Ο Σταυρός στην Παλαιά Διαθήκη του Στεργίου Ν. Σάκκου Όμ. καθηγητού Πανεπιστημίου Εκδόσεις «Χριστιανική ελπίς», β' έκδοση βελτιωμένη Θεσσαλονίκη 2005 *** Ένα βιβλίο-κατάθεση. Με οδηγό την πατερική ερμηνεία αποκαλύπτει την προφητική παρουσία του σταυρού σε γεγονότα της παλαιοδιαθηκικής ιστορίας. Με την πλούσια παράθεση εκκλησιαστικών ύμνων χειραγωγεί τον αναγνώστη στη βιωματική προσέγγιση της σταυρικής αγάπης του Θεού. *** ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η διπλή πολεμική πού έχει εξαπολυθεί τον τελευταίο καιρό εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης στρέφει τα φώτα της δημοσιότητας σ' αυτό το θεόπνευστο και δασικό για την πίστη μας Βιβλίο. Από τη μια, οι αρχαιολάτρες Έλληνες, δεδηλωμένοι άθεοι, περιφρονούν την Παλαιά Διαθήκη ως εβραϊκό προϊόν, ανάξιο της προσοχής και του ενδιαφέροντος των σημερινών Ελλήνων. Από την άλλη, άνθρωποι πού, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν αρνούνται τη χριστιανική ταυτότητα τους, αμφισβητούν την Παλαιά Διαθήκη ως μη θεόπνευστη και τη μέμφονται ως ασύμφωνη και αντιτιθέμενη προς την Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, είναι ανυπόστατες οι κατηγορίες και ατελέσφορα τα πυρά πού εκτοξεύονται και από τις δύο πλευρές. Ο αναγνώστης, πού δεν επέτρεψε στην προκατάληψη να του σκοτίσει τα πνευματικά μάτια και πλησιάζει το Ιερό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης με τιμιότητα και αγαθή προαίρεση, αβίαστα διακρίνει μέσα σ' αυτό να υποφώσκει το φως της Καινής Διαθήκης. Πίσω από όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στο λαό του Θεού, μελετά το σχέδιο της θείας οικονομίας και ακούει τα βήματα του αναμενόμενου και ερχομένου Μεσσία. Την έλευση του προαναγγέλλουν οι πατριάρχες και οι προφήτες, οι θυσίες και οι λατρευτικοί τύποι, τα περιστατικά και οι προσδοκίες του περιουσίου λαού. Σε όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, Ιστορικά, ποιητικά και προφητικά, προφητεύεται όχι μόνον ο Χριστός αλλά και τα γεγονότα, τα πράγματα, τα πρόσωπα, τα όποια σχετίζονται με τη μορφή του. Την ισοτιμία και το ισόκυρο των δύο Διαθηκών μαρτυρεί ο ίδιος ο Κύριος, πού κατακυρώνει και συμπληρώνει με τη διδασκαλία του την Παλαιά Διαθήκη. Την αλήθεια αύτη επαναλαμβάνουν οι απόστολοι, δέχονται και κηρύττουν οι πατέρες της Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρω τη διαβεβαίωση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός από τους πιο εμβριθείς μελετητές των αγίων Γραφών: «Παλαιά και Καινή (Διαθήκη) νομοθέτην ένα έχει» (Περί μετανοίας β,4, ΡΟ 49,319, ΕΠΕ 30,22β), υπογραμμίζει ο άγιος διδάσκαλος και τεκμηριώνει τη θέση του με πολλά επιχειρήματα. Ένα από αυτά είναι ότι «προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την Πάλαιαν η Καινή» (Εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου» 1, ΡΟ 50,79β). Οι δύο Διαθήκες, λέει, ως «δύο παιδίσκαι και δύο αδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται. Ου καινά τα καινά, προέλαβε γαρ τα παλαιά. Ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή» (αυτόθι). Ανάμεσα στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περιέχονται και οι τύποι, οι δια πραγμάτων και γεγονότων προτυπώσεις, της σταυρικής θυσίας του Κυρίου. Γράφει σχετικά ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ως έξης: «Αυτόν τον τίμιο σταυρό προεικόνισε το ξύλον (=δένδρο) της ζωής, πού ο Θεός φύτευσε στον παράδεισο, επειδή με δένδρο ήλθε ο θάνατος, έπρεπε με δένδρο να δωρηθεί η ζωή και η ανάσταση. Ο Ιακώβ πρώτος εικόνισε το σταυρό προσκυνώντας το άκρο της ράβδου του Ιωσήφ και ευλογώντας με σταυρωτά τα χέρια τους γιους του Ιωσήφ. Το σημείο του σταυρού διέγραψε ολοφάνερα και η ράβδος του Μωυσή, όταν χτύπησε σταυροειδώς τη θάλασσα σώζοντας τον Ισραήλ και βυθίζοντας τον Φαραώ' τα χέρια, πού εκτείνονταν σταυροειδώς και κατατρόπωναν τον Αμαλήκ, το πικρό νερό, πού γλυκάνθηκε με το ξύλο και η πέτρα, πού έσπαζε και ανάβλυζε νερά, η ράβδος, πού καθιέρωνε το αξίωμα της ιεραρχίας στον Ααρών το φίδι, πού υψωνόταν πάνω στο σταυρό» (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4,11' ΡΟ 94,11320-1133Α, ΕΠΕ 1,454-45β. Πρβλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Εις την προσκύνησιν του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ΡΟ 99, β9β-β97). Τους τύπους του σταυρού επιχειρεί να παρουσιάσει αυτό το βιβλίο, το όποιο πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας πριν από τρεισήμισι) δεκαετίες. Ξαναδιαβάζοντας τα άρθρα πού είχαν αποτελέσει εκείνη την πρώτη έκδοση δικαιολόγησα τους αγαπητούς μου μαθητές και αναγνώστες πού από καιρό ζητούσαν επίμονα να επανεκδοθεί «Ο σταυρός εις την Πάλαιαν Διαθήκην», και ήδη εκπληρώνω την επιθυμία τους. Επεξεργάσθηκα μάλιστα αυτά τα άρθρα απλουστεύοντας τη μορφή και πλουτίζοντας το περιεχόμενο τους με περισσότερες πατερικές απόψεις και υμνολογικά κείμενα. Νομίζω ότι έτσι ο αναγνώστης θα βοηθηθεί όχι μόνο στην ερμηνευτική προσέγγιση του συγκεκριμένου τύπου του σταυρού πού πραγματεύεται το κάθε άρθρο αλλά και στη γενικότερη βίωση του μηνύματος του ζωηφόρου ξύλου. Με αύτη την ευχή και με την ελπίδα ότι το βιβλίο αυτό θα ωθήσει ορισμένους να επιδιώξουν την άμεση επαφή με το θεόπνευστο κείμενο της τόσο πολεμουμένης Παλαιάς Διαθήκης, το παραδίδω στην κυκλοφορία. Στέργιος Ν, Σάκκος Θεσσαλονίκη, 3 Απριλίου 2005 Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως *** 1. Ο σταυρός τότε και τώρα Αν θέλαμε να δείξουμε κάτι το όποιο να εκφράζει όλη την αθλιότητα της αμαρτίας και τη διαφθορά του προχριστιανικού κόσμου, θα έπρεπε να σταθούμε μπροστά σ' έναν σταυρό. Άλλα και αν θέλαμε να δείξουμε κάτι το όποιο σήμερα εκφράζει τα εντελώς αντίθετα, την άκρα δηλαδή αγιότητα και την απέραντη αγάπη, πάλι σ' έναν σταυρό θα στεκόμασταν. Ο σταυρός είναι το σύμβολο δύο εντελώς αντίθετων κόσμων και συγχρόνως το σύμβολο της μεγαλύτερης αλλαγής, η οποία συντελέσθηκε στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Προ Χριστού ο σταυρός ήταν το ακριβότερο τίμημα το οποίο διέθετε η αμαρτία, για να αμείβει τα θύματα της. Μετά την πτώση οι άνθρωποι αποχαλινώθηκαν και εξώκειλαν σε κάθε είδους αμαρτήματα και εγκλήματα. Η διατάραξη των σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων με την παράβαση των προπατόρων είχε ως συνέπεια και τη διατάραξη της σχέσεως των ανθρώπων μεταξύ τους. Η συμβίωση των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, λείψανο της ειρηνικής ζωής την οποία έζησαν στον παράδεισο, διαταράχθηκε από τους καρπούς της παραβάσεως, δηλαδή τα πάθη και την εγκληματικότητα. Οι ίδιοι οι άνθρωποι, θέλοντας να αναχαιτίσουν τα αχαλίνωτα πάθη των κακοποιών και να επιβάλουν κάποια τάξη, θέσπισαν νόμους και όρισαν αυστηρές ποινές. Ως έσχατη ποινή ορίσθηκε ο θάνατος. Για ορισμένα όμως είδη εγκλημάτων η απλή ποινή του θανάτου δεν θεωρήθηκε Ικανοποιητική. Γι' αυτό εφεύραν πολλά είδη θανατώσεως, το ένα οδυνηρότερο από το άλλο. Και το πιο οδυνηρό από όλα ήταν ο σταυρός. Ο απλός θάνατος δεν έφθανε, για να καλύψει όλη την εγκληματικότητα του κακούργου κι ούτε μπορούσε να χορτάσει όλη την εκδικητικότητα του τιμωρού. Ο σταυρικός όμως θάνατος έφθανε και για τα δύο. Ήταν, λοιπόν, ο σταυρός έκφραση των ανθρώπινων παθών στον μέγιστο βαθμό. Όπως υπήρχαν διάφορα είδη θανατώσεως, έτσι υπήρχαν και διάφορα είδη σταυρικής θανατώσεως, ανάλογα με το σχήμα του σταυρού και τον τρόπο με τον όποιο κρεμούσαν επάνω σ' αυτόν τον κατάδικο. Αρχικά ο σταυρός ήταν ο κορμός ενός δένδρου ή ένας πάσσαλος σε σχήμα Ι. Επάνω σ' αυτόν έδεναν τον κατάδικο και τον άφηναν να πεθάνει εκεί από την πείνα, τη δίψα, την κόπωση, το ψύχος, τον καύσωνα, ή τον κάρφωναν, για να πεθάνει από τους πόνους και την αιμορραγία. Αργότερα πήρε τα σχήματα Υ Τ Χ. Σε σταυρικό θάνατο καταδικάζονταν οι μεγάλοι κακοποιοί, οι διαβόητοι ληστές, οι προδότες της πατρίδος, οι αντάρτες και επαναστάτες, οι αρχηγοί εχθρικών στρατευμάτων και οι ταλαίπωροι δούλοι, τα θύματα της ανθρώπινης αδικίας και εκμεταλλεύσεως. Η περιγραφή και οι λεπτομέρειες της σταυρώσεως είναι ανατριχιαστικές. Πριν από τη σταύρωση προηγούνταν άλλα μαρτύρια και εξευτελισμοί: • Η ανελέητη μαστίγωση ή φραγγέλωση, • η διαπόμπευση του καταδίκου μέχρι τον τόπο της σταυρώσεως, • οι εμπτυσμοί, • τα ραπίσματα, • τα λακτίσματα και • οι ύβρεις του πλήθους και των δημίων. Ο τόπος της σταυρώσεως ήταν συνήθως έξω από τα τείχη της πόλεως, για να μη βρίσκεται το μίασμα μέσα στην πόλη, κοντά σε κάποια πύλη, για να είναι εκτεθειμένος σε κοινή θέα ο σταυρωμένος, ώστε να παραδειγματίζονται ή να συμμετέχουν στην εκδίκηση και οι διερχόμενοι διαβάτες. Οι σταυρωτές αφαιρούσαν όλα τα ρούχα του καταδίκου και τον σταύρωναν γυμνό. Παρέμεναν εκεί μέχρις ότου ξεψυχήσει μετά από κάποιες ώρες πάνω στο σταυρό, τόσο για να επιτείνουν το μαρτύριο του με ποικίλες σαδιστικές επινοήσεις, όσο και για να τον φρουρούν, μήπως τον κλέψουν και τον διασώσουν οι φίλοι και οι συγγενείς του. Η φρίκη για τη στέρηση της ζωής ήταν μεγάλη. Η ατίμωση εξαιτίας του τρόπου της στερήσεως ασύγκριτα μεγαλύτερη. Οι πόνοι του μαρτυρίου και η δημοσιότητα του εξευτελισμού, ο όποιος γινόταν μπροστά σε όλους, μικρούς και μεγάλους, αύξαναν και τη φρίκη και την ατίμωση. Μια ένδειξη της ατιμίας του σταυρού είναι και το ότι οι ειδωλολάτρες, όταν ήθελαν να εμπαίξουν τους χριστιανούς υπενθύμιζαν σ' αυτούς το σταυρό, όπως παραδίδει ο Μέγας Αθανάσιος στον περίφημο λόγο του κατά Ελλήνων (ειδωλολατρών). «Οι ειδωλολάτρες», λέγει, «ειρωνεύονται και καγχάζουν εις βάρος μας με μόνο επιχείρημα το σταυρό του Χριστού. Εδώ ακριβώς θα μπορούσε κανείς να ελεεινολογήσει την αναισθησία τους. Διότι με το να διαβάλλουν το σταυρό, δεν Βλέπουν ότι η δύναμη του έχει κυριαρχήσει σε ολόκληρη την οικουμένη και ότι με αυτόν τα έργα της θεογνωσίας αποκαλύφθηκαν σε όλους»1. Και ο Ιερός Χρυσόστομος ρωτά: «Μήπως ο σταυρός είναι κάτι λαμπρό και επίσημο;». Και δίδει ο ίδιος την απάντηση: «Το αντίθετο μάλιστα, προκαλεί ντροπή και μεγάλο εξευτελισμό, διότι είναι θάνατος καταδίκου, είναι η χειρότερη μορφή του θανάτου, για τους Ιουδαίους ήταν καταραμένος και στους ειδωλολάτρες προξενούσε αηδία»2. Με μια λέξη ο σταυρός ήταν για τους προ Χριστού κατάρα, η οποία καταπίεζε όλο τον κόσμο. Ποιος θα πίστευε ότι θα ερχόταν η ώρα, κατά την οποία το αποτρόπαιο αυτό Ικρίωμα θα γινόταν * το προσφιλέστερο σύμβολο, * το ιερότερο σκεύος στη λατρεία, * το αντικείμενο πού θα στόλιζε τα στήθη των ευγενέστερων ανθρώπων; Αυτό το θαύμα, αυτή η μεταβολή έγινε, όταν «ο Λόγος σαρξ έγένετο» (Ίω 1,14) και «υπέρ ημών απέθανε» (Ρω 5,8). Έκτοτε ο σταυρός είναι η μεγαλύτερη ευλογία. Για να κατανοήσουμε αυτή την αλλαγή και όλο το μυστήριο του σταυρού, πρέπει να διεισδύσουμε στο βαθύτερο θεολογικό νόημα του. Ο σταυρός, όπως ήταν μέχρι την εποχή του Χριστού, εξέφραζε πιστά την πνευματική κατάσταση του αρχαίου κόσμου. Όλοι, ως ένοχοι ενώπιον του Θεού, ήταν άξιοι σταυρώσεως. Όχι μόνον οι ειδωλολάτρες αλλά και ο περιούσιος λαός του Θεού βρισκόταν υπό κατάρα. Αυτός ο ίδιος ο νόμος, πού ο Ισραήλ έλαβε από τον Θεό, ήταν ένα στένωμα αδιαπέραστο και από τον πιο άγιο άνθρωπο. Ο καθένας κινδύνευε να πέσει στο βάραθρο της κατάρας. Η φύση του νόμου ήταν τέτοια, ώστε να μην μπορεί να τον τηρήσει φυσικός άνθρωπος. Ανάμεσα στις κατάρες του νόμου, πού στιγμάτιζαν τις διάφορες παραβάσεις, υπήρχαν και δύο, οι όποιες είχαν μυστική σχέση. Η μία είναι, «Επικατάρατος πάς άνθρωπος ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις λόγοις του νόμου τούτου ποιήσαι αυτούς» (Δε 27, 26, πρβλ. Γα 3,10), η άλλη, «Κεκατηραμένος υπό Θεού πάς κρεμάμενος επί ξύλου» (Δε 21,23, πρβλ. Γα 3,13). * Στην πρώτη κατάρα έπεσαν όλοι οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ακριβής τήρηση του νόμου ήταν αδύνατη. * Στη δεύτερη έπεσε μόνον ο Χριστός, διότι οι Εβραίοι, αν και γνώριζαν το σταυρό από τα πανάρχαια χρόνια, δεν τον χρησιμοποίησαν ποτέ. Μόνον όταν επρόκειτο για τον αναμάρτητο Ιησού, τότε με μανία φώναξαν στον Πιλάτο, «Σταύρωσον αυτόν» (Μρ 15,13.14-Λκ 23,21). Ο Κύριος ήλθε στη γη και «ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γα 3,13). Δεν διάλεξε άλλο είδος θανάτου αλλά τον φρικτό και άτιμο σταυρό, για να μας λυτρώσει με την άκρα ταπείνωση από την ακαθαρσία της επάρσεως, εξαιτίας της οποίας εκπέσαμε από τον παράδεισο. «Εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φι 2,8). Κυρίως όμως διάλεξε το θάνατο επάνω στο καταραμένο ξύλο για άλλο λόγο. Έστησε -κατά κάποιο τρόπο- ενέδρα εκεί, όπου θα συναντούσε την κατάρα και από όπου θα περνούσαν όλοι οι άνθρωποι και θα γίνονταν επικατάρατοι. Έγινε «υπέρ ημών» κατάρα χωρίς προσωπική ενοχή. Ο Μέγας Αθανάσιος εξηγώντας γιατί ο Κύριος διάλεξε τον σταυρικό θάνατο λέγει: «Άν κάποιος ζητά να μάθει γιατί δεν πέθανε με διαφορετικό τρόπο αλλά με το σταυρό, ας ακούσει και αυτός ότι δεν μας συνέφερε με κανένα άλλο τρόπο παρά μόνον έτσι, και καλώς σταυρώθηκε ο Κύριος για χάρη μας. Ήλθε να φορτωθεί την κατάρα πού επιβλήθηκε εναντίον μας. Άλλα με ποιόν άλλο τρόπο θα γινόταν κατάρα, αν δεν δεχόταν το θάνατο πού επινοήθηκε για τους καταραμένους;»3. Ο σταυρός ήταν άτιμος, εφόσον καρφώνονταν επάνω του η κακία και ο εγωισμός. Άλλα όταν καρφώθηκε η τελειότητα και η άκρα ταπείνωση, νικήθηκε, έχασε τις ιδιότητες του και έγινε τίμιο ξύλο και ποθητό. Η μέχρι τότε έκφραση της αμαρτίας και της αθλιότητας του κόσμου έγινε έκφραση της αγιότητος της νέας γενιάς, πού έχει αρχηγό της ζωής τον Χριστό, η κατάρα έγινε ευλογία. Η αλλαγή του σταυρού συμβολίζει την αλλαγή του κόσμου. Όπως το σταυρό τον μετέβαλε ο Κύριος από σκεύος ατιμίας σε σκεύος τιμής, έτσι και τον κόσμο τον μετέφερε από την αθλιότητα στη χάρη και την ευλογία. Τη διαχωριστική αυτή γραμμή της αλλαγής πρέπει να την εννοήσουμε όχι μόνο χρονικά αλλά και τροπικά. Χωρίζει τους «μετά Χριστού» από τους «άνευ Χριστού», άσχετα από το αν οι τελευταίοι ζούσαν προ ή μετά Χριστόν. Έτσι, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, ο σταυρός παραμένει «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία» (Α' Κο 1,23), εφόσον αυτοί δεν δέχονται τον Χριστό. Μόνο για τους γνήσιους δούλους του Εσταυρωμένου ο τίμιος σταυρός είναι τιμή και δόξα και ευλογία. Γι' αυτούς το πρώην καταραμένο ξύλο, το σύμβολο της έσχατης τιμωρίας, είναι τώρα πολυαγαπημένο και ποθητό. Είναι το σύμβολο της απέραντης αγάπης και σοφίας και δυνάμεως του ενανθρωπήσαντος Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 1. Μ. Αθανασίου, Λόγος κατά Ελλήνων 1, ΡG 25,4Β' ΕΠΕ 1,74, «Έλληνες χλευάζουσι και πλατύ γελώσι καθ' ημών, ουδέν έτερον ή τον σταυρόν του Χριστού προφέροντες, έφ' Ω μάλιστα και την Αναισθησίαν αυτών οικτειρήσειεν αν τις, ότι τον σταυρόν διαδάλλοντες ούχ ορώσι την τούτου δύναμιν πάσαν την οικουμένην πεπληρωκυΐαν και ότι δι' αυτού τα της θεογνωσίας έργα πάσι πεφανέρωται». 2. Χρυσοστόμου, Εις τον απόστολον Παυλον 4' ΡG 50,490' ΕΠΕ 3β,45β' «Μη γαρ λαμπρόν και επίσημον ο σταυρός; Τουναντίον μεν ουν, αισχρόν και επονείδιστον θάνατος γαρ εστί καταδίκου, θάνατος εστίν ο κακών έσχατος και παρ' Ιουδαίοις επάρατος και παρ' Έλλησι βδελυκτός». 3. Μ. Αθανασίου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου 25,Ρ025,1370-140Α, ΕΠΕ 1,288, «Άν δε και των εξ ημών τις μη ως φιλόνεικος άλλ' ως φιλομαθής ζητή, δια τί μη ετέρως, αλλά σταυρόν υπέμεινεν ακουέτω και ούτος, ότι ουκ άλλως ή ούτως ημίν συνέφερε, και τούτο δι' ημάς καλώς υπέμεινεν ο Κύριος. Ει γαρ την καθ' ημών γενομένην κατάραν ήλθεν αυτός βαστάσαι, πώς αν άλλως εγένετο κατάρα, ει μη τον επί κατάρα γενόμενον θάνατον εδέξατο;». *** 2. Το «ξύλον της ζωής» Γέ 2,9, 3,22-24 Ο πρώτος μυστικός τύπος του σταυρού κρύβεται στον παράδεισο της Εδέμ. Σ' εκείνον τον πανέμορφο τόπο ζούσε ο άνθρωπος με μακαριότητα και παρρησία προς τον Θεό. Δεν γνώριζε την αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο. Εκεί, ανάμεσα στα άλλα θεσπέσια δένδρα έθαλλαν και δύο «ξύλα», δύο δένδρα, τα όποια έμελλαν να συνδεθούν με την πορεία και την εξέλιξη των προπατόρων μας: Ήταν * το δένδρο της ζωής και * το δένδρο της γνώσεως του καλού και του πονηρού. Το «ξύλον της ζωής» προοριζόταν να χαρίσει στον άνθρωπο την αθανασία και την αιώνια ζωή, με την προϋπόθεση ότι αυτός θα αγωνιζόταν να φυλάξει την εντολή του Θεού και να μη φάει από τους καρπούς του ξύλου της γνώσεως του καλού και του πονηρού. Άλλα ο άνθρωπος αποδείχθηκε ανάξιος εκείνης της θείας τιμής, έφαγε κι αμάρτησε. Ο Θεός τότε δεν θέλησε να φάει ο Αδάμ κι από το δένδρο της ζωής, από το όποιο θα έπαιρνε την αθανασία, διότι θα καταντούσε αθάνατος κακός, θα γινόταν σαν τον διάβολο, αμετανόητος, αδιόρθωτος, ένας ζωντανός νεκρός, για πάντα κατεστραμμένος. Για να μη διαιωνίζεται, λοιπόν, η ανθρώπινη κακία, για να μη μείνει αθάνατη η αρρώστια1, ο Θεός επινόησε το θάνατο ως «κακίας καθάρσιον»2. Ο θάνατος «συμφερόντως ωκονομήθη», αναφωνεί ο άγιος Χρυσόστομος3. Δεν ήταν απλώς η πρέπουσα για τον άνθρωπο τιμωρία, αλλά κυρίως μία ανακάλυψη της αγάπης του Θεού, για να μη μείνει το κακό αθάνατο. Το φθαρτό σκεύος με το θάνατο λειώνει στο χώμα, αλλά το υλικό του μετά την ανάσταση, αφθαρτοποιείται και δίνει καινούργιο, αθάνατο σώμα. Στην Α' προς Κορινθίους Επιστολή ο απόστολος Παύλος κηρύττει, «Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (15,42-44)4. Μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων, λοιπόν, ο Θεός είπε στους αγγέλους του: «Ο Αδάμ είναι ένα όν, πού από την ίδια την κατασκευή του μας μοιάζει, είναι ύπαρξη λογική και ηθικά αυτεξούσια και μπορεί να διακρίνει το καλό και το πονηρό. Όπως ήξερε το πονηρό και το διέπραξε, έτσι ξέρει ότι το δένδρο της ζωής είναι καλό, ότι, αν φάει απ' αυτό, θα γίνει αθάνατος. Να φροντίσουμε, ώστε να μη μπορέσει να φάει απ' αυτό και γίνει ολοκληρωτικά αθάνατος. Εγώ τον βγάζω έξω από τον παράδεισο κι εσείς να φυλάγετε καλά τους δρόμους πού οδηγούν στο δένδρο της ζωής» (βλ. Γέ 3,22-24). Έτσι εκδιώχθηκαν οι πρωτόπλαστοι μακριά από το «ξύλον της ζωής», το όποιο έκτοτε φύλαγαν τα χερουβείμ και η στρεφόμενη ρομφαία. Η έξωση τους δείχνει τη φροντίδα του Θεού γι αυτούς, όχι την αγανάκτηση του, τονίζει ο άγιος Χρυσόστομος5. Αφού φάνηκε ανάξιος του παραδείσου ο Αδάμ τότε πού ήταν αναμάρτητος, δεν άξιζε να γευθεί τον καρπό του ξύλου της ζωής στη συνέχεια, όταν ήταν αμαρτωλός. Το «ξύλον της ζωής», του οποίου τους καρπούς δεν γεύθηκε ο άνθρωπος, είναι ο αρχαιότερος τύπος του τιμίου σταυρού. Βέβαια, αν δούμε στο ξύλο της ζωής και στο ξύλο του σταυρού μόνον ό,τι είναι αισθητό, δηλαδή ένα δένδρο και ένα ξύλινο ικρίωμα, έστω και ιερό σύμβολο, η σχέση του τύπου με το τυπούμενο φαίνεται μικρή και σκιώδης. Χρειάζεται να εντρυφήσουμε στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, πού είναι ο αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών. Με το κολλύριο της ιερής μελέτης θ' ανοίξουν τα μάτια μας. Έτσι * θα ερμηνεύσουμε τον προορισμό του ξύλου της ζωής, * θα ατενίσουμε το σταυρό ως σύμβολο της θυσίας του νέου Αδάμ, του αναμάρτητου Ιησού Χριστού, * θα κατανοήσουμε πώς ό,τι ήταν το «ξύλον της ζωής» προ της πτώσεως από το αρχαίο κάλλος είναι και ο σταυρός μετά την απολύτρωση. Στις σελίδες της Καινής Διαθήκης αποκαλύπτεται ότι ο φιλάνθρωπος Θεός φρόντισε να δώσει πάλι στον άνθρωπο τη ζωή της αφθαρσίας δωρεάν πλέον, παρότι δεν το άξιζε. Έστειλε, μάλιστα, τον Υιό του, για να προσφέρει το ξύλο της ζωής στους ανθρώπους. Ενανθρώπισε ο Κύριος και δίδαξε τις αιώνιες αλήθειες. Αν όμως αρκούνταν σ' αυτό, ποιο το όφελος; Τί θα κέρδιζε ο άνθρωπος, αν μάθαινε τις αιώνιες αλήθειες, αλλά δεν είχε την αιώνια ζωή; Ο σωματικός και πνευματικός θάνατος θα καθιστούσε ανωφελείς τις αιώνιες αλήθειες. Το ευαγγέλιο όμως, πού έφερε στη γη ο Σωτήρας μας, δεν είναι μόνον η αλήθεια, είναι και η ζωή. «Εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή» (Ίω 14,β), είπε ο Κύριος. Ο σταυρικός θάνατος και η ανάσταση του δεν μας εξιλέωσαν μόνον από την αμαρτία και την προγονική κατάρα, μας έκαναν μετόχους της αιωνίου ζωής. Το αίμα του Χριστού μας τρέφει και μας «εγκεντρίζει», μας ενσωματώνει στο παλαιό στέλεχος μας, τον νέο Αδάμ, τον υιό της αθανασίας. Εκείνο το όποιο θα παίρναμε από το ξύλο της ζωής, και το στερηθήκαμε με την αμαρτία, το λάβαμε από το σταυρό με τη χάρη του Θεού. Πολλά σύμβολα της Παλαιάς Διαθήκης προτύπωσαν το σταυρό, αλλά κανένα όσο το «ξύλον της ζωής». Αρκεί ένα Βλέμμα στην πατερική θεολογία και στην εκκλησιαστική υμνολογία, για να διαπιστώσουμε πόσο καθαρά και πλατιά διαβλέπει και ζη η Εκκλησία τη μυστική αυτή σχέση. Ο σταυρός χαρακτηρίζεται πολλές φορές τίμιος και ιερός, αλλά μύριες φορές και κατεξοχήν χαρακτηρίζεται «ξύλον σωτηρίας», «ξύλον ζωής αιωνίου», «ξύλον αφθαρσίας», «φυτόν αναστάσεως», «ξύλον ζωηρόν», «ζωοποιόν» «ζωηφόρον», «ξύλον τρισμακάριστον», «ξύλον ζωής». Και μόνον οι χαρακτηρισμοί αυτοί αποτελούν κραυγαλέα μαρτυρία ότι ο σταυρός είναι το νέο ξύλο της ζωής, πού θάλλει μέσα στον νέο παράδεισο, στην Εκκλησία. Αντίθετα, το δένδρο, τους καρπούς του οποίου δοκίμασε ο Αδάμ, χαρακτηρίζεται «ξύλον της βρώσεως», «ξύλον παρακοής», «ξύλον πικρίας». Με πολλές εικόνες οι άγιοι πατέρες και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς εξέφρασαν τη θεολογία του σταυρού ως ξύλου της αιωνίου ζωής. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είδε το σταυρό ως δένδρο, πάνω στο οποίο κρέμεται η ζωή μας, ο Χριστός6. Εμείς γευόμαστε απ' αυτό τους καρπούς της θείας γνώσεως και της αιωνίου αληθείας, κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, εφόσον πιανόμαστε από τα κλωνάρια του και στηριζόμαστε πάνω του «ως επί Κύριον»7. Ο ιερομάρτυς Μεθόδιος, επίσκοπος Πατάρων, χρησιμοποιεί την ωραιότατη εικόνα του μουσικού οργάνου: Πριν σταυρωθεί ο Κύριος, ο άνθρωπος μαζί με το ικρίωμα του σταυρού αποτελούσε ένα κακόηχο μουσικό όργανο. Ξύλινο ηχείο του οργάνου ήταν ο φονικός σταυρός και χορδές ο σταυρωμένος. Οι χορδές αυτές, αντί να παράγουν αρμονική μελωδία, παρήγαγαν δυσαρμονία, τον πνευματικό θάνατο. Μετά την πτώση έλειψε κάθε πνευματική αρμονία του άνθρωπου με τον Θεό, με τον εαυτό του και με την κτίση. Τότε ο σταυρός ήταν ξύλο του θανάτου. Επάνω σ' αυτό το όργανο τεντώθηκε ο Θεάνθρωπος Χριστός σαν μελωδική χορδή και το μετέβαλε σε ξύλο της ζωής. Η δυσαρμονία, πού στην αρχαία μουσική ορολογία λεγόταν φθορά, μεταφορικά σημαίνει την πνευματική φθορά, τον αιώνιο θάνατο. Τώρα όμως το ξύλο του θανάτου έγινε ξύλο της ζωής. Όποιος εναρμονίζεται «προς θεοσέβειαν», δηλαδή όποιος περιπατεί στα ίχνη του Χριστού, είναι αδύνατο να περιπέσει σε φθορά, γίνεται μέτοχος αιωνίου ζωής8. Στο μέσον του παραδείσου της Εδέμ, σημειώνει ο Μέγας Φώτιος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ήταν φυτευμένο το ξύλο της ζωής. Στο μέσον όλης της οικουμένης στερεώθηκε ο σταυρός, το νέο ξύλο της ζωής9, δια του οποίου γέμισε ευλογία η πρώην καταραμένη γη και έγινε παράδεισος. Εάν τότε, διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, με το ξύλο της βρώσεως οι πρωτόπλαστοι εξορίσθηκαν από τον παράδεισο, τώρα «δια το ξύλον Ιησού» οι πιστοί θα μπουν στον παράδεισο10. Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται πολλές φορές στην εκκλησιαστική υμνολογία, όπου τονίζεται ότι, όπως στον παράδεισο κάποτε βλάστησε ανάμεσα στα άλλα φυτά το ξύλο της γνώσεως, έτσι η Εκκλησία «εξήνθησε» το σταυρό του Χριστού11. Με λυρισμό αλλά και οξύ θεολογικό στοχασμό ο εκκλησιαστικός ποιητής συγκρίνει την προσφορά αυτού του ξύλου της Εδέμ με εκείνη του σταυρού: Το πρώτο πρόσφερε πικρία, το δεύτερο «γλυκεράν ζωήν»12. Ο πρωτόπλαστος τρύγησε οδύνη από το φυτό και εξορίστηκε από τον παράδεισο1 με το σταυρό του Σωτήρος μπαίνει πάλι ο άνθρωπος στον παράδεισο13. Ο Αδάμ γεύθηκε «ξύλου... μη προσηκόντως» και τρύγησε πικρά τους καρπούς της ακρασίας, ο Χριστός «υψωθείς εν ξύλω» λύτρωσε τον άνθρωπο από τη φοβερή καταδίκη14 λύοντας το «επιτίμιον του ξύλου της παρακοής»15. Στην Εδέμ φύτρωσε η δόλια κατάρα «βρώσει πονηρά του ξύλου»16. Ο «ξύλω πάγεις» θεράπευσε την κατάρα πού Βλάστησε από το ξύλο17. «Λυμαντική» απέθη η «απευκτή» γεύση του ξύλου στην Εδέμ, διότι εισήγαγε το θάνατο. Ο Χριστός όμως με το θάνατο του έγινε για όλους η πηγή της ζωής και σκότωσε «τον όφιν»18. Ο Αδάμ «ακρατώς» άπλωσε τα χέρια του προς το ξύλο της βρώσεως, ο Χριστός εκτείνει τις παλάμες του και θεραπεύει τα χέρια του πρωτοπλάστου, γευσάμενος χολής αντί του πικρού ξύλου19. Το ξύλο της παρακοής Βλάστησε θάνατο στον κόσμο, το ξύλο του σταυρού ζωή και αφθαρσία20. Με το πρώτο πέσαμε πικρά στο θάνατο, με το τίμιο ξύλο αναστηθήκαμε21. Στον παράδεισο το ξύλο επέφερε γύμνωση και νέκρωση, το ξύλο του σταυρού προσέφερε «της ζωής το ένδυμα»22, κατήργησε το θάνατο. Η πύρινη ρομφαία έχασε τώρα την οξύτητα της, νικήθηκε και παραγκωνίστηκε, κι εμείς μπήκαμε θριαμβευτικά στον νέο παράδεισο, την Εκκλησία23. Ιδιαίτερα μνημονεύουν το «ξύλον της ζωής» τα τροπάρια πού αναφέρονται στα σεπτά Πάθη του Κυρίου: Στο χαμένο αρχαίο κάλλος μας επαναφέρει ο σταυρός του Κυρίου, πού ως δένδρο αγλαόκαρπο δεσπόζει στον παράδεισο της Εκκλησίας. Πρώτο άνθος του είναι ο ευγνώμων ληστής, πού μπήκε πρώτος στον παράδεισο. * Στο πρόσωπο του Χριστού η αναμάρτητη ανθρώπινη φύση εισέρχεται στην τέλεια μακαριότητα. * Στο πρόσωπο του ευγνώμονος ληστού η αμαρτωλή ανθρώπινη φύση, πού όμως διατήρησε την αγαθή προαίρεση της, τρώει από το ξύλο της ζωής, απολυτρώνεται και μπαίνει στη μακαριότητα του παραδείσου24. * Στο πρόσωπο του αγνώμονος ληστού η μερίδα της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσεως, της οποίας η προαίρεση έχει διαφθαρεί, αρνείται να φάει από τον καρπό του ζωηφόρου ξύλου του σταυρού και πέφτει οριστικά στον αιώνιο θάνατο. Μετά την παράβαση του παλαιού Αδάμ ο Θεός όρισε αγγελικές δυνάμεις να φρουρούν το ξύλο της ζωής απαγορεύοντας στους ανθρώπους να φάνε απ' αυτό. Μετά τη σταύρωση όμως και την ανάσταση του Κυρίου οι αγγελικές στρατιές δορυφορούν το ξύλο του σταυρού και καλούν όλους τους πιστούς να φάνε από τους καρπούς του, για να γίνουν αθάνατοι και μέτοχοι αιωνίου ζωής25. Ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται να χαρίσει το «ξύλον της ζωής» στον κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό. Στην πρώτη από τις επτά επιστολές προς τους «αγγέλους (= επισκόπους) των εκκλησιών» της Αποκαλύψεως, τις όποιες το άγιο Πνεύμα κοινοποιεί σε όλες τις εκκλησίες, ο Κύριος βεβαιώνει ότι θα δώσει σε όλους τους πιστούς «το ξύλον της ζωής» (Απ 2,7), Τί γλυκεία υπόσχεση! Για να απολαύσουμε όμως αυτό το βραβείο, το απαράμιλλο έπαθλο, το μέγιστο δώρο, απαιτεί ο Κύριος να μετανοήσουμε, να επανέλθουμε στην πρώτη αγάπη και να μισήσουμε τα έργα των νικολαϊτών, πού και σήμερα οργιάζουν. Άλλα και στον έβδομο και τελευταίο μακαρισμό της Αποκαλύψεως ο Κύριος Βραβεύοντας την αφοσίωση εκείνων πού θα τηρήσουν τις εντολές του προσφέρει σ' αυτούς την εξουσία «επί το ξύλον της ζωής» (22,14). Η Εκκλησία μας είναι ο παράδεισος μέσα στον όποιο γευόμαστε ήδη τους καρπούς του ξύλου της ζωής με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Προσφέροντας σε μας το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του ο Κύριος μας μεταγγίζει συνεχώς αιώνια ζωή, μας χαρίζει την πρόγευση της. Και αυτή η πρόγευση λειτουργεί ως εφόδιο, πού μας δυναμώνει στην πορεία αυτής της ζωής, αλλά και ως άσειστη εγγύηση, πού μας βεβαιώνει για την αιώνια χαρά και δόξα πού μας περιμένει στον ουρανό. 1. Μ. Βασιλείου, Ομιλία ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός 7, ΡG 3 31,345Α' ΕΠΕ 7,110' «Ούτως ουχί Θεός έκτισε θάνατον, άλλ' ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα. Ου μην ουδέ εκώλυσε την διαλυσιν δια τας προειρημένας αιτίας, ίνα μη αθάνατον ημίν την αρρωστίαν διατήρηση». Πρβλ. Ακολουθία Νεκρώσιμος, Ευχή συγχωρητικη α', έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 131999, σ. 49, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». 2. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος επικήδειος εις Πουλχερίαν, ΡG 4β,87β0- ΕΠΕ 11,394, «Ουδέ γαρ άλλο τί εστίν έπ' ανθρώπων ο θάνατος, ει μη κακίας καθάρσιον». 3. Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν 18,3' ΡG 53,151' ΕΠΕ 2,510. 4. Για την ερμηνεία όλου του κεφαλαίου και τη σχετική θεολογία του αποστόλου Παύλου βλ. Σ. Ν. Σάκκου, Οι νεκροί μας δεν χάθηκαν, Θεσσαλονίκη 2004. 5. Χρυσοστόμου, έ.ά. 6. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 5,11, ΡG 9, 109ΒC ΕΠΕ 4,90. 7. Ανδρέου Κρήτης, Λόγος εις την παγκόσμιον Ύψωσιν του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού 1, ΡG 97,1029Β. Εδώ ο άγιος Ανδρέας εφαρμόζει στο σταυρό του Κυρίου το χωρίο Πρμ 3,18, το όποιο αναφέρεται στη «σοφίαν». 8. Βλ. Μεθοδίου Πατάρων, Εκ της ομιλίας περί του σταυρού 1-ΡG 18,400D. 9. Φωτίου, Αμφιλοχία 294' ΡG 101,1128Β. 10. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 13,2' ΡG 33,773Α' ΕΠΕ 2,12. 11. «Ο εν Εδέμ παράδεισος...», Απόστιχον Αίνων, ήχος πλ. δ', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 884. Πρβλ. «Εν μέσω της Εδέμ...», Κάθισμα, ήχος πλ. δ', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 872-873. Τόσο η Παρακλητική όσο και τα άλλα λειτουργικά βιβλία (Τριώδιον, Πεντηκοστάριον, Μηναία) στα όποια γίνονται παραπομπές είναι των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας. 12. «Ξύλον πικρίας εν Εδέμ...», Κάθισμα, ήχος πλ. δ', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 873. 13. «Οδύνην τρυγήσαντα», Στιχηρόν Έσπερ., Πέμπτη β' έθδ., Τριώδιον, 388. 14. «Ξύλου γευσάμενος...», Κάθισμα, Τετ. ε' έβδ., Τριώδιον, 610. 15. «Του ξύλου της παρακοής...», Στιχηρόν άναστ. Έσπερ., ήχος δ', Παρακλητική, 363. 16. «Ευλογείτε ξύλον...», Τροπ. η' ωδής, ήχος πλ. δ', Παρ. πρωί, Παρακλητική, 911-912. 17. «Ρίζης, Χριστέ...», Τροπ. η' ωδής, ήχος πλ. δ', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 881. 18. «Λυμαντική εν Εδέμ...», Τροπ. α' ωδής, ήχος πλ. δ', Παρ. πρωί, Παρακλητική, 904. 19. «Παλαμάς εν τω σταυρω...», Τροπ. στ' ωδής, ήχος πλ. δ', Κυρ. πρωί, Παρακλητική, 832. 20. «Ξύλον παρακοής...», Άπόστιχον Έσπερ., ήχος γ', Τρίτη έσπ., Παρακλητική, 302. 21. «Ξύλω πεπτώκαμεν...», Κάθισμα, ήχος γ', Σάββ. πρωί, Παρακλητική, 347. 22. «Εν παραδείσω μεν το πριν...», Κάθισμα, ήχος πλ. δ', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 873. 23. Βλ. «Ουκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει την πύλην της Εδέμ, αύτη γαρ επήλθε παράδοξος σβέσις, το ξύλον του σταυρού», Κοντάκιον Κυρ. Σταυροπρ., Τριώδιον, 494. 24. Συγκλονισμένος ο εκκλησιαστικός ποιητής δοξολογεί την ευσπλαχνία του Θεού «Σταυρούσαι και παράδεισος πάλιν ανοίγεται, και ληστής προ πάντων χαίρων εισέρχεται. Θνήσκεις, Ιησού μου, και εχθρός ο πλάνος θανατούται, ο νεκρωθείς Αδάμ ζωούται δε. Δόξα τη πολλή ευσπλαχνία σου» (Τροπ. γ' ωδής, ήχος πλ. α', Τετ. πρωί, Παρακλητική, 539). Και άλλου, σύντομα αλλά πολύ παραστατικά τονίζεται η αντίθεση μεταξύ του ξύλου της Εδέμ και του ξύλου του σταυρού, «Ξύλον εξεδίωξε τον Αδάμ, σταυρός αντεισήγαγε τον ληστήν εν τη βασιλεία των ουρανών» (Τροπ. μακαρισμών, Κυρ. Μυροφ., Πεντηκοστάριον, 151). 25. Βλ. «Νυν αγγελικοί στρατιαί δορυφορούσι ξύλον το σεπτόν ευλαβώς περικυκλούσαι και πάντας συγκαλούσαι τους πιστούς εις προσκύνησιν», Στιχηρόν Μικρ. Έσπ. Κυρ. Σταυροπρ., Τριώδιον, 484. *** Το θαύμα στη Μερρά. Το ξύλο της Μερράς Εξ 15,22-27 Τρεις μέρες μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας ο λαός του Θεού βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης έρημου Σούρ. Οι Ισραηλίτες είναι κατάκοποι και φλογισμένοι από τον καύσωνα και την ταλαιπωρία. Μία σταγόνα δροσιάς στα φρυγμένα χείλη τους θα ήταν το γλυκύτερο ποτό, το μεγαλύτερο δώρο. Ω, να βρισκόταν μία πηγή, για να σβήσουν τη δίψα τους! Άλλα να! Ο Θεός, πού οδηγεί τα Βήματα τους στην έρημο, τους φέρνει μπροστά σε μια πηγή και μάλιστα μεγάλη. Είναι η πηγή της Μερράς. Πόσο χάρηκε ο λαός! Σαν διψασμένα ελάφια πέφτουν στα νερά της Μερράς, για να δροσίσουν τη στεγνή τους γλώσσα. Τί απογοήτευση όμως! Το νερό είναι πικρό και αντί να δροσίζει τους διψασμένους, τους πικραίνει και τους φλογίζει περισσότερο. Πάλι ο λαός γογγύζει κατά του Μωυσή, πάλι ο Μωυσής κραυγάζει προς τον Κύριο υπέρ του λαού. Το γογγυσμό του λάου μεταφράζει ο προφήτης σε ικεσία. Ζητάει σωτηρία για το έθνος, το όποιο ο Θεός κρέμασε στον τράχηλο του. Και να, η απάντηση του Θεού: «Και έδειξεν αυτώ Κύριος ξύλον, και ενέβαλεν αυτό εις το ύδωρ, και εγλυκάνθη το ύδωρ» (Εξ 15,25). Του δείχνει ένα ξύλο, με το όποιο γλυκαίνει τα πικρά νερά της Μερράς. Άλλα τί ξύλο ήταν εκείνο το όποιο έβαλε ο Μωυσής στην πηγή και γλύκανε τα νερά της και ήπιε και δροσίστηκε όλος ο λαός; Ποια η δύναμη του ξύλου; Η Μερρά δεν ήταν μικρή πηγή, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να ξεδιψάσει ολόκληρο έθνος. Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατό να γλυκάνει μία πηγή, και μάλιστα τόσο μεγάλη; Όσο μεγάλο κι αν ήταν το ξύλο, όση γλυκύτητα κι αν είχε, ήταν αδύνατο να γίνει αισθητή η δύναμη του μέσα στους τεράστιους εκείνους όγκους των υδάτων της Μερράς. Το θαύμα είναι φανερό: * Δεν ήταν φυσική ιδιότητα η γλυκύτητα του ξύλου, * ήταν δύναμη υπερφυσική, * ενέργεια μυστική. Το μυστηριώδες αυτό ξύλο είναι κατά τους πατέρες τύπος του σταυρού. Ο σταυρός είχε στήσει πριν από τρεις μέρες σαν τείχη τα νερά της Ερυθράς. Ο σταυρός τώρα γλυκαίνει τα πικρά ύδατα της Μερράς. Με πολλούς τρόπους οι πατέρες και οι ποιητές της Εκκλησίας ανάγουν τη σκέψη μας από το θαύμα της Μερράς στο θαύμα του σταυρού. * Μερρά είναι το νομικό γράμμα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο νόμος ήταν πικρός, όπως τα νερά της Μερράς. Δεν έσωζε τον άνθρωπο ο νόμος, δεν του παρείχε πνευματική αναψυχή, δεν έσβηνε τη δίψα και τη φλόγα, την οποία άναβε η αμαρτία. Ο νόμος τιμωρούσε μόνο και πίκραινε. Ξύλο γλυκαντικό έγινε ο τίμιος σταυρός. Ρίχτηκε στην πικρία του νόμου, πού με τις διάφορες διατάξεις του σαν όγκος υδάτων πολλών πίεζε τους ανθρώπους, και εξουδετέρωσε την πικρία και την τιμωρητική του εξουσία. Τώρα οι υπήκοοι του νόμου πιστεύουν στο μυστήριο του σταυρού και απελευθερώνονται από το νόμο. Εισέρχονται στην αναψυχή της χάριτος και πίνουν το γλυκύ νάμα της σωτηρίας, την οποία δωρίζει ο Χριστός, πού θυσιάσθηκε πάνω στο ξύλο. * Μερρά είναι η μεγάλη θάλασσα των εθνών, η οποία ήταν πικρή από την αμαρτία και τη διαφθορά, όπως η θάλασσα είναι αλμυρή από το αλάτι. Άλλα με το ξύλο του σταυρού, με την απολυτρωτική θυσία του Υιού του Θεού, ο οποίος είναι «ο αληθής γλυκασμός»1, η πικρή αυτή θάλασσα μεταβλήθηκε σε γλυκεία. Τα ειδωλολατρικά έθνη εντάχθηκαν στην Εκκλησία του Χριστού. * Μερρά είναι η ανθρώπινη κακία. Σαν πικρότατο ποτό πικραίνει και φαρμακώνει τις καρδιές μας, διαποτίζει ολόκληρο το είναι μας. Άλλα η θυσία του Κυρίου εξουδετερώνει την πικρία της κακίας. Μεταβάλλει τη δύναμη της αμαρτίας σε δύναμη αγάπης, την κακή επιθυμία σε επιθυμία αγαθή. Αυτό το νόημα αποδίδει ο ύμνος του Τριωδίου, «Ετύπου την χάριν σου, σταυρέ, γλυκαίνων Μωσής τα ύδατα τα πικρότατα ξύλω, και γαρ πικρίας παθών ερρύσθημεν (=γλυτώσαμε) τη ση δυνάμει, διό ημάς γλύκαναν ασπαζομένους σε νυν εν κατανύξει ψυχής»2. * Μερρά είναι γενικά η αμαρτία πού φωλιάζει μέσα μας. Όταν κανείς παρασύρεται, όταν κλέβεται από την ηδονή, δεν αντιλαμβάνεται την πικρία της αμαρτίας του. Όταν όμως μετανοήσει και έλθει σε επίγνωση του εαυτού του, όταν μπει στην έρημο της μονώσεως και της περισυλλογής, τότε διψά τη σωφροσύνη και την αγιότητα. Αισθάνεται την πικρία της αμαρτίας του. Κανείς δεν μπορεί να τον σώσει από την αφόρητη ένοχη, παρά μόνον ο σταυρός του Χριστού, ο όποιος «γλυκασμόν σωτηριώδη τοις βροτοίς εναπέσταξεν»3. Η θυσία του Κυρίου νεκρώνει την αμαρτία και την καθίστα ανενέργητη. * Όπως το ξύλο εκείνο γλύκανε τα πικρά νερά της Μερράς, έτσι και το ξύλο του σταυρού γλύκανε την πικρή γεύση του απαγορευμένου ξύλου της γνώσεως, από το όποιο έφαγε ο Αδάμ και θανατώθηκε. Με το ξύλο μπήκε η πικρία στον κόσμο, με το ξύλο ήλθε ο γλυκασμός, όταν επάνω του σταυρώθηκε ο Κύριος. «Όθεν και ξύλον έλυσε ποτέ πικρίαν υδάτων Μερράς προτυπούν του σταυρού την ενέργειαν»4. * Σύμφωνα με μία άλλη αναγωγική ερμηνεία, πολύ ποιητική, η μεταβολή των πικρών υδάτων της Μερράς σε γλυκά εικονίζει την ανάπλαση του ανθρώπινου γένους. Ο Κύριος καρφωμένος στο ξύλο του σταυρού πίνει την πικρή χολή, φορτώνεται, δηλαδή, την αμαρτία του κόσμου, πού καθιστά πικρή την ανθρώπινη φύση. Δεν σταματά όμως σ' αυτό. Ο Εσταυρωμένος αναβλύζει από τη ζωοδότρα πλευρά του «ύδωρ αφέσεως εις ανάπλασιν του βροτείου φυράματος»5. «Το ξύλον επί Μωσέως εγλύκανε το ύδωρ, και εκ πλευράς Ιησού το ύδωρ έρρευσεν επί ξύλου», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων6. Καθώς έρρευσε πάνω στον επικατάρατο σταυρό το αίμα και το ύδωρ από το πανάγιο σώμα του Κυρίου, γλύκανε την πικρία και κατέστησε το σταυρό «πανσεβάσμιον ξύλον», ξύλο ζωής. Βυθίζεται ο σταυρός στην κατάπικρη από την αμαρτία ανθρωπότητα και την μεταβάλλει από αμαρτωλή σε γλυκεία και χαριτωμένη. Και συ, χριστιανέ, * δέξου το σταυρό του Χριστού, όπως τα νερά της Μερράς δέχθηκαν το ξύλο εκείνο. * Άφησε να καταπιεί τον παλαιό σου άνθρωπο ο καινούργιος, ο οποίος εγκεντρίζεται σε σένα από τα κλωνάρια της αληθινής αμπέλου, του Χριστού. * Παράδωσε την πικρία της αμαρτίας σου στον κρεμασμένο επάνω στο ξύλο Εσταυρωμένο, * πάρε την άφεση, * δέξου να σε μεταβάλει σε δένδρο με γλυκείς καρπούς. * Μη γογγύζεις, επειδή η επίγεια ζωή σου σε ποτίζει με πικρίες, * μη βλασφημείς τον Θεό, * βάλε στη ζωή σου το θαυματουργό ξύλο. Κάνε, δηλαδή, να πρυτανεύσει στη ζωή σου ο σταυρός και η θυσία. Και τότε θα γευθείς τη χαρά, την ειρήνη, τη γλυκύτητα της εν Χριστώ ζωής. 1. «Σώτερ, ο αληθής γλυκασμός...», Στιχηρόν Έσπερ., Πέμπτη γ' έβδ., Τριώδιον, 4β3. 2. Τροπ. ζ' ωδής, Παρ. δ' έβδ., Τριώδιον, 558. 3. «Μερράς γλυκαινει...», Τροπ. ε' ωδής Προεορτίου Κανόνος 13ης Σεπτ., Μην. Σεπτ., 215. 4. «Μη την πικρίαν...», Τροπ. θ' ωδής Κανόνος 14ης Σεπτ., Μην. Σεπτ., 242. 5. «Σώτερ, ο αληθής γλυκασμός...», Στιχηρόν Έσπερ. Πέμπτη γ' έβδ., Τριώδιον, 4β3. 6. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 13,20' ΡΟ 33, 797Β, ΕΠΕ 2,40.
Μπανάνες
-
*Οι δημοπρασίες έργων ‘τέχνης’ και άλλων παραδόξων αντικειμένων μας έχουν
δώσει κατά καιρούς τροφή για σχολιασμό και περίσκεψη σχετικά με το
αισθητικό γο...
Πριν από 16 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου