22 Φεβ 2022

Άγιος Μαρκιανός. Ένας σθεναρός υπερασπιστής της Ορθοδοξίας στον Βυζαντινό θρόνο.

%ce%86%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%9c%ce%b1%cf%81%ce%ba%ce%b9%ce%b1%ce%bd%cf%8c%cf%82-10-%ce%99%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%85%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%bf%cf%85-1

                                              Άγιος Μαρκιανός.

Ένας σθεναρός υπερασπιστής της Ορθοδοξίας στον Βυζαντινό θρόνο.

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

            Ανάμεσα στους ογδόντα επτά αυτοκράτορες της ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και σχεδόν τις άλλες τόσες αυτοκράτειρες υπήρξαν αρκετοί που δεν καταχράσθηκαν την εξουσία που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός και δεν υποδουλώθηκαν στις εγκόσμιες απολαύσεις. Αντιμετώπισαν το αξίωμά τους ως έργο διακονίας προς χάριν των συνανθρώπων τους και προς δόξαν Κυρίου και της Εκκλησίας Του. Κατανόησαν και βίωσαν τον λόγο του Κυρίου: «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος»1. Δεν υπήρξαν πάντοτε άμεμπτοι ούτε φυσικά αλάθητοι. Συνέβησαν πτώσεις και χύθηκαν γι’ αυτές αμέτρητα δάκρυα μετάνοιας. Σ’ αυτούς όμως υπήρξε και προσευχή, νηστεία, λατρευτική ζωή, καλλιέργεια αρετών και καρποφορία αγαθών έργων, υγιής πίστη, ορθόδοξο φρόνημα και πνευματική άνοδος. Όσοι από αυτούς ανέβηκαν υψηλότερα στην πνευματική κλίμακα των αρετών αξιώθηκαν ενός απείρως σημαντικότερου από το στέμμα του κόσμου τούτου, τον «στέφανο» της αγιότητος. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός (350 – 457).

Στις 20 Ιουλίου του 450 ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Β΄ βρήκε τον θάνατο. Δυο ημέρες πρωτύτερα, σε ατύχημα κατά τη διάρκεια κυνηγιού, έπεσε από το άλογό του και τραυματίσθηκε βαρύτατα2. Καθώς ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο3, η νόμιμη διάδοχος του θρόνου υπήρξε  η Αγία Πουλχερία, η κατά δυο έτη μεγαλύτερη αδελφή του. Ήδη από το 414, με τη σύμφωνη γνώμη του αδελφού της Θεοδοσίου αναδείχθηκε Αυγούστα, και για όλα αυτά τα έτη υπήρξε ο ουσιαστικός κυβερνήτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που χάρη στη σώφρονα διοίκησή της γνώρισε ημέρες ακμής. Όμως οι αιρετικοί Νεστοριανοί, λόγω του ακραιφνούς Ορθοδόξου φρονήματός της, την μισούσαν και με συκοφαντίες επέτυχαν να την απομακρύνουν από τη συγκυβέρνηση του κράτους. Η Πουλχερία αποσύρθηκε για τρία έτη στην έπαυλή της, διάστημα κατά το οποίο δημιουργήθηκαν προβλήματα στη διακυβέρνηση του κράτους, αλλά και εντάθηκε ο πόλεμος των αιρετικών προς την Εκκλησία. Όμως είχε επανέλθει στα καθήκοντα σχεδόν δέκα έτη προτού συμβεί ο θάνατος του αδελφού της.

Η Αγία Πουλχερία τότε ήταν πενήντα δύο ετών και ήδη είχε αποδείξει ότι μπορεί να κυβερνήσει συνετά την αυτοκρατορία, αφού σχεδόν όλες οι ορθές ενέργειες που είχαν γίνει επί της βασιλείας του αδελφού της οφείλονταν σε δικές της συμβουλές και πρωτοβουλίες. Όμως αφ’ ενός κατανοούσε ότι θα ήταν δύσκολα αποδεκτό στην εποχή της να ηγείται αυτοκρατορίας μια γυναίκα και αφ’ ετέρου έχοντας επίγνωση του τρομερού φόρτου εργασίας και των δυσχερειών που περιέκλειε η συνετή ενάσκηση της διοικήσεως ενός τεράστιου κράτους, πείσθηκε ότι πρέπει να εξεύρει ένα συμπαραστάτη στο έργο αυτό. Η επιτυχής επιλογή συζύγου από μόνη της ήταν ένα δυσχερές έργο και μάλιστα μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του χρόνου που έτρεχε. Το ζήτημα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο, διότι η Αγία Πουλχερία είχε υποσχεθεί από τη νεανική της ηλικία στον Θεό να μείνει σε όλη την ζωή της «αείπαις», δηλαδή  παρθένος. Ζούσε στα Ανάκτορα σαν μοναχή, φορώντας πάντοτε την μοναχική καλύπτρα. Προσευχόταν, έψαλλε, διάβαζε εκκλησιαστικά βιβλία και νήστευε, αποφεύγοντας κάθε πολυτέλεια και κοσμική εκδήλωση. Μέτα από πολλή περίσκεψη και φωτισμό του Θεού επέλεξε τον ευλαβέστατο και συνετό συγκλητικό Μαρκιανό. Κάλεσε  στα ανάκτορα τον εξηντάχρονο Μαρκιανό και του ανακοίνωσε ότι τον επέλεξε μεταξύ των Συγκλητικών ως τον πιο ενάρετο. Θα του παρέδιδε τον θρόνο, «ίνα αυτός διοική την βασιλείαν καλώς»4 με τον όρο να σεβαστεί το τάμα της. Εκείνος συμφώνησε, γιατί ήταν το ίδιο θεοσεβής με αυτήν. Με την παρουσία και τη σύμφωνη γνώμη  του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ανατολίου, και της Συγκλήτου, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας ο Μαρκιανός.

 Ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής στη Χρονογραφία του εξιστορεί τα παραπάνω ως εξής: «ἡ δὲ μακαρία Πουλχερία, μήπω τινὶ τῆς τοῦ βασιλέως τελευτῆς γνωσθείσης, μεταστειλαμένη Μαρκιανόν, ἄνδρα ἐν σωφροσύνῃ καὶ σεμνότητι διαπρέποντα γέροντά τε ὄντα καὶ ἱκανώτατον, λέγει πρὸς αὐτόν· "ἐπειδὴ ὁ βασιλεὺς ἐτελεύτησεν, ἐγὼ δέ σε ἐξελεξάμην ἐκ πάσης τῆς συγκλήτου, ὡς ἐνάρετον, δός μοι λόγον, ὅτι φυλάττεις τὴν παρθενίαν μου, ἣν τῷ θεῷ ἀνεθέμην, καὶ ἀναγορεύω σε βασιλέα." τοῦ δὲ συνθεμένου τοῦτο, μεταστέλλεται τὸν πατριάρχην καὶ τὴν σύγκλητον καὶ ἀναγορεύει αὐτὸν βασιλέα Ῥωμαίων»5.

Ποιος όμως ήταν ο Μαρκιανός; Γεννήθηκε περίπου το 390, ή κατά άλλους το 392, από γονείς άσημους και πτωχούς. Ιδιαίτερη πατρίδα του, κατά τον Ευάγριο τον Σχολαστικό, ήταν η  Θράκη6. Αποφασισμένος να ακολουθήσει το επάγγελμα του στρατιωτικού, ήλθε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας7. Έγινε αξιωματικός του Βυζαντινού στρατού. Προκειμένου να συμμετέχει σε πόλεμο ενάντια στους Πέρσες ταξίδευσε από την Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Στην περιοχή της Λυκίας, στην πόλη Σιδήμα έτυχε να αρρωστήσει και φιλοξενήθηκε μέχρι να αναρρώσει από δύο αδέλφια τον Ιούλιο και τον Τατιανό. Μια ημέρα που βγήκαν για κυνήγι τα δύο αδέλφια, επειδή ο Μαρκιανός  ήταν καλύτερα, τον πήραν μαζί τους. Το μεσημέρι, καθώς ήταν κουρασμένοι, κοιμήθηκαν έξω στο ύπαιθρο. Ο Τατιανός που ξύπνησε πρώτος είδε να πετάει πάνω από τον κοιμώμενο Μαρκιανό ένας μεγάλος αετός και να του κάνει σκιά με τα ανοικτά φτερά του. Και τα δυο αδέλφια το θεώρησαν θεόσταλτο σημάδι ότι μια ήμερα θα γίνει βασιλιάς. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με χρήματα που του έδωσαν ο Ιούλιος και ο Τατιανός, επειδή ο ίδιος δεν είχε. Του είπαν μάλιστα όταν έφευγε : «πορεύου ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μέμνησο ἡμῶν, ὅταν ὁ Θεός σε ὑψώσῃ»8. Στη Βασιλεύουσα  σύντομα κέρδισε την εμπιστοσύνη του στρατηγού Άσπαρ, αρχηγού του Βυζαντινού στρατού, και υπήρξε δομέστικός του για δεκαπέντε χρόνια. Συμμετείχε στην εκστρατεία του Άσπαρ εναντίον των Βανδάλων της Αφρικής, όπου αιχμαλωτίσθηκε. Ο βασιλιάς των Βανδάλων, Γιζέριχος, που παρατηρούσε τους αιχμαλωτισθέντες ένα μεσημέρι πρόσεξε έναν αετό να πετάει πάνω από τον κοιμώμενο Μαρκιανό και να του κάνει σκιά με τα φτερά του. Ο Γιζέριχος το χαρακτήρισε θείο σημάδι και δεν θέλησε να σκοτώσει τον Μαρκιανό, αφού είπε ότι τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει την απόφαση του Θεού. Πεπεισμένος ότι κάποτε ο αξιωματικός αυτός θα γίνει βασιλεύς του Βυζαντίου, του έβαλε ως όρο για να τον απελευθερώσει να του ορκισθεί ότι τότε δεν θα πολεμήσει τους  Βανδάλους9. Ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής, που αφηγείται τα δυο αυτά περιστατικά με τον αετό που σκίαζε τον Μαρκιανό τα ερμηνεύει ως επιθυμία του Θεού να ανέλθει στο θρόνο ο Μαρκιανός : « Μαρκιανὸς ὁ εὐσεβὴς θείᾳ ψήφῳ αὐτοκράτωρ ἀναδειχθεὶς…. ἄξιον δέ ἐστι καὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς τοῦ θεοῦ εἰς Μαρκιανὸν τὸν βασιλέα ἐκλογὴν σημᾶναι»10.

Κατά τον διακεκριμένο Ρώσο βυζαντινολόγο Alexander Vasiliev: «Ο Μαρκιανός ήταν ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρων στρατιώτης»11. Ο επίσης  Ρώσος  βυζαντινολόγος Georg Ostrogorsky συμφωνώντας τον χαρακτηρίζει ως ο «ικανός αξιωματικός Μαρκιανός»12. Αργότερα ανήλθε στο αξίωμα του Συγκλητικού και διακρινόταν για την σύνεση, το σθένος, αλλά και το ήθος του. Ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής στη Χρονογραφία του χαρακτηρίζει τον Μαρκιανό ως: « ἄνδρα ἐν σωφροσύνῃ καὶ σεμνότητι διαπρέποντα …..ἱκανώτατον»13. Ο Μαρκιανός  το 450 ήταν ήδη χήρος εδώ και πολλά έτη, με μία κόρη την Ευφημία, την οποία υιοθέτησε η Πουλχερία14.

Ο γάμος Μαρκιανού και Πουλχερίας έγινε στις 25 Αυγούστου 450 και την ίδια ημέρα ο Μαρκιανός αναγορεύθηκε Αυτοκράτορας. Σύμφωνα με όσα γράφει στις αρχές του 11ου αιώνα στην Χρονογραφία του ο Λέοντας ο Γραμματικός : «Μαρκιανός εβασίλευσεν … στεφθείς υπό Ανατολίου του Πατριάρχου»15. Το ίδιο αναφέρει και ο Άγιος Θεοφάνης στην Χρονογραφία του16. Μέχρι τότε οι προκάτοχοί του Μαρκιανού στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αν και ήταν όλοι τους Χριστιανοί – πλην του Ιουλιανού του Παραβάτη – στέφονταν κατά το τυπικό της Ρωμαϊκής παραδόσεως. Λάμβαναν το στέμμα από έναν ανώτατο αξιωματούχο, πολιτικό ή στρατιωτικό, και κατόπιν ανυψώνονταν πάνω σε μια μεγάλη ασπίδα που σήκωναν στρατιώτες. Τώρα η αλλαγή αυτή ερχόταν να τονίσει τη μεγάλη σημασία που είχε η χριστιανική πίστη στη Βυζαντινή κοινωνία. Η στέψη μεταβλήθηκε σε μια Εκκλησιαστική ακολουθία, προκειμένου να λάβει ο νέος ηγεμόνας τη θεία ευλογία, στοιχείο απαραίτητο για να κυβερνήσει δίκαια και με αρετή. Κατά τον Ακαδημαϊκό Αλέξανδρο Διομήδη : « Η προέχουσα σημασία της εκκλησιαστικής στέψεως οφείλεται εις την βαθείαν πίστιν επί την θείαν καταγωγήν της αυτοκρατορικής εξουσίας»17.

Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος συνοπτικά παρουσιάζοντας τη βασιλεία του Μαρκιανού γράφει : «έγινε δε αυτός βασιλεύς και ήν προς πάντας καλός, και την Εκκλησίαν από τους αιρετικούς εκάθηρε, και μάλιστα τους Ευτυχιανούς, τότε φυτρώσαντας»18. Ο Μαρκιανός παρέλαβε από τον προηγούμενο αυτοκράτορα μία κατάσταση στα εκκλησιαστικά ζητήματα περιπεπλεγμένη και οδυνηρή για την Εκκλησία, αλλά και επικίνδυνη για το κράτος. Ο Θεοδόσιος Β΄, αν και ευσεβής και άνθρωπος καλών προθέσεων, ήταν όμως ταυτόχρονα χαρακτήρας αδύναμος και σχετικά άβουλος, που εύκολα επηρεαζόταν από άτομα κακών προθέσεων. Δυστυχώς, παρά τις συμβουλές της αδελφής του, Πουλχερίας, αρχικά υποστήριξε τον αιρετικό Νεστόριο. Ο Νεστόριος είχε εκλεγεί Πατριάρχης το 428 με τη μεσολάβηση του Θεοδοσίου. Με τις κολακείες του ο αιρεσιάρχης αυτός κατάφερνε να διατηρεί συνεχώς την εύνοια του αυτοκράτορα και να τον επηρεάζει υπέρ του. Κατόπιν κάτω από την επιρροή του πρωθυπουργού Χρυσαφίου, ο οποίος υπήρξε φανατικός υποστηρικτής του Μονοφυσιτισμού, προστάτευσε την αίρεση του Ευτυχούς. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας Βλάσιος Φειδάς: «Ούτως η μυωπική θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου οδήγησε τον βυζαντινόν βίον εις έντασιν και παρεκώλυσε την Εκκλησίαν να λύση μόνη τα εσωτερικά αυτής προβλήματα»19. Όπως διαπιστώνει ο Ρώσος βυζαντινολόγος Alexander Vasiliev : «Οι Μονοφυσίται είχαν θριαμβεύσει, αλλ’ ο Μαρκιανός εκτιμώντας τις αποφάσεις των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, δεν μπορούσε ν’ ανεχθή αυτόν τον θρίαμβο και το 451, συνεκάλεσε, στην Χαλκηδόνα, την τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απέβη πολύ σημαντική για την μετέπειτα ιστορία»20.

Οι φιλοορθόδοξοι, και ευλαβείς νέοι αυτοκράτορες και Άγιοι, Μαρκιανός και Πουλχερία, αντιλήφθηκαν ότι επιβαλλόταν άμεσα η σύγκληση μίας Οικουμενικής Συνόδου, προκειμένου να αφεθεί η Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι να οριοθετήσει και να εκφράσει διαμέσου των δογμάτων την Θεόσδοτη αποκεκαλυμμένη αλήθεια και να την περιχαρακώσει έναντι του ψεύδους και της πλάνης των αιρετικών. Ο Μαρκιανός ως αυτοκράτορας είχε την ευθύνη και το δικαίωμα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έπειτα επικράτησε τις Οικουμενικές Συνόδους να τις συγκαλεί ο αυτοκράτορας ύστερα από σύσταση της Εκκλησίας. Για να γίνει αυτό πληρέστερα κατανοητό παραθέτουμε τον σχολιασμό του αείμνηστου καθηγητή δογματικής Ιωάννη Καρμίρη: «Οι ως προστάτας και φρουρούς της χριστιανικής πίστεως υπολαμβάνοντες εαυτούς ευσεβείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου διετήρουν το αποκλειστικόν δικαίωμα της, μετ’ αίτησιν εκκλησιαστικήν, συγκλήσεως των Οικουμενικών Συνόδων, της κηρύξεως του πέρατος των εργασιών ή της αναβολής αυτών, ως και της κυρώσεως των αποφάσεων αυτών ή εν αυταίς ταις Συνόδοις ή δι’ ιδιαιτέρων διαταγμάτων, ίνα ούτω προσκτήσωνται ισχύν νόμου εν τω Κράτει»21.

Ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός με επιστολή του στον επίσκοπο Ρώμης Λέοντα Α΄ τον ενημέρωσε για την πρόθεσή του να συγκαλέσει Σύνοδο στην Ανατολή και όχι στη Δύση, όπως είχε επί Θεοδοσίου Β΄ προτείνει ο Πάπας. Ο Λέων με επιστολή του προς τον Μαρκιανό ζήτησε αναβολή της Συνόδου. Όπως είχε επισημάνει ο καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων Ιωάννης Καλογήρου, ο Πάπας Λέων Α΄ αφενός πίστευε ότι η απλή αποδοχή της δογματικής επιστολής που είχε αποστείλει στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό μπορούσε να λυθεί το ζήτημα της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού. Αφετέρου φοβόταν για την επικείμενη επιδρομή των Ούννων στην Ιταλία και γι’ αυτούς τους δύο λόγους δεν έκρινε σκόπιμη τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου22.

                   Στις 17 ή  κατά άλλους στις 23 Μαΐου του 451 με εγκύκλιο επιστολή του προς τους επισκόπους ο Μαρκιανός ανακοίνωσε τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας, η οποία θα ξεκινούσε τις εργασίες της την 1η Σεπτεμβρίου. Στο κείμενο της επιστολής του αναφέρει ως αφορμή για την συγκρότηση Οικουμενικής Συνόδου «αμφιβολίας τινάς περί την ορθόδοξον θρησκείαν», ενώ ως σκοπούς την απομάκρυνση όσων «διετάραξαν» την Εκκλησία καθώς και την παντοτινή διατύπωση της «αληθούς πίστεως»23. Σε άλλο σημείο της  επιστολής του επεξηγεί ότι ένας ακόμη λόγος που τον ώθησε να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ήταν και η διαπίστωση ότι όταν τα εκκλησιαστικά ζητήματα βρίσκονται σε ηρεμία, τότε και το κράτος μπορεί να ειρηνεύσει και να προοδεύσει. Με την επιστολή του αυτή προσκαλούσε όλους τους επισκόπους να προσέλθουν στη Νίκαια. Το ενδιαφέρον του μάλιστα για την όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση της Συνόδου έφθασε μέχρι του να διευκρινίζει ότι ο κάθε επίσκοπος μπορούσε να συνοδεύεται από εκείνα τα μέλη της τοπικής του Εκκλησίας που επιθυμούσε να έχει κοντά του ως συμβούλους και βοηθούς, είτε αυτοί ήταν πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί είτε και λαϊκοί.  Η ανταπόκριση ήταν άμεση και περίπου πεντακόσιοι επίσκοποι είχαν ήδη συγκεντρωθεί στη Νίκαια από το καλοκαίρι του 451 24.

Σύντομα ο Πάπας αντιλαμβανόμενος την αποφασιστικότητα του Μαρκιανού στο ζήτημα αυτό, δηλαδή να αφεθεί η Εκκλησία να θεραπεύσει γοργά με τα πνευματικά της μέσα την χαλεπή κατάσταση που είχε δημιουργήσει η ψευδοσύνοδος της Εφέσου του 449 – γνωστή και ως ληστρική Σύνοδος – τελικά υποχώρησε. Έτσι με επιστολή του στις 26 Ιουνίου του 451 αποδέχθηκε τη συμμετοχή του στη Σύνοδο, δηλώνοντας όμως ότι ο ίδιος δεν θα μεταβεί στην Ανατολή. Γι’ αυτό και όρισε ως εκπροσώπους του δύο επισκόπους και ένα πρεσβύτερο, που θα μετέβαιναν στην Νίκαια.

Άλλη μία απόδειξη του πραγματικού και προσωπικού ενδιαφέροντος του Μαρκιανού για ειρήνευση στην Εκκλησία, που ίσως υπέκρυπτε και την ανησυχία του μήπως οι Μονοφυσίτες προκαλέσουν έκτροπα και βίαια επεισόδια, όπως είχαν κάνει και στη ληστρική, είναι η εκφρασθείσα στην επιστολή προς τους επισκόπους πρόθεσή του να παρεβρεθεί στη Σύνοδο. Επειδή όμως έπρεπε να βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, λόγω επιδρομών από τους βαρβάρους Ούννους και εξαιτίας άλλων προβλημάτων στην Ιλλυρία, προέκρινε ως μέση λύση τη μετάθεση της έδρας στη Χαλκηδόνα, που ήταν προάστιο της πρωτεύουσας στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Ο Μαρκιανός επιθυμούσε πραγματικά να αφεθούν απερίσπαστοι οι Συνοδικοί με τον φωτισμό του Θεού να λάβουν αποφάσεις, που να είναι πραγματικά Ορθόδοξες. Γι’ αυτό έδωσε αυστηρές εντολές στον διοικητή της Χαλκηδόνας να διαφυλάξει την τάξη και να μην επιτρέπει καμία αναταραχή και οχλαγωγία που θα μπορούσε, έστω και στο ελάχιστο να επηρεάσει την ηρεμία και την ελεύθερη βούληση των Συνοδικών. Ο Μαρκιανός ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει να επαναληφθούν οι βιαιοπραγίες και οι εκβιασμοί που συνέβησαν μόλις πριν από δύο έτη στην Έφεσο κατά τη ληστρική Σύνοδο.

            Οι εργασίες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «κατά κέλευσιν του θειοτάτου και ευσεβεστάτου ημών δεσπότου Μαρκιανού»25. ξεκίνησαν στον ιερό ναό της Μάρτυρος Αγίας Ευφημίας. Σ’ αυτήν συμμετείχαν αρχικά 520 επίσκοποι και έφθασαν τελικώς τους 600. Στην πρώτη συνεδρίαση ήταν τιμητικά παρών και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μαρκιανός. Κατά τις υπόλοιπες συνεδριάσεις τον αντιπροσώπευαν έξι εκπρόσωποί του. Η παρουσία τους είχε σκοπό να περιφρουρήσει την ομαλή και ελεύθερη διεξαγωγή της Συνόδου και όχι να επέμβει υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Αξίζει να παραθέσουμε τον σχετικό σχολιασμό του καθηγητή Ιωάννου Καλογήρου: «παρευρίσκοντο δε καθ’ όλας τας εργασίας αυτής και εξ εκπρόσωποι του αυτοκράτορος δια την αντιμετώπισιν και καθοδηγητικήν διευθέτησιν εγειρομένων ζητημάτων, χωρίς να έχουν ούτοι ουσιαστικήν ανάμιξιν εις το κύριον εκκλησιαστικόν και θεολογικόν έργον της Συνόδου. Ούτοι ετήρησαν ομολογουμένως άψογον στάσιν κατά τα εκδηλωθέντα κρίσιμα περιστατικά εις τας εργασίας της Συνόδου και προσέφερον κατ’ αυτά πράγματι τας καλάς των υπηρεσίας προς διευθέτησιν, είχον δε και πλήρη συνείδησιν της σπουδαιότητος του υπό πραγμάτευσιν δογματικού θέματος απηχούντες εις τούτο το φρόνημα του ον εξεπροσώπουν αυτοκράτορος Μαρκιανού»26. Εδώ να υπογραμμίσουμε ότι παρά τον φόρτο των ευθυνών και των καθηκόντων του στρατιωτικών, πολιτικών κ.ά., ο αυτοκράτορας Μαρκιανός δεν αδιαφορούσε για τα γενόμενα στη Σύνοδο. Η αγάπη του για την Ορθοδοξία και το ενδιαφέρον του ήταν όντως πραγματικό που, αν και ήταν απών από τη Σύνοδο, το μυαλό και η ψυχή του ήταν εκεί. Παρά την κόπωση που του προκαλούσαν οι τόσες ευθύνες και ενασχολήσεις έβρισκε χρόνο για να ενημερώνεται καθημερινά από τους εκπροσώπους του για τα όσα είχαν συζητηθεί εκείνη την ημέρα στη Σύνοδο.

            Μια από τις  πολλές αποδείξεις του σεβασμού του Αγίου Μαρκιανού προς τους Συνοδικούς  Πατέρες είναι και η εξής : Ο Μαρκιανός στην πρώτη συνεδρία, κατά την οποία ήταν παρών, είχε εκφράσει την επιθυμία του να εξετασθεί πρώτα το δογματικό ζήτημα και κατόπιν να γίνει η κρίση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διοσκόρου για τις αθλιότητες που σχεδίασε και εκτέλεσε κατά τη ληστρική Σύνοδο. Όμως η Σύνοδος έκρινε μόνη της και έλαβε την αντίθετη απόφαση, ότι έπρεπε να προηγηθεί η δίκη του Διοσκόρου και έτσι και έγινε27.

Παρών αυτοπροσώπως ήταν ο Άγιος Μαρκιανός και στην έκτη συνεδρίαση της Συνόδου στις 25 Οκτωβρίου μαζί με την Αγία Πουλχερία. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης οι θρόνοι τους τοποθετήθηκαν μπροστά από το κιγκλίδωμα που χώριζε το Άγιο Βήμα από τον κυρίως ναό28. Στην έκτη συνεδρία επρόκειτο να ανακοινωθούν και επισήμως οι δογματικές αποφάσεις που είχαν ληφθεί και εγκριθεί από τους Πατέρες της Συνόδου κατά την πέμπτη συνεδρία. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός προσφώνησε τους συνοδικούς Πατέρες και αμέσως μετά έγινε η δημόσια ανάγνωση του Όρου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος. Ο Όρος αποτελούσε το Συνοδικό κείμενο, στο οποίο αποσαφηνιζόταν ποια είναι η πίστη της Εκκλησίας. Οι Άγιοι Πατέρες την διατύπωσαν ως εξής : στο πρόσωπο του Κυρίου κατά ακατάληπτο τρόπο ενώθηκαν δύο τέλειες φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη χωρίς να συμβεί σ’ αυτές κάποια μεταβολή ή αλλοίωση. Ο Σωτήρας Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις Του, η θεία και η ανθρώπινη είναι ενωμένες ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως σε μία υπόσταση. Ενώ λοιπόν έχει δύο φύσεις ο Χριστός, εντούτοις είναι ένα πρόσωπο και όχι δύο. Η δογματική αυτή αλήθεια της Εκκλησίας, προέρχεται μέσα από την εμπειρία των Αποστόλων, των Αγίων, των Πατέρων. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος θέσπισε να ομολογούμε : «ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης»29.

            Ο Μαρκιανός μετά την ανάγνωση, απευθυνόμενος προς τους επισκόπους τούς ρώτησε αν συμφωνούν με τον αναγνωσθέντα Όρο και όλοι δια βοής επιβεβαίωσαν ότι «πάντες ούτως πιστεύομεν …Αύτη η πίστις των πατέρων. Αύτη η πίστις των αποστόλων. Αύτη η πίστις των ορθοδόξων. Αύτη η πίστις την οικουμένην έσωσεν»30. Στη συνέχεια επιβραβεύοντας τις συνετές ενέργειες και την πλήρη σεβασμού και αγάπης στάση του αυτοκράτορα Μαρκιανού προς την Εκκλησία οι παρευρισκόμενοι επίσκοποι τον επεφήμησαν ως νέο Κωνσταντίνο, νέο Παύλο και νέο Δαβίδ και την αυτοκράτειρα Πουλχερία ως νέα Ελένη31. Επίσης επανειλημμένως αποκάλεσαν τον Μαρκιανό «φύλακα της πίστεως και προστάτην της ορθοδοξίας»32. Τα ίδια είπαν και για την Αγία Πουλχερία. Στην έκτη αυτή πανηγυρική συνεδρία υπογράφθηκε ο Όρος της Συνόδου από όλα τα παρευρισκόμενα μέλη της, και μαζί τους συνυπέγραψαν και οι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία.

            Η σημασία της Συνόδου αυτής, την οποία συγκάλεσε ο Άγιος Μαρκιανός, υπήρξε μέγιστη για την Εκκλησιαστική Ιστορία και την Ορθόδοξη θεολογία. Ο αείμνηστος καθηγητής Πατρολογίας Στυλιανός Παπαδόπουλος, αξιολογώντας την σπουδαιότητα της συνόδου αυτής είχε γράψει: «η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) αποτελεί μέγα θεολογικοδογματικό γεγονός της Εκκλησίας, διότι έθεσε το στέρεο και απαραβίαστο πλέον θεμέλιο της Χριστολογίας. Πρόκειται για επίτευγμα, το οποίο προετοίμαζαν αγωνιωδώς μείζονες και ελάσσονες θεολόγοι Πατέρες, τουλάχιστον επί ένα αιώνα»33.

            Στις 7 Φεβρουαρίου του 452 ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός εξέδωσε διάταγμα προς τον λαό της Κωνσταντινουπόλεως. Σ’ αυτό, γεμάτος αισιοδοξία, ήθελε να πιστεύει ότι οι αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που ελήφθησαν με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, θα γίνονταν αποδεκτές με χαρά απ’ όλους τους Χριστιανούς και θα αποτελούσαν το τέλος των διενέξεων και την απαρχή μίας ειρηνικής περιόδου. Και πράγματι αυτές έγιναν αποδεκτές και σεβαστές απ’ όλο τον Χριστιανικό κόσμο, εκτός από τις περιοχές της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Αρμενίας. Εκεί μεγάλο τμήμα των πληθυσμών ήδη ακολουθούσε με φανατισμό την κακοδοξία του Μονοφυσιτισμού και συνεπώς είχαν ήδη αποκοπεί από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οι αιρετικοί αυτοί Χριστιανοί απέρριψαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας και γι’ αυτό ονομάσθηκαν και αντιχαλκηδόνιοι. Ως αιρετικοί έχασαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και αποξενώθηκαν από την Εκκλησία και από την υγιή πίστη.

            Ιδίως στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις και αιματοχυσίες, που προκάλεσαν οι Μονοφυσίτες εναντίον των Ορθοδόξων. Οι ταραχές φανερά γίνονταν για θρησκευτικούς λόγους, αλλά υπέκρυπταν και την εναντίωση των ντόπιων προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία που εξουσίαζε αυτές τις περιοχές. Όπως εύστοχα παρατηρεί o βυζαντινολόγος Georg Ostrogorsky: « Ο Μονοφυσιτισμός έδωσε έκφραση στις αυτονομιστικές τάσεις της Αιγύπτου και της Συρίας »34. Ο Μαρκιανός έλαβε στρατιωτικά και νομοθετικά μέτρα στις περιοχές αυτές, για να πλήξει τον Μονοφυσιτισμό και να ενισχύσει τους Ορθοδόξους. Κατά την καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, το λάθος της κυβερνήσεως του Μαρκιανού ήταν ότι επέμεινε να επιβληθεί στους Μονοφυσίτες, στην Αίγυπτο και την Συρία, με πιέσεις και έτσι «έξηψε τους φανατισμούς»35.

Άλλο ένα ακόμη τεκμήριο του σεβασμού που έτρεφε ο Μαρκιανός προς την Εκκλησία και της απέχθειάς του προς την άσκηση καισαροπαπικής πολιτικής είναι και το ακόλουθο: ήδη από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431) υπήρχε διένεξη ανάμεσα στον Μητροπολίτη Ιεροσολύμων Άγιο Ιουβενάλιο, και τον Πατριάρχη Αντιοχείας Μάξιμο. Ο πρώτος διεκδικούσε τις περιοχές Φοινίκης, Αραβίας και Παλαιστίνης, οι οποίες κανονικώς ανήκαν στον δεύτερο. Και οι δύο επίσκοποι απευθύνθηκαν στον αυτοκράτορα Μαρκιανό, για την επίλυση της διαφωνίας τους, ο οποίος όμως θεώρησε τον εαυτό του αναρμόδιο για να αναμειχθεί και παρέπεμψε το ζήτημα στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο36.

Ο Μαρκιανός προσπάθησε να διατηρεί σχέσεις ομόνοιας και σεβασμού προς τον Πάπα της Ρώμης Λέοντα Α΄, αφού ακόμη δεν υπήρχαν δογματικές διαφορές με τη Δύση. Αυτό εξάλλου δεν ήταν καθόλου μεμπτό, γιατί, όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου: «και οι εις την Ανατολήν εκκλησιαστικοί παράγοντες τον εσέβοντο βαθύτατα»37. Ο Λέων στα συγγράμματά του υποστήριζε ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία κατέχει πρωτείον εξουσίας, γι’ αυτό και αντέδρασε έντονα στον 28ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου38, ο οποίος επεκύρωνε και ολοκλήρωνε τον 3ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος απέδιδε προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσα πρεσβεία τιμής με τον Ρώμης39. Ο Πάπας έγραψε επιστολές διαμαρτυρίας προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Ανατόλιο, την Αγία Πουλχερία και τον αυτοκράτορα Άγιο Μαρκιανό. Σ’ αυτές με αδιαλλαξία αρνούνταν να αναγνωρίσει τον 28ο κανόνα, που ομόφωνα είχαν επικυρώσει οι Πατέρες της Συνόδου. Με υπεροπτικό και αλαζονικό ύφος γράφει: «ακυρώ τον 28ον κανόνα, δυνάμει του κύρους του Αποστόλου Πέτρου»40. Στην απαντητική του επιστολή ο Μαρκιανός γράφει στον Πάπα με υποδειγματική αξιοπρέπεια. Αφενός επισημαίνει ότι επιθυμία του είναι να υπάρχει ενότητα και ειρήνη στην Εκκλησία και ότι τρέφει σεβασμό προς τη θέση του επισκόπου Ρώμης, αλλά αφετέρου ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί ειδικά προνόμια για τον επίσκοπο της Ρώμης, στηριζόμενα στο λεγόμενο πρωτείο του Αποστόλου Πέτρου41.

Σε όλη του τη ζωή υπήρξε πολύ ευλαβής και σεβόμενος τον Θεό ο Μαρκιανός. Δεν έλειπε ούτε από τις λιτανείες. Μάλιστα, αν και μπορούσε να συμμετέχει έφιππος ή μεταφερόμενος σε φορείο, από ταπείνωση και φόβο Θεού ακολουθούσε πεζός, παράλληλα ευεργετώντας όσους είχαν ανάγκη. «πάνυ δὲ ἦν εὐλαβὴς καὶ φοβούμενος τὸν θεὸν ὁ Μαρκιανός, ὅστις ἐν ταῖς λιταῖς τοῦ Κάμπου πεζὸς ἐξῄει πολλὰ τοῖς δεομένοις εὖ ποιῶν»42. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευάγριος αναφέρεται με ιδιαίτερο θαυμασμό στην ευσέβεια του Μαρκιανού43. Ένας από τους νεώτερους Πατέρες της Εκκλησίας ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του, αναφερόμενος στον Μαρκιανό, γράφει «του φιλοχρίστου βασιλέως»44. Την ευσέβειά του αυτή κανείς σοβαρός ιστορικός δεν αμφισβήτησε ποτέ. Ο Βυζαντινολόγος Vasiliev χαρακτηρίζει τον Μαρκιανό και τον διάδοχό του, Λέοντα Α΄, όσον αφορά τη σχέση τους με την Εκκλησία με τα ακόλουθα λόγια: «Υπήρξαν Αυτοκράτορες με αυστηρά Ορθόδοξες Αρχές»45.

Ο Άγιος Μαρκιανός βαδίζοντας στα βήματα του επίσης αυτοκράτορα και Αγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου – ο οποίος έκτισε πολλούς ναούς στα Ιερά προσκυνήματα των Αγίων Τόπων – έκτισε ναό της Θεοτόκου στη Γεθσημανή, εκεί που η προφορική παράδοση υποδείκνυε ότι είχε ταφεί η Θεοτόκος. Αρχικά εκεί η Αγία Ελένη είχε κτίσει  μεγαλοπρεπή ναό, ο οποίος όμως καταστράφηκε. Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου πρέπει να έχει τις απαρχές της στην εποχή του Αγίου Μαρκιανού. Είναι καταγεγραμμένο ότι μόλις τρία έτη από τον θάνατο του Μαρκιανού εορταζόταν η εορτή της Κοιμήσεως, η οποία επισήμως καθιερώθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602)46. Επί της βασιλείας του Μαρκιανού ανεγέρθησαν από την σύζυγό του Αγία Πουλχερία και με την δική του συμπαράσταση, μεγαλοπρεπείς ναοί στην Κωνσταντινούπολη, όπως της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας  και της Οδηγήτριας. Ο Άγιος Ιουβενάλιος, ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, απέστειλε στον αυτοκράτορα Μαρκιανό τα εντάφια σπάργανα της Θεοτόκου, τα οποία και κατατέθηκαν στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.

 Ο Μαρκιανός ήταν άνθρωπος που έδειχνε ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες του. Όταν έγινε αυτοκράτορας δεν λησμόνησε τους δυο καλοκάγαθους ανθρώπους από την Λυκία που τον περιέθαλψαν όταν ήταν ασθενής και τον βοήθησαν χρηματικά. Τους αντάμειψε και μάλιστα πολύ γενναιόδωρα. Τοποθέτησε τον Τατιανό έπαρχο της πόλεως των Σιδήμων και τον Ιούλιο διοικητή της Λυκίας47.

Οι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία στη σύντομη βασιλεία τους, αναλώθηκαν και οι δυο στην υπεράσπιση της Ορθοδοξίας και στη φιλανθρωπία. Στις 18 Φεβρουαρίου 453 κοιμήθηκε η αυτοκράτειρα Αγία Πουλχερία, η οποία άφησε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της για την ανακούφιση των πτωχών. Το έργο της διανομής με προθυμία ανέλαβε ο Μαρκιανός, καθώς ήταν και εκείνος φιλεύσπλαχνος και ελεήμονας. Αναφέρει σχετικά ο Άγιος Θεοφάνης στη Χρονογραφία : «Τούτῳ τῷ ἔτει Πουλχερία ἡ μακαρία καὶ εὐσεβὴς ἐκοιμήθη ἐν κυρίῳ πολλὰ ποιήσασα κατορθώματα καὶ πάντα τὰ ἑαυτῆς πτωχοῖς καταλείψασα· ἅπερ Μαρκιανὸς πλεῖστα ὄντα προθύμως διέδωκεν»48.

            Ο Μαρκιανός υπήρξε ένας από τους αρίστους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Αναδείχθηκε ισχυρός ηγεμόνας τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές υποθέσεις του κράτους. Απέδειξε στους πάντες ότι γνώριζε να προστατεύει την αυτοκρατορία από τους εξωτερικούς εχθρούς της. Χωρίς να προκαλεί πολεμικές συγκρούσεις ο ίδιος, δεν δίσταζε, όταν το απαιτούσε η ανάγκη, να αποδεικνύει σε εχθρούς και φίλους ότι πρέπει να φοβούνται ή να σέβονται τη Βυζαντινή αυτοκρατορία . Έτσι αρνήθηκε να πληρώνει τον τεράστιο ετήσιο φόρο στον τρομερό αρχηγό των Ούννων, τον Αττίλα, που εξαντλούσε οικονομικά το Βυζάντιο, και το επέτυχε. Μόλις έγινε αυτοκράτορας περιόρισε τα έξοδα του κράτους και της Αυλής, μείωσε τη φορολογία, άσκησε φιλάνθρωπη πολιτική, προκειμένου να ανακουφίσει τους φτωχούς. Έτσι συντέλεσε στην ευημερία του κράτους του, και έκανε τη βασιλεία του δημοφιλή. Το 457 στα κρατικά ταμεία υπήρχε ένα πλεόνασμα επτά εκατομμυρίων σολδίων. Στην εποχή του επήλθαν σημαντικές βελτιώσεις και αλλαγές στην απονομή της δικαιοσύνης και στη διοίκηση. Προσπάθησε να καταπολεμήσει τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες και τις καταχρήσεις των διοικητών και των δημοσίων υπαλλήλων. Ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη εκτελέσθηκαν τόσο πολλά δημόσια έργα, που κυριολεκτικά μετέβαλαν προς το καλύτερο την εικόνα της πόλης.

            Στις 27 Ιανουαρίου του 457 ο Μαρκιανός πεθαίνει εντελώς ξαφνικά, σε ηλικία περίπου εξήντα επτά ετών, μετά από μόλις επτά χρόνων βασιλείας. Τάφηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα στην Αγία Πουλχερία. Μία εκδοχή αποδίδει τον αιφνίδιο θάνατό του σε δηλητηρίαση49 πιθανόν απ’ όσους ενοχλούνταν από τη χρηστή διακυβέρνησή του και την πίστη του στην Ορθοδοξία. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι αυτή οφείλεται σε μεγάλη θλίψη που κλόνισε την υγεία του. Λόγω της Στάσεως του δήμου των Πρασίνων που εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 456, ο Μαρκιανός αναγκάσθηκε να πάρει αυστηρά μέτρα για να την καταστείλει. Αυτό λέγεται ότι τον στενοχώρησε βαθύτατα σε τέτοιο σημείο που τον οδήγησε στον θάνατο50. Η είδηση της κοιμήσεως του αυτοκράτορα Μαρκιανού βύθισε στη θλίψη το μεγαλύτερο μέρος των υπηκόων του, δηλαδή των Ορθοδόξων, ενώ αντίθετα προκάλεσε ενθουσιασμό στους Μονοφυσίτες που τον έβλεπαν ως τον μεγαλύτερο εχθρό τους. Όπως αναφέρει το Συναξάρι του Αγίου Προτερίου : «Μετά το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν…».

            Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης, καταγράφει το γεγονός ότι ως αυτοκράτωρ ο Μαρκιανός άφησε τις καλύτερες αναμνήσεις. Συγκεκριμένα γράφει ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής : «οἱ μέντοι γε κατὰ τὴν ἑῴαν Ῥωμαῖοι, Μαρκιανοῦ βασιλεύοντος, πάσης ἀπήλαυον εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης καὶ εὐφροσύνης. καὶ ἦν ἐκεῖνα τὰ ἔτη κυρίως χρυσᾶ τῇ τοῦ βασιλέως χρηστότητι, γαλήνης πάντα ἐπικεχυμένης τὰ πράγματα»51, δηλαδή ότι όσο βασίλευε ο Μαρκιανός οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απολάμβαναν ειρήνη, δικαιοσύνη και ευφροσύνη και ήταν εκείνα τα χρόνια χρυσά, εξαιτίας της χρηστότητας του βασιλέως, και σε όλα τα πράγματα επικρατούσε η γαλήνη. Η δικαιοσύνη, η καλοσύνη και η φιλανθρωπία του προς όλους ήταν τέτοια, ώστε «ἐγένετο δὲ χρηστὸς περὶ πάντας τοὺς ὑπηκόους»52.

            Μία απόδειξη της αγάπης του λαού και της εκτιμήσεως που είχαν προς το πρόσωπο του Μαρκιανού είναι και το ότι η αγαθή μνήμη του δεν έσβησε με την κοίμησή του. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του το 491, όταν η αυτοκράτειρα Αριάδνη αναγόρευσε τον Αναστάσιο Α΄ σε αυτοκράτορα, το πλήθος ανέκραζε: «ως Μαρκιανός βασίλευσον»53. Άλλο δείγμα της αποδοχής και της τιμής που απολάμβανε, ακόμη και μετά θάνατον, ήταν η διατήρηση επί αιώνες του ανδριάντα του, που στήθηκε σε κεντρικό σημείο της Κωνσταντινουπόλεως από τον έπαρχο της πόλεως Τατιανό54, το 450 - 452. Ο ανδριάντας καταστράφηκε κατά την Άλωση όμως η βάση και ο κίονας διατηρούνται έως σήμερα. Στο βάθρο της στήλης του Μαρκιανού, όπου εδράζεται ο δέκα μέτρων ύψους κίονας είχαν σκαλισθεί και στις τέσσερις πλευρές ανάγλυφα. Στην ανατολική και δυτική πλευρά, εγγεγραμμένο μέσα σε ένα στεφάνι, υπάρχει ανάγλυφο με το Χριστόγραμμα, ενώ στη νότια ένας σταυρός55. Στην εμπρόσθια όψη το Χριστόγραμμα ήταν χαραγμένο επάνω σε ασπίδα, που κρατούν συμβολικά δυο φτερωτές Νίκες, θέλοντας με αυτή την παράσταση να τονίσουν τους αγώνες του αυτοκράτορα  Μαρκιανού για την  Ορθοδοξία και την αυτοκρατορία, που συντελέσθηκαν με τη δύναμη του Χριστού.

            Η Εκκλησία, για να τιμήσει τους αγώνες του Μαρκιανού υπέρ της Ορθοδοξίας, τον ανακήρυξε Άγιο. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου μαζί με την Αγία Πουλχερία. Ο Άγιος Μαρκιανός υπήρξε υπόδειγμα σώφρονα και δίκαιου άρχοντα και πραγματικά πιστού Ορθόδοξου Χριστιανού. Το ότι αναγνωρίσθηκε ως Άγιος δε σημαίνει ότι υπήρξε αλάνθαστος, ούτε ότι δεν έπεσε σε σφάλματα και δεν διέπραξε αμαρτίες. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο Μαρκιανός είχε στα χέρια του το πηδάλιο της μεγαλύτερης τότε αυτοκρατορίας και κυβέρνησε «το σκάφος» αυτό με υπευθυνότητα και επιτυχία. Αυτές οι ευθύνες τον οδήγησαν και σε ενέργειες μεμπτές με βάση τη χριστιανική ηθική. Και εδώ δεν πρέπει να λησμονούμε τη δύναμη της μετάνοιας και ότι το μεγαλύτερο μέρος των πράξεών του ήταν έργα με αγνά ελατήρια και αγαθά αποτελέσματα. Η μνήμη του ως Αγίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία για περισσότερο από δεκαπέντε αιώνες, χωρίς ποτέ κάποιος να την αμφισβητήσει με ακράδαντα στοιχεία και χωρίς ποτέ να εκπέσει το όνομά του από τα Μηναία ή να λησμονηθεί στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μρκ. 9, 35.

2. Στεφανίδου Βασιλείου Αρχιμ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 (επαν. 2000), σελ.224, Αρτέμη Ειρήνη, Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από την Α' έως και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο. Κατά τον Σαράντο Καργάκο ο Θεοδόσιος Β΄ βρήκε το θάνατο σε ατύχημα, όταν σε κυνήγι έπεσε από το άλογό του στον ποταμό Λύκο, λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Βλέπε Καργάκου Σαράντου, Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 2015, τ. Α΄ σελ.190. Σύμφωνα με την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού ο θάνατος του Θεοδοσίου Β΄ συνέβη στις 20 Ιουλίου. Ο Β.Ν. Γιαννόπουλος σε άρθρο του αναγράφει ότι συνέβη στις 28 Ιουλίου, βλέπε: Πουλχερία, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1967, τ. 10, στ.569.                 

3. Η κόρη του Θεοδοσίου Β΄ και της Ευδοκίας (Αθηναΐδος), η Ευδοξία, ήταν ήδη από το 437 παντρεμένη με τον αυτοκράτορα της Δυτικού Ρωμαϊκού (Βυζαντινού) κράτους Ουαλεντιανό Γ΄, συνεπώς δεν μπορούσε να ανέλθει στον θρόνο του Ανατολικού Ρωμαϊκού (Βυζαντινού) κράτους.   

4. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, Βενετία 1819, τ.2ος, σελ.37 . 

5. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία ετών φκηʹ αρχομένη από πρώτου έτους ∆ιοκλητιανού έως δευτέρου έτους Μιχαήλ και θεοφυλάκτου υιού αυτού· τουτ' εστίν από του εψοζʹ έτους του κόσμου έως έτους στεʹ κατά τους Αλεξανδρείς, κατά δε Ρωμαίους στκαʹ, §103.

6. Ευάγριου Σχολαστικού Εκκλησιαστική Ιστορία II,1, και Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α΄(324 – 610), Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 216.   

7. Ανωνύμου, Μαρκιανός, άρθρο στην ΘΗΕ, Αθήναι, τ.8, στ.741 και Καργάκου Σαράντου, Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 2015, τ. Α΄ σελ.191. 

8. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§104.        

9. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§104 και 105. 

10. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§103 και 104.

11. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.136. 

12.  Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1997, τ.1ος, σελ.121. 

13. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§103.   

14. Λουγκή Τηλέμαχου, Ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.120.    

 15. Στεφανίδου Βασιλείου Αρχιμ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 (επαν. 2000), σελ.152, υποσ. 2. 

 16. Νεότεροι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το Βυζάντιο, όπως ο W. Sickel και πολλοί άλλοι, παραδέχονται ότι ο πρώτος Βυζαντινός Αυτοκράτορας που στέφθηκε από Πατριάρχη ήταν ο Μαρκιανός. Αντιθέτως  ο W. Ensslin, ο Georg Ostrogorsky και ο Donald Nicol υποστηρίζουν ότι ο πρώτος Βυζαντινός Αυτοκράτορας που στέφθηκε από Πατριάρχη ήταν ο Λέων Α΄ το 457. Βλέπε: Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1997, τ.1ος, σελ.123, και 234-235,υποσ. 8 και Donald Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1993, σελ.52 .     

17. Διομήδη Αλεξάνδρου, Η Αυτοκρατορική εξουσία εις το Βυζάντιον, άρθρο στο περιοδικό Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά, Νέα Υόρκη1949, τ. Ι,ΙΙ.

18. Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784,τ. Β΄, κεφ. ΙΑ, σελ. 39.  

19. Φειδά Βλασίου, Θεοδόσιος Β΄, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1965, τ.6, στ.161.   

20. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.137.         

21. Καρμίρη Ιωάννου, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, τ.1ος , σελ.108.

22. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄, σελ.248.

23. Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451). Το οικοδόμημα της Χριστολογίας, άρθρο στη Θεολογία, τόμος ΟΖ΄ (2006), τεύχος 2, σελ. 453. 

24.  Γενναδίου Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη χ. χ., τ. 1ος, σελ.146.

25. Γενναδίου Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη χ. χ., τ. 1ος, σελ.155.  

26. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄, σελ.251.       

27. Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451). Το οικοδόμημα της Χριστολογίας, άρθρο στη Θεολογία, τόμος ΟΖ΄ (2006), τεύχος 2, σελ. 451.

28. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, Βενετία 1819, τ.2ος, σελ.37 υποσ.2.        

29. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄ , σελ.260.

30. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄, σελ.261.   

31. Στογιόγλου Γεωργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ.171.        

32. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄, σελ.261.    

33.  Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451). Το οικοδόμημα της Χριστολογίας, άρθρο στη Θεολογία, τόμος ΟΖ΄ (2006), τεύχος 2, σελ. 451. Γενικότερα για την Δ ΄ Οικουμενική Σύνοδο βλέπε : Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, Γενναδίου Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη χ. χ., τ. 1ος, και Στογιόγλου Γεωργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄.

34.  Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1997, τ.1ος, σελ.121.  

35. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α΄(324 – 610), Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 132.

36. Στεφανίδου Βασιλείου Αρχιμ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 (επαν. 2000), σελ.284. 

37. Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ.272.    

38. Φούσκα, Κωνσταντίνου π., Θεηγόροι οπλίται, Οι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς από του 325 – 750 μ.Χ., Αθήναι 1975, σελ.161-162.   

39. Καλογήρου Ιωάννου, Ιστορία των Δογμάτων, Θεσσαλονίκη 1993, τ. Β΄, σελ.277-280.        

40.  Γενναδίου Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη χ. χ., τ. 1ος, σελ.181.        

41. Στογιόγλου Γεωργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ.174-175.

42. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία ….§109.   Κάμπος ήταν το πεδίο των στρατιωτικών ασκήσεων, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, και εκτεινόταν ανάμεσα στην Χρυσή Πύλη και το προάστιο Έβδομο.    

43. Λουγκή Τηλέμαχου, Ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθηναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.120.   

44. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, Βενετία 1819, τ.2ος, σελ.134.  

45. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.138.

46. Στεφανίδου Βασιλείου Αρχιμ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 (επαν. 2000), σελ.317. 

47. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§105. 

48. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§106.

49. Ανωνύμου, Μαρκιανός, άρθρο στην ΘΗΕ, Αθήναι, τ.8, στ.742.       

50. Λουγκής Τηλέμαχος, Ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.122.    

51. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§108. 

52. Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγούμενου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία …§109. 

53. Λουγκής Τηλέμαχος, Ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.122.  

54. Mango Cyril, The Byzantine Inscriptions of Constantinople. A Bibliographical Survey, American Journal of Archaeology 1951, σελ. 62.  

55. Τα Χριστογράμματα, ο Σταυρός και οι κεφαλές των Νικών έχουν αποξεσθεί κατά την προσφιλή συνήθεια του μισαλλόδοξου φανατισμού που διακρίνει το Ισλάμ, και ιδιαιτέρως τον καθημερινό βίο των Οθωμανών Τούρκων.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου