαίρετο πλοῦτο. Πτωχεύουμε ἐνδεχομέ νως στὰ ὑλικά μας ἀγαθά,
τὰ μοιράζουμε στοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, πλουτίζουμε ὅμως μὲ τὴ χάρη
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὄχι μόνον αὐτὰ ἀναπληρώνει ὥστε νὰ μὴ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλὰ καὶ
μὲ πνευματικὰ χαρίσματα μᾶς πλημμυρίζει: μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, τὴ χαρὰ
τῆς μεταδοτικότητος, τὴ φιλαλληλία, τὴν καταδεκτικότητα, τὴν ὑπομονή, τὴν
ταπεινοφροσύνη, τὴν πίστη καὶ ἐλπίδα στὸν πανάγαθο Κύριο γιὰ τὰ πάντα στὴ ζωή
μας. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν προδίδει ποτὲ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, γιατὶ ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ χύνεται σὰν κρουνὸς μέσα στὴν καρδιά του καὶ τὴν κατακλύζει μὲ ὅλες τὶς
χάριτες καὶ τὰ ἐλέη Του (βλ. Ρωμ. ε΄ 5).
Νά
γιατί ἴσως φέτος ἡ πατρίδα μας θὰ ζήσει ἀληθινὰ Χριστούγεννα. Γιατὶ οἱ ἐξωτερικὲς
συνθῆκες τῆς ὑλικῆς φτώχειας ὑπάρχουν ὅπως καὶ τότε, στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Μένει
νὰ πληρωθοῦν καὶ οἱ ἐσωτερικὲς συνθῆκες στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας, μὲ τὴν ὁλοκάρδια
ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς πλουτοποιοῦ πτωχείας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
“Ο
ΣΩΤΗΡ”,15/12/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου