18 Απρ 2022

Οι ποιητές για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄

 

Οι ποιητές* για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

            Η με απαγχονισμό εκτέλεση από τους δυνάστες Οθωμανούς του εθνοϊερόμαρτυρα Αγίου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Γρηγορίου Ε΄, την ημέρα του Πάσχα του 1821, συντάραξε τις συνειδήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Αυτό το συναίσθημα απαθανάτισαν ποιητές της εποχής εκείνης, ή αργότερα, το 1871 και το 1872, με  την ανακομιδή των λειψάνων του από την Οδησσό στην Αθήνα και την αποκάλυψη ανδριάντα του στην πρωτεύουσα της Ελλάδας.

            Τον Μάιο του 1823 και σε διάστημα ενός μηνός ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο στην Ελευθερία», τον Εθνικό μας Ύμνο. Σε αυτόν γράφει (Σε παρένθεση ο αριθμός του στίχου):

«Όλοι κλαύστε, αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς. Κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος ωσάν νάτανε φονιάς (135). Έχει ολάνοικτο το στόμα π’ ώρες πρώτα είχε γευθή τ’ Άγιον Σώμα, λες πως θε να ξαναβγή (136). Η κατάρα που είχε αφήσει λίγο πριν να αδικηθή εις οποίον δεν πολεμήση και ημπορεί να πολεμή (137)...Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό, που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να ΄κδικηθώ» (154).

            Ο Σολωμός και εις το λυρικό ποίημά του «Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάϊρον», το οποίο συνέθεσε το 1825, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Άγγλου φιλέλληνα ποιητή, γράφει: « Όλοι εκείνοι οι πολεμάρχοι περιζώνουνε πυκνοί την ψυχή του Πατριάρχη, που τον πόλεμο ευλογεί». (56).

            Ο επτανήσιος ποιητής Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883) το 1856 εξέδωσε την «Ωδή στον πατριάρχην Γρηγόριον». Γράφει:

            «Ένα καράβι καρτερεί, άπλωσε τα πανιά σου. Δέησες και θρήνοι και ψαλμοί! Το ξόδι κατεβαίνει. Σηκώσου σα βασίλισσα, Ελλάδα, αναστημένη, και δέξου στες αγκάλες σου τον πρωτομάρτυρά σου....

            Στο δαφνοστόλιστο Ναόν ο Πατριάρχης μπαίνει. Μύριες ολότρεμες καρδιές χτυπούν ολόγυρά του. Γαλήνη της παράδεισος λάμπει στα βλέμματά του, κι ως ηγεμόνας νικητής στο θρόνο του ανεβαίνει.

            “Χριστός ανέστη” ξεφωνεί και την πνοή γρικάει, του μαρτυρίου που προχωρεί... τι θόρυβος μακρία; Φονιάδες άμετροι με μιας ορμούν στην Εκκλησία, που όλη βλαστήμιες και κραυγές και χτύπους αντηχάει.

            Επάνω σου, γενναία ψυχή, ρίχνεται τάγριο πλήθος, αστράφτουν αιματόβρεχτα γύρω σου τα μαχαίρια, και εσύ προσφέρεις γαληνός εις τα δεσμά τα χέρια, και δεν σου φεύγει ένα κρυφό παράπονο απ’ το στήθος.

            Ψάνηθε (από ψηλά) άγγελος Θεού σαν αστραψιά πετιέται και τ’ αερόπλαστα φτερά επανωθέ σου απλώνει, γέρνει σ’ εσέ κι αόρατος την κεφαλή σου ζώνει με μιαν αχτίνα ολόλαμπρη οπού ποτέ δε σβιέται.

            Εσύ είδες το χρυσόφτερο και πριν τον κόσμο αφήσης τάγρια θεριά λυπήθηκες τα αιματοβαμμένα, οπού σε πέρναν στην σφαγή, κι αν τότε αλυσωμένα δεν ήτανε τα χέρια σου, τ’ άσκωνες (σήκωνες) να ευλογήσης.....

            Πέλαο και γη Σε χαιρετούν, πατέρα κι ευεργέτη. Για ιδές, η Ελλάδα σύσσωμη κλίνει το γόνυ εμπρός σου, και χύνει δάκρυα θλιβερά στο νεκροκρέββατό σου. Ναι, το μαρτύριο ενίκησε. Ω! ασκώσου (σηκώσου) ευλόγησέ τη».

            Ο Περικλής Καλαθάκης, για τον οποίο δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία, το 1885 εξέδωσε επικό ποίημα που το ονόμασε «Ωδή εις την ανακομιδήν των λειψάνων του απαγχονισθέντος πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄». Γράφει:

            «...Τίνος Έλληνος, όταν εφάνη την μεσίστιον φέρον σημαίαν, οφθαλμός δεν εξέχυσε δάκρυ εις την  του μάρτυρος πένθιμον θέαν; Τα νερά του Βοσπόρου χαράσσει (το πλοίο το φέρον το λείψανο του Πατριάρχη περνώντας από την Κωνσταντινούπολη), πριν εμβή σ’ την καλήν Προποντίδα. Στον Κεράτιο αίφνης η πρώρα Βυζαντίου εστράφη, την είδα. Ως να έλεγ’ εκεί ο Εθνομάρτυς στην αγχόνην των Τούρκων ανέβην. Εμπαιγμός αλλοφύλων εσύρθην, ενθυμούμαι ακόμη την χλεύην.

Κατευθύνεται όπου Ελλήνων τα ηρώα υψούνται μνημεία, πρυτανεύων αυτός θα στολίζη αθανάτων ανδρών μαυσωλεία».

            Στις 25 Μαρτίου 1872 τελέστηκαν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ μπροστά στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρόντες ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όλες οι Πολιτικές, Στρατιωτικές  και Εκκλησιαστικές Αρχές και μέγα πλήθος λαού. Σε αυτή την ομήγυρη ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απάγγειλε το αποτελούμενο από 146 στίχους ποίημα που έγραψε για την περίπτωση.

            Στην αρχή ο ποιητής διεγείρει τις ψυχές των Ελλήνων με τα ερωτήματά του:

            «Πώς μας θωρείς ακίνητος; Πού τρέχει ο λογισμός σου; Τα φτερωτά σου όνειρα; Γιατί στο μέτωπό σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες μ’ όσες μας δίδει η όψη σου παρηγοριά κ’ ελπίδες; Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη, πατέρα, ένα χαμόγελο; Γιατί να μη σπαράζη μέσα στα στήθη σου η καρδιά και πώς στο βλέφαρό σου ούτ’  ένα δάκρυ επρόβαλε ούτ’ έλαμψε το φως σου;...

            Και συνεχίζει με πατριωτικό και θρησκευτικό παλμό:

«Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο, τ’ ανάστησε η αγάπη μας, κ’ εδώ μαρμαρωμένο  θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο, κ’ αιώνιο θε να ζήσει νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση...Πενήντα χρόνοι επέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!...Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκιές, πατέρα, πετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι...Για μας...και μόνο μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει...

Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο, σκοτίδιασε τον ουρανό με τα πλατιά φτερά του και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του ερρέκαξε (εφώναξε) κι εβρόντησε: “Χτυπάτε πολεμάρχοι!...Απ’ άκρη σ΄ άκρη ο χαλασμός...Κρεμούν τον Πατριάρχη!”...»

Το τέλος του ποιήματος είναι εξίσου συνταρακτικό:

«Τι θέλεις, Γέροντ’, από μας; Δε νιώθεις μια ματιά σου πόσες θα εφλόγιζε καρδιές, κι από τα σωθικά σου πόση θα εβλάστανε ζωή; Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;...Δε φέγγει μες στο μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;

Το μάρμαρο έμεινε βουβό...Και θα μείνει ακόμα  ποιος ξέρει ως πότε αμίλητο το νεκρικό του στόμα...Κοιμάται κι ονειρεύεται... Και τότε θα ξυπνήσει, όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα βροντήσει το φοβερό μας κήρυγμα: “Χτυπάτε Πολεμάρχοι!...Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!”».

Το τέλος της απαγγελίας από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη καλύφθηκε από τις επευφημίες του συγκεντρωμένου πλήθους. Ο Άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄  ήταν και παραμένει στις ψυχές των Ελλήνων   ο πρωτομάρτυρας της Ελληνικής Επανάστασης.-              

*Τα στοιχεία έχουν παρθεί από τον Τόμο – Ανθολογία «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά – Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση» τον οποίο εξέδωσαν η Τράπεζα Πειραιώς και το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος. Χρησιμοποιήθηκε επίσης το βιβλίο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου «Γρηγόριος Ε΄, ο Εθνάρχης της οδύνης» (Έκδ. Αποστολικής Διακονίας).   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου