Οι τρεις πειρασμοί των ιεραποστόλων
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιεραποστολής είναι, ως γνωστόν, η έλλειψη ιεραποστόλων. Αλλά ένα εξ ίσου μεγάλο πρόβλημα είναι το φρόνημα και το ήθος των ιεραποστόλων. Κατωτέρω θα επισημάνουμε τρεις (από τους πολλούς) πειρασμούς που προσβάλλουν τους εργαζομένους στην ιεραποστολή (πιθανότατα και σε άλλους τομείς της εκκλησιαστικής διακονίας) και που έχουν τη δύναμη να αλλοιώσουν ανεπανόρθωτα το αποστολικό ήθος που πρέπει να έχει ένας Ορθόδοξος εργάτης του Ευαγγελίου εις τα έθνη.
α) Υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι που πορεύονται προς τις ιεραποστολικές χώρες, όχι με ιεραποστολικό όραμα και ζήλο, ούτε με τ’αποστόλου το ραβδί, αλλά «ορεγόμενοι» και ονειρευόμενοι μίτρες και πατερίτσες! Και αξιώνουν την επισκοποίησή τους ως «επιβράβευση» της ιεραποστολικής τους δράσεως, λησμονώντας πως ο επισκοπικός βαθμός είναι σταυρός και μάλιστα δυσβάστακτος, και όχι βραβείο και κατάληψη αναπαυτικής πολυθρόνας. Γι’ αυτό κι όταν αποκτήσουν το ποθούμενο τότε λείπουν τον περισσότερο χρόνο απ’ τον χώρο της διακονίας τους, διοργανώνουν περιοδείες όχι, βεβαίως, αποστολικές «εν κόπω και μόχθω» (Β΄ Κορ. 11:27) και εργάζονται για την μετάθεσή τους σε καλύτερη επισκοπή.
Αλλά κι αν κάποιος ξεκινήσει την ιεραποστολική του πορεία με αγνές προθέσεις, κινδυνεύει να καταληφθεί από μανία επισκοποιήσεως, λόγω του περιρρέοντος κλίματος που επικρατεί. Ο πειρασμός είναι όντως μεγάλος αφού ευκαίρως ακαίρως βομβαρδίζεται από την ιδέα ότι είναι «άξιος» να γίνει επίσκοπος αφού αυτό βεβαιώνεται από την ιεραποστολική του ιδιότητα! Γι’ αυτό τον λόγο και στο βιογραφικό των προς αρχιερατείαν υποψηφίων συναντάς συχνά πυκνά ως προσόν την «ιεραποστολική προϋπηρεσία!» Αλίμονο για τον ίδιο και τους ανθρώπους του χώρου της διακονίας του εάν η επισκοποίησή του είναι το κίνητρο που τον παρακίνησε προς την ιεραποστολή.
β) Άλλος πειρασμός των ιεραποστόλων είναι τα κάθε λογής «παράσημα» και οι «τιμητικές διακρίσεις», που επιδίδονται σε κληρικούς και λαϊκούς για την προσφορά τους στην εξωτερική ιεραποστολή»! Μ’ άλλα λόγια έγινε συνήθεια να εισπράττονται εν ζωή έπαινοι και μεγαλόσταυροι για την οποιαδήποτε προσφορά προς τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού. Και βέβαια συνήθως η επίδοση των παρασήμων αυτών γίνεται σε κάποια τελετή, που για να ησυχάσουμε τη συνείδησή μας, την ονομάζουμε «σεμνή τελετή» ή «ευκαιρία γνωριμίας του ιεραποστολικού έργου από τους άλλους»! Μετά τα τόσα χειροκροτήματα και τα εύγε πρέπει να περιμένει κανείς κάποια ανταπόδοση στην άλλη ζωή ; Το μόνο που θα ακούσει, ίσως, από τον Κύριο του Αμπελώνος θα είναι «ότι απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». (Λκ. 16:25).
γ) Επακόλουθο των ανωτέρω είναι οι δημοσιεύσεις επαινετικών σχολίων σε διάφορα έντυπα συνοδευόμενα, συνήθως, με ανάλογο φωτογραφικό υλικό. Ο πειρασμός της δημοσιότητας είναι μεγάλο πρόβλημα που τείνει να γενικευθεί νοθεύοντας το γνήσιο ιεραποστολικό πνεύμα. Το κοσμικό φρόνημα σε πολλές περιπτώσεις εξοστρακίζει το αγιοπατερικό «λάθε βιώσας». Έτσι εκτός από τα δημοσιευόμενα πλούσια αυτοβιογραφικά των εργαζομένων στην ιεραποστολή, τα έργα και τη δράση τους (που μπορεί να δημοσιεύουν και οι ίδιοι), αλλά και τα κολακευτικά εγκώμια των αρθρογράφων, δημοσιεύονται μεταξύ των άλλων και φωτογραφίες την ώρα που π.χ. κάποιος από την ιεραποστολή δίνει ένα ποτήρι γάλα σε κάποιο ορφανό, που γιατρεύει και καθαρίζει την πληγή κάποιου αρρώστου κ.ο.κ.
Υπέρ του πειρασμού της δημοσιότητας επιστρατεύονται επιχειρήματα σαν τα ακόλουθα:
Μ’ αυτό τον τρόπο προβάλλεται το επιτελούμε έργο και όχι τα πρόσωπα. Ζούμε στην εποχή της ενημέρωσης και της εύκολης πληροφόρησης. Πώς είναι δυνατόν να μην ενημερώνουμε τον κόσμο για το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας; Άλλωστε και η προτροπή του αποστόλου Παύλου είναι «την διακονία σου πληροφόρησον». (Β΄ Τιμ. 4:5).
Το σκεπτικό αυτό, νομίζουμε πως είναι λανθασμένο. Πρώτα-πρώτα γιατί η ερμηνεία του ως άνω χωρίου είναι …παρερμηνεία. Στην Καινή Διαθήκη το «πληροφορείν» και «πληροφορία» σημαίνει φέρνω σε πλήρες και αίσιο πέρας την διακονία που μου ανετέθη (Β΄ Τιμ. 4:5), κηρύσσω το Ευαγγέλιο (Β΄ Τιμ. 4:17), εσωτερική πληροφορία που γεννά μέσα μας το Άγιον Πνεύμα (Ρωμ. 4:21. Α’ Θεσ.1:5 και 14:5, Κολ.2:2), εκπλήρωση ελπίδος (Εβρ. 6:11) και βεβαιότητα πίστεως (Εβρ. 10:22). Ο λόγος του Θεού δεν μας προτρέπει να δημοσιοποιούμε τα έργα μας, αλλά αντιθέτως σαφώς μας παραγγέλει «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου) (Ματθ. 6:2). Αυτό είναι το χριστιανικό ήθος.
Δεν μας συμφέρει πνευματικώς, γράφει ο απόστολος Παύλος, επ’ ουδενί λόγω να καυχόμεθα για τα έργα μας. Κι όταν εξ αιτίας των ψευδαποστόλων και για την πνευματική ωφέλεια των Κορινθίων και όχι για αυτοδιαφήμιση αναγκάζεται μετά πολλής δυσκολίας και δυσφορίας να περιαυτολογήσει, κάνοντας λόγο για την υπερβολή «των αποκαλύψεων», που του επεφύλαξε ο Θεός (ενώ για δέκα τέσσαρα ολόκληρα χρόνια κρατούσε απόλυτη σιωπή), αλλά και για τους μόχθους, τους κινδύνους, τους διωγμούς, τα βασανιστήρια κ.λπ. που υπέστη κατά την αποστολική του διαδρομή, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τελικώς τον εαυτό του πολλές φορές ως «άφρονα». (Β΄ Κορ. 12:11, βλ. και 11:23).
Ο Παύλος γράφοντας σε χριστιανούς-νήπια (βλ. Α΄ Κορ. 3:1 κ.ε.) δεν διστάζει να κατέβει στο επίπεδό τους με αποκλειστικό σκοπό να τους ανεβάσει στο δικό του πνευματικό επίπεδο. Επειδή οι χριστιανοί της Κορίνθου επηρεάστηκαν απ’ τις κατηγορίες των ιουδαϊζόντων ψευδοδιδασκάλων, οι οποίοι διέδιδαν ότι οι Εκκλησίες που ίδρυσε ο Παύλος ήταν κατώτερες απ’ τις λοιπές που ίδρυσαν οι άλλοι Απόστολοι, για καθαρώς σκοπούς της ιεραποστολής αναγκάζεται να συγκρίνει τον εαυτό του προς τους «υπερλίαν αποστόλους» (βλ. Β΄ Κορ. 11:5 και 12:11). Με άλλα λόγια μοναδικό μέτρο και κριτήριο των πράξεών του ήταν η πρόοδος του Ευαγγελίου και η επιτυχία του ιεραποστολικού του έργου. Γι’ αυτό τον λόγο και ο ιερός Χρυσόστομος θα βάλει στο στόμα του Αποστόλου τα εξής: «Επειδή δε είδον το ποίμνιον διαφθειρόμενον, τους μαθητάς αποπηδώντας, κατεφρόνησα φορτικού πράγματος και επαχθούς, και ηναγκάσθην άφρων γενέσθαι, τα εμαυτού λέγων εγκώμια δι’ υμάς και την υμετέραν σωτηρίαν».
Είναι δε λίαν διδακτικό το παράδειγμα του Αποστόλου των Εθνών που ενώ αποφεύγει συστηματικώς τους αυτοεπαίνους, απεναντίας βλέπουμε πόσο εύκολος είναι στην αυτομεμψία. «Τα μεν ουν αμαρτήματα, και μηδεμιάς ούσης ανάγκης, εκπομπεύει … στηλιτεύων και δήλα ποιών ουχί τοις τότε μόνον ανθρώποις, αλλά και τοις μετά ταύτα εσομένοις πάσι, τα δε εγκώμια, και ανάγκην ούσαν ορών, όμως οκνεί και αναδύεται διηγήσασθαι». Στις επιστολές του, στις οποίες φαίνεται καθαρά ότι δεν ζούσε για τον εαυτό του αλλά για το Ευαγγέλιο, κατ’ επανάληψη κατηγορεί τον εαυτό του όπως π.χ. «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμο αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμι εγώ» (Α΄ Τιμ. 1:15), «Χάριν έχω τω ενδυναμώσαντί με Χριστώ … ότι πιστόν με ηγήσατο θέμενος εις διακονίαν το πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν, αλλά ηλεήθην, ότι αγνοών εποίησα εν απιστία» (Α΄ Τιμ. 1:12-13), «Έσχατον δεν πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμι ο ελάχιστος των αποστόλων ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού» (Α΄ Κορ. 15:8-9), «Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων αγίων εδόθη η χάρις αύτη, τοις έθνεσι ευαγγελίσασθαι το ανεξιχνίαστον πλούτος του Χριστού». (Εφ. 3:8).
Το ταπεινό φρόνημα και η αυτοκατάκριση του Αποστόλου φαίνεται και από την δημόσια εξομολόγηση που κάνει κατά τον λόγο του προς τους Ιουδαίους των Ιεροσολύμων, όπως μας τον διασώζει ο Λουκάς (βλ. Πρ. 22:11-21), όπου εν μετανοία ομολογεί ότι φυλάκιζε και έδερνε από την μία συναγωγή στην άλλη εκείνους που πίστευαν στον Χριστό, καθώς επίσης και τα όσα έπραξε κατά το μαρτύριο του πρωτομάρτυρος Στεφάνου όπου ήταν «εφεστώς και συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού και φυλάσσων τα ιμάτια των αναιρούντων αυτόν». (Πρ. 22:19-20) Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν όλοι οι άγιοι που είχαν το θάρρος να δημοσιεύουν τις αμαρτίες τους και να αποκρύπτουν συστηματικά τις αρετές τους. «Τοιούτον γαρ των αγίων το έθος ει μεν τι πράξαιεν φαύλον, εκπομπεύουσιν αυτό, και καθ’ εκάστην ημέραν θρηνούσι και πάσι ποιούσι κατάδηλον, ει δε τι γενναίον και μέγα, αποκρύπτουσι και λήθη παραπέμπουσιν».
Εμείς, καθώς παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, κάνουμε το ακριβώς αντίθετο: Τα αμαρτήματά μας όχι μόνον δεν τα θυμόμαστε και δεν τα κοινοποιούμε, αλλά κι εάν κάποιος μας κάνει λόγο γι’ αυτά αγανακτούμε εναντίον του. Αντιθέτως «ει δε τι μικρόν εργασώμεθα αγαθόν, τούτο συνεχώς στρέφομεν, και τοις μεμνημένοις αυτό χάριν ίσμεν, και φίλους τους τοιούτους είναι νομίζομεν», καίτοι γε ο Χριστός το εναντίον επέταξε, κατορθωμάτων μεν επιλελήσθαι, αμαρτημάτων δε μεμνήσθαι». Και συνεχίζει: Πώς θα συγχωρεθούμε ποια απολογία θα έχουμε εφ’ όσον χωρίς καμία ανάγκη λέμε μεγάλα λόγια και επαίνους για τον εαυτό μας και επί πλέον αναγκάζουμε και τους άλλους να μας επαινούν;
Εκ των ανωτέρω νομίζουμε πως γίνεται σαφές ότι εάν με το πρόσχημα της ενημερώσεως της κοινής γνώμης θεραπεύονται ανθρώπινες αδυναμίες, ή με το αιτιολογικό της ευαισθητοποιήσεως των «φιλανθρώπων» προς ενίσχυση του ιεραποστολικού έργου προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των αδελφών μας, τότε ο αντίλογος είναι εκ του πονηρού. Στα περισσότερα ιεραποστολικά περιοδικά μπορείς να συναντήσεις δημοσιευμένες φωτογραφίες με ξυπόλυτα, ημίγυμνα, άπλυτα και πεινασμένα παιδιά, που προτείνουν ικετευτικά τα χεράκια τους για να λάβουν από τους ιεραποστόλους τα «δώρα» τους. Και το ερώτημα είναι: Γιατί δεν σεβόμαστε το πρόσωπο των παιδιών αυτών; Θα θέλαμε, εάν ήμασταν στη θέση τους, μια τέτοια αντιμετώπιση; Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε τις ανάγκες τους αθόρυβα χωρίς τον εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους; Πώς θα αισθάνονται αύριο τα σημερινά παιδιά εάν δουν αυτές τις φωτογραφίες με τα χάλια τους που εμείς με περισσή ευκολία τα κάνουμε εξώφυλλα περιοδικών μας;
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό γιατί έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις απειλώντας την πνευματική μας υπόσταση. Η έλλειψη αυτοκριτικής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η γενικευμένη, σχεδόν, τάση της θριαμβολογικής δημοσιοποιήσεως των έργων μας δι’ όλων των μέσων μαζικής επικοινωνίας είναι ένα σύγχρονο ανησυχητικό φαινόμενο που τείνει να ισοπεδώσει κα να εκμηδενίσει την ειδοποιό διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στην εκκλησιαστική φιλανθρωπία και στην κοινωνική και κρατική πρόνοια. Ίσως είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε μήπως εξ αιτίας αυτού του πειρασμού έχει πάρει ο Θεός την χάρη Του από πάνω μας και τα έργα μας και γι’ αυτό διερχόμεθα τέτοια σε βάθος και πλάτος πνευματική κρίση!
Στους τρεις προαναφερθέντες πειρασμούς των ιεραποστόλων μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια συγγένεια με τον τρίτο πειρασμό του Κυρίου. Είναι άλλωστε γεγονός ότι ο Χριστός δοκίμασε τους πειρασμούς των δικών μας αμαρτιών και τους νίκησε με την θεανθρώπινη αγάπη, την ταπείνωση και την υπομονή Του. Οι πειρασμοί είναι, ως γνωστόν, αναπόφευκτοι για όλους τους ανθρώπους και φυσικά, δεν αποτελούσαν εξαίρεση οι διάκονοι του Ευαγγελίου. Απεναντίας είναι περισσότερο στο στόχαστρο του διαβόλου αφού έχουν ως αποστολή τους την κατάργηση της εξουσίας του στους ανθρώπους, σε χώρες που έχει στήσει «από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25:34) το βασίλειό του. Αυτό που επιβάλλεται να κάνουμε όλοι όσοι ασχολούμεθα με την αγία υπόθεση της ιεραποστολής είναι να γνωρίζουμε τους πειρασμούς και εξοπλισμένοι με «την πανοπλίαν του Θεού» να αντιστρατευόμεθα «προς τας μεθοδίας του διαβόλου» (Εφ. 6:11). Διαφορετικά είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε απ’ τον συρμό της εποχής και να συμπλεύσουμε με το αμαρτωλό κατεστημένο της εκκοσμίκευσης, προδίδοντας έτσι την αποστολή μας.
Σεούλ, Κορέα
----------------
* Περιοδικό Πάντα τα έθνη, Ιανουάριος - Μάρτιος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου