π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος:
«Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία μοιάζει νὰ κοιμᾶται»
«Οἱ ταγοὶ τοῦ λαοῦ –Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι– προδίδουν τὴν Ἐκκλησία χωρὶς δισταγμὸ ἀνοίγουν τὴν πόρτα στὸν Οἰκουμενισμό»
(Ὁμιλία εἰς τὸν προφ. Ἡσαΐα, ἀριθ. 85, 1997, Ἱ. Μ. Παντοκράτορος)
«...Καὶ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ καθεύδει καὶ νὰ ἔχει ἀνάγκη αὐτῆς τῆς ἀφυπνίσεως. Θὰ λέγαμε ἀκόμη, ἂν ξεχωρίσουμε πρόσωπα μόνο, ὅτι καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ὅπως θὰ συμβεῖ καὶ συμβαίνει ἤδη στὰ ἔσχατα, διότι εἴμεθα στὴν περιοχὴ τῶν ἐσχάτων, ἐν ὄψει τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ ἀντιχρίστου), ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι σὲ μιὰ κατάσταση ναρκώσεως, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα -τὸ λέγω δυὸ φορές-, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι σὲ κατάσταση ἐγρηγόρσεως.
Ὁ Χριστὸς πόσες φορὲς τὸ εἶπε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Αὐτὸ τὸ «γρηγορεῖτε» εἶναι ἀναγκαιότατον σύνθημα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ βέβαια δὲν γρηγοροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· μακάριοι ὅμως οἱ γρηγοροῦντες. Καὶ τοῦτο διότι ἔρχεται φοβερὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἔχουμε εἰσέλθει στὴν περιοχὴ αὐτῆς τῆς φοβερῆς ἐποχῆς.
Ἔτσι, ὅταν θὰ ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται –καὶ ἁπλώνεται– ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὰ Πατριαρχεῖα μας, –τὸ ἀκούσατε ἄραγε;– καὶ στὰ πατριαρχεῖα μας, καὶ στὶς Ἀρχιεπισκοπές μας, τότε δὲν εἶναι ἀπέξω ὁ ἐχθρός· καὶ ὅταν ἡ τελευταία, θὰ λέγαμε, πράξη εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, καὶ θὰ εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, συνεπῶς, δὲν πρέπει νὰ εἴμεθα ξύπνιοι; Ναί, πρέπει, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ μπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ξύπνιοι. Ἔτσι θὰ λέγαμε, ὅτι μοιάζει κάποτε ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία νὰ κοιμᾶται, ὅταν Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι μπορεῖ νὰ τὴν προδίδουν. Ναί. Τότε μοιάζει μ’ ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς κάποτε ἐκοιμᾶτο. Ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο μὲ τοὺς μαθητὰς εἶναι τύπος τῆς Ἐκλλησίας...
Καὶ βλέπουμε σ’ αὐτὴν τὴν εἰκόνα: ὁ Χριστὸς καθεύδει. Ποιός καθεύδει; Μοιάζει ὅτι καθεύδει ὁ Χριστός. Ἔτσι, σὲ μιὰ ἐποχὴ παρακμῆς καὶ καθιζήσεως πνευματικῆς, οἱ λίγοι σωστοὶ πιστοὶ κραυγάζουν τὸν ἴδιο λόγο: «ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα, βοήθησον ἡμῖν». Τότε τὸν εἶπαν ἐπιστάτη, προϊστάμενο. Σήμερα λέμε: «Κύριε χανόμαστε, βάλε τὸ χέρι Σου». Δὲν τὸ λέμε; Τὸ λέμε μὲ πόνο, μὲ ὀδύνη, μὲ δάκρυα...
Μήπως καὶ ἡ ἐποχή μας κάπου ἐκεῖ βρίσκεται; Ὅταν τὴν πόρτα τῆς Ὀρθοδοξίας κρούουν οἱ αἱρέσεις, ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ νεοειδωλολατρία καί, χωρὶς δισταγμό, ἀνοίγουν τὴν πόρτα ἱκανοὶ ταγοὶ τοῦ λαοῦ, καὶ ὁ λαὸς νυσταγμένα καὶ χωρὶς κρίση δὲν καταλαβαίνει τί τοῦ γίνεται καὶ ἀκολουθεῖ; Ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησίαν Του καὶ ἐντέλλεται σ’ αὐτὴν (γιὰ νὰ ξαναγυρίσω στὸν Ἡσαΐα): «ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν σου, Σιών, καὶ ἔνδυσαι τὴν δόξαν σου»... Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ δόξα; Εἶναι ὁ Χριστός.
...Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ράκη, τὰ κουρέλια καὶ τὰ σκουπίδια ἱδρύσεως οἰκονομικῶν τραπεζῶν (τὸ ἀκούσατε αὐτό;) καὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν ἐν Χριστῷ πτωχεία, ὅταν οἱ κληρικοὶ βυθίζονται στὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα καὶ δὲν λάμπει ἡ καθαρότητα τοῦ βίου καὶ ἡ παρθενία, ὅταν τὸ ποιμαντικὸν ἔργον ἐπενευαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλλιπέστατον καὶ ὁ λαὸς ἔχει παραδοθεῖ στὴν πιὸ σκοτεινὴ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ... καὶ κανεὶς πιὰ δὲν ἐνδιαφέρεται, οὔτε ἀπὸ τοὺς ποιμένες, οὔτε ἀπὸ τοὺς ποιμαινομένους, ὅταν δὲν κηρύσσεται τὸ ὀρθόδοξον δόγμα καὶ τὸ ὀρθόδοξον ἦθος; Λέμε ὀρθοδοξία, τὴν ἔχουμε βάλλει, ὅμως, ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, κάπως ἔτσι, ἀλλὰ δὲν ξέρω.... Ὅταν ἡ Ἐκκλησία δείχνει στοιχεῖα νεκρώσεως καὶ ὄχι ζωῆς καὶ δυνάμεως καὶ λάμψεως καὶ δόξης, ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὰ ράκη μας, τὰ κουρέλια μας, τὴν πτώση μας, τὸν πνευματικό μας θάνατο. Γι’ αὐτὸ εἶναι κήρυγμα ἀφυπνίσεως, αὐτὸ τοῦ Ἡσαΐου, ὅταν ἐξαγγέλλεται· μόνο ποὺ χρειάζεται, καθ’ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ἱστορίας, τοὺς ἐξαγγελεῖς ποὺ νὰ τὸ ἀνανεώνουν: «ἐξεγείρου, ἐξεγείρου Σιών, ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν σου, καὶ τὴν δόξαν σου»....
Πότε, ἀγαπητοί μου θὰ ξυπνήσουμε, πότε θὰ ἐπιστρέψουμε;...
Συνεχίζουμε...Τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία, εἶναι δόγμα Πίστεως.
...Ἐν τούτοις δὲν εἶναι οὐτοπιστικὸ ἱστορικά, ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς ἠθικῆς σήψεως. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι, ὅταν ὑπάρχει μόλυσμα σήψεως ἠθικῆς, τότε θὰ γεννήσει αὐτὸ δόγματα ὄχι καλά, ὄχι σωστά. Καὶ ἀντίστροφα, τὰ δόγματα τὰ μὴ σωστά, θὰ γεννήσουν ἦθος ὄχι σωστό. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε Ὀρθοπραξία καὶ Ὀρθοδοξία δεμένα ἀδιαχώριστα... Καὶ δὲν ἔχετε παρὰ νὰ δεῖτε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, τόσο τὴν ἠθικὴ σήψη, ὅσο καὶ τὴν μόλυνση τὴν δογματικὴ μὲ τὸν –ἐν παραδείγματι– Οἰκουμενισμόν..., ποὺ προσβάλλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς πιστούς.
Καὶ θὰ πεῖτε: τότε, διαψεύδεται ἡ Γραφὴ ποὺ λέγει ὅτι εἶναι ἄμωμος, Ἁγία ἡ Ἐκκλησία; Καθόλου ἀγαπητοί μου. Μάλιστα γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος τὰ ἑξῆς: «Ὁ Χριστός ἐστι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος» (Ἐφ. 5, 23). Γράφει ὅμως στὸ ἴδιο κεφάλαιο: «ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι (εἶναι τὸ βάπτισμα), ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ (κοντά του) ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (ἀκατηγόρητη)... «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Εἴδατε, εἴμεθα μέλη τοῦ σώματός Του... καὶ μάλιστα, δὲν τὸν προσλαμβάνουμε, ὅταν κοινωνοῦμε, ἀλλὰ μᾶς προσλαμβάνει.
Ὲὰν λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σῶμα Του, τότε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀνεκτόν, τὸ σῶμα Του νὰ προσβάλλεται ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δυνατόν; Ἄτοπον πέρα γιὰ πέρα. Λέγει ὁ Παῦλος: «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο». Οὐσιαστικά, ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει τί κάνει; Ἐκκόπτεται, ἀποβάλλεται σὰν κάτι τὸ ξένο, καὶ εἰς πῦρ βάλλεται... Γι’ αὐτὸ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπαγορεύουν τὴν Θ. Κοινωνία σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιμένει νὰ ἁμαρτάνει... Δηλ. ἀφορίζεται. Δηλ. δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, προσωρινὰ βέβαια αὐτό, ἀφοῦ ἀναμένεται ἡ ἐπιστροφὴ ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, ἡ μετάνοια...
Ἀπὸ τὸν ἱερὸν κλῆρον πολλοὶ εἶναι ἀνάξιοι, χάριν ὅμως τῶν πιστῶν δὲν τιμωρήθηκαν ἀκόμη. Δὲν ἔχουν ὅμως τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ... Εἶναι σὰν τὶς σωλῆνες τοῦ νεροῦ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ ὑδραγωγεῖο, μᾶς φέρνουν τὸ νερὸ στὸ σπίτι, ἀλλὰ οἱ σωλῆνες δὲν πίνουν τίποτα. Εἶναι οἱ ἀγωγοὶ Θείας Χάριτος καὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν τὴν Θείαν Χάριν. Εἶναι οὐσιαστικὰ ξεκομμένοι. Εἶναι φρικτὸ καὶ μόνο νὰ τὸ σκεφθεῖ κανείς.
Ἡ Ἐκκλησία (ὅμως) εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ· καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ἅγιον».
Ἀπομαγνητοφώνηση: «Φ. Ε. “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”»
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο.
Δημοσίευση σχολίου