Κατά την διδασκαλίαν μας λοιπόν δεν έχει σώμα ο Θεός, αλλά και κανείς θεόπνευστος άνθρωπος μέχρι σήμερον δεν είπε ούτε παρεδέχθη αυτό, ούτε ημείς το διδάσκομεν εις την Εκκλησίαν μας. Μένει λοιπόν να θεωρήσωμεν ότι είναι ασώματος. Αλλ΄ ούτε η έκφρασις «ασώματος» δεν ημπορεί να παραστήσει ή να περιγράψει την ουσίαν του Θεού, όπως επίσης ούτε και το αγέννητον και το άναρχον και το αναλλοίωτον και το άφθαρτον και όσα λέγονται περί του Θεού ή εν σχέση προς τον Θεόν. Πράγματι, τι το θετικόν προσφέρουν διά την γνώσιν της φύσεως και της υποστάσεως του Θεού οι χαρακτηρισμοί άναρχος, αναλλοίωτος και απεριόριστος; Αλλά και εκείνος που έχει πράγματι νουν Θεού και είναι προχωρημένος εις την θεωρίαν, υστερεί εις το να περιλάβει, προσφιλοσοφήσει και προσεξετάσει όλον το είναι του Θεού. Όπως διά να παρουσιάσωμεν και να φανερώσωμεν κάτι, δεν αρκεί να ειπούμεν, ότι έχει σώμα και έχει γεννηθεί, και ακόμη να ορίσωμεν το περιβάλλον του, αλλά πρέπει ν΄ αναφέρωμεν και το ίδιον το υποκείμενον, ώστε να παρουσιάσωμεν την έννοιαν τελείως και δεόντως· διότι και ο άνθρωπος και ο βους και ο ίππος έχουν σώμα, γεννώνται και φθείρονται. Τοιουτοτρόπως όποιος εξετάζει διεξοδικώς την φύσιν του όντος, δεν θα σταματήσει μέχρι εκεί μόνον, αλλ΄ επιβάλλεται να ειπεί όχι μόνον τι δεν είναι, αλλά και τι είναι, καθόσον είναι ευκολότερον να περιγράψεις την έννοιαν. Εκείνος που λέγει τι δεν είναι και αποσιωπά αυτό που είναι, κάνει κάτι παρόμοιον με εκείνον, που όταν τον ερωτούν πόσο κάνει δύο επί πέντε, απαντά· δεν κάνει ούτε τρία, ούτε τέσσαρα, ούτε πέντε, ούτε είκοσι, ούτε τριάντα, ούτε κανένα γενικώς από τους μονοψηφίους ή τους διψηφίους αριθμούς, και δεν λέγει ότι κάνει δέκα ούτε ικανοποιεί την σκέψιν αυτού που ερωτά να μάθει. Είναι πολύ ευκολότερον και συντομότερον να δείξεις τι δεν είναι κάτι αναφέροντας αυτό που είναι, παρά να αναιρέσεις όλα όσα δεν είναι δια να δείξεις τι είναι. Αλλ΄ αυτό ο καθείς το καταλαβαίνει.
Αφού λοιπόν κατά την άποψίν μας είναι ασώματον το θείον, ας εξετάσωμεν και κάτι ακόμη. Πουθενά δεν ευρίσκεται το θείον ή ευρίσκεται κάπου; Εάν βεβαίως δεν ευρίσκεται πουθενά, κάποιος υπερβολικός εξεταστής θα ηρώτα, πως είναι δυνατόν να υπάρχει. Διότι εάν το ανύπαρκτον δεν ευρίσκεται πουθενά, πιθανώς και αυτό που δεν ευρίσκεται πουθενά είναι ανύπαρκτον. Εάν πάλι υπάρχει κάπου, οπωσδήποτε, αφού υπάρχει, θα ευρίσκεται ή εντός του σύμπαντος ή υπεράνω του σύμπαντος. Αλλ΄ εφ΄ όσον μεν θα ευρίσκεται εντός του σύμπαντος, θα ευρίσκεται ή εις ένα μέρος αυτού ή παντού. Και αν μεν ευρίσκεται εις ένα μέρος, θα περιγράφεται από το μικρότερον, δηλαδή από το μέρος αυτό. Εάν δε ευρίσκεται παντού, θα περιγράφεται από κάποιο άλλο περισσότερον και μεγαλύτερον από το περιεχόμενον. Εάν το παν θα περιορίζεται από το παν, τότε δε θα υπάρχει και κανείς τόπος απερίγραπτος. Αυτά εάν ευρίσκεται εντός του σύμπαντος. Και που ήτο πριν δημιουργηθεί το σύμπαν; Διότι και αυτό δεν είναι μια μικρά απορία. Εάν πάλιν ευρίσκεται υπεράνω του σύμπαντος, άραγε δεν υπάρχει τίποτε που να το διαχωρίζει από το σύμπαν; Και που είναι αυτό το υπερσύμπαν; Και πως επενοήθη το ανώτερον και το κατώτερον, αφού δεν υπάρχει κανένα όριον που να τα τέμνει και να τα διακρίνει; Ή οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει το ενδιάμεσον εις το οποίον τελειώνει το σύμπαν και το υπερσύμπαν; Και τι άλλο θα ήτο αυτό, παρά τόπος τον οποίον εξ΄ αρχής απεφύγαμεν· Ουδέποτε λοιπόν ημπορούμεν να ειπούμεν, ότι το θείον είναι απολύτως περιγραπτόν και κατανοητόν εις την σκέψιν. Διότι και η κατανόησις είναι ένα είδος περιγραφής.
Ημάς όμως το λογικόν μας ωθεί να αναζητώμεν τον Θεόν και να μη ανεχώμεθα το σύμπαν χωρίς ηγεμόνα και κυβερνήτην. Έπειτα το λογικόν ερευνά τα ορατά και έρχεται εις επαφήν με τα αρχικά αισθητά, αλλ΄ ούτε και εις αυτά σταματά - διότι είναι ανάξιον του λογικού ν΄ αναθέτει την ηγεμονίαν (του παντός) εις εκείνους που είναι ίσοι κατά τας αισθήσεις - αλλά δι΄ αυτών μας οδηγεί εις εκείνο που είναι υπεράνω αυτών και δίδει εις αυτά την ύπαρξιν. Ποίος λοιπόν ερρύθμισε με τάξιν τα ουράνια και τα επίγεια σώματα, όσα κινούνται διά του αέρος και όσα ζουν μέσα εις το ύδωρ και όσα υπήρχον προ αυτών, δηλαδή τον ουρανόν, την γην, τον αέρα, το ύδωρ; Ποίος τα ανέμιξε και τα διεχώρισε; Πως φέρονται και άγονται εξ΄ ολοκλήρου; Επαινώ, και ας είναι ξένος, εκείνον που είπε: «Ποίος δίδει και κατευθύνει την ατελείωτον και ανεμπόδιστον κίνησιν;» Δεν είναι λοιπόν ο δημιουργός των πάντων αυτός ο οποίος έχει φυτεύσει το λογικόν με το οποίον τα πάντα κατευθύνονται εις την ζωήν; Αλλά ποίος είναι ο δημιουργός αυτών; Άραγε δεν είναι αυτός που τα έπλασε και τους έδωκε ζωήν; Δεν δυνάμεθα βεβαίως ν΄ αποδώσωμεν τόσην δύναμιν εις την τύχην. Αλλ΄ έστω ότι εδημιουργήθησαν κατά τύχην· ποίος τα ερρύθμισεν; Ας το αποδώσωμεν και αυτό, αν θέλετε, εις την τύχην· ποίος τα διατηρεί και τα φυλάσσει συμφώνως προς τους αρχικούς νόμους; Κάποιος άλλος ή η τύχη; Οπωσδήποτε κάποιος άλλος και όχι η τύχη. Και τι τέλος πάντων είναι αυτό αν όχι ο Θεός; Τοιουτοτρόπως το λογικόν, που είναι εις όλους φυτευμένον και που είναι ο πρώτος νόμος μέσα μας ηνωμένος με όλους τους ανθρώπους, μας ανέβασεν από τα ορατά εις τον Θεόν. Αλλά ας επανέλθωμεν εις την αρχήν της ομιλίας.
Κανείς άνθρωπος ούτε ευρήκε μέχρι σήμερον ούτε θα εύρη ποτέ ποία είναι η φύσις και η ουσία του Θεού. Όσοι λοιπόν θέλουν, ας ερευνήσουν και ας φιλοσοφήσουν αν ποτέ το εύρη. Θα το εύρη, κατά την γνώμην μου, όταν αυτό το θεοειδές και θείον, εννοώ τον νουν μας και το λογικόν μας, ενωθεί με τον Θεόν εκ του οποίου προήλθεν. Τότε η εικών θα ανέλθει προς το πρωτότυπον, το οποίον τώρα αναζητεί. Νομίζω ότι το χωρίον που λέγει ότι θα γνωρίσωμεν κάποτε καλώς τον Θεόν, όσον αυτός αποκαλύπτεται, είναι η υψηλή μας φιλοσοφία. Αυτό που γνωρίζομεν τώρα είναι μια μικρή σταγών που φθάνει εις ημάς ωσάν μικρά ανταύγεια κάποιου μεγάλου φωτός. Ώστε και αν ακόμη κάποιος εγνώρισε τον Θεόν ή το μαρτυρεί η Γραφή ότι τον έχει γνωρίσει, τόσον μόνον εγνώρισε, ώστε να φανεί λαμπρότερος από κάποιον άλλον που δεν εδέχθη παρομοίαν λάμψιν. Η υπεροχή εθεωρήθη ως τελειότης, διότι εμετρήθη όχι επί τη βάσει της πραγματικότητος, αλλά επί τη βάσει της δυνάμεως του πλησίον.
Διά τούτο ο μεν Ενώς ήλπισεν ότι θα επικαλείται τον Κύριον. Το κατόρθωμά του ήτο η ελπίς, ελπίς να επικαλείται και όχι να γνωρίσει τον Θεόν. Ο δε Ενώχ μετετέθη βεβαίως, αλλά δεν είναι ακόμη φανερόν εάν κατενόησε την φύσιν του Θεού ή θα την κατανοήσει. Ο Νώε πάλιν καλώς ευηρέστησεν εις τον Θεόν, και ο Θεός ενεπιστεύθη εις αυτόν να διασώσει από τα νερά τον κόσμον όλον ή σπέρματα του κόσμου με την μικράν κιβωτόν η οποία διέφυγε τον κατακλυσμόν. Ο Αβραάμ, ο μέγας πατριάρχης, εδικαιώθη μεν εκ πίστεως και προσέφερε θυσίαν παράδοξον που προεικόνιζε την μεγάλην θυσίαν, δεν είδεν όμως τον Θεόν ως Θεόν, αλλά τον εφιλοξένησεν ως άνθρωπον, και επηνέθη, διότι εσεβάσθη αυτό που κατενόησεν. Επίσης ο Ιακώβ είδεν εν οράματι μίαν υψηλήν κλίμακα και αγγέλους να ανεβαίνουν και έχρισε μυστικώς μίαν στήλην ίσως διά να εκφράσει τον Λίθον που χάριν ημών εχρίσθη, και έδωκεν εις κάποιαν τοποθεσίαν το όνομα «Είδος Θεού» προς τιμήν εκείνου που είδε. Επάλαισε με τον Θεόν ωσάν με άνθρωπον (αυτή η πάλη του Θεού με τον άνθρωπον ίσως σημαίνει την παρουσίασιν της ανθρωπίνης συμπεριφοράς ενώπιον της κρίσεως του Θεού) και έμειναν εις το σώμα του τα σημεία της πάλης τα οποία έδειχναν την ήτταν της κτιστής φύσεως. Και ως έπαθλον της ευσεβείας έλαβε την αλλαγήν του ονόματός του, και αντί Ιακώβ ωνομάσθη Ισραήλ, δηλαδή με το μεγάλο και πολύτιμον αυτό όνομα. Ούτε αυτός όμως ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερον από τας δώδεκα φυλάς, των οποίων ήτο πατέρας, δεν εκαυχήθη ότι συνέλαβε όλην την ουσίαν ή την μορφήν του Θεού.
Όπως ακούομεν από την ιστορίαν, ο Ηλίας είδε την σκιαγραφίαν και όχι την φύσιν του Θεού, και αυτήν δεν την είδεν ούτε εις τον ορμητικόν αέρα ούτε εις το πυρ ούτε εις τον σεισμόν, αλλ΄ εις την απαλήν αύραν. Και ποίος είναι ο Ηλίας; Είναι αυτός που πύρινον άρμα τον ανεβάζει εις τον ουρανόν διά να φανερωθεί ότι ο δίκαιος είναι υπεράνθρωπος. Πως δεν έχεις θαυμάσει τον κριτήν Μανωέ πρώτα και έπειτα τον μαθητήν Πέτρον; Και ο μεν πρώτος δεν αντέχει ούτε να ιδή την μορφήν του Θεού και διά τούτο λέγει· «Απολώλαμεν, ω γύναι, Θεόν εωράκαμεν», διότι δεν ημπορούν οι άνθρωποι ν΄ ανθέξουν ούτε την θείαν εμφάνισιν ούτε πολύ περισσότερον την θείαν ουσίαν. Ο δε Πέτρος, όταν εφανέρωσε τον εαυτόν του ο Χριστός, δεν τον ηθέλησεν εις το πλοίον, και τον παρεκάλεσε ν΄ απέλθει, αν και ο Πέτρος ήτο θερμότερος από τους άλλους εις το να γνωρίσει καλά τον Χριστόν· διά τούτο άλλως τε τον εμακάρισεν ο Κύριος και του ενεπιστεύθη τα μέγιστα. Τι θα έλεγες επίσης διά τον Ησαΐαν και τον Ιεζεκιήλ που είδε με τα μάτια του τα μεγαλεία και διά τους άλλους προφήτας; Από αυτούς ο πρώτος είδε τον Κύριον Σαβαώθ να κάθεται εις τον ένδοξον θρόνον, να περικυκλώνεται από τα εξαπτέρυγα σεραφίμ, που με σκεπασμένα τα πρόσωπα τον υμνούν. Είδε με αναμμένον άνθρακα να καθαρίζεται ο εαυτός του, ώστε να είναι τέλειος διά την προφητικήν του αποστολήν. Ο δεύτερος πάλιν περιγράφει το όχημα του Θεού από χερουβίμ και τον θρόνον που είναι επάνω εις αυτό και το υπεράνω αυτού στερέωμα και εκείνον που ενεφανίσθη εις το στερέωμα και ωρισμένας φωνάς και κινήσεις και πράξεις. Δεν ημπορώ να ειπώ αν όλα αυτά ήσαν μία εμφάνισις κατά την ημέραν και που είναι δυνατόν να ιδούν μόνον οι άγιοι, ή μία πραγματική οπτασία κατά την νύκτα, ή μία νοερά εικών που επαρουσίαζε τα μέλλοντα ως παρόντα, ή κάποιο άλλο απόρρητον προφητικόν όραμα. Το γνωρίζει όμως ο Θεός των προφητών και αυτοί που έχουν το χάρισμα. Αλλ΄ ούτε αυτοί περί των οποίων ομιλούμεν, ούτε κανείς άλλος της τάξεώς των δεν κατενόησε την υπόστασιν και την ουσαν του Θεού, καθώς είναι γραμμένον, ούτε είδεν ή περιέγραψε την φύσιν του Θεού.
Ιερά Μητρόπολη Σάμου και Ικαρίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου