ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΠΟΥ ΠΑΜΕ;
Τοῦ κ. Χρήστου Γ. Ρώμα
Τό τέλος τοῦ ἐφετινοῦ χρόνου συμπίπτει μέ τό τέλος καί τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰώνα. Δέν θά ἦταν ἄσκοπο, ὡς ἐκ τούτου, νά ἐξετάσουμε σέ πολύ ἁδρές γραμμές τήν πορεία μας ὡςἙλλήνων καί Ὀρθοδόξων στό πλαίσιο τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης.
Στήν Εὐρώπη, καί μέ ἀφορμή τά σποραδικά ἀκραῖα ἐθνικιστικά φαινόμενα, πού παρατηροῦνται τελευταῖα, φαίνεται ὅτι ἀναθεωροῦν τή στάση τους πολλά κράτη (Αὐστρία,Γαλλία, Γερμανία κ. ἄ.) καί ἐπανακαθορίζουν μέ γνώση, πρόγραμμα καί συνέπεια τήν ἐθνική καί πολιτισμική πολιτική τους. Ἐνδεικτικά, στό Κοινοβούλιο τῆς Γερμανίας, ἀφοῦ ἀκύρωσαν τό καθεστώς τῆς πολυπολιτισμικότητας, πού ἴσχυε ὥς τώρα, ἀποφάσισαν νά πολιτογραφοῦν στή χώρα ὅσους ἀλλοδαπούς γνωρίζουν τή Γερμανική γλῶσσα καί ἀποδέχονται τούς νόμους, τίς παραδόσεις καί τούς θεσμούς τῆς Γερμανίας. Παρόμοια -καί ἴσως πιό ριζοσπαστικά- συμβαίνουν σέ ἄλλες χῶρες (π.χ. Γαλλία,Ἰταλία).
Αὐτά, βέβαια, συμβαίνουν στίς ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. Ἐμεῖς ὅμως τί κάνουμε; Δυστυχῶς, μαζί μέ τήν οἰκονομική κρίση βυθιζόμαστε ὁλοένα καί πιό βαθιά σέ κρίση πολιτισμική- καί ἰδιαίτερα σέ κρίση ταυτότητας. Μέ τήν εἴσοδο τῆς Ἑλλάδας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση πολλοί πνευματικοί ἄνθρωποι εἶχαν ἤδη ἐκφράσει τόν προβληματισμό τους γιά τήν πορεία της. Ὁ ἀκαδημαϊκός Τάσος Ἀθανασιάδης διερωτᾶτο τό 1992: «Ἆραγε θά ἀποδείξει ὁ Ἕλληνας πώς ἡ ἰδιοφυής ἱκανότητά του νά προσαρμόζεται σέ κάθε κατάσταση δημιουργικά θά τόν βοηθήσει νά ἐξελιχθεῖ σέ παραγωγικό μέλος τῆς Ε.Ε. ἤ θά ἀποβάλει τά ψυχικά καί πνευματικά του χαρακτηριστικά, καταντώντας περίπου ἔσχατο παράσιτό της». Ἀνάλογα ἐρωτηματικά διατυπώνουν συχνά-πυκνά καί πολλοί ἄλλοι ἐπώνυμοι ἤ καί ἁπλοῖ πολίτες.
Στίς μέρες μας τό σχετικό ἐρώτημα, πού προβάλλει γιά τήν Ἑλλάδα ἔχει δύο σκέλη: τό πρῶτο, σέ ποιά πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε ὡς Ἕλληνες καί Ὀρθόδοξοι; Τό δεύτερο, πῶς πρέπει νά πορευθοῦμε στό μέλλον;Ἀναφερόμενοι στό πρῶτο σκέλος, δέν σκοπεύουμε νά ἐπιμείνουμε στά αὐτονόητα: ὁ νεοπλουτισμός, ἡ φιλαυτία, ἡ ἔξαρση τοῦ συμφέροντος, ἡ λαγνεία καί ὁ πολυώνυμος ἐρωτισμός, καθώς καί πλεῖστα ἄλλα ἀρνητικά στοιχεῖα καί νευρώσεις κρατοῦν αἰχμάλωτους τούς νεοέλληνες καί συντελοῦν στήν ἀποσάθρωση τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἐξάλλου δοκιμάζεται ἀπό τή φτώχεια,τήν ἀνεργία τῶν νέων, τόν κοινωνικό ἀποκλεισμό, τήν ἀδικία, τή βία καί τό ἔγκλημα.Ἀναμφισβήτητα, ὅλ᾽αὐτά ἐπηρεάζουν καί τήν πνευματική πορεία ὅλων μας.
Ὡστόσο ἡ σύγχρονη αὐτή παθογένεια τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας δέν ἀποτελεῖ τήν κύρια αἰτία νόθευσης τῆς πολιτισμικῆς μας ταυτότητας‧ἄλλη εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία. Προέρχεται ἀπό τή χαλάρωση τῆς πνευματικῆς μας ἀντίστασης‧ ἀπό τήν ἐλλιπή θωράκιση τῆς ψυχῆς μας.Μέσα σέ μιά κοινωνία πολυπολιτισμική, ὅπου ἡ παγκοσμιοποίηση ἰσοπεδώνει τούς λαούς καί τούς καθιστᾶ ἁπλές καταναλωτικές μονάδες‧ ὅπου τά ἑτερόκλητα πλήθη δροῦν ἀνεξέλεγκτα καί ἀσκοῦν ἐπιρροές ἤ προπαγανδίζουν ἀσύστολα τίς πίστεις καί τίς ἰδεολογίες τους‧ ὅπου οἱ ποικιλώνυμοι «προοδευτικοί» διακηρύσσουν ἀνενδοίαστα ὅτι εἶναι ὀπισθοδρόμηση νά πιστεύεις σέ θεό- σέ μιά τέτοια κοινωνία, σάν καί τήν ἑλληνική, ἀμβλύνονται οἱ πνευματικές δυνάμεις. Οἱ πολίτες εἴτε εἶναι χλιαροί στίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις‧ εἴτε ἀρκοῦνται σέ ἕνα τυπικό ἐκκλησιασμό ἀραιά καί ποῦ‧ εἴτε πιστεύουν, γενικά σέ «μιάν ἀνώτερη δύναμη»‧ ἤ βρίσκονται στήν ἀντίπερα ὄχθη, ὄντας ἀνυποχώρητα φονταμενταλιστές, πού μπορεῖ νά σέ κατακεραυνώσουν ἀκόμα καί γιά τυπικές θρησκευτικές παραλείψεις.
Τό πιό ἀνησυχητικό φαινόμενο ὅμως εἶναι ὁ ὁμολογιακός συγκρητισμός.Ἐπειδή δηλαδή ὅλο καί πληθαίνουν οἱ ἐλεύθερες συμβιώσεις τῶν νέων, οἱ πολιτικοί ἤ καί οἱ μεικτοί γάμοι μεταξύ Ἑλλήνων καί ἄλλων Εὐρωπαίων καί ἡ ἀδιαφορία σέ θέματα πίστεως, ἰσοπεδώνονται ἤ ἀμβλύνονται οἱ δογματικές διαφορές ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τίς ἄλλες ὁμολογίες. «Ὅλοι χριστιανοί εἴμαστε», σοῦ λένε, «Τί σημασία ἔχουν ὅλα τά ἄλλα‧ αὐτά εἶναι γιά τούς θεολόγους καί τούς παπάδες». Ἡ ἴδια ἄμβλυνση παρατηρεῖται καί στά ἄλλα ἐθνικά μας θέματα.Παρασυρόμενοι πολλοί ἀπό ἕνα περίεργο κοσμοπολιτισμό, εἶναι πρόθυμοι νά ἀπεμπολήσουν λαϊκές,γλωσσικές ἤ καί ἱστορικές παραδόσεις τοῦ τόπου μας καί νά μιμηθοῦν ἄκριτα τή Δυτική κουλτούρα. Ἀπόδειξη, ἡ δυτικότροπη ψυχαγωγία τῶν νέων μας, οἱ ξενόγλωσσες ὀνομασίες πολλῶν ἀγαθῶν, καταστημάτων, φαγητῶν, ὁ γλωσσικός κώδικας ἐπικοινωνίας, ἡ ἰσοπεδωτική ὁμοιομορφία καί ἄλλα πολλά. Βέβαια, δέν λείπουν οἱ τοπικές πανηγύρεις μέ τίς παραδοσιακές ἐκδηλώσεις καί τίς ἱστορικές μνῆμες.
Ὅμως ὅλ᾽ αὐτά δέν λειτουργοῦν βιωματικά καί συνθετικά, ἀλλά φολκλορικά, δηλαδή ὡς μία ἐπιφανειακή τυπική μίμηση τοῦ ἀστείρευτου λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ. Παρά ταῦτα, θά μποροῦσαν κι αὐτά νά γίνουν ἀποδεκτά, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ λαός μας εἶναι συνειδητοποιημένος καί ἁπλῶς παρασύρεται ἀπό τόν εὐρωπαϊκό «συρμό». Ὅμως πολλές ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει ὅτι οἱ νεοέλληνες, ἔχουν ναρκωμένα τά ἀντανακλαστικά τους, σχετικά μέ τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, πού τούς ἐξασφαλίζει τήν ἱστορική συνέχεια τῆς πολιτισμικῆς τους ἰδιαιτερότητας- καί μετεωρίζονται ἀνάμεσα σέ ταπεινούς στόχους, ὅπως ἀποδεικνύει καί ὁ τρόπος ψυχαγωγίας τους, μέ τά φθηνά «ρεάλιτι» καί τά ἄλλα σκουπίδια τῆς καθημερινῆς τηλεθέασης.
Μπρός σ᾽ αὐτήν τήν πραγματικότητα, λοιπόν, ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἡ πολιτεία, δυστυχῶς, συνεχίζει νά κάνει «ἐκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις». Εἶναι αὐτό ἕνα συνηθισμένο φαινόμενο, πού ἀπαντᾶ σέ κράτη ὑπανάπτυκτα, ὅπως τόνιζε συχνά ὁ
ἀείμνηστος Κωνσταντῖνος Γεωργούλης. Ἔτσι, τό ἐκπαιδευτικό τοπίο διαρκῶς ἀλλάζει καί οἱ μαθητές πελαγοδρομοῦν μπρός στήν ἀβεβαιότητα γιά τό αὔριο.
Τελευταῖα, τόὙπουργεῖο Παιδείας μέ προσχέδιο, πού δημοσιοποίησε γιά τίς μεταβολές, τίς ὁποῖες σχεδιάζει νά ἐπιφέρει στό Λύκειο, περιθωριοποιεῖ ἤ καί ἐξοβελίζει, στήν οὐσία, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀπό τά ἀναλυτικά προγράμματα. Καί τοῦτο, γιατί τό τοποθετεῖ τελευταῖο στήν ὁμάδα τῶν ἐπιλεγομένων μαθημάτων, ἐνῶ δί-νει προτεραιότητα καί ἐντάσσει στά ὑποχρεωτικά τά Ἀγγλικά καί τή Γυμναστική! Σέ ἀνάλογη θέση εἶχε ἐντάξει καί τά μαθήματα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καί τῆς Ἱστορίας.
Ὕστερα ὅμως ἀπό ἐντονότατες διαμαρτυρίες τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Φιλολόγων- κάτι, βέβαια, πού δέν παρέλειψε νά κάνει καί ἡ ΠΕΘ- ἡ Ὑπουργός ὑπανεχώρησε καί ἐπιφυλάχθηκε νά προχωρήσει προσεχῶς σέ τροποποιήσεις τοῦ ἀρχικοῦ σχεδιασμοῦ. Τί σημαίνουν, λοιπόν, ὅλ᾽ αὐτά;
Ἁπλούστατα, ὅτι ἡ κατεύθυνση τῆς Ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς εἶναι πλέον σαφῶς τεχνοκρατική.Ἀδιαφορεῖ ἡ σύγχρονη ἑλληνική Πολιτεία γιά τά μαθήματα, πού ἀποτελοῦν τούς βασικούς πυλῶνες τῆς ἐθνικῆς αὐτογνωσίας καί στρέφει τό νοῦ τῶν μαθητῶν στίς ψυχρές ἐκτιμήσεις τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, στήν ἰσχύ τῆς τεχνολογίας καί στά ὀφέλη τοῦ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος.
Γι᾽ αὐτό, ἄς μή τρέφουμε αὐταπάτες. Ἡ Πολιτεία εἰδικά σέ θέματα Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, Ἐκκλησίας καί Θεολογίας εἴτε δείχνει ἕνα ὑποκριτικό ἐνδιαφέρον εἴτε ἁπλῶς τά ἀνέχεται ἤ καί προσπαθεῖ νά τά ἐκκοσμικεύσει, προκειμένου, μέσῳ αὐτῶν, νά ἐξυπηρετήσει κοσμικές ἤ πολιτικές σκοπιμότητες.Ὅμως τόν πιστό Ἕλληνα δέν τόν ἀγγίζουν οἱ σκοπιμότητες τῆς Πολιτείας, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία βρίσκει εἰρήνευση πνευματική καί λύτρωση ἀπό τά σκοτάδια τῆς προσωπικῆς του ὑπάρξεως. Ἔτσι, βρισκόμαστε μπρός στό δεύτερο ἐρώτημα: τί πρέπει νά γίνει; Πῶς πρέπει νά πορευθοῦμε στό μέλλον; Οἱ ἁπλές σκέψεις πού ἀκολουθοῦν νομίζουμε ὅτι συμβάλλουν ὡς ἕνα βαθμό στήν ἀπάντηση.
Κατ᾽ ἀρχάς σέ ἐπίπεδο ἐκπαιδεύσεως εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρξει συνεννόηση καί συνεργασία μεταξύ τῆςΠανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων καί τῆς ἀντίστοιχης τῶν Φιλολόγων γιά κοινή δράση. Τά μαθήματα τῆς κλασικῆς φιλολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας πρέπει νά ἐξακολουθήσουν νά ἀποτελοῦν τή βάση τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, μέσῳ τῶν ὁποίων οἱ μαθητές θά φθάσουν σέ αὐτογνωσία, θά ἀξιολογήσουν τό στοιχεῖο τῆς ἑτερότητας μέσα στήν πολυπολιτισμικότητα, πού βιώνουν καθημερινά, καί θά συνειδητοποιοῦν χρόνο μέ τόν χρόνο τήν τιμή καί τήν εὐθύνη νά μετέχουν, ἀργότερα, ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πολίτες στήν «κατ᾽ ἀλήθειαν» διαμόρφωση τῆςἙλληνικῆς κοινωνίας.
Ὅμως ἔχει χρέος καί ἡ Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία νά ὀργανώσει ἀποτελεσματικότερα τήν ἐσωτερική της ἱεραποστολή, νά κινηθεῖ πιό δραστήρια γιά τόν ἐπανευαγγελισμό τῶν Ἑλλήνων, «νά δώσει ἕνα νόημα ζωῆς καί ἐλπίδας σέ ἕναν κόσμο, ὁ ὁποῖος κινεῖται πρός τό μέλλον», μέ βάση τίς αἰώνιες ἀλήθειες τῆςὈρθοδοξίας, ὅπως ἐπισημαίνει σέ ἄρθρο του σύγχρονος ἱεράρχης.
Πρός τόν σκοπό αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρξει μιά ἐμπνευσμένη ἐκκλησιαστική πολιτική, ἡ ὁποία θά ἀναγεννήσει τίςἘνορίες, θά ἐπιτύχει συνεργασίες μέ ὅλους τούς πνευματικούςφορεῖς τοῦ τόπου, θά ἐνισχύσει τήν προσωπικότητα τῶν κληρικῶν, θά ἔχει στενή συνεργασία μέ τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων καί τίς Θεολογικές Σχολές, θά ἀξιοποιήσει τή σύγχρονη τεχνολογία καί ἰδιαίτερα τίς δυνατότητες τοῦ διαδικτύου‧ πρό πάντων, θά ἐμπνεύσει στό ἐκκλησιαστικό σῶμα τή συνειδητή συμμετοχή του τόσο στή λατρεία ὅσο καί στό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς ᾽Εκκλησίας.
Βιώνουμε κι ἐφέτος, μέ τήν ἔννοια τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου, τό μέγα μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τό «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ» τοῦ ἀγγελικοῦ μηνύματος· διεγείρει τή συνείδησή μας, ἀλλά μᾶς ὑπαγορεύει καί τό μεγάλο χρέος: νά πορευθοῦμε μέ ἐπίγνωση καί συναίσθηση τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ νηπιάσαντος Χριστοῦ, σέ μιά πορεία πού θά νοηματοδοτεῖ τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας, τόσο στή σχέση μας μέ τόν ΤριαδικόΘεό ὅσο καί στήν Κοινωνία, μέ τήν ἔμπρακτη ἀποδοχή τοῦ ἄλλου μέσα ἀπό τήν ἑτερότητα καί τή διαφορετικότητα πού ἐπικρατεῖ γύρω μας.
«Ορθόδοξος Τύπος»29/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου