Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκά 8, 41-56
Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η
ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου
Ο Ιησούς Χριστός επιστρέφει στην Καπερναούμ,
αφού προηγουμένως βρισκόταν στα Γάδαρα, όπου θεράπευσε το δαιμονιζόμενο νέο. Οι
κάτοικοι των Γαδάρων μετά το θαύμα τον παρακάλεσαν να απομακρυνθεί από την
περιοχή τους. Σε αντίθεση με αυτούς οι κάτοικοι της Καπερναούμ συγκεντρώθηκαν
μαζικά και τον ανέμεναν με ενθουσιασμό. Σ΄ αυτήν λοιπόν την περιοχή
πραγματοποιήθηκαν τα δύο θαύματα που μνημονεύονται στο παρόν ευαγγελικό
ανάγνωσμα και τα οποία συναντούμε και στους τρεις Συνοπτικούς Ευαγγελιστές. Τα
δυο θαύματα επιτελούνται διαδοχικά, αφού η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας
πραγματοποιείται κατά την πορεία του Ιησού Χριστού προς το σπίτι του
αρχισυνάγωγου Ιάειρου, ο οποίος του ζήτησε να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, η
οποία πέθαινε.
Ο άρχοντας της Συναγωγής Ιάειρος, μόλις
αντικρίζει τον Ιησού Χριστό πίπτει μπροστά του, αναγνωρίζοντας προφανώς της
θεϊκή του ιδιότητα, και τον παρακαλεί να έλθει στο σπίτι του και να θεραπεύσει
την ετοιμοθάνατη μοναχοκόρη του. Ο Ιάειρος δεν είχε τη θέρμη της πίστης του
εκατόνταρχου, που σε άλλη παρόμοια περίπτωση παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να
θεραπεύσει τον δούλο του με ένα μόνο λόγο του και χωρίς να εισέλθει στο σπίτι
του, γιατί θεωρούσε, ότι δεν είναι άξιος μιας τέτοιας τιμής. Τότε ο Ιησούς
Χριστός εγκωμίασε τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και τώρα στην παρούσα
περίπτωση δεν απορρίπτει και την ασθενέστερη πίστη του αρχισυνάγωγου. Ο
Ευαγγελιστής Λουκάς τονίζει το γεγονός ότι πρόκειται για μοναχοκόρη: «ότι
θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ». Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε αρκετές στα
θαύματα του Ιησού Χριστού, όπως ο μονογενής υιός της χήρας της Ναΐν, ο
δαιμονιζόμενος νέος κ.α. Το γεγονός αυτό προκαλεί περισσότερο την ευσπλαχνία
του Ιησού Χριστού και ταυτόχρονα καταδεικνύει τη συντριβή του Ιάειρου εξαιτίας
αυτής της συμφοράς.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν πορεύεται προς το
σπίτι του Ιάειρου και το συγκεντρωμένο πλήθος τον ακολουθεί και τον σπρώχνει,
όπως μας αφήνει να κατανοήσουμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είτε για να τον δει από
κοντά, είτε το πιο πιθανόν να τον ακουμπήσει και να λάβει την ευλογία του, ή
την θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μεταξύ του πλήθους ήταν και η αιμορροούσα
γυναίκα, η οποία για δώδεκα χρόνια υπέφερε από αιμορραγία και δεν μπορούσε να
θεραπευθεί, παρά το γεγονός ότι ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς.
Ωστόσο η φήμη της θεραπευτικής και θαυματουργικής ικανότητας του Ιησού Χριστού
είχε διαδοθεί παντού, παρά τις περί του αντιθέτου προτροπές του προς τους
θεραπευμένους να μιλούν για τις θεραπείες τους. Η αιμορροούσα λοιπόν γυναίκα
«ακούσασα περί του Ιησού», όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο παράλληλο
κείμενό του, αναπτέρωσε τις ελπίδες της και είχε την βεβαιότητα, ότι μόνο ο
Ιησούς Χριστός θα την απάλλασσε από την ασθένειά της. Η ασθένεια αυτή της
αιμορραγίας, εκτός από τη σωματική ταλαιπωρία, στην εποχή εκείνη λάμβανε και
κοινωνική – θρησκευτική διάσταση. Σύμφωνα με τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του
αίματος, η αιμορραγία καθιστούσε τη γυναίκα «μολυσμένη» και είχε σαν αποτέλεσμα
την κοινωνική και θρησκευτική της ταπείνωση και περιθωριοποίηση. Έτσι η
ταλαίπωρη γυναίκα: «έλεγε γαρ εν εαυτή ότι εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού,
σωθήσομαι» (Μαρκ. 5, 28). Μονολογούσε δηλαδή και σκεφτόταν ότι αρκεί μόνο να
αγγίξει πάνω στα ρούχα του Ιησού Χριστού και τότε θα θεραπευθεί. Έτσι
«προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη
η ρύσις του αίματος αυτής».
Τότε ο Ιησούς Χριστός σταματά την πορεία του
και ρωτά με επιμονή: «τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή του μάλιστα προκαλεί την
αντίδραση των μαθητών και συγκεκριμένα ο Πέτρος αποκρίνεται: «επιστάτα, οι
όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή
του Ιησού Χριστού δεν είναι τυχαία: «ήψατό μου τις• εγώ γαρ έγνων δύναμιν
εξελθούσαν απ΄ εμού». Σαν Θεός γνώριζε τι είχε συμβεί και ακόμα τι επικρατούσε
στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο της γυναίκας, αλλά με την επιμονή του αυτή θέλει να
τοποθετήσει το θαύμα στη σωστή του διάσταση, τόσον όσον αφορά στην ίδια τη
γυναίκα, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους.
Μετά από αυτή την επιμονή του Ιησού Χριστού,
η γυναίκα: «ιδούσα δε ότι ουκ έλαθε», αφού διαπίστωσε ότι δεν διέφυγε της
προσοχής του, φοβισμένη και τρομαγμένη παρουσιάστηκε μπροστά του και ενώπιον
όλων αποκάλυψε τα κίνητρα της ενέργειάς της και ότι θεραπεύθηκε αμέσως. Η
γυναίκα, όπως και όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος, είχε ακούσει για τον Ιησού
Χριστό και για τις θαυματουργικές ικανότητές του, αλλά και για τις υπερβάσεις
του έναντι των κοινωνικών και θρησκευτικών κατεστημένων. Ωστόσο διατηρούσε και
τις επιφυλάξεις της, πώς θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια πράξη; Να πάει να
ακουμπήσει το Διδάσκαλο, ο οποίος στα μάτια των πολλών ανθρώπων είχε την
υποχρέωση, να διατηρήσει και να διαφυλάξει όλες τις θρησκευτικές διατάξεις; Η
πράξη της ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες απαγόρευαν
σε «μιασμένα» άτομα να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και πολύ περισσότερο
με το Διδάσκαλο. Γι΄ αυτό η γυναίκα διακατεχόταν από φόβο και τρόμο για την
πράξη της. Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων σχετικά με το αίμα καθιστούσαν τις
γυναίκες μολυσμένες, όταν είχαν έμμηνες ρήσεις. Έτσι η αιμορροούσα γυναίκα, για
δώδεκα χρόνια ήταν στιγματισμένη ως «μολυσμένη» και κοινωνικά και οικογενειακά
απορριπτέα. Ο αρχικός όμως δισταγμός και η ατολμία της, δίνει στη συνέχεια τη
θέση του στην παρρησία του λόγου και στην ομολογία τη πράξης της. Η βαθιά της
πίστη απομακρύνει κάθε δισταγμό και ντροπή.
Η αντίδραση του Ιησού Χριστού δεν ήταν
αναμενόμενη από την καθεστηκυία τάξη των Ιουδαίων, οι οποίοι θα ήθελαν να
επιπλήξει τη γυναίκα για την παράβαση των διατάξεων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός
όμως δεν επιθυμεί να ταπεινώσει τη γυναίκα, αλλά να την εξυψώσει, όπως έκανε
και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις με τελώνες, πόρνες, λεπρούς κ.λ.π. Κατά τον
τρόπο αυτό ο Ιησούς Χριστός προχωρεί σε μια υπέρβαση όλων εκείνων των
προκαταλήψεων, που αφορούσαν είτε στις έμμηνες ρήσεις, είτε σε αιμορραγία, είτε
σε λέπρα, είτε και σε οποιαδήποτε άλλη σωματική πάθηση. Όλα αυτά δεν μολύνουν
τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστούν άξιο της συμπαράστασης και βοήθειας των
υπολοίπων συνανθρώπων του. Γι΄ αυτό ο Ιησούς Χριστός ακουμπά όλους τους
ασθενείς χωρίς κανένα δισταγμό, για να αποβάλει όλες τις προκαταλήψεις από τις
συνειδήσεις των ανθρώπων. Σε αντίθετη περίπτωση και αν ο Ιησούς Χριστός
κρατούσε μια αποστασιοποιημένη στάση έναντι των ασθενών, τότε πιθανόν να είχαμε
αρνητικές επιπτώσεις στα θέματα της περίθαλψης των αρρώστων.
Η απάντηση του Ιησού Χριστού προς την
αιμορροούσα γυναίκα: «θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε• πορεύου εις
ειρήνην» καταστέλλει τον τρόμο της. Είναι σαν να της λεει, μη φοβάσαι ούτε
εμένα, ούτε και τις διατάξεις του νόμου, πήγαινε με ψυχική ηρεμία να συνεχίσεις
ειρηνικά τη ζωή σου, απαλλαγμένη από κάθε μέριμνα που σου προκαλούσε η
ασθένεια. Η πράξη της γυναίκας δεν είναι ξένη προς την πίστη της. Το απλό
άγγιγμα του ενδύματος του Χριστού θα παρέμενε ανενεργό και αναποτελεσματικό αν
δεν συνοδευόταν από την ισχυρή πίστη της, ότι εκείνος είναι ο μόνος που
μπορούσε να την θεραπεύσει. Άλλωστε τα πλείστα θαύματα του Κυρίου αποτελούν
κατά κάποιο τρόπο την επιβράβευση της πίστης του ασθενούς ανθρώπου. Η πίστη
είναι εκείνη που προκαλεί τον Κύριο να επιτελέσει ένα θαύμα. Στην προκειμένη
περίπτωση η ήδη υπάρχουσα πίστη της γυναίκας αυξήθηκε περισσότερο μετά το
θαύμα. Σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου, αλλά και την πεποίθηση
της Εκκλησίας μας, η αιμορροούσα γυναίκα είναι η Αγία Βερονίκη, η μνήμη της
οποίας τιμάται στις 12 Ιουλίου. Η Αγία Βερονίκη μετά το θαύμα της θεραπείας της
αιμορραγίας της εντάχθηκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού. Στην
πορεία του Ιησού Χριστού προς τον Γολγοθά η Αγία Βερονίκη έτρεξε και σκούπισε
με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπό του. Πάνω στο μαντήλι αυτό αποτυπώθηκε η
μορφή του Χριστού και έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση περί του Αγίου Μανδηλίου.
Μετά την παρένθεση αυτή του θαύματος της
αιμορροούσας η διήγηση της περικοπής επανέρχεται κάπως απότομα στο αρχικό της
θέμα, δηλαδή την ασθένεια της μοναχοκόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου. «Έτι αυτού
λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ
σου• μη σκύλλε τόν διδάσκαλον». Το διάλογο του Χριστού με τη γυναίκα διακόπτει
η θλιβερή είδηση του θανάτου της κόρης του Ιάειρου. Πλέον δεν συντρέχει λόγος
παρενόχλησης του Διδασκάλου, κατά την κρίση των απεσταλμένων από το σπίτι του
Ιάειρου. Στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν μας διευκρινίζει αν ο
Ιάειρος είχε προσωπική εμπειρία της διδασκαλίας και θεϊκής εξουσίας του Ιησού
Χριστού, ή απλά είχε ακούσει γι΄ αυτόν. Φαίνεται όμως ότι οι απεσταλμένοι από
το σπίτι του Ιάειρου είχαν την εντύπωση, ότι η δύναμη του Χριστού περιοριζόταν
μέχρι τη θεραπεία των ασθενειών. Για τη δική τους αντίληψη ο θάνατος παρέμενε
ακατανίκητος.
Ο Ιησούς Χριστός άκουσε την θλιβερή είδηση
και χωρίς να αφήσει τον Ιάειρο να αντιδράσει, θετικά ή αρνητικά του είπε: «μη
φοβού• μόνον πίστευε και σωθήσεται». Ο θάνατος, που παραμένει ακατανίκητος για
τα ανθρώπινα δεδομένα, καταλύεται από τη θεϊκή δύναμη και εξουσία του Ιησού
Χριστού. Την ίδια στιγμή όμως καλεί και τον Ιάειρο να πιστέψει, ώστε να σωθεί η
νεκρή πλέον κόρη του. Το ίδιο σκηνικό συναντούμε και στην Ανάσταση του Λαζάρου.
Εκεί ο Χριστός διαβεβαιώνει την απαρηγόρητη αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, ότι
«αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιω. 11,23). Στην προκειμένη περίπτωση ο Ιησούς
Χριστός χαρακτηρίζει τον θάνατο σαν ύπνο: «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει».
Βεβαίως ο λόγος αυτός του Ιησού Χριστού και στις δυο περιπτώσεις προκάλεσε την
ειρωνεία, ή την δυσπιστία των πολλών. Γι΄ αυτό ο Κύριος όταν εισήλθε στο σπίτι
του Ιάειρου δεν είχε αφήσει κανένα άλλο να εισέλθει εκτός από τους τρεις
μαθητές του, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, καθώς και τον πατέρα και την μητέρα της
κόρης. Τότε ο Ιησούς Χριστός έπιασε το χέρι της κόρης και την κάλεσε, «η παις
εγείρου» και έτσι με τη θεϊκή του δύναμη, ανέτρεψε το θάνατο και ανάστησε τη
νεκρή.
Ο θάνατος, βέβαια, παραμένει το πιο
τρομακτικό ίσως γεγονός στη ζωή μας, καθώς καθημερινά σχεδόν βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με αυτόν. Βλέποντας ο άνθρωπος ότι ο θάνατος βάζει ένα τέλος σε όλα
τα σχέδια, τα όνειρα και τις προσδοκίες της ζωής του, καταλαμβάνεται από τον
φόβο, τον τρόμο και την αγωνία. Σε κάποιους δυστυχώς υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο
θάνατος είναι ο τερματισμός των πάντων και είναι εντελώς παράδοξο γι΄ αυτούς,
εάν κανείς υποστηρίζει, ότι υπάρχει κάτι μετά θάνατον. Αυτή τη θεωρία
συναντούμε και στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, καθώς οι συγγενείς και φίλοι
του Ιάειρου «κατεγέλων», όταν ο Ιησούς Χριστός τους διαβεβαίωνε, ότι η κόρη του
«ουκ απέθανε αλλά καθεύει». Πολλοί άνθρωποι ακόμη και σήμερα καταγελούν και
περιφρονούν την πίστη της Εκκλησίας μας για την μετά θάνατο ζωή και την
ανάσταση των νεκρών. Μπροστά όμως σε όλες αυτές τις μηδενιστικές θεωρίες
προβάλλει η προσταγή του Αρχηγού της ζωής και του θανάτου: «η παις εγείρου».
Την φθορά και τον θάνατο, τα επακόλουθα της πτώσης έρχεται να επανορθώσει ο
Υιός του Θεού, ο οποίος διώχνει την ασθένεια, τον πόνο, την φθορά και τον
θάνατο και οδηγεί και πάλιν τον άνθρωπο στο «αρχαίον κάλλος», στην αφθαρσία και
αθανασία, στην αιώνια μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού.
Ιεροδιακόνου Αυγουστίνου Κκαρά –Μητρόπολη
Κωνσταντίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου