Ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ προετοιμάζει τοὺς
ὁπαδοὺς του γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ διάφορες συμβουλὲς καὶ παραβολές Μιὰ μέρα
ἕνας τὸν ρώτησε: Κύριε, θὰ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ σωθοῦν;
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε. «Προσπαθῆτε νὰ μπῆτε
ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη. Γιατὶ σᾶς τὸ λέγω, πολλοὶ θὰ ζητήσουν νὰ μποῦν καὶ δὲ θὰ
μπορέσουν, ὅταν θὰ σηκωθῆ ὁ νοικοκύρης καὶ κλείση τὴν πόρτα, τότε θὰ μείνετε
ἀπ’ ἔξω καὶ θὰ χτυπᾶτε τὴν πόρτα λέγοντας, – Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μου καὶ
ἀπαντώντας ἐκεῖνος θὰ σᾶς πῆ – Δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶστε».
Θέλοντας νὰ μᾶς πῆ πῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμε
ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρὸς καὶ ὅτι ὁ πολυεύσπαχνος Θεὸς θὰ μᾶς δεχτῆ μὲ ἀνοιχτὲς
ἀγκάλες καὶ θὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες μας, εῖπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ θὰ
διαβάσωμε παρακάτω.
Εκ του
κατά Λουκάν (Κεφ.ιε΄11-32)
Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός
τις εἶχε δύο υἱούς.
Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι
τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὑσίας· καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ
νεώτερος υἱὸς, ἀποδήμησε εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκὸρπισε τὴν οὐσίαν
αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
Δαπανῆσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ἐγὲνετο λιμὸς
ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλὴθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς
χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ
τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ
πατρὸς μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι, ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς
τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν
με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καὶ ἀναστὰς ἧλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ, ἔτι
δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ἐνώπιοόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πάτηρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ·
ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν, καὶ δὸτε δακτύλιον εἰς τὴν
χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.
Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν τὸν
θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν.
Ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε
καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ καὶ
ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν.
Καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάτο
τὶ εἴη ταῦτα.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ
ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον, τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν τὸν ἀπέλαβεν,
ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατήρ αὐτοῦ, ἐξελθὼν παρεκάλει
αὐτόν.
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδου τοσαῦτα
ἔτη δουλεύω σοι, καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας
ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ.
Ὅτε ὁ δὲ υἱός σου οὖτος ὁ καταφαγών σου τὸν
βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ
εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν.
Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ
ἀδελφός σου οὖτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Ἐξήγηση
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Ἕνας
ἄνθρωπος εἶχε δυὸ γιούς.
Κι εἶπε ὁ πιὸ μικρὸς στὸν πατέρα του, πατέρα
δῶσε μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ἐκεῖνος τοὺς μοίρασε τὴν
περιουσία του.
Καὶ σὲ λίγες ἡμέρες μάζεψε ὅλα ὁ μικρότερος ὁ
γιὸς καὶ ἔφυγε σὲ τόπο μακρινό, κι ἐκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του μὲ τὸ νὰ ζῆ
ἄσωτα.
Καὶ σὰν τὰ ξόδεψε ὅλα ἔγινε πείνα δυνατὴ σ’
αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ στερῆται.
Καὶ πῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς
κατοίκους τοῦ τόπου ἐκείνου, καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκη χοίρους.
Καὶ λαχταροῦσε νὰ γεμίση τὴν κοιλιά του ἀπὸ
τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδινε κανείς.
Κι ἦλθε στὰ συγκαλά του καὶ εἶπε· πόσοι
ἐργάτες τοῦ πατέρα μου περισεύουν τὸ ψωμί, ὅμως ἐγὼ πεθαίνω ἐδῶ τῆς πείνας.
Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ
πῶ: Πατέρα, ἔφταιξα στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λὲς γιό σου·
κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου.
Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν πατέρα του κι ἐνῶ
ἦταν μακριὰ ἀκόμα, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἔτρεξε ἔπεσε
στὸ λαιμό του καὶ τὸν καταφίλησε.
Καὶ ὁ γιός του τοῦ εἶπε πατέρα, ἔφταιξα στὸν
οὐρανὸ καὶ σ᾽ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λένε γιό σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς
ἐργάτες σου. Καὶ ὁ πατέρας εἶπε στοὺς δούλους του· γρήγορα βγάλτε τὴ φορεσιὰ
τὴν πρώτη καὶ ντύστε τον καὶ δῶστε δαχτυλίδι γιὰ τὸ χέρι του καὶ παπούτσια γιὰ
τὰ πόδια του.
Καὶ φέρτε σφάξτε τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένο
καὶ ἄς φᾶμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε,
χαμένος ἦταν καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ γλεντοῦν.
Ὁ γιός του ὁ πιὸ μεγάλος ἦταν στὸ χωράφι· καὶ
καθὼς γύριζε καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καὶ χορούς.
Καὶ φωνάζοντας ἕναν ὑπηρέτη τὸν ρωτοῦσε νὰ
μάθη τί συμβαίνει.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, πὼς ὁ ἀδελφός σου ἦρθε
καὶ ἔσφαξε ὁ πατέρας σου τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένο γιατὶ γύρισε γερός. Καὶ
θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῆ μέσα. Κι ὁ πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε τοῦ πατέρα του·
νά, τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτέ μου προσταγή σου δὲν παρέβηκα καὶ δὲν μοῦ
ἔδωσες ποτέ σου ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Μὰ μόλις ἦθε ὁ
γιός σου αὐτὸς ποὺ ἔφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸ
καλοθρεμμένο μοσχάρι.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, παιδί μου, ἐσὺ πάντοτε
εἶσαι μαζί μου καὶ τὰ δικά μου εἶναι δικά σου.
Μὰ νὰ εὐχαριστηθοῦμε ἔπρεπε καὶ νὰ χαροῦμε,
γιατὶ ὁ ἀδελφός σου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε καὶ χαμένος καὶ βρέθηκε.
ΟΜΙΛΙΑ
Δὲν ἄκουσε τὸν πατέρα του ὁ ἄσωτος γιὸς κι
ἔφυγε μακριὰ του Σπατάλησε τὴν περιουσία του καὶ κατάντησε ἐλεεινὸς καὶ
ἀξιοδάκρυτος νὰ βόσκη χοίρους.
Πολλὲς φορὲς ἄκουσε μιὰ φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ
λέγη πὼς ἔπρεπε νὰ γυρίση πάλι στὸν πατέρα του κοντὰ στὴ ζεστασιὰ τῆς πατρικῆς
στέγης, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔπαιρνε τὴν ἀπόφαση. Ντρεπόταν νὰ γυρίση πάλι στὸ σπίτι
του καὶ ν’ ἀντικρίση τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα του.
Χρειαζόταν γενναιότητα ψυχῆς κι αὐτὸς ἦταν
ἕνα σκουπίδι.Χωρὶς θέληση, χωρὶς τίποτε. Τραβοῦσε τὸ δρόμο ποὺ οἱ χοῖροι
τραβοῦσαν, γιατὶ λίγο διέφερε ἀπ’ αὐτοὺς στὰ χάλια ποὺ βρισκόταν.
Αὐτός, τὸ χαϊδεμένο παιδὶ τοῦ πατέρα του, ποὺ
ζοῦσε μέσα σὲ τόσες ἀνέσεις ποὺ εἶχε ὅλα τὰ καλὰ στὴν διάθεσή του, καὶ τὸν
ὑπηρετοῦσαν τόσοι ὑπηρέτες, τώρα ζῆ μιὰ ζωὴ ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ζήση ἄνθρωπος.
Μιὰ μέρα ἔκλαψε πολύ. Ἔκλαιε μὲ ἀναφιλητά.
Εἶδε τί ἔχασε καὶ πῶς κατάντησε καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του.
Τὰ λερωμένα χέρια του σφούγγιζαν τὰ μαγουλά του καὶ τὰ δάκρυα δὲ σταματοῦσαν.
Πολλὲς φορὲς εἶχε κλάψει, μὰ τοῦτα τὰ δάκρυα δὲν μοιάζανε σὰν τ’ ἄλλα. Τοῦτα τὰ
δάκρυα ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Ἦταν τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τὰ
δάκρυα ποὺ ἐξαγνίζουν, ποὺ θεραπεύουν. Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ὥσπου σταμάτησαν οἱ
κρουνοὶ τῶν δακρύων.
Πόσο ἀλαφρωμένο νιώθει τώρα τὸν ἑαυτό του!
Χαμογελάει πάλι μέσα του ἡ ζωή. Τὸ μάτι του δὲν εἶναι θολό. Δὲν τὰ βλέπει τώρα
ὅλα μαῦρα. Τώρα βλέπει κι ἄλλο δρόμο, ὄχι μόνο τὸ δρόμο ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ
χοιροστάσιο στὸν κάμπο. Βλέπει καθαρὰ μπροστά του καὶ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς
τὸν πατέρα του, πρὸς τὸ σπίτι του, πρὸς τὸ χαμένο παράδεισο. Καὶ δὲ χάνει
καιρό. Τραβάει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἀφήνει τὴν κτηνώδη ζωὴ καὶ τραβάει πρὸς τὴν ἀληθινὴ
ζωή. Στὴ ζεστασιά της, στὴ θαλπωρή της, στὸ μυρωμένο ἀέρα της. Ἐκεῖ, νὰ χαρῆ
πάλι μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀγάπη. Ν’ ἀνθίση πάλι τοῦτο τὸ ἀμάραντο λουλούδι στὴν ψυχή
του. Νὰ θρονιαστῆ πάλι μέσα του ἡ συμπόνια, ἡ καλοσύνη, ἡ χαρὰ, ἡ εἰρήνη, ἡ
πίστη, ἡ ἐγκράτεια, ὅλα τοῦτα τὰ μαργαριτάρια τὰ ἀτίμητα ποὺ ἔλαμπαν στὸ
πατρικὸ σπίτι.
Τραβάει πρὸς τὸ σπίτι του καὶ τρέχει, τρέχει,
λὲς καὶ φοβᾶται πὼς θὰ τὸν σταματήσει ἕνα ἀόρατο χέρι καὶ οὔτε γυρίζει νὰ δῆ
πίσω του. Ποῦ τὴ βρῆκε τόση δύναμη! Κάθε σταγόνα δάκρυ ποὺ ἔχυνε ἦταν καὶ μιὰ
ἔνεση ποὺ τοῦ φτέρωνε τὰ πόδια καὶ τοῦ δυνάμωνε τὴν καρδιά. Τὸ ὅραμα τοῦ
πατρικοῦ σπιτιοῦ τὸν ἠλεκτριζε, τὸν μαγνήτιζε καὶ ὅλο προχωροῦσε σὰ
δαιμονισμένος.
Ὅταν τὸ πόδι του πάτησε στὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ
του, τότε σταμάτησε καὶ γύρισε πίσω. Νιώθει χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν πράξη του
αὐτή. Ἔπρεπε νὰ τὴν κάνει γρηγορώτερα. Δικαιολογεῖται στὸν ἑαυτό του λέγοντας:
«Κάλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ».
Ἀφοῦ ξεκουράστηκε λίγο ἀπὸ τοῦτο τὸ βιαστικὸ
ταξίδι του καὶ σφούγγισε τὸν ἱδρώτα του, συνεχίζει τὸ δρόμο του. Βλέπει μπροστὰ
του τὸ σπίτι του μεγάλο, ἐπιβλητικὸ καὶ χτυπάει ἡ καρδιά του. Ἐπαναλαμβάνει τὰ
λόγια ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν πατέρα του μήπως σαστίσει τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ δὲν
θὰ ξέρη τί νὰ τοῦ πῆ.
Ἀνεβαίνει τὶς μαρμαρένιες σκάλες. Κανεὶς δὲν
τὸν ἀναγνωρίζει. Βαδίζει πρὸς τὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα του. Κλονίζονται γιὰ μιὰ
στιγμὴ τὰ βήματά του. Μὰ ἀμέσως παίρνει θάρρος καὶ προχωρεῖ.
Μόλις τὸν εἶδε ὁ πατέρας του τὸν ἀναγνώρισε
κι ἔτρεξε νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: Πατέρα μου,
γλυκέ μου πατέρα, καλέ μου πατέρα, δέξου με καὶ ἄφησέ με νὰ ζήσω κοντά σου σὰν
ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω μακριά σου. Ἄφησέ με νὰ
πεθάνω κοντά σου, κοντὰ σὲ σένα, καλέ μου πατέρα.
Σκύβει ὁ πατέρας, τὸν σηκώνει, τὸν σφίγγει
πάλι στὴν ἀγκαλιά του, σφουγγίζει τὰ βρεγμένα του μάτια μὲ τὰ φιλιά του καὶ
κλαίει τώρα κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ χαρά του. Κάθισαν ὥρα πολλὴ ἀγκαλιασμένοι, βουβοὶ
κι ἀμίλητοι καὶ ἄκουγαν μόνο τὸ ρυθμικὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ καρδιές τους
χτυπᾶνε πάλι ἡ μιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη. Πόσο εἶχαν νοσταλγήσει κι οἱ δυό τους τούτη
τὴ στιγμή!
Δὲν τὸν δέχτηκε σὰν «ἕνα τῶν μισθίων του» ὁ
πατέρας. Τὸν δέχτηκε σὰν παιδί του, μὲ τὴ χαρὰ ποὺ δέχεται ὁ κάθε πατέρας τὸ
παραστρατημένο παιδί του, σὰν μετανοεῖ καὶ γυρίζει πάλι στὴν ἀγκαλιά του.
Τὸν ἔντυσε σὰν πρῶτα, τὸν κράτησε κοντά του
καὶ διάταξε νὰ γίνη μεγάλο τραπέζι στὸ σπίτι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ παιδιοῦ του. Τὸ
μοσχάρι τὸ πιὸ καλοθρεμμένο θυσιάστηκε σήμερα γιὰ τὸ χατήρι τοῦ παιδιοῦ. Δὲν τὸ
συλλογίστηκε ὁ καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας.
Τὸ συλλογίστηκε ὅμως ὁ ἀδερφός, αὐτὸς ποὺ δὲν
ἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ δούλευε ὅλη του τὴ ζωὴ στὰ χτήματα καὶ στὴν περουσία
τοῦ πατέρα του. Θύμωσε ὁ ἀδερφὸς γιὰ τὴν ξεχωριστὴ περιποίηση στὸν ἄσωτο καὶ δὲ
θέλει νὰ μπῆ στὸ σπίτι. Μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη ἐργάστηκε κοντά του καὶ ὅμως ποτέ του
δὲ φάνηκε τόσο γενναιόδωρος σ’ αὐτὸν ὁ πατέρας του.
Ὁ καλὸς ὅμως πατέρας μὲ χαμόγελο στὰ χείλη,
γεμάτος καλοσύνη, γεμάτος στοργὴ καὶ ἀγάπη τὸν καλεῖ στὴ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ λέγοντάς
του: Ἔλα παιδί μου νὰ χαροῦμε ὅλοι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἀδερφοῦ σου, γιατὶ
«νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Παιδιά μου,
Μόνο ἕνας Θεὸς μποροῦσε νὰ διατυπώση μὲ τρόπο
ἀριστουργηματικό, καὶ τέλειο, μὲ καθαρότητα καὶ σαφήνεια, τὴ σημερινὴ παραβολή.
Εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴ καθημερινή μας ζωή, γι’
αὐτὸ τὴν καταλαβαίνομε ὅλοι μας.
Πάντοτε ὁ Θεὸς μας ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά
του νὰ μᾶς δεχτῆ ὅσες φορὲς μετανοήσωμε εἰλικρινὰ καὶ γυρίσωμε πάλι σ’ αὐτόν.
Ὅ,τι κι ἄν τοῦ ἔχωμε κάνει, μᾶς δέχεται σὰν καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας. Γιὰ
τὴν ἀγάπη μας θυσίασε καὶ τὸ γυιό του τὸν ἀγαπητὸ πάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Τὰ
πάντα κάνει γιὰ μᾶς, ὅταν γυρίσωμε στὸν ἴσιο δρόμο.
Πόσο εὐτυχεῖς εἴμαστε ποὺ ἔχομε ἕναν τόσο
καλὸ καὶ πονετικὸ πατέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου