Ενας αξιωματικός των ναζί που στρατολογούσε μουσουλμάνους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, ένας πράκτορας της CIA στην ψυχροπολεμική Ευρώπη και η δημιουργία ενός τζαμιού στο Μόναχο, η ιστορία του οποίου είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία του πολιτικού Ισλάμ, είναι τα συστατικά της αληθινής ιστορίας την οποία αφηγείται στο νέο βιβλίο του ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Καναδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ιαν Τζόνσον.
«Μέσα από την ιστορία αυτού του τζαμιού μπορούμε να δούμε τις τρεις διαφορετικές προσπάθειες να χειραγωγηθεί το Ισλάμ - πρώτα από τους ναζί, στη συνέχεια από τη CIA και τέλος από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Βλέπουμε πώς τρεις εντελώς διαφορετικές ομάδες προσπάθησαν επί χρόνια να χρησιμοποιήσουν μια θρησκεία», λέει ο Τζόνσον μιλώντας για το Ισλαμικό Κέντρο του Μονάχου, πιάνοντας το νήμα μιας ιστορίας που ξεκίνησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και διαρκεί έως τις μέρες μας. «Δεν είναι ένα συνηθισμένο τζαμί, αλλά μια πολιτική οργάνωση».
Ο Τζόνσον (του οποίου το βιβλίο «Α Mosque in Munich: Nazis, the CIA, and the Rise of the Muslim Brotherhood in the West» κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι) υπήρξε για χρόνια ανταποκριτής τής «Wall Street Journal» στη Γερμανία και επικεφαλής του γραφείου ανταποκριτών της ίδιας εφημερίδας στην Κίνα. Πριν από λίγους μήνες, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Καναδός δημοσιογράφος άφησε το πόστο του και σήμερα ζει ανάμεσα στο Πεκίνο και το Βερολίνο, απ' όπου μας μίλησε για τα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνάς του για το βιβλίο.
- Σε ό,τι αφορά τη σχέση του ριζοσπαστικού Ισλάμ με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, η κυρίαρχη εντύπωση είναι ότι αυτή οικοδομήθηκε στο Αφγανιστάν τις δεκαετίες του '70 και του '80, με τη στήριξη των ΗΠΑ στους μουτζαχεντίν που πολεμούσαν τους Σοβιετικούς. Στο βιβλίο σας υποστηρίζετε κάτι διαφορετικό;
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι οι επαφές ανάμεσα στις ΗΠΑ και εκπροσώπους του ριζοσπαστικού Ισλάμ είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Βέβαια οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν ισλαμικές οργανώσεις ακόμη νωρίτερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου».
- Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας, ο αξιωματικός των ναζί, ο Γκέρχαρντ φον Μέντε.
«Ο Φον Μέντε ήταν αυτός που είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει το Ισλάμ στον πόλεμο, πιστεύοντας ότι θα τους προμήθευε στρατιώτες και ότι θα τους βοηθούσε να διασπάσουν την ΕΣΣΔ. Ο Χίτλερ φυσικά δεν είχε καμιά αντίρρηση, έτσι ο Φον Μέντε δημιούργησε "εθνικές επιτροπές", μέλη των οποίων γίνονταν στρατιώτες από το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν κ.λπ. Είναι πολύ δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα πόσοι Σοβιετικοί μουσουλμάνοι συνεργάστηκαν πρόθυμα με τους ναζί, αλλά για να είμαστε δίκαιοι αξίζει να θυμόμαστε ότι ήταν θύματα διακρίσεων και διώξεων στη χώρα τους. Πολλοί πίστευαν τους Γερμανούς όταν τους υπόσχονταν ελευθερία».
- Τι συνέβη σε αυτούς τους ανθρώπους με το τέλος του πολέμου;
«Ο Φον Μέντε προσπάθησε να τους περάσει στα αμερικανικά και βρετανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων. Ομως μεσολάβησε η συμφωνία επιστροφής των εκτοπισμένων -που ήταν δέκα εκατομμύρια σε όλη την Ευρώπη- στις πατρίδες τους. Ετσι, πολλοί Σοβιετικοί μουσουλμάνοι αυτοκτόνησαν, φοβούμενοι τα αντίποινα αν επέστρεφαν».
- Μετά τον πόλεμο, πώς βρέθηκε ο Φον Μέντε να συνεργάζεται με τους Αμερικανούς;
«Βασικά για τους Βρετανούς δούλευε ο Φον Μέντε μετά το τέλος του πολέμου. Γεγονός που μου επιβεβαίωσε ο ίδιος ο γιος του και προκύπτει επίσης από την αλληλογραφία του. Στην κατεστραμμένη Γερμανία, όπου δεν υπήρχε καν αρκετό φαγητό, ο Φον Μέντε είχε αυτοκίνητο και βίλα σε ένα όμορφο μικρό χωριό. Κυρίως χάρη στη δουλειά που είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια με τις μειονότητες, για τις οποίες οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν ήδη πριν από τον πόλεμο, καθώς τις θεωρούσαν δεξαμενή συνεργατών για τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ετσι ο Φον Μέντε τους χρησίμευε ως πηγή επαφών. Κάποτε τον πλησίασαν από τη CIA, αναζητώντας πρόσωπα για επιχειρησιακή δουλειά -κάποιον που θα μπορούσε να ηγηθεί ομάδας ανδρών που θα περνούσαν τις γραμμές των Σοβιετικών. Ο Φον Μέντε δεν ήταν τύπος Τζέιμς Μποντ. Ηταν πρώην ακαδημαϊκός και στην ουσία ειδικός στην προπαγάνδα. Τη δεύτερη φορά που τον πλησίασαν, ο Φον Μέντε εργαζόταν πια για λογαριασμό της Δυτικής Γερμανίας».
- Τι υπηρεσίες προσέφερε;
«Εστησε μια οργάνωση που ονομαζόταν Υπηρεσία Ερευνας Ανατολικής Ευρώπης, με έδρα στο Ντίσελντορφ και σκοπό να στρατολογεί όσους από τους Σοβιετικούς εκπροσώπους μειονοτήτων είχαν καταφέρει να παραμείνουν στη χώρα, για να κάνουν αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Φανταζόταν ότι η ΕΣΣΔ θα διαλυόταν πολύ σύντομα, ότι θα προέκυπταν ξεχωριστά εθνικά κράτη και ότι εκείνοι οι άνθρωποι θα επέστρεφαν να κυβερνήσουν τις χώρες τους. Η προοπτική δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα, οπότε ο Φον Μέντε πέρασε στο περιθώριο και το βάρος της σχέσης με το Ισλάμ περνάει στη CIA».
- Στο βιβλίο γράφετε ότι εκείνος που ανέλαβε τις επαφές αρχικά ήταν ένας άνδρας που ονομαζόταν Ρόμπερτ Ντρέερ και ο οποίος κάνει πρώτη φορά την εμφάνισή του τη δεκαετία του '40, στην ΕΣΣΔ.
«Ναι, και στη συνέχεια τον ξαναβρίσκουμε στα τέλη του '50 στη Γερμανία. Βασικά οι Αμερικανοί χρειάζονταν ανθρώπους που μιλούσαν τις γλώσσες της ΕΣΣΔ, για την αντικομμουνιστική προπαγάνδα μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Liberty η οποία εξέπεμπε εκεί. Ομως το Radio Liberty ήταν μέρος της Amcomlib (American Committee for Liberation from Bolshevism), που χρησιμοποιούσε μέλη των μειονοτήτων και ειδικά μουσουλμάνους, για την προπαγάνδα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αλλωστε, μετά τον πόλεμο τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ ανταγωνίζονταν για την επιρροή στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας».
- Οπότε ο Ντρέερ αρχίζει να συνεργάζεται με μουσουλμάνους πολίτες της ΕΣΣΔ. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα πώς μπαίνει στο παιχνίδι;
«Εκείνο που σύντομα διαπίστωσε ο Ντρέερ ήταν ότι υπήρχε πρόβλημα με τους Σοβιετικούς μουσουλμάνους συνεργάτες του, επειδή ήταν άνθρωποι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και είχαν διατελέσει συνεργάτες των ναζί, οπότε δεν είχαν αξιοπιστία μεταξύ των συμπατριωτών τους. Την ίδια στιγμή, το 1954, η Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε τεθεί εκτός νόμου στην Αίγυπτο. Και ένας άνθρωπος-κλειδί της οργάνωσης είχε καταφύγει στην Ευρώπη. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Σάιντ Ραμαντάν, ο οποίος ζούσε στην Ελβετία, ανήκε στη μεσαία τάξη, ήταν δικηγόρος, είχε καλή μόρφωση, ντυνόταν κομψά, είχε κοινωνική άνεση, είχε πάρει μέρος σε πολλά διεθνή συνέδρια. Επίσης ήταν αντικομμουνιστής. Στο πρόσωπό του ο Ντρέερ βρίσκει τον ιδανικό συνεργάτη».
- Πέρα από τα αντικομμουνιστικά τους αισθήματα, ποιο στόχο μοιράζονταν;
«Οι στόχοι διέφεραν. Ο Ραμαντάν ήθελε να δημιουργήσει ένα είδος ισλαμικής ουτοπίας, ένα ισλαμικό κράτος -κάτι που προφανώς δεν απασχολούσε τις ΗΠΑ, που θεωρούσαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο απλώς απίθανο. Δεν νομίζω ότι σχεδίαζαν την εξωτερική πολιτική της χώρας σκεπτόμενοι τις επιπτώσεις των κινήσεών τους σε βάθος χρόνου. Ο Ραμαντάν, πάντως, έπαιρνε πολύ σοβαρά το σχέδιό του. Είχε εκδώσει, μάλιστα ένα σχετικό βιβλίο, ενώ υπέγραφε τις επιστολές του ως προερχόμενες από το Ισλαμιστάν - κάποιο μυθικό ισλαμικό κράτος».
- Πώς συνδέονται ο Σάιντ Ραμαντάν και το ευρωπαϊκό σκέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με το Ισλαμικό Κέντρο του Μονάχου, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η ιστορία που αφηγείστε στο βιβλίο σας;
«Αυτό το τζαμί είναι πολύ σημαντικό για όποιον θέλει να κατανοήσει την ιστορία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Ευρώπη, ηγετική προσωπικότητα της οποίας ήταν ο Σάιντ Ραμαντάν -ο οποίος είχε εξασφαλίσει τα κεφάλαια για την ίδρυση του τεμένους. Το Ισλαμικό Κέντρο του Μονάχου ήταν ήδη από τη δεκαετία του '70 ένα είδος καταφυγίου για τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης. Και στην πορεία των χρόνων εξελίχθηκε στο κέντρο από το οποίο η επιρροή της ευρωπαϊκής Μουσουλμανικής Αδελφότητας απλώνεται σε ολόκληρη την ήπειρο. Μέσα από την ιστορία αυτού του τζαμιού μπορούμε να δούμε τις τρεις διαφορετικές προσπάθειες να χειραγωγηθεί το Ισλάμ - πρώτα από τους ναζί, στη συνέχεια από τη CIA και τέλος από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Βλέπουμε πώς τρεις εντελώς διαφορετικές ομάδες προσπάθησαν επί χρόνια να χρησιμοποιήσουν μια θρησκεία. Το τέμενος του Μονάχου δεν ήταν ένα συνηθισμένο τζαμί, αλλά μια πολιτική οργάνωση. Και θα έλεγα ότι η δράση του άρχισε να δημιουργεί ερωτήματα τη δεκαετία του '90. Το Ισλαμικό Κέντρο του Μονάχου δεν είχε ποτέ απευθείας σχέση με οποιαδήποτε τρομοκρατική ενέργεια, αλλά θα μπορούσε κανείς να πει ότι έπαιζε με τη φωτιά. Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο τζαμί και το ευρωπαϊκό σκέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ευθύνονται για τη δημιουργία και την καλλιέργεια ενός περιβάλλοντος που θα μπορούσε να ευνοήσει την τρομοκρατία. Νομίζω ότι αυτό έκανε η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Ευρώπη - πριμοδότησε μια ιδεολογία αποκλεισμού. Βέβαια, δεν μιλάω για την αντίστοιχη οργάνωση στην Αίγυπτο. Μέχρι πριν από 10-15 χρόνια υπήρχε ακόμη επιχειρησιακός σύνδεσμος ανάμεσα στο Κάιρο και την Ευρώπη, αλλά σήμερα το ευρωπαϊκό κόμματι έχει εξελιχθεί σε ένα είδος ιδεολογικού σύμπαντος. Δεν έχει ούτε τα χαρακτηριστικά ούτε τη δομή πολιτικού κόμματος. Ενώ οι άνθρωποι που ανήκουν στη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο είναι απλώς μέλη ενός κόμματος - και οι στόχοι τους είναι εντελώς διαφορετικοί».
- Σήμερα το τέμενος του Μονάχου είναι το κεντρικό τζαμί της ισλαμικής κοινότητας της Γερμανίας. Ποιο είναι το ιδεολογικό προφίλ της οργάνωσης και του επικεφαλής της, Ιμπραήμ Αλ Ζαγιάτ;
«Η οργάνωση θεωρείται μέρος της ευρωπαϊκής Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Οι ίδιοι το αρνούνται, διαφωνούν με αυτή την περιγραφή. Αλλά δεν νομίζω ότι έχει καν νόημα να το αμφισβητεί κανείς σοβαρά. Πάντως, μια Γερμανίδα βουλευτής είχε πει ότι ο Αλ Ζαγιάτ είναι όργανο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Της έκανε μήνυση και την έχασε. Στη Γερμανία μπορεί κανείς να πει ανοιχτά ότι ο Αλ Ζαγιάτ είναι μάλλον μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Αλλά δεν είναι η ταμπέλα το σημαντικό, όσο η ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στα τεμένη που συνδέονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα».
- Πόσο απήχηση έχει αληθινά η Μουσουλμανική Αδελφότητα μεταξύ των μουσουλμάνων Ευρωπαίων πολιτών και πώς εκφράζει την αντίθεσή του εκείνο το τμήμα τους που διαφωνεί ιδεολογικά με την οργάνωση;
«Είναι αλήθεια ότι σε αυτό το θέμα υπάρχει μια αδυναμία, η οποία συνδέεται με την ίδια τη δομή του Ισλάμ. Δεν υπάρχει κάποιου είδους ιεραρχία ούτε μια κεντρική εκκλησία. Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάνε σε τζαμιά, πάνε απλώς για να προσευχηθούν, όχι γιατί τους εκπροσωπεί ή θέλουν να τους εκπροσωπεί οποιαδήποτε οργάνωση. Οι μουσουλμανικές οργανώσεις έχουν συνήθως πολιτικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, η περίφημη Ισλαμική Ομοσπονδία της Ευρώπης, η οποία είναι οργάνωση-ομπρέλα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, εκπροσωπεί μόλις το περίπου 5% των μουσουλμάνων στην Ευρώπη. Και όμως οι κυβερνήσεις, αλλά και η κοινωνία των πολιτών, τις αναδεικνύουν σε βασικούς συνομιλητές τους. Το θέμα είναι ότι επιλέγουν να αντιμετωπίζουν ως εκπροσώπους της μουσουλμανικής κοινότητας τις οργανώσεις που δεν έχουν απήχηση μεταξύ των μουσουλμάνων, αλλά εκπροσωπούν το μικρότερο και πιο ριζοσπαστικό κομμάτι τους. Δεν λέω ότι δεν θα έπρεπε να συνομιλούν μαζί τους, κάθε άλλο. Αλλά να τους απευθύνονται ως αυτό που είναι, για παράδειγμα η Μουσουλμανική Αδελφότητα και όχι οι εκπρόσωποι των μουσουλμάνων πολιτών της Ευρώπης». *
info: Ian Johnson, «Α Mosque in Munich: Nazis, the CIA, and the Rise of the Muslim Brotherhood in the West», Houghton Mifflin Harcourt
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου