…Η
γυναίκα μου κι εγώ βρισκόμαστε στο Σεβδίκιοϊ, ένα Ελληνικό χωριό πού απέχει
μερικά μίλια απ’ τη Σμύρνη, επάνω στην Οθωμανική Σιδηροδρομική γραμμή, όταν
έφθασαν ειδήσεις ότι ο Ελληνικός στρατός έπαθε σοβαρές ήττες. Οι φήμες αυτές
δεν έγιναν στην αρχή πιστευτές, διαδίδονταν όμως ολοένα περισσότερο επίμονα και
έφερναν στον πληθυσμό την αγωνία και το φόβο.
Τελικά
η διήγηση έγινε βεβαιότητα. Έφτασαν επίσημες ειδήσεις ότι ο Ελληνικός Στρατός
είχε υποστεί μια τρομερή και ανεπανόρθωτη ήττα και ότι τίποτε δεν εμπόδιζε πλέον
τους Τούρκους να κατέβουν στην παραλία. Ο πληθυσμός άρχισε να φεύγει, στην αρχή
λίγοι, υστέρα όλο και περισσότεροι, ωσότου η φυγή εξελίχθηκε σε πραγματικό
πανικό.
Η
πόλη είχε γεμίσει σχεδόν από πρόσφυγες απ’ το εσωτερικό. Οι περισσότεροι απ’
τους πρόσφυγες αυτούς ήταν μικροί αγροκτηματίες πού είχαν ζήσει στα αγροκτήματα
πού είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους από πολλές γενεές. Οι προγονοί
τους είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν οι Τούρκοι αρχίσουν ν’
αναπτύσσονται σε έθνος. Ήταν παιδιά της γης αυτής ικανοί να ζήσουν και να
περιθάλπτουν τους εαυτούς των μέσα στα μικρά τους σπίτια και πάνω στα λίγα
στρέμματα γης τους, έχοντας η κάθε οικογένεια την αγελάδα της, το γαϊδούρι της
και την κατσίκα της. Παρήγαν μάλιστα και καπνό, σύκα, σταφύλια χωρίς σπόρο, και
άλλα προϊόντα για εξαγωγή. Ήσαν πολύ έμπειροι στο να καλλιεργούν και
επεξεργάζωνται τις καλύτερες ποιότητες καπνού σιγαρέττων και την ανεκτίμητη
σταφίδα, της οποίας η Μικρά Ασία παρήγε τελευταία την καλύτερη ποιότητα του
κόσμου.
Το
πολύτιμο αυτό στοιχείο των γεωργών πού αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της
ευημερίας της Μικράς Ασίας μετετράπη σε επαίτες πού εξαρτώνταν αποκλειστικά απ’
την ευσπλαγχνία των Αμερικανών. Έφθαναν κατά χιλιάδες στη Σμύρνη και σε όλο το
μήκος της παραλίας. Γέμιζαν όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και τις αυλές της
Χριστιανικής Ενώσεως Νέων και Νεανίδων καθώς και τα σχολεία της Αμερικανικής
Ιεραποστολής. Κοιμούνταν ακόμα και στους δρόμους. Πολλοί έφευγαν κατά τις
πρώτες κείνες μέρες επάνω σε ατμόπλοια και ιστιοφόρα. Τα καΐκια, στο λιμένα
φορτωμένα με τους πρόσφυγες και τις αποσκευές τους αποτελούσαν ένα γραφικό
θέαμα.
Και
υστέρα άρχισαν να φτάνουν οι ηττημένοι, σκονισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες
στρατιώτες κυττάζοντας ίσια μπροστά τους σαν υπνοβάτες πού περπατούσαν. Πολλοί
απ’ αυτούς — οι πιο τυχεροί — κάθονταν επάνω σε Ασυρριακά κάρρα, πού ήταν
διάδοχοι των πρωτόγονων οχημάτων των χρησιμοποιουμένων την εποχή του
Ναβουχοδονόσορος.
Σε
ένα ατέλειωτο ρεύμα διέσχιζαν την πόλη και τραβούσαν για το σημείο της παραλίας
όπου είχε αποσυρθεί ο Ελληνικός στόλος. Βάδιζαν σιωπηλά σαν φαντάσματα, χωρίς
να κυττάζουν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Κάπου κάπου μερικοί στρατιώτες
εξαντλημένοι ολότελα, έπεφταν χάμω δίπλα στο δρόμο η μπροστά σε μια πόρτα.
Άκουσα πώς μερικούς απ’ αυτούς τους επήραν μέσα στα σπίτια και τους έντυσαν με
πολιτικά ρούχα και πώς έτσι γλύτωσαν μερικοί. Άκουσα επίσης την πολύ πιθανή
διήγηση πώς άλλοι στρατιώτες πού εξαντλήθηκε η αντοχή τους προτού να μπουν μέσα
στην πόλη, βρέθηκαν αργότερα με κομμένο το λαιμό τους. Και υστέρα ακούσαμε
τελικά πώς οι Τούρκοι πλησίαζαν στην πόλη.
[…]
…Το
πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου 1922 κατά τις 11 η ώρα, άρχισαν ν’ ακούγονται κραυγές
τρόμου. Βγαίνοντας στην πόρτα του προξενείου είδα ένα πλήθος από πρόσφυγες, οι
περισσότεροι γυναίκες, έτρεχαν κατατρομαγμένοι προς το Προξενείο
προσπαθώντας να εύρουν καταφύγιο μέσα σ’ αυτό και ότι δεν τους άφηναν να μπουν
οι δυο η τρεις ναύτες πού ήσαν προωρισμένοι για την υπεράσπιση της προξενικής
περιουσίας.
Ένα
βλέμμα απ’ την ταράτσα πού είχε θέα προς την προκυμαία, εξηγούσε αμέσως την
αιτία του τρόμου τους. Το Τουρκικό ιππικό εγέμιζε την προκυμαία πηγαίνοντας
προς τους στρατώνες του πού ήταν κοντά στο Διοικητήριο (Konak) στην άλλη άκρη
της πόλεως. Ήταν ρωμαλέοι άνδρες και παρήλαυναν με πλήρη τάξη. Φαίνονταν πώς ήταν
καλοθρεμμένοι και ξεκούραστοι. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν του Μογγολικού εκείνου
τύπου πού βλέπει κανείς ανάμεσα στους Μωαμεθανούς της Μικρας Ασίας.
Το
βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου άρχισε η λεηλασία και η σφαγή. Πυροβολισμοί ακούονταν
όλη τη νύχτα σε διάφορα μέρη της πόλης και το άλλο πρωί Αμερικανοί υπήκοοι εκ
γενετής, άνδρες και γυναίκες, άρχισαν να αναφέρουν ότι είχαν ιδεί πτώματα
πεταμένα χάμω στους δρόμους στο εσωτερικό της πόλης.
[…]
Η
τελευταία θέα της δύσμοιρης πόλεως τη χαραυγή εκείνη ήταν τεράστια σύννεφα πού
ολοένα μεγάλωναν και κατέβαιναν προς τον λιμένα, μια στενή λωρίδα
παραλίας κατειλημμένη από μια μεγάλη μάζα ανθρώπων — ένα πλήθος πού ολοένα
μεγάλωνε, έχοντας πίσω του τη φωτιά και μπροστά του τη θάλασσα, και ένας
ισχυρότατος στόλος διασυμμαχικών πολεμικών πλοίων, ανάμεσα στα όποια υπήρχαν
δυο Αμερικάνικα αντιτορπιλλικά αγκυροβολημένα σε μικρή απόσταση απ’ την
προκυμαία πού παρακολουθούσαν.
Τη
στιγμή πού το αντιτορπιλλικό απομακρυνόταν απ’ την τρομερή σκηνή και ερχόταν
στο σκοτάδι, οι φλόγες πού τώρα λυσσομανούσαν επάνω σε μια εκτεταμένη περιοχή
της πόλεως, δυνάμωναν διαρκώς σε λαμπρότητα παρουσιάζοντας μια σκηνή απαίσιας
και τρομερής μεγαλοπρέπειας. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι εδήλωσαν ότι δεν
γνωρίζουν παρά μόνο ένα γεγονός στα χρονικά του κόσμου πού θα μπορούσε να
συγκριθεί ως προς την αγριότητα, την έκταση και ως προς όλα τα στοιχεία φρίκης,
σκληρότητας και ανθρώπινου πόνου προς την καταστροφή της Σμύρνης και του
Χριστιανικού πληθυσμού της απ’ τους Τούρκους, κι’ αυτό ήταν η καταστροφή της
Καρχηδόνος απ’ τους Ρωμαίους.
Πραγματικά
στην Σμύρνη, τίποτε δεν έλειπε σχετικά με την θηριωδία, την ακολασία, τη
σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους, το όποιο εξ αιτίας της
ολοκληρωτικής αναπτύξεως του κατεβάζει το ανθρώπινο γένος σε επίπεδο χαμηλότερο
κι απ’ το πιο σκληρότερο και φρικτότερο επίπεδο του κτήνους. Γιατί καθ’ όλη τη
διάρκεια του διαβολικού αυτού δράματος οι Τούρκοι λήστευαν και βίαζαν. Ακόμα
και ο βιασμός μπορεί να κατανοηθεί σαν ένα ορμέμφυτο της φύσεως, ακαταγώνιστο
ίσως, όταν τα πάθη εξαπλώνονται άγρια μέσα σε έναν λαό χαμηλής νοοτροπίας και
κατώτερου πολιτισμού, αλλά ο επανειλημμένος βιασμός γυναικών και κοριτσιών δεν
ημπορεί ν’ αποδοθεί ούτε σε θρησκευτική μανία, ούτε σε κτηνώδη πάθη. Ένα απ’ τα
δυνατώτερα συναισθήματα πού πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της
ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος…
George Horton, Η Κατάρα της
Ασίας
Για την αντιγραφή, Γιάννης Φαίλτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου