ΕΓΓΥΗΜΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Αρχιμ. Αυγουστίνου Γ. Μύρου, Δρος Θ. Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης
Συμβαίνει πολλές φορές, όταν ορθόδοξοι χριστιανοί συναντούν ανθρώπους που ανήκουν σε κάποια από τις αιρέσεις, να εκπλήσσονται, διότι δίνουν την εντύπωση καλών, αγαθών και αξιοπρόσεκτων ανθρώπων. Η καλωσύνη, η ευγένεια, η εξυπηρετικότητα, η σεμνότητα, η αφοσίωση στον Θεό, ο ζήλος για τη μελέτη των αγίων Γραφών, η αποφυγή αμαρτωλών συνηθειών, εντυπωσιάζουν τους πολλούς και δημιουργούν μέσα τους ερωτήματα και προβληματισμό˙ μήπως η πίστη τους είναι αληθινή; μήπως έχουν δίκαιο για τα όσα υποστηρίζουν; Όμως εμείς διερωτώμαστε· μπορούν οι εξωτερικές αυτές εκδηλώσεις και συμπεριφορές να αποτελέσουν αλάνθαστα κριτήρια για την γνησιότητα της Πίστεως;
Όταν πάλι συμβαίνει να συζητούν με κάποιους αιρετικούς και φθάνουν στο σημείο να ερωτήσουν, που στηρίζονται αυτά που πιστεύουν και υποστηρίζουν, η απάντησή τους είναι αυθόρμητη· μα που αλλού από την Αγία Γραφή· αυτά είναι γραμμένα στη Βίβλο. Και εμείς ξανά διερωτώμαστε· πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσες αιρετικές ομάδες με δοξασίες διαμετρικά αντίθετες για τα ίδια ζητήματα και να στηρίζονται όλες στην Αγία Γραφή;
Ο προβληματισμός αυτός μας αναγκάζει να αναζητήσουμε κάποια σταθερά και εγγυημένα κριτήρια, για να μπορούμε με ασφάλεια κάθε φορά να ανιχνεύουμε την αλήθεια και τη γνήσια Πίστη.
Το ζήτημα αυτό των κριτηρίων της αληθείας απασχόλησε τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας ακόμη από τα αρχαία χριστιανικά χρόνια, όταν βρέθηκαν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν τους αιρετικούς της εποχής τους, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι κατείχαν την αλήθεια.
Οι άγιοι πατέρες ξεκίνησαν από μία απόλυτα σταθερή βάση για να αναπτύξουν την επιχειρηματολογία τους· ταύτισαν την αλήθεια με τον Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Υιό τού Θεού. Στην πραγματικότητα δεν πρωτοτύπησαν, διότι απλώς αξιοποίησαν την αποκάλυψη αυτού τού ιδίου τού Χριστού, ο οποίος ομολόγησε ότι «εγώ ειμί... η αλήθεια» (Ιω. 14,6). Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση τού Τερτυλλιανού ότι «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποκάλυψε τον εαυτό του όχι ως ένα έθιμο, αλλ' ως την αλήθεια» (De Virginibus Velandis1,1). Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει άλλο πιο αυθεντικό κριτήριο για την αλήθεια από αυτόν τον Ιησού Χριστό, που την ενσαρκώνει.
Το πρόβλημα όμως των κριτηρίων της αληθείας δεν λύνεται τελεσίδικα με την διαπίστωση αυτή, διότι αμέσως γεννάται άλλο ερώτημα· που μπορούμε να βρούμε τον ενανθρωπήσαντα Χριστό μετά την Ανάληψή του, για να μαρτυρήσει την αλήθεια; Η αποστολική και πατερική απάντηση είναι και εδώ δεδομένη. Ο Ιησούς Χριστός είναι παρών και ζων στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, αφού αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο του το Σώμα (Εφ. 1,23-24).
Η Εκκλησία δεν είναι ένα σωματείο ανθρώπων που συμβαίνει να έχουν την ίδια ανθρώπινη πίστη (όπως την ορίζουν οι αιρετικοί). Η αληθινή Εκκλησία είναι αυτός ο ενανθρωπήσας Χριστός, που παραδίδεται ολόκληρος, αναλλοίωτος και ζωντανός από γενεά σε γενεά. Ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζεται από τους πιστούς στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπως ακριβώς μας το δείχνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος, μαζί με τον Κλεώπα, τον αναγνώρισε «εν τη κλάσει τού άρτου» (Λκ. 24, 30-35). Έτσι η μία αληθινή Εκκλησία αποτελεί συγχρόνως το κριτήριο και το θησαυροφυλάκιο της αληθείας.
Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη για το ζήτημα αυτό η μαρτυρία τού αγίου Ειρηναίου.
«Αυτό το κήρυγμα και αυτήν την Πίστη παρέλαβε η Εκκλησία, όπως προαναφέραμε, μολονότι έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο και με επιμέλεια τα φυλάγει σαν να κατοικεί σε ένα σπίτι. Παρομοίως τα πιστεύει σαν να έχει μία ψυχή και την ίδια καρδιά· τα διακηρύσσει εν αρμονία και τα διδάσκει και τα παραδίδει σαν να έχει ένα στόμα. Οι διάλεκτοι ανά τον κόσμο είναι ανόμοιες, αλλ' η δύναμη της παραδόσεως είναι μία και η αυτή» (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 1,10,2).
Οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας ομολογούν και κηρύττουν αυτό που πρώτος ο απόστολος Παύλος έγραψε στον μαθητή του Τιμόθεο, ότι δηλαδή η Εκκλησία τού ζώντος Θεού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. 3,15). Ο κάθε πιστός, επομένως, ως μέλος της αληθινής Εκκλησίας, έχει λάβει «τον κανόνα της αληθείας», δηλαδή το κριτήριο της αληθείας, με το Μυστήριο τού Βαπτίσματος (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 1,9,4). Όλα αυτά σημαίνουν ότι έξω από την μία αληθινή Εκκλησία δεν υπάρχει αυθεντικό και εγγυημένο κριτήριο της αληθείας. Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γράφει για τον άγιο Πολύκαρπο ότι «δίδασκε πάντα αυτά που έμαθε από τους αποστόλους και η Εκκλησία παραδίδει και είναι τα μόνα αληθινά» (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 3,3,4).
Είναι ολοφάνερο ότι όταν οι αιρετικοί αποκόβονται από την μία, αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, τότε χάνουν οπωσδήποτε τον «κανόνα της αληθείας», με αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν από την αλήθεια και να περιπλανώνται μέσα στα σκοτάδια της πλάνης.
Πως, όμως, και με ποια κριτήρια μπορεί κάποιος να αναγνωρίση την μία αληθινή Εκκλησία, το αυθεντικό Σώμα τού Χριστού, από το οποίο αποκόπτονται οι αιρετικοί; Ευτυχώς τα κριτήρια αυτά υπάρχουν θησαυρισμένα μέσα στο πολύτιμο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς μας Παραδόσεως. Εκείνο που απαιτείται είναι το ανύστακτο ενδιαφέρον και η επιμελημένη έρευνα, ώστε ο καθένας μας να τα γνωρίσει και να συνειδητοποιήσει την σημασία τους. Εμείς θα επιχειρήσουμε σε επόμενα άρθρα να επισημάνουμε τα πιο κύρια από αυτά.
Από το περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου