ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Το Μάθημα των Θρησκευτικών
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΤΟ «ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ»
ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ
ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ
Ομότιμος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ἀνήκω
σ’ αὐτούς πού πιστεύουν, ὃτι ἡ στάση τῆς Πολιτείας καί τῶν λεγομένων ἐκσυγχρονιστικῶν
θυλάκων τῆς κοινωνίας (π.χ. μεγάλης μερίδας διανοουμένων μας) ἀπέναντι στό
«Μ.τ.Θ.», ὃπως ἐπεκράτησε νά καλεῖται τό Μάθημά μας, συνδέεται μέ τήν εὐρύτερη
κρίση τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας, καρπό τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς
ἀλλοτρίωσης. Ἀπό ὃλους αὐτούς «ἐβάφη ἢδη κάλαμος ἀποφάσεως» καί δέν ἀναμένω ἀλλαγή
διαθέσεων καί προθέσεων. Ὃσα ὃμως θά λεχθοῦν στή συνέχεια θέλουν νά βοηθήσουν
στή βαθύτερη κατανόηση τοῦ προβλήματος, ὣστε καί ὁ ἀγώνας μας -ἀναγκαῖος ὁπωσδήποτε-
νά λάβει τίς σωστές του διαστάσεις.
Πολιτισμός
εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐνσαρκώνεται
καί ἀποτυπώνεται στό περιβάλλον του, τό ὁποῖο -ἒτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα μέ
τήν κουλτούρα-καλλιέργεια τῆς ψυχῆς του. Ὀρθά ὁ Arnold Toynbee εἶπε, ὃτι «ἡ
ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς». Ἀπό τόν κανόνα αὐτό δέν
μπορεῖ νά ἐξαιρεθεῖ τό δικό μας Ἒθνος. Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σέ
παγκόσμιο ἀγαθό καί μορφωτικό θησαυρό τῆς Οἰκουμένης.
Ὁ
σημερινός πολιτισμός μας λέγεται -καί εἶναι- ἑλληνορθόδοξος, διότι διαμορφώθηκε
ἱστορικά ὡς συνάντηση καί θεανθρώπινη -δηλαδή ἱεραρχημένη- ἓνωση τῆς Ἑλληνικότητας
μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ πραγματικότητα αὐτή εἶναι ψηλαφητή στή σκέψη καί ζωή τῶν Ἁγίων
μας. Οἱ Ἃγιοί μας, τά αὐθεντικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί γνήσιοι φορεῖς τῆς ἁγιοτριαδικῆς
Χάρης, ἐνσαρκώνουν τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὡς ὑπέρβαση τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως μέ
τήν ἀποκατάσταση τῶν τριῶν βασικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου σέ τρεῖς κατευθύνσεις:
κατακόρυφα μέ τόν Θεό, ὁριζόντια μέ τόν συνάνθρωπο καί σύνολη τήν Κτίση, καί σέ
βάθος μέ τόν ἲδιο τόν ἑαυτό του. Αὐτό εἶναι τό ἰδανικό τοῦ ὀρθοδόξου Ἓλληνα ἀνθρώπου
καί πραγματοποιεῖται μέ τήν συνέργειά του μέ τόν Θεό καί τή χάρη Του στά ὃρια
τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα.
1.
Ἓνας ὃμως ἰδεολογικός δυισμός παρασιτεῖ μόνιμα στό σῶμα τοῦ ἒ- θνους μας ἐπί αἰῶνες.
Οἱ φυγόκεντρες τάσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ, τοῦ Ἰωάννου
Ἰταλοῦ, τῶν λατινοφρόνων τοῦ 14ου αἰ-ώνα τοῦ Πλήθωνος καί τῶν δυτικιζόντων
Διαφωτιστῶν τοῦ 18ου, δέν εἶναι παρά ἐκρηκτικές φανερώσεις τῆς μόνιμης ἒντασης ἀνάμεσα
στήν πατερική Ὀρθοδοξία καί τήν μή καθολικά ὀρθοδοξοποιημένη ἑλληνικότητα. Ἒξω ἀπό
τό ἁγιοπατερικό πλαίσιο ἡ σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας λειτουργεῖ ὡς ἀποτυχία
καί ἐκφράζεται εἲτε ὡς σαφής ἂρνηση κάθε μεταξύ τους συνάφειας, εἲτε ὡς βίαιος ἐξελληνισμός,
δηλαδή ἐκφιλοσόφηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὃπως γίνεται στήν αἳρεση, ἢ καί
στήν αἱρετίζουσα διανόηση. Ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός εἶναι παράγωγο τῆς σύγκρουσης
(φιλοσοφικοῦ) οὑμανισμοῦ καί πατερικότητας.
Ἡ
στροφή τῶν ἀνθρωπιστῶν μας στήν ἀρχαιότητα καταλήγει ἀμε-τάκλητα στή ρήξη μέ τό
ἡσυχαστικό θεανδρικό πρότυπο, πού, καί ὃταν δέν ἀπορρίπτεται ρητά, θεωρεῖται ἐξωπραγματικό
καί συνεπῶς χωρίς οὐ-σιαστική σημασία. Στόν ἀσκητή-θεούμενο ἀντιτάσσεται ὁ ἐλεύθερος
πολίτης τοῦ κόσμου, ὁ «διανοούμενος ἂνθρωπος» (ὁ ὃρος ἀπαντᾶ ἢδη στόν Πλήθωνα).
Πρέπει δέ στή συνάφεια αὐτή νά δηλωθεῖ, ὃτι ἡ στροφή στήν ἀρχαία θρησκεία
(δωδεκάθεο λ.χ.), στούς κύκλους διανοουμένων μας κυρίως, γίνεται, διότι ἐκείνη,
σ’ ἀντίθεση μέ τόν Χριστιανισμό καί μάλιστα τήν Ὀρθοδοξία, δέν ζητεῖ ἂσκηση καί
πνευματικό ἀγώνα, ἐξαντλώντας τήν σχέση μαζί της σέ τελετές καί ἐξωτερικές
διαδικασίες. Ὁ μεγάλος Λάϊμπνιτς ἒλεγε, ὃτι, ἂν ἡ Γεωμερία ἀπαιτοῦσε τρόπο ζωῆς,
θά τήν εἲ-χαμε ἀπορρίψει ὡς μάθημα! Ὁ Ἑλληνισμός αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, πού ἀπορρίπτει
ἢ κολοβώνει τήν Ὀρθοδοξία, ἒχει ἐλλιπῆ ταυτότητα, διότι ἀρ-νεῖται τό μέρος της ἐκεῖνο,
πού τοῦ ἐξασφαλίζει τήν πληρότητα καί καθολικότητα τοῦ αἰωνίου.
Προπάντων
ὃμως ἡ συνάντησή μας μέ τά εὐρωπαϊκά φῶτα (18ος αἰ.) ἐ-πέφερε τή διάσπαση τῆς
πολιτιστικῆς ἑνότητάς μας, εἰσάγοντας ἓνα νέο ἀνθρωποείδωλο καί κοινωνικό
μοντέλο, τή διαμόρφωση τῶν ὁποίων ἀνέ-λαβε ἡ ἐκπαίδευση (δέν λέω «παιδεία»), σέ
ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιμᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία,
διατηρώντας μία τυπική σχέ-ση μαζί της, παρά τά φαινόμενα, πού καί ἐδῶ ἀπατοῦν.
Ἒτσι φθάσαμε στήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετημένου ἢδη ἀπό τήν ἀναγέννηση ἀν-θρώπου,
ὁ ὁποῖος θέλησε μέ τή λογική καλλιέργειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του. Τό
λογικό κατέλαβε τή θέση τῆς Χάρης. Τά «ἱερά γράμματα» τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τῶν
Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά «εὐ-ρωπαϊκά φῶτα». Τό ὑπερφυσικό ὑποχώρησε,
μπροστά στό φυσικό, στήν πίστη στόν (πτωτικό) ἂνθρωπο καί τόν «ὀρθό λόγο». Ἒτσι, τό ἰδεολογικό πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ
κόσμου μετακενώθηκε στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», μαζί μέ ὃλα τά γεννήματα τῆς
μακραίωνης δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευματικά καί κοινωνικά, ὃλα διαμετρικά ἀντίθετα
πρός τόν κόσμο τῆς Ἑλ-ληνορθοδοξίας.
Οἱ
ἐπιλογές τῶν πολιτικῶν μας δυνάμεων, παρά τήν ἐπίφαση ἐκκλησιαστικότητας καί
θρησκευτικότητας, θά συγκλίνουν πρός τό πρότυπο τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μέ τόν ὁποῖο
ταυτίζονται στήν πλειονότητά τους οἱ ἲδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πολιτικῆς καί
πνευματικῆς μας ἡγεσίας (διανοούμενοι). Τά στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης,
γιά ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους, θά γίνονται ὡς ἓνα σημεῖο ἀνεκτά (καί αὐτό
δημιουργεῖ τίς ψευδαισθήσεις), ἀλλά ὡς μουσειακές ἐπιβιώσεις ἢ ἐκθέματα λαογραφικοῦ
χαρακτήρα καί ὂχι ὡς ζωτικά καί οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ὓπαρξης. Τό νέο
αὐτό κοινωνικό πλαίσιο καθιέρωσε προοδευτικά μία νέα συλλογική νοοτροπία καί
μία νέα στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονομίας καί χριστοκεντρικότητας, ἀποδυναμώνει
τήν βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐμποδίζει τήν γνήσια ἀναζήτησή του, ἒστω
καί ἂν δέν ἀπορρίπτεται ρητά ἡ θρησκεία.
Ἡ
ἀλλοτρίωση αὐτή πέρασε καί μέσα στήν παραδοσιακή ἑλληνική οἰ-κογένεια. Οἱ γονεῖς
καί κυρίως ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά, δέν εἶναι πιά ἡ μάμμη τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁσία
Μακρίνα, πού τόν ἐμύησε στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά ὃπως ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά τοῦ
ἂθεου Σάρτρ, πού μέ εἰλι-κρίνεια ὁμολόγησε: «Ἡ οἰκογένειά μου ἐπηρεάσθηκε ἀπό
τό ρεῦμα τῆς βαθμιαίας ἀποχριστιανοποίησης, πού γεννήθηκε μέσα στήν βολταιρική,
μεγαλοαστική κοινωνία... Φυσικά ὃλος ὁ κόσμος πίστευε ἀπό διακριτικότητα... Ἡ
καλή κοινωνία πίστευε στόν Θεό, γιά νά μή μιλεῖ γι’ αὐτόν... Ὁ-δηγήθηκα,
συνεχίζει, στήν ἀπιστία, ὂχι ἀπό τήν σύγκρουση τῶν δογμάτων, ἀλλά ἀπό τήν ἀδιαφορία
τοῦ παπποῦ μου καί τῆς γιαγιᾶς μου» (βλ. π. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, ΧΡΙΣΤΟΣ-ἀρχή
καί τέλος, Ἀθῆναι 1983, σ.396). Στό σημεῖο αὐτό ἒφθασε καί ἡ δική μας
χριστιανική οἰκογένεια, μέ τήν κατίσχυση τῶν δυνάμεων ἐκείνων, πού ἀπέβλεπαν
στήν κοινωνία, πού γέννησε τόν σύγχρονο δυτικό ἂνθρωπο, ὃπως ὁ Σάρτρ.
Κάπως
διαφορετικά, βέβαια, ὁραματιζόταν τό ἑλληνικό κράτος ὁ Ἰω-άννης Καποδίστριας, ὁ
μόνος άληθινά ὀρθόδοξος ἡγέτης τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ: «Τό ἑλληνικόν ἒθνος -ἒλεγε-
σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων, οἳτινες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἒπαυσαν
ὁμο-λογοῦντες τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες,
καί διέμειναν ὑπό τήν πνευματικήν ἢ κοσμικήν (δηλαδή, ἐθ-ναρχικήν) δικαιοδοσίαν
τῆς Ἐκκλησίας των, ὃπου ποτέ τῆς Τουρκίας καί ἂν κατοικῶσιν» (Ἐπιστολαί ...,
μεταφρ. Μ. Γ.Σχινᾶ, τὀμ. Α΄,1841, σ. 198). Ἀπό τούς Βαυαρούς καί μετά ἡ ἑλληνική
Πολιτεία θά βλέπει τήν Ὀρ-θοδοξία ὡς κρατική θρησκευτική ὑπηρεσία καί ὂχι ὡς τό
ζωτικό χῶρο πραγματώσεως τοῦ Νεοέλληνα ἀνθρώπου.
Τό
ἰδεολογικό στίγμα τῆς σύγχρονης πραγματικότητας ἐξακολουθεῖ νά ὁρίζεται ἀπό τήν
κοσμοθεωριακή ἀναδόμηση τοῦ ἒθνους τόν 19ον αἰ. Στήν ἐποχή τῶν Βαυαρῶν
κυοφορήθηκε ὃλη ἡ μεταγενέστερη Ἑλλάδα. Δέν εἶναι μόνον ὁ χῶρος τῆς λογιοσύνης,
στόν ὁποῖο ἐπιβλήθηκε τό εὐρωπαϊκό πρότυπο, ἀλλά καί αὐτή ἡ μικροαστική
κοινωνία, πού ἒκτοτε τρέφεται μέ τό πνεῦμα τοῦ εὐσεβισμοῦ, πού καί αὐτό ἀπωθεῖ
μέ μεγαλύτερη μάλιστα ἀποτελεσματικότητα τό πατερικό παράδειγμα. Αὐτό πού τε-λικά
χάθηκε στήν παιδεία καί κοινωνία μας δέν εἶναι ἡ θρησκευτικότητα, ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστικότητα,
ἡ σχέση μέ τήν ἀποστολικοπατερική παράδοσή μας, πού γεννᾶ ὂχι ἠθικιστές εὐσεβιστικοῦ
τύπου, ἀλλά Ἁγίους. Τελικά «φραγκέψαμε», ὃπως τιτλοφορεῖται ἓνα βιβλίο τοῦ π.
Θεοδώρου Ζήση (π. Θ. Ζήση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη
1994).
2.
Σ’ αὐτό τό κλίμα, μαζί μέ ὃλη τή δημόσια ἐκπαίδευση καί τό «Μ.τ.Θ.» ὑφίσταται τίς
ἀδυσώπητες συνέπειες. Ἡ νέα -εὐρωπαϊκή- νοοτροπία βλέ-πει τό μάθημά μας ὡς ἐμπόδιο
στήν καθολική ἐπικράτηση καί κυριαρχία της στήν διαμόρφωση κατά τή βούληση τῶν
φορέων της τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Οἱ φορεῖς αὐτοῦ τοῦ πνεύματος ἰσχυρίζονται,
ὃτι τό «Μ.τ.Θ.» λειτουργεῖ ὡς «θρησκευτική κατήχηση βιωματικοῦ χαρακτήρα», «ἱκανοποιεῖ
ἐν πρώτοις τήν στοχοθεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέσω ἑνός κρατικοῦ μηχανισμοῦ
μεταδίσει τίς θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ἀνα-ζητώντας ἀκροατήριο» καί «κατά
δεύτερον ἱκανοποιεῖ τό κράτος, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ τήν θρησκεία {...} γιά τόν
κοινωνικό ἒλεγχο μέσω τῆς ἠθικοποίησης τῶν πολιτῶν του». Ποιά εἶναι ἡ λύση; ἐρωτοῦν.
Καί ἀπαντοῦν: «Κατάργηση τώρα»! (Ἀλ. Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ἐλευθεροτυπία»,
8.1.2009). Πρόκειται γιά συνθηματολογία, φυσικά, προσδιοριζόμενη ἀ-πό τό πνεῦμα
καί τίς στοχοθεσίες τῆς εὐρωπαϊκῆς μετανεωτερικότητας, πού συμμερίζονται ὃλοι οἱ
ἐχθροί τοῦ Μαθήματος, πολιτικοί καί διανοούμενοι.
Τό
Μάθημά μας, ἐξ ἂλλου, ὡς ἂμεσα σχετιζόμενο μέ τήν ἐθνική μας παράδοση, ἐπικεντρώνει
τή μήνη καί τῶν ἐθνομηδενιστῶν τῆς νεοεποχίτικης ἰδεολογίας, διότι θεωρεῖται ἐμπόδιο
στή στοχοθεσία καί δράση τους. Σοβαρότατη ἀπειλή γιά τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἒθνους
μας προέρχεται ἀπό τήν καλλιεργούμενη ἀνεθνικότητα καί τίς σαφῶς ἀντεθνικές θεωρίες,
πού εἰσάγονται μεθοδευμένα στό χῶρο τῆς ἱστορίας καί γενικότερα τῆς παιδείας. Ἡ
Όρθοδοξία ὃμως συνδέει ἁρμονικά τήν ἐθνικότητα μέ τήν ὑπερεθνικότητα, ἰδιαίτερα
στό χῶρο τῆς λατρείας, ἒξω ἀπό κάθε ἒννοια φυλετισμοῦ καί ἐθνικιστικῆς (δηλ.
ρατσιστικῆς) ὑστερίας. Αὐτά πρέπει ἰδι-αίτερα νά λαμβάνονται ὑπόψη, γιά τήν
κατανόηση τῶν ὁποιωνδήποτε ἀρ-νητικῶν συμπεριφορῶν ἒναντι τοῦ Μαθήματός μας.
Ἡ
ἰδιαίτερη σημασία τοῦ «Μ.τ.Θ.» στήν καλλιέργεια τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος, πού εἶναι
συγχρόνως ὑπερφυλετικό καί οἰκουμενικό, φαίνεται σέ βάθος καί πλάτος στήν
προβολή καί ἑρμηνεία ἀπό αὐτό τοῦ πολιτισμοῦ μας σέ ὃλες τίς ὂψεις του. Γι’ αὐτό
ἀποκρούεται καί τό Μάθημά μας, μαζί μέ τήν Ἱστορία, ἀπό ἐκείνους, πού ἀκολουθοῦν
τήν ἒξωθεν χαρασσόμενη γραμμή τοῦ ἀντεθνισμοῦ καί κατεργάζεται τήν ἐκθεμελίωση
τοῦ Ἒθνους, ὡς ὃρου καί φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς
πολεμικῆς σχετικοποιοῦνται καί βαθμηδόν ἀπονοηματοδοτοῦ-νται ἡ πίστη, ἡ ἱστορία,
ὁ πολιτισμός, ἡ ἐθνική κληρονομία καί κάθε στοι-χεῖο τῆς ἐθνότητας καί ἐθνικότητας.
Ἡ τεχνητή -καί ἐξωθεν προωθούμενη- πολυπολιτισμικότητα ἒχει ὡς στόχους τά
μαθήματα τῶν Θρησκευτικῶν, τῆς Ἱστορίας καί τῶν Ἑλληνικῶν (γλώσσα), διότι
προβάλλουν καί ἐνισχύουν τά κύρια συστατικά τοῦ Ἒθνους καί τῆς ἐθνικότητάς μας.
Ἡ στάση, συνεπῶς ἀπέναντι στά μαθήματα αὐτά, ἰδιαίτερα στό «Μ.τ.Θ.», ἐλέγχει
τήν ποιότητα τῆς πολιτισμικῆς μας συνείδησης.
3.
Ἀκριβῶς δέ τήν ὑποστήριξη τῆς πολιτιστικῆς σημασίας τοῦ Μαθήματός μας ἀνέλαβε αὐτεπάγγελτα
-λόγω τοῦ ἀκμαίου καί ἐθνικοῦ φρονήματος καί τῆς ὑψηλῆς παιδείας του- ὁ
διακεκριμένος Καθηγητής τῆς Νομικῆς καί Ἀκαδημαϊκός κ. Νικήτας Ἀλιπράντης, ἐκλεκτός
συνάδελφος καί φίλος. Πρό καιροῦ ἀναδημοσιεύθηκε στόν «Ο.Τ.» ἓνα σπουδαῖο
κείμενό του μέ τόν τίτλο: «Νομικαί προϋποθέσεις τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ
λεγομένου “Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν”». Στό ἂρθρο αὐτό ὑποστη-ρίζεται μέ σαφῆ
νομικά κριτήρια, ὃτι ἡ «ὑποχρεωτικότητα τοῦ μαθήματος» μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ σέ
μιά τελείως διαφορετική νομική βάση, χωρίς νά ἒρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τή
νομολογία (τοῦ ΕΔΔΑ). Ἡ βάση αὐτή συνδέεται ὂχι μέ τά θρησκευτικά «πιστεύω» ὡς
σύνολο ὑπο-κειμενικῶν πεποιθήσεων, ἀλλά μέ τή γενική παιδευτική ἀποστολή τῆς
Πολιτείας, είδικά σέ χῶρες, πού χαρακτηρίζονται άπό μιά μακραίωνη ἑνι-αία ἰδιοπροσωπία,
ὃπως ἡ Ἑλλάδα. Οὐσιῶδες συστατικό τῆς ἰδιοπρο-σωπίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἡ
χριστιανική ὀρθόδοξη κληρονομιά ὡς ἀντι-κειμενικό δεδομένο, πού ἒχει
σφυρηλατηθεῖ ἐδῶ καί αἰῶνες. Τό νά διδάσκονται κατά πρῶτο καί κύριο λόγο αὐτή
τήν κληρονομιά τά παιδιά, πού φοιτοῦν στά δημόσια σχολεῖα τῆς Χώρας, ὃπως
διδάσκονται τήν ἑλληνική μυθολογία καί ἱστορία, ἀνήκει ἀναφαίρετα στήν
παιδαγωγική ἀποστολή τῆς Πολιτείας ὡς ἐξουσία καί ὑποχρέωσή της». Σημαντική ὃμως
εἶναι ἡ δι-ευκρίνηση: «Γιά νά πληροῖ τή νομική αὐτή βάση τό μάθημα, ἀναμορ-φωμένο,
θά πρέπει νά ἒχει καθαρά γνωστικό χαρακτήρα καί νά ἐκθέτει τήν ὀρθόδοξη
χριστιανική πίστη ὂχι ὡς θρησκεία μέ ὃ,τι ἐμπεριέχει ὡς ὑποκειμενικά στοιχεῖα, ἀλλά
ὡς ἀντικειμενικό συστατικό τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς». Καί
προσθέτει: «Ἐννοεῖται ὃτι τό μάθημα θά πρέπει νά ἀναφέρεται καί στίς ἀνά τόν
κόσμο ποικίλες πνευματικές παραδόσεις καί ἀντιλήψεις μέ ἀντικειμενικότητα, ἀλλά
καί ἐπισημαίνοντας, τυπολογικά καί ὂχι ἀξιολογικά, τίς διαφορές τους ἀπό τήν
χριστιανική ὀρ-θόδοξη κληρονομιά. Γιά νά εἶναι σαφής ἡ διαφορετική –ἀπό τό
ΕΔΔΑ- νο-μική βάση τῆς ὑποχρεωτικότητας τοῦ μαθήματος, θά πρέπει ὂχι μόνο ἡ ὀνομασία
του νά ἀλλάξει (δέν θά εἶναι «μάθημα Θρησκευτικῶν», ἀλλά χριστιανικῆς ὀρθόδοξης
κληρονομιᾶς), ἀλλά καί τό περιεχόμενό του νά διασκευασθεῖ ἀνάλογα. Τέλος -εἶναι
ἐξαιρετικά σημαντικό- ἡ προφορική διδασκαλία θά πρέπει ὑποχρεωτικά νά σέβεται
τίς ἀναπτυχθεῖσες προϋποθέσεις τοῦ μαθήματος».
Καί
τό συμπέρασμά του: «Συμπερασματικά, ἡ ὀνομασία “Μάθημα Θρησκευτικῶν” καί ἡ ἀναφορά
τοῦ περιεχομένου του στόν Χριστιανισμό ὡς θρησκεία, σημαίνουν ὃτι τό μάθημα εἶναι
ἢ γίνεται προαιρετικό. Ἀντί-θετα ἡ διασκευή του ὡς μαθήματος βασισμένου στό ἀντικειμενικό
δεδομένο τῆς χριστιανικῆς κληρονομιᾶς θεμελιώνει τόν ὑποχρεωτικό του χαρακτήρα,
χωρίς νά προσβάλλει τίς ὁποιεσδήποτε ὑποκειμενικές πεποιθήσεις ἢ τήν ἐλευθερία
τῆς συνειδήσεως κανενός». (Βλ. τή σχετική μελέτη τοῦ κ. Νικ. Ἀλιπράντη στόν
τιμητικό Τόμο Μιχ. Σταθοπούλου, Ἀντ. Σάκκουλας, 2010, σελ. 43 ἑπ., 49-51).
Ὁ
κ. Ἀλιπράντης προσφέρει στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία καί τόν θεολογικό κόσμο τῆς
Χώρας μας μιά ἂλλη προοπτική στήν ὑποστήριξη τῆς θέσεως τοῦ Μαθήματός μας στήν
κρατική Ἐκπαίδευση καί τῆς ὑποχρεοτικότητάς του στά ἐκπαιδευτικά Προγράμματα.
Τό «Μ.τ.Θ.» δέν εἶναι κατήχηση μέ τήν καθιερωμένη ἒννοια, ἀλλά πληροφόρηση τῆς
μαθητιώσας νεολαίας μας γιά τήν ἑλληνική πολιτιστική κληρονομιά μας.
4.
Καί εἶναι πράγματι μαζί μέ τήν ἱστορία (ὃταν καί αὐτή προσφέρεται σωστά καί ὂχι,
ὃπως σήμερα) τό Μάθημα, πού προσφέρει ἑρμηνευτικά κλειδιά γιά τήν κατανόηση τοῦ
πολιτισμοῦ μας (τοπωνύμια, ἑορτές, πανηγύρια, ἒθιμα, γλώσσα καί οἱ πάμπολλες, ἐμπνεόμενες
ἀπό τήν ἐκκλη-σιαστική λατρεία, ἐκφράσεις της, τό περιεχόμενο τοῦ λαϊκοῦ βίου
καί σύνολου τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, πού ἐρευνᾶ καί ἀναπτύσσει ἡ Λαογραφία). Εἶναι
τό Μάθημα πού μαζί μέ τήν ἱστορία, βεβαιώνει τήν ἀδιάκοπη ἱστορική συνέχειά
μας.
Ἐξάλλου
εἶναι ἀδιανόητος κάθε διαχωρισμός τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τή
Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ τρόπου ζωῆς, πού παράγει. Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Ἒθνους
εἶναι διαποτισμένη ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα,
εἶναι μεγέθη πιά ἀσύγχυτα μέν, ἀλλά καί ἀδιαίρετα. Γι’ αὐτό τό Μάθημά μας
προσφέρει τήν ἱστορική πορεία καί παρουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί εἰδικά τῆς Ὀρθοδοξίας,
τήν λατρεία, τήν τέχνη καί σύνολη τή ζωή της, μέσα σέ μιά οἰκουμενική
προοπτική, στό πνεῦμα δηλαδή τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης ὣς τόν 11ο αἰώνα.
Ἀναγκαστικά
τό Μάθημα θά παρουσιάσει, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεροληψία, τό ὀδυνηρό Σχίσμα
καί τή διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τή μία ἀδιαίρετη χριστιανική
ἀρχαιότητα, τόν Παπισμό, καί ὃ,τι αὐτό σημαίνει, ὡς καί τήν προτεσταντική
πολυδιάσπαση, χωρίς νά λείπει, φυσικά καί ἡ αὐτοκριτική γιά ὑπερβάσεις ἢ
παραλείψεις ἐκπροσώπων τῆς Ἀνατολῆς4. Ἡ ὑποστηριζόμενη καί ἀπό Ὀρθοδόξους ἐμ-μονή
στά ἑνούντα (αὐτό συμβαίνει καί στόν οἰκουμενικό Διάλογο) εἶναι παραπλανητική,
διότι παραθεωρεῖ τή θλιβερή τραγικότητα τοῦ σχίσματος, ἡ ἂρση καί θεραπεία τοῦ ὁποίου
εἶναι δυνατἠ, ὃταν συν-ειδητοποιηθοῦν τά χωρίζοντα πού, ἐξελικτικά, ἐπέφεραν
τήν ἀλλοτρίωση μεγάλου μέρους τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ
κρατούσα καί στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἡ ἐφαρμογή τῆς μεθόδου τῆς ἀποσιώπησης τῆς
διαφορᾶς, ὃπως ἐνσαρκώθηκε στό διαβόητο βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ, ὂχι
μόνο εἶναι ἀντιεπιστημονική, ἀλλά καί παραπειστική, εἰσάγοντας κλίμα ἐξωπραγματικῆς
μυθοπλασίας καί οἰκοδομώντας γνώση ἀναληθῆ καί γι’ αὐτό ἐπικίνδυνη.
Παράλληλα
ὃμως τό «Μ.τ.Θ.» συμβάλλει καί στήν παραγωγή πολι-τισμοῦ, ὃπως ἂλλωστε καί ὃλη ἡ
Ὀρθοδοξία. Λειτουργώντας σ’ αὐτό τό πλαίσιο τό Μάθημά μας προβάλλει τίς
σταθερές τοῦ πολιτισμοῦ, πού διακρατοῦν τήν ἐθνική ταυτότητά μας καί τήν ἰδιοπροσωπία
μας, ὡς προ-ϋπόθεση τῆς ἐθνικῆς συνέχειάς μας στόν ραγδαῖα μεταβαλλόμενο κόσμο
τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς ἰσοπεδωτικῆς Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεῖ ἒτσι, στήν ἀποφυγή
τῆς ὁλιστικῆς συγχώνευσης καί διάλυσης στήν νεοεποχίτικη πλανητική κοινωνία,
καί τῆς μεταβολῆς τῶν Νέων μας σέ πλανητικούς ἀνθρώπους, οἰκονομικές δηλ.
μονάδες τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς. Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ πολέμιοι τοῦ
Μαθήματος. Διότι τό κύριο διαφοροποιητικό στοιχεῖο μας ἀπέναντι στήν
κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη κληρονομιά μας. Ἡ αὐθεντική
δέ, δηλ. ἀπο-στολική καί ἁγιοπατερική Ὀρθοδοξία, ποτέ δέν μπορεῖ νά
δημιουργήσει πνεῦμα μισαλλοδοξίας καί φανατισμοῦ, διότι ἡ μαρτυρική συνείδηση,
πού δημιουργεῖ, ἐκφράζεται ὡς θυσία τοῦ Ὀρθοδόξου γιά τούς ἂλλους καί ὂχι τό ἀντίθετο,
τό ὁποῖο συνιστᾶ μόνιμη πράξη τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ὃταν καί ὃπου ὑπάρχουν ἀντίθετα
δείγματα, ἁπλούστατα δέν πρόκειται γιά Ὀρθοδοξία.
Τό
«Μ.τ.Θ.», συνεπῶς, εἶναι μία δυνατότητα συνάντησης ὃλης τῆς εὐ-ρωπαϊκῆς
νεολαίας στήν ἀρχαία πολιτιστική ἑνότητά της. Συμβάλλει, ἒ-τσι, στήν πορεία
πρός τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, μέ μιά σταθερή βάση. Οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές, ἐξ ἂλλου,
θά σέβονται πολύ περισσότερο τούς πολιτισμούς τῶν εἰσερχομένων στό χῶρο μας
ξένων, ὃσο περισσότερο μάθουν νά σέβονται τόν δικό τους πολιτισμό, ὁδηγούμενοι
σέ φιλικές καί φιλάνθρωπες σχέσεις μαζί τους.
Δέν
πρέπει δέ νά λησμονεῖται, ὃτι ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός, τόν ὁ-ποῖο ἐνσαρκώνει
καί μεταδίδει τό «Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν», βρίσκεται στή βάση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
πολιτισμοῦ, συνδέοντας ἒτσι, καί τούς Ὀρ-θοδόξους, ἀλλά καί ὃλη τήν Εὐρώπη, μέ
τήν ταυτότητά της κατά τήν πρό τοῦ σχίσματος (11ος αἰ.) ἐποχή, παραπέμποντας
στήν ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη.
5.
Βέβαια, δέν τρέφω ψευδαισθήσεις. Γνωρίζω, ὃτι οἱ ἂγευστοι τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς
πατερικότητας, ἀκούοντας τίς ἐπισημάνσεις αὐτές, αἰσθά-νονται φρικίαση. Αὐτό ὃμως
πού μέ τρομάζει, εἶναι ὃτι ὑπάρχουν καί Θεολόγοι, πού συμμερίζονται αὐτή τή
στάση. Καί γι’ αὐτούς μέν εὒχομαι «ὁ Θεός νά τούς φωτίσει», γιά μᾶς δέ «καλόν ἀγώνα»!
Τό τραγικότερο ὃμως εἶναι ὃτι δέν λαμβάνουμε ὑπόψι τίς διαθέσεις τῶν ἀντιπάλων
τοῦ μα-θήματός μας καί ἀντί νά ἐξαντλοῦμε κάθε δυνατότητα νομικῆς κατοχύρωσης
τοῦ Μαθήματος, ἐπιμένουμε νά πιστεύουμε στήν καλή διάθεση τῶν ἑκάστοτε
κρατούντων, προσδοκώντας τό ἒλεος καί τήν κατανόησή τους.
Ἒχει
ἰδιαίτερη σημασία, ὃτι τό 2003 ἒγινε ἡ ἰσχύουσα μέχρι σήμερα ἀ-ναδιατύπωση τοῦ
«σκοποῦ» τοῦ «Μ.τ.Θ.», (ΦΕΚ303/13.3.2003). Διαβάζουμε, λοιπόν, ἐκεῖ μεταξύ ἂλλων,
ὃτι τό Μάθημα συμβάλλει: «Στή διερεύνηση τοῦ ρόλου, πού ἒπαιξε καί παίζει ὁ
Χριστιανισμός στόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης. Στήν
κατανόηση τῆς θρησκείας ὡς παράγοντα, πού συντελεῖ στήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ
καί τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς». Εἶναι ἀνάγκη ὃμως νά γίνει δεκτό, ὃτι «ἡ φύση καί
τό πε-ριεχόμενο τοῦ «Μ.τ.Θ.» καί ἡ θέση του στό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα
σχετίζεται ἂμεσα μέ τόν τύπο τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐπιδιώκει ἡ Παιδεία/Ἐκπαίδευσή
μας, πού ἀδιαφορώντας γιά τήν ἱστορική συνέχεια καί συν-οχή τῆς κοινωνίας μας,
στοχεύει, κατά τά φαινόμενα σέ μιά «κοινωνία οὐ-δέτερη» χωρίς ταυτότητα, χωρίς
παραδόσεις, χωρίς ἱστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα, χωρίς μεταφυσική ἐλπίδα»
(Χρ. Γιανναρᾶς).
Ἡ
στάση τῆς σημερινῆς Πολιτείας ἀπέναντι στό «Μάθημα τῶν Θρη-σκευτικῶν»- «ὑποχρεωτικό»,
ἀλλά μέ δυνατότητα ἐπιλογῆς του καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους (!)- συνδέεται ἂμεσα μέ
τό πάγιο αἲτημα τῶν ἐκσυγχρονιστῶν (ὃλων τῶν Κομμάτων), γιά «χωρισμό»
(διαχωρισμό, ὃπως ἀδόκιμα λέγουν) Ἐκκλησίας-Πολιτείας. Χωρισμός ὃμως δέν εἶναι
κατ’ αὐ-τούς, ὃπως τό κατανοοῦν οἱ πολλοί, ἡ διάκριση διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων
(ρόλοι διακριτοί), διότι αὐτό ὑπάρχει, ἐπιβάλλεται καί κατοχυρώνεται μέ τό Νόμο
590/1977, πού εἶναι καί «Καταστατικός Χάρτης» τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (ἂρθρο
2). Σ’ αὐτό καθορίζεται ἡ συνεργασία/συναλληλία τῶν δύο χώρων σέ τομεῖς, πού ἒχουν
ἂμεση σχέση μέ τή διακονία τοῦ ἑλλη-νικοῦ Λαοῦ. Χωρισμός στό στόμα ἢ τά κείμενα
τῶν ἐκσυγχρονιστῶν σημαίνει: πλήρης ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί
Παράδοσης ἀπό ὃ-λους τούς τομεῖς τοῦ ἐθνικοῦ βίου. Κράτος λαϊκιστικό (Ѐtat laic).
Αὐτό ση-μαίνει κατά τούς ὑποστηρικτές αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος: νομοθετική ἐπιβολή
τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου, καθαίρεση νομοθετικά ὃλων τῶν θρησκευτικῶν
(χριστιανικῶν) συμβόλων, καί τῶν εἰκόνων, ἀπό ὃλους τούς δημόσιους χώρους, ὑποχρεωτική
πολιτική κήδευση καί καύση νε-κρῶν, κατάργηση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν,
έξαφάνιση κάθε θρησκευτικοῦ στοιχείου στίς ἐθνικές ἑορτές, κατάργηση τῶν
θρησκευτικῶν ἀργιῶν, νομοθετική ἐκδίωξη τῶν Κληρικῶν ἀπό Νοσοκομεῖα, Φυλακές, Ἒνοπλες
Δυνάμεις καί Σώματα Ἀσφαλείας κ.ἂ.
Ὑποψήφιο
θύμα τῆς ἀποδομητικῆς αὐτῆς ἐπιχείρησης εἶναι καί τό «Μ.τ.Θ.». Ἡ κίνηση βέβαια
αὐτή, σχετικά μέ τό «Μ.τ.Θ.», δέν εἶναι νέα. Ἂρχισε ἀπό τό Φεβρουάριο τοῦ 1962,
ἐπί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (+1998) καί ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καί Ἐθνικῆς
Παιδείας Γρηγορίου Κασιμάτη (+1987). Τότε ἀποφασίσθηκε ἐπιλεκτικά ἡ μονόωρη
διδασκαλία τοῦ μαθήματος. Ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ «πειράματος» αὐτοῦ ἐπιτεύχθηκε ἀπό
τίς δηλώσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ἐν ὂψει τῆς ἒνταξής μας στήν Ε.Ο.Κ. (τότε καί
Ε.Ε. ἀργότερα), ὃτι «δέν χρειαζόμεθα θεολόγους, ἀλλά τεχνοκράτες καί
γεωπόνους». [Αὐτά τά ἒχω ἀναπτύξει στό βι-βλίο μου: Θεολογικός Ἀγώνας 1962, ἐκδ.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Ἀθήνα 1987, τό ὁποῖο εἶχε τήν καλοσύνη τό ΠΟΝΤΙΚΙ/7.8.08 νά
χρησιμοποιήσει σέ ἂρθρο του γιά τό «Μ.τ.Θ.») Ἐπί ἑπτά μῆνες
(27.2.1962-27.9.1962) κλείσαμε τίς Θεο-λογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης,
διεξάγοντας ἓναν ἀγώνα, μέ τέτοιο δυναμισμό, πού συχνά ξεπερνοῦσε τούς ἀγῶνες τῆς
Ἀριστερᾶς τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἡ καθιερωμένη ἒκτοτε πορεία τῆς (ἐκσυγχρονιστικῆς)
Πο-λιτείας εἶναι: ἀπό τήν ἀποδυνάμωση καί ἀλλοίωση τοῦ Μαθήματος στήν ἒξωσή του
ἀπό τήν κρατική Ἐκπαίδευση. Αὐτό ἐφαρμόζεται μέ θρησκευτική εὐλάβεια! Σήμερα,
λοιπόν, περνάμε μία νέα φάση αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, ἲσως τήν τελευταία.
Ὁ
ἀπώτερος στόχος μάλιστα τῶν ἐκσυγχρονιστῶν μας εἶναι ἡ ἒξωση καί αὐτῶν τῶν
Θεολογικῶν Σχολῶν ἀπό τά κρατικά Πανεπιστήμια, ἀφοῦ δέν θά ἒχουν πιά λόγο ὓπαρξης
(κατάρτιση Καθηγητῶν Θρησκευτικῶν γιά τή δημόσια ἐκπαίδευση). Ὡς Κοσμήτορας
(2004-2007) εἶχα τό θλιβερό προνόμιο νά ζήσω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τούς σχεδιασμούς αὐτούς
καί τίς ἐξελίξεις, ὃλο δέ τό συναφές ἀποδεικτικό ὑλικό συγκέντρωσα στό βιβλίο:
«Θέση καί ἀποστολή τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης στή σύγχρονη
κοινωνία. Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, Ἀθήνα
24-25 Ἀπριλίου 2007», Ἀθήνα 2008. Σ’ αὐτή τήν κίνηση, ἑκόντες ἂκοντες,
συμβάλλουν καί ὃσοι ἐλαφρᾷ τῇ καρ-δίᾳ ἀπαιτοῦν τήν κατάργηση τοῦ Μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν. Πρέπει δέ νά δηλωθεῖ, ὃτι στήν Εὐρώπη καί ὃλο τόν Χριστιανικό
κόσμο, οἱ Θεολογικές Σχολές εἶναι μέσα στά κρατικά Πανεπιστήμια ὡς ἐρευνητικά Ἱδρύ-ματα.
Διερωτώμεθα, συνεπῶς, ποιά Εὐρώπη ἀπαιτεῖ τίς ἐπιχειρούμενες μεταβολές, ὃπως
λέγεται...
Ὃσο
καί ἂν οἱ Κυβερνητικοί παράγοντες μᾶς καθησυχάζουν γιά τή θέ-ση τοῦ Μαθήματός
μας στήν Ἒθνική Ἐκπαίδευση, αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶ-ναι οἱ ὑφέρπουσες τάσεις σέ ὃλο
τό φάσμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἢ νεοεποχίτικα σκεπτομένου καί ἐνεργοῦντος πολιτικοῦ
κόσμου, διότι αὐτές ἐπι-βάλλονται τελικά. Αὐτό ὃμως εἶναι ἰδιαίτερα ἀνησυχητικό
σήμερα, μέ τήν γενική κατάπτωση τῆς Χώρας καί τήν αὒξηση τῆς ἐπιρροῆς τῶν ξένων
κατοχικῶν Δυνάμεων σ’ ὃλο τό φάσμα τῆς κοινωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ της.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Το Μάθημα των Θρησκευτικών
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΙΧΕΛΟΥΔΑΚΗΣ
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Θεολογίας
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΠΕΣ
Θεολόγος Εκπαιδευτικός – Διδάκτωρ Θεολογίας
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
Αιωνία του η μνήμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚ.