«Ο
άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος, Καππαδόκης από πατέρα και Παλαιστίνιος από μητέρα,
με ευσεβή ανατροφή και αγαθή φύση, από νεαρός διακρίθηκε στους πολέμους και
γι’ αυτό έλαβε μεγάλα αξιώματα στον στρατό. Όταν πέθαναν οι γονείς του
και ήλθε σ’ αυτόν μία μεγάλη περιουσία, θέλησε να πάει στη Ρώμη, στον
αυτοκράτορα Διοκλητιανό, προκειμένου να ανέβει σε ακόμη υψηλότερα αξιώματα.
Διεπίστωσε όμως την εχθρική στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους χριστιανούς,
τους οποίους ήθελε να εξολοθρεύσει, γι’ αυτό και αντέδρασε, ερχόμενος
«αυτόκλητος» στη Βουλή και δηλώνοντας με παρρησία τη χριστιανική του
ταυτότητα, αφού προηγουμένως μοίρασε στους πτωχούς όλη την περιουσία του. Τα
μαρτύρια που υπέστη λόγω της ομολογίας του και της σταθερής εμμονής του στην
πίστη του Χριστού ήταν πάμπολλα και φοβερά, τα οποία οδήγησαν πολλούς
στον Χριστό, ενώ ο Ίδιος του φανερώθηκε σε όνειρο, βεβαιώνοντάς τον για τα
αγαθά που τον περιμένουν. Τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος. Το άγιο σκήνος
του, σύμφωνα με υπόδειξη του αγίου προ της τελευτής του, διακοσμίσθηκε στην
Παλαιστίνη και ετάφη εκεί.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε και έγινε
αυτοκράτορας ο μέγας και ισαπόστολος Κωνσταντίνος. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία
οι εραστές της ευσέβειας και του αγίου μάρτυρα και του ανήγειραν στη Λύδδα
ωραιότατο ναό, στον οποίο μετέφεραν τα λείψανά του από τον αφανή τόπο που
βρίσκονταν. Η κατάθεση των λειψάνων
έγινε στις 3 Νοεμβρίου και έκτοτε, αφού κρουνοί θαυμάτων καθημερινώς παρέχονται
στους πιστούς που προσέρχονται στον άγιο ναό του, εορτάζεται η ημέρα αυτή ως εορτή
της ανακομιδής του Μάρτυρα, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού του αληθινού Θεού
ημών και του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου».
Θα
πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι μολονότι η σημερινή εορτή είναι για τα
εγκαίνια του ναού του αγίου Γεωργίου στην πόλη της Λύδδας, η ακολουθία
είναι ένα εξαίσιο εγκώμιο για τον μεγαλομάρτυρα, χωρίς καμία απολύτως
αναφορά στο γεγονός της ημέρας. Χαρακτηρίζουμε εξαίσιο το εγκώμιο, διότι
πράγματι ο υμνογράφος, κινούμενος διθυραμβικά απέναντι στον άγιο, νιώθει ίλιγγο
και φόβο, απορία και έκσταση, προκειμένου, έστω και ελάχιστα, να ψαύσει τα
προτερήματά του. «Ιλιγγιώ γαρ και δέδοικα και απορώ και εξίσταμαι, ψαύσαί σου
καν γουν ποσώς, Αθλοφόρε, τοις προτερήμασι». Και ευλόγως: πώς ο πεζός λόγος ή
έστω ο τυπικά επαινετικός θα μπορούσε να περιγράψει «το νοερό διαμάντι της
υπομονής», εκείνον που πολιτεύτηκε «αξίως του ονόματος» γενόμενος «γεώργιον του
Χριστού», που «οπλισμένος με το σημείο του Σταυρού, σαν ξίφος και λόγχη,
κατέβαλε όλη την ισχύ των τυράννων και όλη την αθεΐα», που περιτρέχει όλη την
υφήλιο, για να προστατεύει τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους,
που ενισχύει τους πιστούς στην υπέρβαση των παθών τους, κι όλα αυτά από τον
θερμό έρωτα που τον διακατείχε προς τον Θεό; «Ω, του θερμού σου προς Θεόν
έρωτος, παμμάκαρ!»
Το
πρώτο σημείο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος, ήδη στην αρχή του εσπερινού,
είναι το «αυτόκλητον» της παρουσίας του στη Βουλή του αυτοκράτορα. Χωρίς να τον
οδηγήσουν εκεί, ο ίδιος παρουσιάζεται προκειμένου με χαρά και ανδρεία να
δηλώσει ότι είναι χριστιανός. «Χαίρων αυτοκινήτοις ορμαίς προς τους αγώνας
ανδρικώς προσεχώρησας». Κι είναι ένα σημείο που χρήζει απαντήσεως,
δεδομένου ότι η Εκκλησία μας γενικώς δεν δέχεται την «εισπήδησιν», δηλαδή την
με πρωτοβουλία του πιστού αναζήτηση του μαρτυρίου. Το βλέπουμε όμως αυτό στον
άγιο Γεώργιο, όπως και σε άλλους μεγάλους μάρτυρες. Τι εξήγηση δίνει ο
εκκλησιαστικός ποιητής μέσα από την εν γένει ακολουθία; Η απάντηση είναι
πράγματι εκπληκτική: ο ποιητής παρομοιάζει τον άγιο Γεώργιο – κάτι που δεν το
συναντάμε συχνά στους ύμνους για άλλους μάρτυρες – με τον προφήτη Ηλία. Χωρίς
να αναφέρει ρητά το όνομα του ζηλωτή προφήτη παραπέμπει σ’ αυτόν, προκειμένου
να ερμηνεύσει τον τρόπο δράσεως του Γεωργίου. «Επιπαφλάζον πυρ το της απάτης ου
φέρων βλέπειν, Άγιε, ως ο πυρίπνους και ζηλωτής, ανομούντας διελέγχων∙ Ουκ
έστιν άλλος, έλεγες, Θεός ως ο Κύριος». Δηλαδή: Άγιε Γεώργιε, επειδή δεν
άντεχες να βλέπεις να κυριαρχεί η φωτιά της απάτης, έλεγες σαν τον πύρινο και
ζηλωτή προφήτη που έλεγχε τους άνομους: Δεν υπάρχει άλλος Θεός όπως ο Κύριος.
Ο ζήλος λοιπόν για την πίστη του Χριστού και η αγανάκτηση του αγίου
μπροστά στο φαινόμενο της κυριαρχίας της απάτης ήταν το ποιητικό αίτιο της
αυτόκλητης παρουσίας του στη Βουλή, συνεπώς και του μαρτυρίου του.
Ο
υμνογράφος όμως επιμένει: συνδέει τον φλογερό ζήλο του αγίου Γεωργίου με την
φλόγα της πίστεως που έφερε ο Χριστός. Αν δηλαδή ο αθλοφόρος Γεώργιος είχε
τέτοια θέρμη στην ψυχή του, ώστε μόνος του να οδηγηθεί στα μαρτύρια, ήταν γιατί
ο ίδιος ο Χριστός άναψε τη φλόγα της πίστεως μέσα του. «Πυρ το του Λόγου όπερ
ήλθε Μάκαρ, βαλείν εις κόσμον άπαντα, σου καθαψάμενος της ψυχής, στέγειν όλως
ουκ εία, αλλά θερμώς ανέκραζες∙ Χριστός μοι στερέωμα». Δηλαδή: Μακάριε, η φωτιά
του Λόγου του Θεού, που ήλθε να βάλει σε όλον τον κόσμο, άγγιξε την ψυχή σου
και δεν σε άφηνε να την κρατάς μέσα σου, αλλά με θέρμη φώναζες δυνατά: ο
Χριστός για μένα είναι το στήριγμα. Είναι περιττό βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο
ύμνος στηρίζεται όχι σε μια έμπνευση του υμνογράφου, αλλά στον λόγο του ίδιου
του Κυρίου, που είχε πει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει
ήδη ανήφθη». Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω, αν ήδη έχει ανάψει!
Είθε η φωτιά αυτής της πίστης να αγγίξει και τη δική μας ψυχή, με τις πρεσβείες
του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, ιδίως όταν η νύκτα των πειρασμών μάς σπρώχνει
από παντού προς τη χάρυβδη των παθών. Εκείνος πράγματι έχει τη δύναμη, με την
παρρησία του προς τον Κύριο, να μας σώζει. «Νυξ με πάντοθεν πειρασμών
επιπολάζει και ανενδότως συνωθεί με προς την χάρυβδιν των παθών, Γεώργιε, αλλά
προφθάσας διάσωσον».
Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης - Ακολουθείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου