Στους αναβαθμούς της μετάνοιας
«Ούτος
ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε»
Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή
του Ασώτου ή του Φιλεύσπλαχνου Πατέρα και δεσπόζουν τα παραδείγματα της
ειλικρινούς μετάνοιας και της επιστροφής στην απύθμενη αγάπη του Θεού.
Όταν ο άνθρωπος διά μέσου της οδού της
μετάνοιας επιστρέφει στις πατρικές αγκάλες του Θεού, καταξιώνεται τότε σε ναό
του Αγίου Πνεύματος, όπως θα τονίσει ο Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της
ημέρας, αλλά και σε Χριστοειδή ύπαρξη με όλη την αρχοντιά τής κατ’ εικόνα
δημιουργίας του, όπως φανερώνεται μέσα από το όλο σκηνικό της σχετικής
ευαγγελικής περικοπής. Η επιστροφή του νεώτερου υιού σηματοδοτεί την πιο
αυθεντική πορεία, ως στάση ζωής που μπορεί ν’ ακολουθήσει ο άνθρωπος και ως
δυνατότητα και προοπτική της σωτηρίας του.
Ο νεώτερος υιός της παραβολής συρόταν
και παρασυρόταν από το «νεωτεριστικό» πνεύμα των φίλων του. Δεν ήταν σε θέση να
εκτιμήσει στις σωστές τους διαστάσεις τις πραγματικές αξίες της ζωής. Περιόριζε
τη «ματιά» του στο φόντο του σήμερα και στον ασφυκτικό κλοιό της νεανικής του
διάθεσης. Γι’ αυτό αναζητούσε την ελευθερία του. Ψάχνοντάς την όμως σε λάθος
δρόμο. Αποτόλμησε με περισσό θράσος να ζητήσει από τον πατέρα του «το επιβάλλον
μέρος της ουσίας». Για να δοκιμάσει όμως τα δεσμά της πιο φοβερής δουλείας.
Όπως διαβεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος «όταν και χρημάτων περιουσίαν προσλάβη
πολλώ μάλλον επιρρεπέστερον το κακόν γίνεται».
Ο άσωτος υιός ζούσε στον κόσμο των
ψευδαισθήσεων. Νόμισε ότι με τα χρήματα της περιουσίας του θα μπορεί να
εκπληρώνει φιλοδοξίες που στο τέλος αποδεικνύονταν σε ματαιοδοξίες. Όπως ήταν
φυσικό τα χρήματα κάποτε τέλειωσαν. Άρχισε πρώτα να αντιμετωπίζει πρόβλημα
διατροφής και να βιώνει μια παγερή μοναξιά. Αναζητώντας μια εργασία κατέληξε σ’
ένα χοιροστάσιο. Έβοσκε χοίρους. Γνώριζε στερήσεις και δοκίμαζε φοβερή πείνα. Ο
ξεπεσμός του που δεν είχε όρια τον συγκλόνισε και τον προσγείωσε ανώμαλα στους
διαύλους μιας άχαρης και εξευτελιστικής ζωής. Ταρακουνήθηκε τόσο ώστε άρχισε να
σκέφτεται το πατρικό του σπίτι με τις πιο ωραίες αναμνήσεις να ξεδιπλώνονται
στη σκέψη του. Πήγαινε το μυαλό του εκεί που ακόμα και οι εργάτες και οι δούλοι
δεν γνώριζαν στερήσεις.
Οι βασανιστικοί προβληματισμοί άρχισαν
να δονούν την ύπαρξη του νέου. Έστρεφαν τη σκέψη του προς τη σωτήρια επιστροφή.
Το βοήθησε βασικά η στάση του πατέρα του, η οποία αναδείκνυε την αγάπη ως
κινητήρια δύναμη. Η αγάπη λοιπόν αυτή λειτούργησε καταλυτικά απέναντι σε
νεανικά πείσματα και εγωισμούς και μαλάκωσε την ψυχή του. Τον άφησε τώρα να
σκεφθεί νηφάλια και να πάρει την πιο μεγάλη απόφαση στη ζωή του. Να επιστρέψει
στον πατέρα του. Να αποκατασταθεί στις πατρικές αγκάλες και να ζητήσει
συγχώρεση. Μέσα του παγιώθηκε η μετάνοια για να επαληθευθεί στο πρόσωπό του
εκείνο που είπε αργότερα ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ότι «η μετάνοια θύρα εστίν
εξάγουσα από του σκότους και εισάγουσα εις το φως».
Ο πατέρας αντιλήφθηκε σε μακρινή
απόσταση το παιδί του να επιστρέφει. Μέσα του πάντοτε φούντωνε η πατρική
ευσπλαχνία και βγήκε στο δρόμο για να τον προϋπαντήσει. Ο υιός σαν τον πλησίασε
τού ζήτησε να τον κάνει «ως ένα των μισθίων». Τον αγκάλιασε και τον φιλούσε.
Έδωσε αμέσως εντολή να αποκατασταθεί με τον πιο λαμπρό τρόπο σ’ ένα σκηνικό
ευφρόσυνου πανηγυριού, χαράς και ευλογίας. Διότι το παιδί του αυτό «νεκρό ήν
και ανέζησε, απολωλός ήν και ευρέθη».
Αγαπητοί αδελφοί, η εικόνα της
ωραιότατης αυτής παραβολής, αντικατοπτρίζει συμπεριφορές και στάσεις που
εκδηλώνονται πολύ και στις δικές μας μέρες και κυρίως μπορεί να καθρεφτίζουν
και το δικό μας εαυτό. Το στοιχείο που ξεπροβάλλει εντονότατα είναι η μεγάλη
αγάπη του Θεού-Πατέρα. Δίνει το σαφέστατο μήνυμα ότι συγχωρεί όλες τις αμαρτίες
μας, αρκεί να ενεργοποιείται και στο δικό μας εαυτό η δύναμη της μετάνοιας.
Αρκεί ν’ αναζωπυρώνεται κάθε φορά η φλόγα της επιθυμίας μας για επιστροφή στη
δική Του αγκάλη για να μεταβαίνουμε και εμείς εκ του θανάτου εις τη ζωή. Στις
συχνότητες της ομολογίας του πατέρα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε».
Χριστάκης
Ευσταθίου, Θεολόγος –Εκκλησία Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου