Η
γυναίκα στην Τουρκοκρατία και την Εθνεγερσία μέσα από το δημοτικό τραγούδι
της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου
Ζώσα ιστορία είναι τα δημοτικά μας τραγούδια, στα οποία δεν υπάρχει τίποτε το μυθικό. Με ρεαλισμό, εικόνες δυνατές και μεταφορές τολμηρές, παρουσιάζουν την ουσία των γεγονότων με λιτότητα δωρική μα και με λυρισμό. Σκέφθηκα λοιπόν να ανατρέξω σε αυτά για τη θέση της γυναίκας την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τον καιρό της Εθνεγερσίας. Την αναζήτησα στα Ιστορικά, τα Κλέφτικα και Ακριτικά της συλλογής δημοτικών τραγουδιών του Ν. Γ. Πολίτου, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού.
«Η πόλις εάλω», «η Ρωμανία ‘πάρθεν», κι ο
θρήνος μεγάλος. Θρηνεί ακόμα και η Παναγιά μας· «Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν οι εικόνες», μα ο λαός της προσπαθεί να την παρηγορήσει: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη
πολυδακρύζεις,/ πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας είναι» (Ιστορικά,
2) ή κατά παραλλαγή του τόπου μας «πάλι δικιά μας θα ‘σαι». Την ίδια ώρα
λοιπόν βλασταίνει και η ελπίδα της ανάστασης του γένους και της Επανάστασης: «Η Ρωμανία κι αν ‘πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο» (Δημοτικό του
Πόντου).
Σκληρή η
καθημερινότητα, δεινή η κατάσταση των υποδούλων. «Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οι όμορφες της Πάτρας/ ποτές δεν
καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν,/ και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι στους
Αρβανίτες!/…». Μπροστά στους Τούρκους οι Έλληνες έπρεπε να ξεπεζεύουν! Οι
ραγιάδες δεν έχουν δικαιώματα. Τίποτε δεν ορίζουν, μήτε παιδιά μήτε άνδρα μήτε
γυναίκα: «Αφήνει η μάννα το παιδί και το
παιδί τη μάννα,/ χωρίζει κ’ ένα αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο» (Ιστορικά, 4). Τα παιδιά τα κάνουν γενίτσαρους, ενώ
άνδρες και γυναίκες πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα. Γι’ αυτό σε άλλο τραγούδι ο
καπετάνιος προτρέπει τους κλέφτες να κάνουν και ένα καλό για την ψυχή τους: «…να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,/
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους·/ να κόψουμε τους άλυσους να
βγουν οι σκλαβωμένοι,/ να βγει της χήρας το παιδί, π’ άλλο παιδί δεν έχει,/ π’
αυτή το χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο» (Κλέφτικα, 29).
Συγκλονιστική και
η εικόνα με τις γυναίκες των Λαζαίων, αρματωλών του Ολύμπου που πήραν μέρος
στην επανάσταση του 1807, η οποία κατεστάλη. Το 1812 ο Αλή Βελή πασάς καταδίωξε
τους κλέφτες και αρματωλούς και απήγαγε τις οικογένειές τους. Το δημοτικό
τραγούδι, Οι γυναίκες των Λαζαίων,
διασώζει το γεγονός: «Τι είν’ το κακό που
πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;/ Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,/
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,/ στον Τούρναβο τις πάησε,
πεσκέσι του Βεζίρη./ Μπροστά πηγαίνει η Τόλαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,/ κι’
οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,/ σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα
νεραντζιά κομμένη…». Ο Βελή πασάς
που τις βλέπει δίνει την εντολή: «- Πάρτε
τές τρεις φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,/ την Κώσταινα την όμορφη
φέρτε την στο χαρέμι…» (Κλέφτικα, 68).
Η ζωή των γυναικών βρίσκεται στα χέρια του σκληρού δυνάστη: «Τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννινα, τη
λίμνη,/ που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;» (Ιστορικά, 6).
Δεν μας ξαφνιάζει επομένως που και η γυναίκα αντιστέκεται στη
σκλαβιά και παίρνει μέρος στον αγώνα για τη λευτεριά. Το τραγούδι Η κλεφτοπούλα αναφέρεται σε ανώνυμη
γυναίκα που ντύθηκε αντρίκεια και βγήκε στο βουνό με τους κλέφτες: «Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα
σπαρμένη,/ ποιος είδε κόρη λυγερή στα κλέφτικα ντυμένη;/ Τεσσάρους χρόνους
περπατεί μ’ αρματωλoύς και
κλέφτες,/ κανείς δεν τη γνώρισε ν’από τη συντροφιά της…» (Ακριτικά, 72,Β΄). Παραλλαγή αυτού η Αρκαδιανή που και σήμερα τραγουδιέται: «Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανή, ποιος
είδε την Αρκαδιανή;/ Αρκαδιανή καημένη, στα
κλέφτικα ντυμένη./ Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες,/ κανείς δεν
τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα./ Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημην
ημέρα/ βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι./ Το ρίχνουν τα
κλεφτόπουλα το παν σαράντα χνάρια./ Το ρίχνει κι η Αρκαδιανή το πάει σαρανταπέντε…».
Η γυναίκα στον αγώνα της λευτεριάς στέκεται δίπλα στον άνδρα με το
ίδιο φρόνημα!
Υπάρχουν ασφαλώς και τραγούδια που αναφέρονται σε γνωστά γεγονότα:
«…τετρακόσιαι περίπου υπό την αρχηγίαν
της Μόσκως Τζαβέλαινας, (της γυναικός του Λάμπρου) οπλισθείσαι μετέσχον της
μάχης» το 1792 με τον Αλή πασά ο οποίος συνετρίβη. Το γεγονός παραδίδει το
δημοτικό τραγούδι Σουλιώτικο: «εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το
Κακοσούλι,/ που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,/ που πολεμάει
η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι» (Ιστορικά, 5). Επίσης το 1803 η Δέσπω, σύζυγος του Γεωργάκη Μπότση, κάνει πόλεμο
με νύφες και μ’ αγγόνια στου Δημουλά τον πύργο στη Ρινιάσα, μεταξύ Άρτας και
Πρέβεζας, με την Αρβανιτιά: «“…η Δέσπω
αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε δεν κάνει”. /Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες
κράζει./ “Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε, παιδια μ’, μαζί μου ελάτε”./ Και τα φυσέκια
ανάψανε, κι όλοι φωτιά γινήκαν» (Ιστορικά, 8). Το «Ελευθερία ή Θάνατος» στην πράξη. Η σκηνή επαναλαμβάνεται με τη
δεκαπεντάχρονη Λένω Μπότσαρη, κόρη
του Κίτσου Μπότσαρη, που πολέμησε το 1804 δίπλα στους δικούς της κι, όταν
περικυκλώθηκε από τους εχθρούς, έπεσε στον Αχελώο και πνίγηκε: «Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι/
όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,/ σκλαβώθηκαν οι ορφανές,
σκλαβώθηκαν οι μαύρες,/ κ’ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα… Εγώ είμαι
η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,/ και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των
Τουρκών τα χέρια» (Ιστορικά, 7). Διασώζει το τραγούδι και τη Χάιδω, που πήγαινε νερό στους αγωνιστές και
τους ενθάρρυνε στον αγώνα: «Ας έρτουν
πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,/ να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη
το τουφέκι,/ τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως» (Ιστορικά,
5).
Έπαινος για την
Πάργα αποτελεί το «Είχες λεβέντες σα θεριά,
γυναίκες αντρειωμένες,/ πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι» (Ιστορικά,
9 Β΄).
Αυτούς παρέδωσαν οι Άγγλοι στους
Τούρκους το 1819, και εκείνοι άφησαν την Πάργα, αφού έκαψαν στην πλατεία τα
οστά των προγόνων τους να μην τα βεβηλώσουν.
Ο Ιμπραΐμ
προσπάθησε να σβήσει την Eπανάσταση με κάθε
τρόπο, και το γεγονός διασώζει το τραγούδι:
«Φέτο μας ήρθεν η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει./ Εσκλάβωσαν μικρά παιδιά,
γυναίκες με τους άντρες,/ κ’ εσκότωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους» (Ιστορικά,
16, Του Μπραΐμη). Όμως αντιστέκονται οι Μανιάτες και μαζί οι γυναίκες. Στον πόλεμο
του Δηρού με τον Ιμπραΐμ βρέθηκαν «Μόνο
τα γυναικόπαιδα/ και γέροντες ανώφελοι/ (γιατ’ ήτο θέρος) βρέθεσαν/ με τα
δρεπάνια στα λουριά». Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που περνούσε από εκεί, «Βλέπει γυναίκες να χερούν/ και τα δρεπάνια
να κρατούν,/ τους Αραπάδες να χτυπούν», και δικαιολογημένα τις επαινεί: «Εύγε σας, μεταεύγε σας,/ γυναίκες, άνδρες
γίνετε./ σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,/ σαν Αμαζόνες κρούετε» (Ιστορικά, 17).
Ασφαλώς και δεν
λείπει ούτε η μάνα που θέλει, όπως είναι φυσικό, το παιδί της να ζήσει κοντά της ειρηνικά και
συμβιβασμένο: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης
νοικοκύρης,/ για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες,/ χωριά (χωράφια), αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν». Η
απάντηση του Βασίλη γνωστή: «Μάννα μου,
εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,/ … και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι
στους γερόντους» (Κλέφτικα, 25).
Συνήθως όμως οι Ελληνίδες
μανάδες εύχονται τα παιδιά τους να γίνουν κλέφτες, να ζήσουν ελεύθερα: «Μάνα, μ’ εκαταράσθηκες, βαριά κατάρα μου
είπες:/ “Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις,/ ολημερίς
στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,/ και στα
γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι”. Ο τραγουδιστής δίνει την απάντηση σε
αυτή τη μάνα: «Να ήσουνα πετροπέρδικα στα
πλάγια του Πετρίλου,/ ν’ αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,/
ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλληκάρια» (Κλέφτικα, 26).
Ασφαλώς υπήρξαν
και περιπτώσεις που Ρωμιές αγάπησαν Τούρκο και τον παντρεύθηκαν. Και
περιπτώσεις τέτοιες αναφέρονται σε δημοτικά τραγούδια, όπου φαίνεται η τραγικότητα και ο μεγάλος πόνος των
γονιών: Στη Μπέινα ή Μπεΐνα,
πασχαλιάτικο δημοτικό τραγούδι της Καλαμπάκας, ο Βόιβοδας παίρνει τη νεαρή
γυναίκα από τον χορό: «Απ’ το χέρι την
έπιασε, στ’ άλογο την έβαλε./ - Έχε γεια, μανούλα μου. - Στου καλό, κουρίτσι
μου./ - Έχε γεια, πατέρα μου. -Στου γκρεμό, κουρίτσι μου» (Δημήτριος Π.
Πλιάτσικας, Τα Πασχαλιάτικα Τραγούδια της
Καλαμπάκας).
Το συνηθέστερο
όμως ήταν αυτό που παραδίδει το τραγούδι Της
Λιάκαινας, της γυναίκας του κλέφτη Λιάκου: «Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,/ να σ’
αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;/ - Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης
να κοκκινίσει,/ παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει» (Κλέφτικα,
59).
Συμπερασματικά, η
Ελληνίδα στέκεται ισότιμα δίπλα στον αγωνιστή του 1821. Άλλωστε, μανάδες έφεραν
στον κόσμο τους αγωνιστές κι αυτές τους ανέθρεψαν. Πίσω από τους μεγάλους
άνδρες βρίσκεται πάντα μια μάνα ανάλογη.
Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!!! Ζήτω η Ελληνίδα !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή