17 Σεπ 2023

Ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός; (Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού)

                                                              

                                                               Ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός;

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

    Τονίσαμε, σὲ προηγούμενό μας ἄρθρο, ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι πολυσήμαντο σημεῖο. Δὲν δηλώνει μόνον τὸ Τίμιο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ἐτάθη καὶ ἔχυσε τὸ ζωοποιό Του αἵμα ὁ θυσιασθεὶς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου Κύριός μας, ἀλλὰ πρὸ πάντων σημαίνει τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν Παθόντα καὶ Ἀναστάντα ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, -ἀναζωογονήσεως-, καὶ σωτηρίας.

    Δηλώνει, ὅμως, ὁ Σταυρὸς καὶ τὴν πορεία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἔκπτωσή του ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ τὴν περιπέτειά του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας μέχρι καὶ τὴν σταυροειδῆ του ἀνάσταση ἢ μᾶλλον τὴν σωτηριώδη συνανάστασή του ἐν Χριστῷ. Ἄλλωστε, ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστιανοῦ στὴν Ἐκκλησία γίνεται μὲ τὸ βάπτισμά του, ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τύπο τῆς ταφῆς (τριπλῆ κατάδυση) καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας (τριπλῆ ἀνάδυση-τριήμερος ἔγερση). Ὁ Χριστιανός, ἑπομένως, ποὺ «ἀνασταίνεται» διὰ τοῦ βαπτίσματος ζεῖ ἢ τουλάχιστον ὀφείλει νὰ ζῇ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, μέχρι νὰ ἐπιτύχῃ τὴν τελικὴ ἀνάσταση καὶ σωτηρία του.

    Πῶς, ὅμως, θὰ καταλάβῃ ὁ σταυροπολίτης ἄνθρωπος ὅτι βαδίζει σωστὰ μέσα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι πορεύεται σταυροειδῶς; Πολὺ ἁπλᾶ, αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει, ὅταν ἀκολουθῇ τὴν προτροπὴ τοῦ Δημιουργοῦ Του νὰ αὐξάνεται μὲ πίστη καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ νὰ πληθύνεται μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης πρὸς τὸν συνάνθρωπό του (Γέν., α’ 28). Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι γίνεται κανεὶς σταυρικὸς ἄνθρωπος, ὅταν, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετὰ ἀπὸ τὴν Ὕψωση, γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ. Ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.» (Γαλ., β’ 19).

Ἐὰν ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὁμολογήσῃ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν ζεῖ πλέον ὁ ἴδιος ἀλλὰ ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός, τότε πλέον εἶναι βέβαιο ὅτι βαδίζει στὸν σωστό, σταυρικό, δρόμο καὶ ὅτι δὲν παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν σταυρική του πορεία. Στὴν περίπτωση αὐτήν, μάλιστα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἰσπράττει καὶ τὸ ἀντίστοιχο συναίσθημα, τῆς χαρᾶς γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλει καὶ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει ἐπιτύχει, τὸ ὁποῖο, βεβαίως, δὲν εἶναι δικό του ἀλλὰ προϊὸν τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ ἀπὸ τὴν βάπτισή του ἐνεργεῖ συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως γιὰ τὸ ἀγαθό, ἐφ’ ὅσον, φυσικά, ὁ φορέας της, ὁ καθ’ ἕνας μας, τῆς τὸ ἐπιτρέπει, διότι, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ θεῖος Παῦλος, «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η’ 28).

Συμβαίνει, ὅμως, συχνὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Νὰ μὴν νοιώθουν, δηλαδή, χαρὰ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ πράττουν τὸ θέλημά του, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ πράττουν τὸ δικό των ἁμαρτωλὸ θέλημα. Αὐτό, βεβαίως, δὲν συνιστᾶ κατόρθωμα τῶν τελευταίων ἀλλὰ ἀποτελεῖ διαστροφὴ καὶ ταλαιπωρία, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ πάλι ὁ Παῦλος, ἀναρωτώμενος περίπου γιὰ λογαριασμὸ τοῦ καθ’ ἑνός μας: Ποιός θὰ γλυτώσῃ ἐμένα, τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν ἄγρια χαρὰ ποὺ νοιώθω νὰ καταστρέφω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὸν συνάνθρωπό μου, πιστεύοντας ὅτι κάνω καλό;

Καὶ συνεχίζει ὁ Παῦλος, διαπιστώνοντας τὴν τραγικότητα τοῦ «ταλαίπωρου ἀνθρώπου», ποὺ ζεῖ τὸν διχασμὸ καὶ τὴν σύγχυση ποὺ τοῦ προκαλεῖ «ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας», στὸν ὁποῖον εἶναι αἰχμαλωτισμένος: «οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῆ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.» (Ῥωμ., ζ’ 20-25).

Ὁ Παῦλος, ὅμως, καὶ ὁ κάθε ταλαίπωρος ἄνθρωπος, ἐὰν βεβαίως ἔχει συνειδητοποιήσει τὴν ταλαιπωρία του καὶ θέλει νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ αὐτήν, ἔχει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: «τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.» (ὅ. π. 25). Πράγματι, ὁ μοναδικὸς Σωτήρας ἀπὸ τὸν τραγέλαφο τοῦ διχασμοῦ μας καὶ τὴν ὀδύνη τῆς ταλαιπωρίας μας εἶναι ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, ποὺ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ συναναστήσῃ καὶ ἐμᾶς, καὶ μάλιστα νὰ μᾶς ἀναλάβῃ καὶ νὰ μᾶς καθίσῃ δεξιά Του στὴν αἰώνιά Του δόξα.

Γιὰ νὰ φθάσωμε, ἑπομένως, καὶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι νὰ εὐχαριστήσωμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο ποὺ μᾶς ἔστειλε γιὰ τὴν σωτηρία μας, γιὰ τὸν Υἱό Του, χρειάζεται νὰ Τὸν ἀγαπήσωμε τόσο, ὥστε νὰ θελήσωμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ εὐγενικὸ καὶ ἐλεύθερο κάλεσμά Του, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», κάνοντας τὸ πρῶτο ἀποφασιστικὸ βῆμα: νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν κακό μας ἑαυτό (Μάρκ., η’ 34 - θ’ 1, Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς μετὰ ἀπὸ τὴν Ὕψωση).

Τὸ νὰ ἀπαρνηθῆ κανεὶς τὸν κακό του ἑαυτό εἶναι τὸ δυσκολώτερο, διότι, λόγω τῆς φυσικῆς ῥοπῆς πρὸς τὴν ἁμαρτία, μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται στὴν ἐκτροπὴ καὶ στὸ παρὰ φύσιν, τὰ ὁποῖα, ὅμως, τὸν ταλαιπωροῦν, διότι εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ Του καὶ διψᾶ, κατὰ βάθος, γιὰ τὴν ἄνω ζωή. Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, χαριτώνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ βάπτισμά του καὶ σφραγίζεται μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ μπορῇ Ἐκεῖνο νὰ ἐνεργεῖ, ὁσάκις ἐκεῖνος ἐκτρέπεται. Ἐφ’ ἑξῆς, ὅμως, χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ προσέξῃ νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ νὰ τοῦ γίνῃ ἡ ἁμαρτία «δευτέρα φύση», διότι τότε δυσκολεύεται νὰ ἐνεργήσῃ ἡ Χάρις. Ὅταν, μάλιστα, ὁ ἁμαρτωλὸς ταυτιστῇ μὲ τὴν ἁμαρτία, τότε ἀποπέμπει κιόλας τὴν θεία ἐνέργεια.

Ἐάν, ὅμως, εἶναι ἢ γίνεται δεκτικὸς τῆς Θείας Χάριτος, ἀποβάλλοντας τὸν κακό του ἑαυτό, τὰ θέλω καὶ τὶς ἐπιθυμίες ποὺ ἀντιστρατεύονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι ἕτοιμος νὰ κάνῃ καὶ τὸ δεύτερο ἀποφασιστικὸ βῆμα: νὰ ἄρη τὸν σταυρό του, ποὺ πρακτικὰ σημαίνει νὰ ὑπομείνῃ μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ μὲ χαρά, -ναί, μὲ χαρά- τὶς δυσκολίες, τὶς θλίψεις καὶ τὰ δεινὰ τοῦ βίου του. Οὔτε αὐτὸ τὸ δεύτερο βῆμα εἶναι εὔκολο. Ὅμως, ὁ σταυρωμένος χριστιανὸς ἔχει συμπαραστάτη καὶ βοηθὸ τοῦ βίου του τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, τὸν πρῶτο διδάξαντα, Ἐκεῖνον πού, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, ὑπέμεινε ἀκόμη καὶ τὸν διὰ τοῦ Σταυροῦ ταπεινωτικό, πλὴν ὅμως λυτρωτικὸ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, θάνατο.

Ἀτενίζοντας, λοιπόν, ὁ σταυρωμένος πιστὸς πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή του, ἀντλεῖ θάρρος καὶ δύναμη νὰ συνεχίσῃ τὸν ἀγῶνα του, προχωρῶντας καὶ στὸ τρίτο, ἐξ ἴσου κρίσιμο καὶ σημαντικό, βῆμα: νὰ ἀκολουθῆ τὸν Κύριο, βαδίζοντας μὲ σταθερότητα καὶ συνέπεια στὴν σταυρική του πορεία. Ἐὰν δὲν κάνῃ καὶ αὐτὸ τὸ βῆμα ὁ θεωρούμενος σταυρικὸς ἄνθρωπος, τότε δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος «σταυρός» καὶ ἡ θυσία του δὲν εἶναι εὐάρεστη στὸν Κύριο.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο βῆμα δὲν ἔχει ἐκτιμηθῆ δεόντως ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς τοὺς θεωρουμένους πιστοὺς Χριστιανούς. Προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζωμε μὲ πίστη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἠθικοὶ στὴν προσωπική μας ζωή, ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ., ιθ’ 16-22), ἀλλὰ χωλαίνομε στὴν πολιτεία μας, δὲν εἴμαστε δηλαδὴ δίκαιοι καὶ ἀγαπητικοὶ στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὰ προβλήματά των καὶ δὲν συμμεριζόμαστε τὶς ἀγωνίες των, παραμένομε πεισματικὰ ἀδιάφοροι καὶ ἀμετανόητα ἀνάλγητοι. Καὶ δυστυχῶς τέτοια παραδείγματα ἔχομε πλέον ὅλο καὶ περισσότερα καὶ λυπηρώτερα ἀνάμεσά μας.

Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ εἶπε «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου», εἶπε, συγχρόνως, καὶ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Μάρκ., ιβ’ 30-31).  Ἂς μὴν λησμονοῦμε, λοιπόν, οὔτε νὰ ὑποβαθμίζωμε, ὡς τάχα μὴ σημαντική, τὴν «δευτέραν ταύτην ἐντολήν», πόσο μᾶλλον ἐφ’ ὅσον καὶ ἡ τελική μας κρίση θὰ γίνῃ ἐμπράκτως, μὲ βάση τὴν ἀγάπη ποὺ ἐπιδείξαμε ἢ ὄχι στὴν ἐπίσης σταυρικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, στὸν συν-αδελφό μας (Ματθ. κε’ 31-46).

Δὲν εἶναι, ἀλήθεια, κρίμα νὰ κάνωμε κάποτε τόσες θυσίες γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ἀποκόβωμε τὸ οἰκεῖο θέλημά μας, νὰ σηκώνωμε τὸ σταυρὸ τῶν θλίψεων καὶ τῶν δοκιμασιῶν μας μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ τὸν λιγότερο δυνατὸ γογγυσμὸ καὶ νὰ μὴν παραμένωμε μέχρι τέλους σταθεροὶ καὶ συνεπεῖς στὸν ἀγῶνα μας; Δὲν εἶναι κρίμα, τελικά, γιὰ μερικὰ φτηνὰ καὶ τιποτένια ἀνταλλάγματα, ποὺ στὴν ἁμαρτωλή μας μικρότητα μοιάζουν μεγάλα, νὰ χάσωμε τὴν ἀκριβοπληρωμένη μὲ τὸ αἵμα τοῦ Κυρίου ψυχή μας; «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»  (Μάρκ., η’ 36-37).

Ἐὰν, ὅμως, σκεφθοῦμε τὸ ἀληθινό μας συμφέρον καὶ ἀξιολογήσωμε σοβαρὰ τὴν σωτηρία μας, τότε θὰ καταφέρωμε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναφωνήσωμε πανηγυρικὰ καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Παῦλος, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ., β’ 19). Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτόν, χρειάζεται νὰ κάνωμε, ὁπωσδήποτε, καὶ τὰ τρία βήματα, νὰ εἴμαστε ὀρθοὶ καὶ στὴν πίστη, καὶ στὴν ζωὴ καὶ στὴν πολιτεία μας, ὥστε νὰ γινώμαστε ὁλοκληρωμένοι σταυρικοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἀπολαμβάνωμε ἀξίως τοὺς καρποὺς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ πολιτείας Του ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα, ὅπως ἔκαναν οἱ συσταυρωμένοι Ἅγιοί Του καὶ μάλιστα οἱ ἑορτάζουσες τὴν 17η τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου Ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς της θυγατέρες, μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ ὀνόματα, Πίστις, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη!

Ἂς ἐπιτρέψωμε καὶ ἐμεῖς στὸν Κύριο νὰ ζήσῃ μέσα μας. Γένοιτο καὶ δι’ ἡμᾶς! Ἀμήν! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου