21 Ιουν 2022

Βασίλειος Στουδίτης ο Λατινελέγκτης

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ  ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ Ο ΛΑΤΙΝΕΛΕΓΚΤΗΣ

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

Η μνήμη του Βασιλείου του Στουδίτου λησμονήθηκε στο πέρασμα των αιώνων και εξακολουθεί έως τις ημέρες να παραμένει στην αφάνεια. Τόσο η προσφορά του στη Θεολογία, όσο και η συμβολή του στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου πίστεως, δυστυχώς καλύφθηκαν από τον βαρύ μανδύα της λήθης, που άπλωσε επάνω τους ο πανδαμάτωρ χρόνος. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι δεινές ιστορικές περιπέτειες, στις οποίες βυθίσθηκε το Ελληνικό Έθνος την επαύριο της Αλώσεως, κατά τις οποίες εξαφανίσθηκαν τα περισσότερα από τα στοιχεία που αφορούσαν τον Βασίλειο Στουδίτη. Δυστυχώς το μέγιστο μέρος από τα βιογραφικά στοιχεία του αγνοούνται. Από την ''ομίχλη'' του χρόνου έχουν καλυφθεί πληροφορίες, όπως ο τόπος και το έτος της γεννήσεώς του, τα ονόματα των γονέων του, το βαπτιστικό του όνομα, οι σπουδές του, ο βίος του ως μοναχός, το αν είχε και άλλο συγγραφικό έργο εκτός απ’ αυτό που γνωρίζουμε κλπ.

             Για τον Βασίλειο τον Στουδίτη δεν θα γνωρίζαμε απολύτως τίποτε, ούτε καν την ύπαρξή του, αν δεν αναφερόταν στο έργο «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων». Σ’ αυτό ο συγγραφέας του, ο οποίος παραμένει άγνωστος, κάνει επαινετική, αλλά συνοπτική αναφορά στον Βασίλειο τον Στουδίτη και την αντιλατινική δράση του. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο Βασίλειος ήταν μοναχός, έχοντας ως Μονή της μετανοίας του την περίφημη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως1.Σύμφωνα με πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχου, Νείλου (1379 – 1388), «εν τε ταις συνοδικαίς συνελεύσεσι και εν ταις πατριαρχικές κατά την Αγίαν Σοφίαν λειτουργίες»2 η Μονή Στουδίου κατείχε την πρώτη θέση στην τάξη των Μονών της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Βασίλειος εγκαταβίωσε και καλλιεργήθηκε πνευματικά σε μία Μονή, όπου άνθησε ο Ορθόδοξος Μοναχισμός και έδωσε προσφορά στην Εκκλησία τους αγιασμένους καρπούς της. Η Μονή Στουδίου ανέδειξε πολλούς Οσίους, Πατριάρχες, θεολόγους, υμνογράφους και λογίους. Μοναχούς, γνησίους φορείς της Παραδόσεως και της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Βασίλειος ήταν χειροτονημένος στον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, αφού αναφέρεται ως «Βασίλειος ο ιερομόναχος»3.

Ο ανώνυμος συγγραφέας γράφει επίσης ότι, όπως ο Πέτρος ο Πατριάρχης Αντιοχείας4 και ο Νικόλαος Μεθώνης5, έτσι και ο «Βασίλειος ιερομόναχος από της Στουδίου Μονής» έγραψε επιστολές προς τον Πάπα Ρώμης, τον Αρχιεπίσκοπο Βενετίας6 κι άλλα επίσημα πρόσωπα, καθώς και «καθολικές» επιστολές, δηλαδή αποστελλόμενες σε πολλούς παραλήπτες σε όλη την Ιταλία7. Ο Βασίλειος μιμήθηκε το παράδειγμά των δύο αυτών, άλλα και άλλων προγενέστερων του, που με επιστολές θέλησαν να αφυπνίσουν τη Δύση για τον ολισθηρό δρόμο των αιρέσεων στον οποίο βάδιζε.

            Ο ανώνυμος συγγραφέας γράφει ότι ο Πέτρος Αντιοχείας, ο Νικόλαος Μεθώνης και ο Βασίλειος ο ιερομόναχος συνέγραψαν τα αντιλατινικά τους έργα «είτα»8, δηλαδή έπειτα από το σχίσμα του 1054. Το ότι παραθέτει αυτά τα τρία ονόματα μαζί, δεν υπονοεί ότι υπήρξαν σύγχρονοι, αλλά τους αναφέρει όλους μαζί λόγω του κοινού τρόπου που αγωνίσθηκαν υπέρ της Ορθοδοξίας, δηλαδή τις επιστολές με τις οποίες αναιρούσαν τις Λατινικές κακοδοξίες. Ως γνωστόν ο Πέτρος Αντιοχείας έζησε τον 11ο αιώνα και ο Νικόλαος Μεθώνης τον 12ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Αρχιμ. Ανδρόνικο Δημητρακόπουλο ο Βασίλειος ο Στουδίτης ανήκει στους θεολόγους του 15ου αιώνα9. Αν αυτό συνδυασθεί με την πληροφορία ότι ο τελευταίος Στουδίτης, τον οποίο γνωρίζουμε με το όνομά του, είναι ο ηγούμενος Ιγνάτιος10, τότε ο Βασίλειος πρέπει χρονικά να ξεκίνησε τη συγγραφική του δράση προ του 1418, οπότε έχουμε την αναφορά για τον Στουδίτη ηγούμενο, χωρίς να αποκλείεται αυτή να συνεχίσθηκε και κάποια έτη μετά11. Με βάση αυτά, και το γεγονός ότι τα κείμενά του δείχνουν έναν ώριμο πνευματικά άνθρωπο, θα μπορούσαμε κατά προσέγγιση να τοποθετήσουμε τη γέννησή του στη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του τέλους του 14ου αιώνα.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων» ο ιερομόναχος Βασίλειος συνέγραψε ενάντια των αυθαίρετων Ρωμαιοκαθολικών καινοτομιών, όπως : «Τα άζυμα, η τήρησις των σαββάτων, η αδιαφορία των πνικτών, αι ανακαθάρσεις και οι ραντισμοί, αι καταλύσεις των τετραδοπαρασκευών και της αγίας και μεγάλης τεσσαρακοστής, και τα λοιπά». Οι Ρωμαιοκαθολικοί, εναντιούμενοι  στην Καινή Διαθήκη και την Ιερά Παράδοση, άρχισαν να τελούν από τον 11ο αιώνα τη Θεία Κοινωνία με άζυμο άρτο (όστια). Άλλη πλάνη των Δυτικών είναι ότι από τον 14ο αιώνα αντικατέστησαν το Βάπτισμα με ραντισμό, ερχόμενοι σε ευθεία αντίθεση με τους λόγους και την πράξη του ίδιου του Κυρίου. Αλλά και σοβαρές και αναιτιολόγητες αλλαγές έκαναν και στις νηστείες, ασεβώντας κατά των Ιερών Κανόνων. Κατήργησαν τις εκ Παραδόσεως οριζόμενες νηστείες και αντ’ αυτών εισήγαγαν τη νηστεία του Σαββάτου. Επίσης οι Ρωμαιοκαθολικοί νηστεύουν από το κρέας μόνο την Τετάρτη των Τεφρών12, την Μεγάλη Παρασκευή, και κάθε Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όμως  την ίδια περίοδο επιτρέπεται η βρώση ιχθύων, αυγών, τυριού και γάλακτος. Όπως παρατηρούσε το 867 ο Μέγας Φώτιος σε εγκύκλιο επιστολή του : «Και πρώτον μεν αυτούς εκθέσμους, εις την των Σαββάτων νηστείαν μετέστησαν. Οίδε δε και η μικρά των παραδοθέντων αθέτησις και προς όλην του δόγματος επιτρίψαι καταφρόνησιν. Έπειτα δε την των νηστειών πρώτην εβδομάδα, της άλλης νηστείας περικόψαντες, εις γαλακτοποσίας και τυρού τροφήν και την των ομοίων αδηφαγίαν καθείλκυσαν»13. Επίσης η βρώση πνικτών και αίματος, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων (49μ. Χ.). Όπως τονίζουν οι Άγιοι Πατέρες, το δόγμα και το ήθος, είναι αρρήκτως συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Κάθε αλλοίωση, έστω και μία, που επέρχεται στη δογματική  διδασκαλία είναι αναπόφευκτο να επιφέρει αλλοίωση και στο ήθος, τη λατρεία, τα έθιμα και γενικά σε όλες τις πτυχές της ζωής των αιρετιζόντων Χριστιανών. Αυτό δυστυχώς συνέβη και με τους Ρωμαιοκαθολικούς.

            Ο Βασίλειος Στουδίτης πρέπει να είχε υψηλού επιπέδου θεολογικές γνώσεις. Να ήταν κάτοχος εις βάθος τόσο της Αγίας Γραφής όσο και της Πατερικής διδασκαλίας. Παράλληλα όμως πρέπει να είχε και επαρκή γνώση και της Δυτικής θεολογίας. Οι κρίσεις μας αυτές προκύπτουν από τα γραφόμενα του «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων»: «ηκριβωμένως … ελέγξας … δια πλειόνων παραδειγμάτων και μαρτυριών»14. Αλλά και το ότι έλαβε το θάρρος να αποστείλει επιστολές στον Πάπα και σε άλλα σημαντικά πρόσωπα στην Ιταλία, εκπροσωπώντας τον Ορθόδοξο χώρο, αυτό έμμεσα φανερώνει ότι είχε εμπιστοσύνη στις συγγραφικές του δυνατότητες και τις θεολογικές του γνώσεις. Τα γραφόμενά του τα τεκμηριώνει με πολλά παραδείγματα και μαρτυρίες, «δια πλειόνων παραδειγμάτων και μαρτυριών»15, όπως αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας. Προφανώς αυτά τα παραδείγματα και οι μαρτυρίες ήταν ειλημμένα από την Αγία Γραφή και τα Πατερικά συγγράμματα. Επίσης μεγάλη σημασία έδωσε ο Βασίλειος στο να γίνει ο έλεγχος των λατινικών εθίμων «ηκριβωμένως και σαφώς εις πλάτος»16. Δηλαδή όσα έγραφε να είναι εξακριβωμένα, έτσι ώστε να είναι αυθεντικά και αληθινά και να μην μπορούν να αμφισβητηθούν από τον καλοπροαίρετο αναγνώστη. Να έχουν σαφήνεια και παράλληλα να έχουν την αναγκαία έκταση, ούτως ώστε αφενός να γίνονται ευκόλως κατανοητά και αφετέρου να πείθουν. Όλα αυτά φανερώνουν τον κόπο που θα κατέβαλε για τη σύνταξη όλων αυτών των επιστολών, αλλά και τον ζήλο του για τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Το ότι οι επιστολές αυτές θα ήταν πολυσέλιδες και θα αποτελούσαν μικρά αντιλατινικά έργα βεβαιώνεται από τη μαρτυρία του «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων», όπου σημειώνονται τα εξής σχετικά: «εις πλάτος ελέγξας» και «δια πλειόνων παραδειγμάτων και μαρτυριών»17.

Σκοπός των επιστολών του δεν ήταν να προσβάλλει, ούτε να εξουθενώσει τους Δυτικούς χριστιανούς. Όπως έγραφε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον 4ο αιώνα : «Ου γάρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαρασόμεθα»18. Πρόθεσή του ήταν να τους συμβουλεύσει πνευματικά και να τους καλέσει με ταπείνωση να αντιληφθούν το πόσο έχουν απομακρυνθεί από την Αγιογραφική και Πατερική διδασκαλία κι από την αυθεντική Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος ο Στουδίτης, κατά τη μαρτυρία του ανωνύμου, προσπάθησε να καταδείξει ότι οι αλλαγές που επέφεραν οι Δυτικοί στα θέματα λατρείας και χριστιανικής ζωής είναι : «Έξω και ξένα της ορθοδόξου πίστεως και έξω της διδαχής και παραδόσεως των αγίων Αποστόλων εισί»19. Η Ορθόδοξη πίστη είναι ό,τι παρέλαβε και διατηρεί ανόθευτο η Εκκλησία από την διδασκαλία και την Παράδοση των Αποστόλων, οι οποίοι παρέλαβαν από τον ίδιο τον Κύριο. Γι’ αυτό αγωνίσθηκε ο Βασίλειος ο Στουδίτης, για να ελέγξει το παραστράτημα των Λατίνων από την οδό του Κυρίου και των Αποστόλων. Αυτή η οδός δεν είναι άλλη από εκείνην που βαδίζει απαρέγκλιτα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ενώ δυστυχώς η οδός που βαδίζει η Ρώμη, από τότε που περιέπεσε σε αίρεση και απώλεσε την θεία Χάρη,  είναι ένα δικό της μονοπάτι που αποκλίνει συνεχώς από την οδό της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Κάθε αυθαίρετη αλλαγή που θεσμοθετεί το Βατικανό αυξάνει την απόστασή του από τον Χριστό και τους Αποστόλους. Τους καλοπροαίρετους από τους πλανεμένους στρατοκόπους της πλευράς των Λατίνων ο Στουδίτης μοναχός αγωνίσθηκε να προσανατολίσει προς την σωτήρια οδό, που είναι η οδός που βάδιζε και βαδίζει ο Ορθόδοξος κόσμος «συν πάσι τοις Αγίοις», ακολουθώντας τον Χριστό. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ομοτ. καθηγητής Πατρολογίας πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, οι ηγετικές μορφές των Ορθοδόξων στις αρχές του 15ου αιώνα αντιλαμβάνονταν την Ένωση και τη συμφιλίωση με τους Δυτικούς «ως επάνοδον των παπικών εις την παράδοσιν της αδιαιρέτου εκκλησίας, ήτις εν τη Ανατολή ετηρήθη αναλλοίωτος»20.

Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος παρατηρεί σχετικά: «οι ανατολικοί γράφοντες προς Λατίνους σεμνώς και μετ’ αγάπης γράφουσι»21.

Όμως θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα δόθηκε καμία απάντηση στις επιστολές του Βασιλείου, τουλάχιστον από τους παραλήπτες που κατείχαν κάποιο υψηλό εκκλησιαστικό αξίωμα στη Δύση. «Την επηρμένην οφρύν των Δυτικών»22, δηλαδή την αλαζονεία των Δυτικών, όπως έγραφε ήδη από τον 4ο αιώνα ο Μέγας Βασίλειος, δυστυχώς δεν θα έκαμψε η ανιδιοτελής και αγαθών προθέσεων προσπάθεια του συνονόματου του Μεγάλου Καππαδόκου Πατρός της Εκκλησίας. Η υπεροψία των Δυτικών και η αλλοίωση της πίστεως υπήρξε τόσο σοβαρή, που, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως : «τήν εὐλάβειαν πρός τόν Θεόν ἀν­τικατέστησεν ἡ πρός τόν πάπα εὐλάβεια ... ἡ ἄρνησις πρός τόν πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀνευλάβεια...»23. Είναι λοιπόν απίθανο να καταδέχθηκαν να συντάξουν κάποια απάντηση, έστω και αναιρετική των γραφομένων του. Εξάλλου ο αποστολέας ήταν ένας απλός μοναχός, ανεξαρτήτως της αξιόλογης θεολογικής του παιδείας, την οποία θα αντιλαμβανόταν και ο πιο αδαής αναγνώστης των επιστολών.

Αντίγραφα των κειμένων του ο Βασίλειος ο Στουδίτης βεβαίως θα  διαφύλασσε στο κελί του. Το πιθανότερο είναι ότι ο Βασίλειος απεβίωσε προ της Αλώσεως. Σίγουρα αυτά μετά τη κοίμησή του θα διαφυλάχθηκαν στη Βιβλιοθήκη της Μονής του, προκειμένου να μελετώνται από τους μοναχούς και να αντιγράφονται. Η Στουδίτικη Βιβλιοθήκη μετά την επανίδρυσή της το 1293 και μέχρι την καταστροφή της το 1453 υπήρξε πλούσια σε χειρόγραφους κώδικες, έγγραφα και επιστολές. Όμως ύστερα από τη λεηλασία και τις καταστροφές, που επέφερε η τουρκική βαρβαρότητα και θηριωδία κατά την Άλωση, είναι πολύ πιθανό αυτά να καταστράφηκαν. Αν ήταν κώδικες υπήρχε η πιθανότητα να πουλήθηκαν από τους Οθωμανούς που θα τους είχαν αρπάξει, αλλά, επειδή επρόκειτο για επιστολές, έστω κι αν ήταν πολυσέλιδα κείμενα, το πλέον πιθανό είναι να πετάχθηκαν ή να κάηκαν. Το ότι τα χειρόγραφα των κειμένων του Βασιλείου του Στουδίτου, λόγω της αξίας τους, πρέπει να αντιγράφθηκαν και να υπήρχαν και αλλού πέραν της Μόνης Στουδίου, μας το βεβαιώνει το κείμενο του προαναφερθέντος αντιλατινικού έργου. Σ’ αυτό γίνεται σαφές ότι ο άγνωστος συγγραφέας του τα είχε διαβάσει και με βάση αυτά παραθέτει τη μαρτυρία του περί του Βασιλείου του Στουδίτου.

Τα πρωτότυπα των επιστολών του, που είχαν αποσταλεί στη Δύση, επειδή είχαν Ορθόδοξο περιεχόμενο και ασκούσαν επιτυχή κριτική των Δυτικών αιρετικών κακοδοξιών, δεν αποκλείεται να περιφρονήθηκαν ή και να απορρίφθηκαν ή να κάηκαν στην πυρά, αν όχι άμεσα, ίσως στους αιώνες που ακολούθησαν. Αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί και να είναι «θαμμένες» σε κάποιο αρχείο ή σε κάποια βιβλιοθήκη. Αν υπάρχουν και θελήσει ο Θεός, ίσως κάποτε αποκαλυφθούν.

                Του Βασιλείου του Στουδίτου του αποδόθηκε ο λίαν τιμητικός τίτλος «Λατινελέγκτης»24. Λατινελέγκτης σημαίνει αυτός που ελέγχει, αυτός που αποκαλύπτει και αναιρεί τις λανθασμένες αιρετικές δοξασίες των Λατίνων, δηλαδή των Ρωμαιοκαθολικών. Πολλοί Πατέρες, αλλά και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα συνέγραψαν έργα, με τα οποία ασκούσαν κριτική στις καινοτομίες των Δυτικών τόσο στο δόγμα όσο και στη λατρεία και στη διοίκηση. Το ότι η συνείδηση του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας του απέδωσε αυτό το σπάνιο προσωνύμιο, αυτό φανερώνει: α) την τιμή που απολάμβανε το πρόσωπο του Βασιλείου για τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας και εναντίον της αιρέσεως, β) το πόσο αξιόλογα θεωρούνταν τα κείμενά του. Προφανώς για όσο αυτά διατηρούνταν και ήταν γνωστά τα χειρόγραφά τους οι Ορθόδοξοι πρέπει να τα αντιμετώπιζαν με σεβασμό και να τα θεωρούσαν τόσο σημαντικά από πλευράς θεολογικών επιχειρημάτων εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών θέσεων, που επεφύλαξαν στον συντάκτη τους τον τιμητικό τίτλο ο «Λατινελέγκτης».

Άγνωστος είναι και ο χρόνος του θανάτου του, αν αυτός συνέβη προ ή μετά της Αλώσεως, με πιθανότερη εκδοχή, όπως ήδη αναφέραμε, να είχε αποβιώσει προ της Αλώσεως. Πάντως η Μονή Στουδίου κατά την Άλωση λεηλατήθηκε από τους Οθωμανούς και όσοι από τους μοναχούς της επέζησαν της σφαγής διασκορπίσθηκαν. Η Μονή ερημώθηκε και το 1481 μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Imrahor. Η λαίλαπα της καταστροφής, που ακολούθησε την Άλωση, ήταν ανείπωτη, η συμφορά ήταν τόσο μεγάλη, ο πόνος και η θλίψη ασήκωτη. Πολλά κείμενα, που θα μπορούσαν να μας δώσουν κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του Βασιλείου, καταστράφηκαν από τις τουρκικές βαρβαρότητες. Εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο Βασίλειος ο Στουδίτης, ο Λατινελέγκτης δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του Βασίλειο, επίσης μοναχό της Μονής Στουδίου και γνωστό υμνογράφο, ο οποίος όμως έζησε τον 9ο αιώνα25.

Αναφορά στον Βασίλειο Στουδίτη τον Λατινελέγκτη κάνει και ο Λέοντας Αλλάτιος. Ο Λέοντας Αλλάτιος (1587 -1669), Χίος στην καταγωγή, υπήρξε Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και ένας από τους σημαντικότερους λογίους της εποχής του. Το μεγαλύτερο μέρος του βίου του το έζησε στη Ρώμη. Το 1648 κυκλοφόρησε το έργο του «De Ecclesiae occidentalis atque orientalis perpetua consensione», δηλαδή Περί της διηνεκούς συμφωνίας της δυτικής και της ανατολικής Εκκλησίας. Σ’ αυτό προσπαθούσε με κάθε μέσο να πείσει τους αναγνώστες του, για το εξής ανήκουστο : ότι η Δύση δεν απομακρύνθηκε από τη θεολογία των Ανατολικών Πατέρων και δεν καινοτόμησε στα δόγματα και στη λατρεία. Διακηρύττει ότι οι Ανατολικοί Πατέρες πάντοτε συμφωνούσαν με όσα διδάσκει ο Παπισμός και συνεπώς οι Ορθόδοξοι διαφωνούν με τον Πάπα, γιατί δεν τους κατανοούν σωστά! Όπως παρατηρεί ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης: «Το σύγγραμμα αυτό του Αλλατίου, όπου μεροληπτικώς εξέθετε τα περί των ησυχαστικών ερίδων, εγένετο αιτία να διεγερθή περισσότερον το μίσος των Λατίνων εναντίον των σχισματικών Γραικών»26. Ο Λέων Αλλάτιος, αντλώντας από το αντιλατινικό έργο του ανωνύμου συγγραφέα, σε κάποιο σημείο τού γραμμένου στα Λατινικά συγγράμματός του αντιγράφει στα ελληνικά τμήμα του προαναφερθέντος αποσπάσματος για τον  Βασίλειο Στουδίτη27. Και αμέσως μετά σχολιάζει: «Λοιπόν θα έλεγα κάτι για αυτόν τον Βασίλειο, αν κάποιος μου έδινε αντίγραφα των χειρόγραφων κωδίκων του»28. Ο Αλλάτιος, με αρκετή δόση αλαζονείας, θεωρεί βέβαιο και εύκολο για εκείνον να ανασκευάσει δογματικά τα γραφόμενα του Βασιλείου Στουδίτου. Το μόνο πρόβλημά του είναι ότι δεν διαθέτει χειρόγραφα των κειμένων του Στουδίτη ιερομονάχου, προκείμενου να τα μελετήσει και να τα αναιρέσει. Επιφυλάσσεται όμως να το πράξει, μόλις κάποιος, που γνωρίζει που βρίσκονται αυτά, τον προμηθεύσει με αντίγραφά τους.

Η αναφορά αυτή του Αλλατίου μάς παρέχει έμμεσα δυο σημαντικές πληροφορίες. Αν ο Αλλάτιος, ο οποίος από τον Κωνσταντίνο Σάθα χαρακτηρίζεται ως «δριμύς της Ορθοδοξίας επικριτής», αλλά και εκ «των σοφοτέρων του ΙΖ΄ αιώνος, κριτικός, φιλόλογος, θεολόγος, αρχαιολόγος, γλωσσομαθής και ποιητής»29, αντιλαμβανόταν ότι οι συγγραφές του Βασιλείου του Στουδίτου ήταν κείμενα ανάξια λόγου, δεν θα έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον να τα προμηθευθεί και να ασχοληθεί μαζί τους. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Παρά τα προαναφερθέντα γραφόμενά του περί του Βασιλείου, με βάση τα αναφερόμενα από το «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων», αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για υλικό λίαν σοβαρό με αξιόλογο θεολογικό λόγο. Κείμενα, τα οποία, αν εξευρεθούν από την πλευρά των Ορθοδόξων και αξιοποιηθούν, θα τους βοηθήσουν στον αγώνα τους εναντίον των Λατίνων. Συνεπώς επιθυμεί πρώτος να ασχοληθεί μαζί τους, για να προσπαθήσει να αναιρέσει το περιεχόμενό τους. Η δεύτερη έμμεση πληροφορία είναι ότι ήδη το 1648 το σύνολο των κειμένων του Στουδίτου Θεολόγου ήταν ήδη άγνωστα. Δεν υπήρχε καμία απολύτως πληροφορία για το αν διασώζονται σε κάποια ιδιωτική ή εκκλησιαστική βιβλιοθήκη. Ο δε Λέων Αλλάτιος ήταν ο πλέον ειδήμων της εποχής του στο θέμα των χειρογράφων. Ο ίδιος, προκειμένου να πλουτίσει την προσωπική βιβλιοθήκη του και αργότερα την Βατικανή, της οποίας διετέλεσε Διευθυντής (1661 -1669), αναζητούσε συνεχώς να ανεύρει σπάνια χειρόγραφα, ιδίως ελληνικά. Ιδιαιτέρως ενδιαφερόταν για αγορά χειρογράφων από τη Χίο, καθώς το νησί της ιδιαίτερης πατρίδας του είχε πληθώρα από αυτά30.

Τον Βασίλειο τον Λατινελέγκτη αναφέρει και ο Γερμανός Προτεστάντης ιστορικός Johann Immanuel Müller31 στο έργο του «Studium coenobium Constantinopolitanum ex monumentis Byzantinis»32 το 1721. Ο Müller συμπεριλαμβάνει μεταξύ των σπουδαίων Αββάδων και μοναχών της Μονής Στουδίου τον Βασίλειο τον Λατινελέγκτη, «BASILIUS LATINELENCTA»33. Επαναλαμβάνει και αυτός τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Ανώνυμος συγγραφέας του «Περί της αρχής των Λατινικών αιρέσεων». Ο ίδιος προσθέτει ότι ο Βασίλειος «έλαμψε ιδιαίτερα στην εποχή της βασιλείας του Λέοντος του Σοφού»34. Δηλαδή ο Müller τον τοποθετεί χρονικά στα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, πιθανότατα γιατί τον συγχέει με τον προαναφερθέντα Βασίλειο Στουδίτη τον υμνογράφο που έζησε τον 9ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Müller αμέσως μετά από την εποχή του Βασιλείου υπάρχει συνταγμένο έργο από τον Νικήτα Στηθάτο σχεδόν με τα ίδια επιχειρήματα. Στο σημείο αυτό ο Γερμανός ιστορικός υιοθετεί την εξήγηση, που είχε δώσει παλαιότερα ο Λέοντας ο Αλλάτιος, δηλαδή ότι πρόκειται για τον ίδιο συγγραφέα και το ίδιο σύγγραμμα. Πράγματι ο Λέοντας ο Αλλάτιος στο Diatriba de Nicetis, που αφορά τον Νικήτα Στηθάτο, και απόσπασμά του έχει συμπεριληφθεί ως σημείωση στον τόμο 120 της Ελληνικής Πατρολογίας35, γράφει όσα επικαλείται ο Müller. Πιθανόν ο Αλλάτιος δεν βρήκε τα χειρόγραφα του Βασίλειου του Στουδίτη που αναζητούσε και θεώρησε ότι πρόκειται για λάθος από σύγχυση. Δηλαδή κατά τον Αλλάτιο και τον Müller, που τον ακολουθεί, ο ανώνυμος άκριτα απέδωσε έργο του Νικήτα Στηθάτου στον Βασίλειο.

Όμως μια τέτοια υπόθεση μάς φαίνεται απίθανη. Πέραν από το ότι Βασίλειος και Νικήτας υπήρξαν και οι δύο Στουδίτες, δεν υπάρχει άλλο στοιχείο που να συνηγορεί σε ταύτιση των δύο προσώπων. α) Δεν έχουν το ίδιο όνομα. Ο ένας ονομάζεται Βασίλειος και ο άλλος Νικήτας. β) Έζησαν σε διαφορετικές εποχές, ο Άγιος Νικήτας τον 11ο αιώνα και ο Βασίλειος στις αρχές του 15ου αιώνα. γ) Ο Άγιος Νικήτας ο Στηθάτος και τα αξιόλογα έργα του ήταν πολύ γνωστά, για να υπάρξει σύγχυση στους αντιγραφείς χειρογράφων και να τα αποδώσουν σε άλλο πρόσωπο. Ο Άγιος Νικήτας Στηθάτος (πιθ. 1014 – 1090) ασχολήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο με την κατάρτιση πραγματειών για την καταπολέμηση των Λατινικών καινοτομιών. Τα γνωστότερα αντιλατινικά του έργα είναι: «Κατά Λατίνων» και «Περί αζύμων και νηστείας, Σαββάτου και του γάμου των ιερέων». Οι πραγματείες του αυτές είχαν κατά τον καθηγητή Πατρολογίας Παναγιώτη Χρήστου «σοβαράν επίδρασιν εις την μετέπειτα κατά των Λατίνων πολεμικήν»36. Τα αντιλατινικά έργα του Νικήτα Στηθάτου «υπέστησαν επανειλημμένως διασκευάς, ούτως ώστε βάσει αυτών διεμορφώθησαν νέα έργα»37. Η ομοιότητα λοιπόν των έργων Στηθάτου  και Βασιλείου εξηγείται εύκολα, αν σκεφθούμε ότι ο λόγιος μοναχός Βασίλειος θα είχε μελετήσει τα προγενέστερα απ’ αυτόν έργα του Στηθάτου, και θα τα χρησιμοποίησε ως πηγές προτού συντάξει τα δικά του επιστολικά κείμενα.

            Αυτά λοιπόν τα λίγα που μπορέσαμε να συλλέξουμε και να παραθέσουμε εδώ, τα αφιερώνουμε ως ταπεινό φόρο τιμής στον ιερομόναχο Βασίλειο Στουδίτη, τον υπερασπιστή της Ορθοδόξου πίστεως, τον δικαίως επικληθέντα «Λατινελέγκτη».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η Μονή Στουδίου υπήρξε από τις γνωστότερες Μονές της Βυζαντινής Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, και βρισκόταν κτισμένη στον Ξηρόλοφο, τον έβδομο λόφο της Κωνσταντινουπόλεως. Ιδρύθηκε πριν το 454 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου Α΄, από ένα Συγκλητικό, ονόματι Στούδιο, και γι’ αυτό ονομάσθηκε και Μονή Στουδίου.  Σ’ αυτήν εγκαταστάθηκε μια αδελφότητα μοναχών, που ονομάσθηκαν ακοίμητοι, καθώς η λατρεία στη μεγαλόπρεπη τρίκλιτη βασιλική της Μονής τελούνταν αδιάλειπτα νυχθημερόν. Στη Μονή φυλάσσονταν πολλά ιερά λείψανα, μεταξύ των οποίων οι κάρες : α) του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, β) του Αγίου Ζαχαρία, δηλαδή του πατέρα του Προδρόμου, και γ) του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Η Μονή διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου, ιδίως κατά την περίοδο της Εικονομαχίας. Μετά το 1204 και κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η Μονή λεηλατήθηκε και οι μοναχοί της, λόγω του Ορθοδόξου φρονήματός τους εκδιώχθηκαν. Ανασυστήθηκε το 1294 από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αδελφό του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β ΄, και συνέχισε αδιάλειπτα να λειτουργεί  μέχρι και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, οπότε και διαλύθηκε βίαια από τους Οθωμανούς.

2. Γεδεών Μανουήλ, Πατριαρχικοί πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885 – 1890, σελ.441.

3. Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχιμ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.94.

4. Ο Πέτρος Γ΄, Πατριάρχης Αντιοχείας (1052 – 1056), απέστειλε επιστολές προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον Πάπα Λέοντα Θ΄ και άλλες προσωπικότητες, όπως τον Δομήνικο Αρχιεπίσκοπο Βενετίας. Σ’ αυτές εξέφραζε διαλλακτικές απόψεις όσον αφορά τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Ως σημαντική διαφορά θεωρούσε την προσθήκη του Fillioque στο Σύμβολο της Πίστεως, και τα άζυμα, ενώ «έβρισκε ανάξιας λόγου τας διαφοράς εις τα έθιμα». Βλέπε Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ. 373. Για τα κείμενα των επιστολών του Πατριάρχου Πέτρου βλέπε στο έργο του Αγίου Νεκταρίου, Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήναι 1912, τ. Β΄ , σελ. 45 – 57 και 64 – 73.

5. Ο Νικόλαος, επίσκοπος Μεθώνης, (πιθ. 1100 – + 1165) υπήρξε κατά τον καθηγητή Πατρολογίας Παναγιώτη Χρήστου «ο πολυμερέστερος και εις των σπουδαιοτέρων θεολόγων του αιώνος τούτου». Βλέπε Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Β΄, σελ. 29.  «Υπήρξε πολέμιος των Λατίνων». Βλέπε Γριτσόπουλου Τάσου, Νικόλαος, επίσκοπος Μεθώνης, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966, τ.9, στ.527. Κοντά σε άλλα έργα έγραψε και το «Κεφαλαιώδεις έλεγχοι», που αποτελούσε σύγγραμμα κατά της διδασκαλίας των Λατίνων περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.

 6. Ο Δομήνικος, Αρχιεπίσκοπος Βενετίας, αποκαλούσε τον εαυτό του Πατριάρχη Γρανδέσης και Ακυλίας. Βλέπε Αγίου Νεκταρίου, Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήναι 1912, τ. Β΄, σελ. 42.

7. Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχιμ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.94.

8. Αυτόθι, σελ.94.

9. Αυτόθι, σελ.94.

10. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, Αθήνα 1989, σελ.229.

11. Σύμφωνα με την Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα ο Βασίλειος Στουδίτης τοποθετείται χρονικά στον 14ο αιώνα. Στο μόλις όμως τριών γραμμών λήμμα δεν δίνεται κάποια επιπλέον πληροφορία για τον χρονικό αυτό προσδιορισμό. Ίσως να αναφέρεται στη γέννησή του, η οποία βεβαίως πρέπει να τοποθετηθεί στον 14ο αιώνα. Βλέπε Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, Αθήνα 1996, τ.13, σελ.343.

12. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή των Ρωμαιοκαθολικών ξεκινάει  με την Τετάρτη των Τεφρών. Τότε οι ιερείς τους, αλείφουν στο μέτωπο ή στο κεφάλι των πιστών λίγη τέφρα. Αυτή συμβολίζει τη σκόνη που θα γίνουν οι άνθρωποι μετά θάνατον και αποτελεί κάλεσμα προς μετάνοια.

13. Αγίου Νεκταρίου, Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήναι 1912, τ. Β΄ , σελ. 245.

14. Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχιμ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.94.

15. Αυτόθι, σελ.94.

16. Αυτόθι, σελ.94.

17. Αυτόθι, σελ.94.

18. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄, Εις την Πεντηκοστήν.

19. Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχιμ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.94.

20. Ζήση Θεοδώρου πρωτοπρ., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος – συγγράμματα – διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 88.

21. Ζήση Θεοδώρου πρωτοπρ., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος – συγγράμματα – διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 38.

22. PG 32,892.

23. Αγίου Νεκταρίου, Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήναι 1912, τ. Α΄ , σελ. 207 – 208.

24. Δημητρακοπούλου Ανδρονίκου Αρχιμ., Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών, Λειψία 1872, σελ.94.

25. Αθανασίου Δημητρίου πρωτοπρ., Οι υμνογράφοι του Τριωδίου, άρθρο αναρτημένο στην ιστοσελίδα Θησαυρός γνώσεως και ευσεβείας – Πνευματικά θησαυρίσματα, στις 24 /2/2015, Τρεμπέλα Παναγιώτου, Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνογραφίας, Αθήναι 1978, σελ. 287 και 345, και Κρουμβάχερ Καρλ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, Αθήναι 1900, τ. Β΄, τεύχος 1ον, σελ.564.

26. Ζήση Θεοδώρου πρωτοπρ., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος – συγγράμματα – διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 41.

27. Allatii Leonis, De Ecclesiae occidentalis atque orientalis perpetua consensione libri tres…, Coloniae Agrippinae 1648, p. 624, και PG 120, 847 -848.

28. Allatii Leonis, De Ecclesiae occidentalis atque orientalis perpetua consensione libri tres…, Coloniae Agrippinae 1648, p. 624.

29. Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, Αθήναι 1868, σελ. 270.

30. Βοξάκη Βασιλείου, Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στην Χίο από την έναρξη της Τουρκοκρατίας το 1566 έως την περίοδο 1822 – 1828, άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο «ΑΚΤΙΝΕΣ» στις 13 Απριλίου 2021( Α΄ μέρος), 19 Απριλίου 2021( Β΄ μέρος), και 24  Απριλίου 2021 ( Γ΄ μέρος).

31. Ο Johann Immanuelller (1691 – 1722) ήταν Γερμανός Προτεστάντης ιεροκήρυκας, ιστορικός και επιμελητής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Λειψίας.

32. Müller Johann Immanuel, Studium coenobium Constantinopolitanum ex monumentis Byzantinis, Lipsiae 1721.

33. Müller Johann Immanuel, Studium coenobium Constantinopolitanum ex monumentis Byzantinis, Lipsiae 1721, p. 62 - 63.

34. Αυτόθι, p. 62.

35. PG 120, 847 -848.

36. Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ. 369.

37. Χρήστου Παναγιώτου, Νικήτας Στηθάτος, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966, τ.9, στ.468 – 469.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου