20 Δεκ 2019

Από την αίρεση του Κολυμπαρίου στο Ουκρανικό Σχίσμα και στην «Ένωση των Εκκλησιών»(Σύναξις Ορθοδόξων Κληρικών καί Μοναχών)

ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα

Ἐπειδὴ ἡ Διακήρυξη ξεπέρασε τὴν ἔκταση ποὺ ὑπολογίζαμε, γιὰ νὰ μὴ δειλιάσει κανεὶς καὶ ἀποφύγει νὰ τὴν διαβάσει παρουσιάζουμε ὡς κίνητρο καὶ καθρέπτη τὰ περιεχόμενά της:
1. Ἡ νέα παπίζουσα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου ἐγέννησε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης καὶ τὸ ψευδοαυτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας.
2. Ἡ ἐν τῇ πράξει (de facto) ἐφαρμογὴ τοῦ νέου "πρωτείου" στὸ Κολυμπάρι.
3. Οἱ δύο βασικοὶ στόχοι τῆς "συνόδου" στὸ Κολυμπάρι.
4. Καὶ τὸ Οὐκρανικὸ συνδέεται μὲ τὸ Κολυμπάρι καὶ μὲ τὸ νέο "πρωτεῖο" τῆς Κωνσταντινούπολης
5. Τελικὸς στόχος ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἤδη ὑφιστάμενης ἕνωσης μὲ τὸν πάπα καὶ τοὺς ἄλλους αἱρετικοὺς
6. Ἀνάγκη ἐπείγουσας ἀφύπνισης καὶ Ὀρθόδοξης ἀντίστασης. Τὶ δέον γενέσθαι;
1. ῾Η νέα παπίζουσα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου ἐγέννησε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης καὶ τὸ ψευδοαυτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας.
Δὲν ἔχουν ἀκόμη κοπάσει οἱ ἀντιδράσεις, οἱ διαιρέσεις καὶ οἱ ἀμφισβητήσεις ποὺ προκάλεσε ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), καὶ προστέθηκε τώρα ἄλλη ἐμφανέστερη καὶ προκλητικότερη αἰτία ἐνδοορθόδοξης ἀναστάτωσης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ ἀπαράδεκτη καὶ ἄθεσμη εἰσπήδηση στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ τηρηθεῖ καμμία κανονικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἱερωσύνης αὐτοχειροτόνητων, ἀχειροτόνητων, καθηρημένων καὶ ἀναθεματισμένων κληρικῶν. Τὸ χειρότερο δὲ ποὺ τινάζει στὸν ἀέρα τὴν κανονικὴ τάξη καὶ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν διαβόητη εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία, εἶναι ὅτι στὸν ἴδιο τόπο, στὴν μητρόπολη Κιέβου, στὴν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, ἐκλέγεται καὶ τοποθετεῖται δεύτερος μητροπολίτης ἐκ τῶν σχισματικῶν, ὁ Ἐπιφάνιος, ἐνῶ ὑπάρχει ὁ κανονικὸς καὶ ἀναγνωριζόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους μητροπολίτης Κιέβου Ὀνούφριος, μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ δικαιολογοῦν τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῆς Κωνσταντινούπολης, διαστρέφοντας καὶ παρερμηνεύοντας τὰ ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ πλαίσια, ὅπως μὲ πολλὲς μελέτες ἔχει κατοχυρωθῆ[1], ὑπενθυμίζουμε ἐπιπλέον ὅτι ἡ "πῆξις", δηλαδὴ ἡ ἵδρυση, ἑτέρου θυσιαστηρίου δίπλα στὸ ὑφιστάμενο εἶναι ὁλοφάνερη σχισματικὴ ἐνέργεια, τὴν ὁποία ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων. Οἱ σχισματικοὶ τῆς Οὐκρανίας καταδικάσθηκαν καὶ ἀναθεματίσθηκαν συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, διότι «ἔπηξαν» δικά τους θυσιαστήρια, δημιούργησαν δική τους παράλληλη ἐκκλησία καὶ σύνοδο, δική τους διοίκηση, στὴν Οὐκρανία. Στὸ ἴδιο κανονικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ παράπτωμα ὑπέπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη, μὲ τὸ νὰ τοποθετήσει αὐθαίρετα καὶ νά "νομιμοποιήσει" δεύτερο μητροπολίτη Κιέβου δίπλα στὸν κανονικὸ καὶ ἔχοντα τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ μητροπολίτη ᾽Ονούφριο. Σὲ ποιά σειρὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τοποθετεῖται ὁ νέος μητροπολίτης Ἐπιφάνιος; Ποιός εἶναι διάδοχος τοῦ προηγουμένου μητροπολίτου Βλαδιμήρου καὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ, ἕνας ἑνός, καὶ ὄχι δύο ἑνός; Δὲν εἶναι μόνον ὁ ᾽Ονούφριος; Δὲν ἀποτελεῖ ἡ ἐκλογὴ καὶ τοποθέτηση δευτέρου ἐπισκόπου προσβολὴ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, συστατικοῦ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης; Πῶς θὰ ἔνιωθαν ὅσοι ἐπίσκοποι ἔσπευσαν, ἀνθρωπάρεσκα καὶ ἐθνοφυλετικά, νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν σχισματικὸ μητροπολίτη, ἂν ἐγίνετο τὸ ἴδιο καὶ στὴν δική τους ἐπαρχία, ἂν ὁ πατριάρχης ἢ ὁ οἱοσδήποτε προκαθήμενος τοποθετοῦσε καὶ δεύτερο μητροπολίτη Δημητριάδος, Μεσσηνίας, Λαγκαδᾶ, Κορίνθου, Πατρῶν κ.τ.λ.;
Τὰ δύο ἄθεσμα, ἀντικανονικά, ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντορθόδοξα γεγονότα, ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (Ἰούνιος 2016) καὶ τὸ ψευδοαυτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας (Ἰανουάριος 2019), δὲν εἶναι ἄσχετα μεταξύ τους. Προέρχονται ἀμφότερα ἀπὸ τὴ ἐπιδίωξη τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ μεταλλάξει, νὰ μεταβάλει τὰ μέχρι τώρα «πρεσβεῖα τιμῆς», τὰ ὁποῖα ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες σέβονται καὶ ἀναγνωρίζουν, σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας» ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου. Ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, δηλαδή, νὰ μὴν εἶναι ἁπλῶς ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως θέλει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, τιμητικὰ πρῶτος μεταξὺ τῶν ἄλλων ἴσων πρὸς αὐτὸν προκαθημένων, «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ πρῶτος ὑπεράνω τῶν μὴ ἴσων πρὸς αὐτὸν προκαθημένων, «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), πατριάρχης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν νέα παπίζουσα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου. Καταργεῖται δηλαδὴ ἡ ἰσότητα ὅλων τῶν ἐπισκόπων, καὶ προβάλλεται ἡ παγκόσμια δικαιοδοσία τοῦ πρώτου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐσχάτως χαρακτηρίζεται, ἀμαθῶς ἢ σκοπίμως, καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία ἐναντίον τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μόνος κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα, ὡς καὶ τὸν παρόντα, προσπάθεια τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ ἀλλάξει τὰ «πρεσβεῖα τιμῆς» τῆς πρωτόθρονης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας», τὸ ὁποῖο καὶ ἡ ἴδια ἀπέρριπτε, μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, καταδικάζουσα τὸ μοναρχικὸ καὶ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα, ὀφείλεται σὲ ἱστορικοὺς λόγους ποὺ ἐπενδύονται τώρα μὲ ἀνόητα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα. Μετὰ τὸ πλῆγμα τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς (1922) καὶ τὴν δίωξη τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινούπολης (1955 καὶ ἑξῆς) βρέθηκε οὐσιαστικὰ χωρὶς ποίμνιο. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς εἶναι ποιμένες χωρὶς πρόβατα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἀποδυνάμωση καὶ ἐξασθένηση, ἀντὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀναζήτηση τῶν πνευματικῶν λόγων, ποὺ ὁδήγησαν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ νὰ χαθοῦν οἱ ἑπτὰ λυχνίες, οἱ ἑπτὰ ἐκκλησίες τῆς Ἀποκαλύψεως, στὴν Μικρὰ Ἀσία, ἀντίθετα ὁδήγησε στὴν ὑπερηφάνεια καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση. Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε πλέον ποίμνιο, λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν ποιμάνουν τοπικά, ἔπρεπε νὰ ἀποκτήσουν ὑπερτοπικὴ ἁρμοδιότητα, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως νὰ μὴν εἶναι ἁπλῶς ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἴσος πρὸς τοὺς ἄλλους προκαθημένους, ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσει ὑπερτοπικὴ ἁρμοδιότητα, νὰ γίνει πάπας τῆς Ἀνατολῆς, πρῶτος σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἄρχισε ἔτσι νὰ διαμορφώνεται ἡ αἱρετίζουσα νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου, τῆς ὁποίας πικροὶ καρποὶ εἶναι ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016) καὶ τὸ ψευδοαυτοκέφαλο τῶν Οὐκρανῶν Σχισματικῶν (2019). Διαμορφωτὴς αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἐκ τῶν παλαιῶν εἶναι ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ἐκ τῶν νεωτέρων μὲ προκλητικὴ ἀθεολόγητη θρασύτητα ὁ νῦν ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς, ὁ ἀπὸ Προύσης Ἐλπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης, καὶ μερικοὶ ἄλλοι νεοφανεῖς ἀστέρες, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἐλάμπρυνε καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ὀρθοδοξία μέχρι καὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος.
Τὶς περὶ πρωτείου ἀντορθόδοξες ἀπόψεις του ἐπεχείρησε ὁ μητροπολίτης Περγάμου νὰ περάσει στὴν Ραβέννα τῆς Ἰταλίας τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2007, στὸ κοινὸ κείμενο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, ὅπου στὴν παράγραφο 43 τοῦ κειμένου γίνεται ἀποδεκτὸ ὅτι τὸ πρωτεῖο πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὲ τρία ἐπίπεδα: α) τοπικὸ β) ἐπαρχιακὸ καὶ γ) παγκόσμιο. Ὡς τοπικὸ ἐννοεῖται τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου, ὡς ἐπαρχιακὸ τοῦ μητροπολίτου ἢ πατριάρχου καὶ ὡς παγκόσμιο τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα στὴν Δύση καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴν Ἀνατολή. Τὸ πρωτοφανὲς τῆς βλάσφημης περγάμειας θεολογίας εὑρίσκεται εἰς τὸ ὅτι ἐπεχείρησε νὰ δώσει καὶ τριαδολογικὴ θεμελίωση στὸ πρωτεῖο, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὅπως στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει τὸ πρωτεῖο τοῦ Πατρός, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ ὑπάρχει κάποιος πρῶτος.
Τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας δέχθηκε αὐστηρὴ κριτικὴ καὶ ἀπὸ τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ ἀπὸ σοβαροὺς θεολόγους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀνέθεσε σὲ Εἰδικὴ Συνοδικὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ νὰ ἐξετάσει τὰ ἀποφασισθέντα στὴν Ραβέννα, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς εἰσηγήσεως τῆς Ἐπιτροπῆς διεμόρφωσε τὴν δική της θέση σὲ συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ποὺ ἔγινε στὶς 25-26 Ὀκτωβρίου τοῦ 2013. Στὴν πρώτη παράγραφο αὐτῆς τῆς θέσης λέγεται ὅτι «Στὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὸ πρωτεῖο κατὰ πάντα ἀνήκει στὴν Κεφαλή της τὸν Κύριο καὶ Σωτήρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου». Ἀπορρίπτεται ἡ ἄποψη περὶ παγκοσμίου πρωτείου, ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἀλλοίωση ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ, καὶ λέγεται ὀρθῶς ὅτι κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία τό «πρωτεῖο τιμῆς» ἀνῆκε στὸν θρόνο τῆς Ρώμης, μετὰ ὅμως τὴν ἀπόσχιση τῆς Ρώμης περιῆλθε στὸν ἑπόμενο κατὰ τὴν σειρὰ τῶν Διπτύχων θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ προστίθεται: «Ἔκτοτε ἕως καὶ σήμερα τὰ πρωτεῖα τιμῆς σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκουν στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρῶτο μεταξὺ ἴσων Προκαθημένων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Ἐπαναλαμβάνεται καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ αὐτὴ ἡ θέση, ὥστε νὰ μὴ ἐπιρρίπτεται εὔκολα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἡ μομφὴ πὼς δῆθεν δὲν ἀναγνωρίζει τὸ «πρωτεῖο τιμῆς» τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει ἡ Μόσχα καὶ ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη γιὰ τὸν ἑαυτό της μέχρι τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, εἶναι τὸ παπικὸ «πρωτεῖο ἐξουσίας» σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Λέγει ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος καὶ πάλι στὴν παράγραφο 5: «Τὸ πρωτεῖο στὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύση του ἀποτελεῖ πρωτεῖο τιμῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας, ἔχει μεγάλη σημασία διὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἡ Πατριαρχικὴ Καθέδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχει πρωτεῖα τιμῆς ἐπὶ τῇ βάσει τῶν Ἱερῶν Διπτύχων, τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζονται ὑφ᾽ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Δὲν ἄρεσε βέβαια στοὺς ἀνώριμους νέους θεολόγους τοῦ Φαναρίου ἡ ἀντίδραση στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας, ἡ μὴ ἀποδοχὴ ἑνὸς παγκοσμίου πρώτου καὶ ἡ ἀπολύτως ὀρθόδοξη θέση ὅτι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «πρῶτος μεταξὺ ἴσων». Ἰδιαίτερα δὲν ἄρεσε ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ποὺ ἀπέρριπτε τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σὲ νέα συνάντηση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου στὸ Ἀμμὰν τῆς Ἰορδανίας τὸ 2014 ἐπιχειρήθηκε νὰ θεμελιωθεῖ ἰσχυρότερα τὸ πρωτεῖο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐπάνω στὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρᾶγμα ποὺ οὔτε οἱ Παπικοὶ ἐτόλμησαν νὰ κάνουν, διότι καὶ αὐτοὶ θεμελιώνουν τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα στὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ἔμειναν γι᾽ αὐτὸ ἔκπληκτοι γιὰ τὸ τόλμημα αὐτὸ τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἔγκυρα ὁ πάντα καλὰ πληροφορημένος ἐκλεκτὸς δημοσιογράφος Γ. Παπαθανασόπουλος[2]. Τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου στηριζόμενη πλέον στὴν μοναρχία τοῦ Πατρὸς μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἀνέλαβε νὰ διαδώσει εὐρύτερα, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὁ ἀπὸ Προύσης τώρα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν ἀντιπατερικὴ καὶ ἀντισυνοδική, τὴν ἀντικωνσταντινουπολίτικη θέση, ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν εἶναι «πρῶτος μεταξὺ ἴσων», ἀλλά «πρῶτος ἄνευ ἴσων». Μὲ νεώτερη ἀνατρεπτική του θέση ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως ἑνὸς Πρώτου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνιστᾶ αἵρεση.
Τὶς θέσεις τῶν μητροπολιτῶν Περγάμου Ἰωάννη καὶ τότε Προύσης Ἐλπιδοφόρου, νῦν Ἀμερικῆς, ἐπέκριναν τὸ 2014 ὡς λατινογενεῖς μὲ ἰσχυρὴ θεολογικὴ τεκμηρίωση σὲ κοινὸ κείμενο οἱ Μητροπολῖτες Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Γλυφάδας Παῦλος (†), Κυθήρων Σεραφείμ, Πειραιῶς Σεραφείμ, Αἰτωλίας Κοσμᾶς καὶ Γόρτυνος Ἰερεμίας[3], ἐνωρίτερα δὲ τὸ 2011 ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν[4]. Τὸ σύνολο δὲ αὐτῆς τῆς προβληματικῆς γιὰ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου παρουσίασε ἐσχάτως στὴν λαμπρὴ εἰσήγησή του μὲ θέμα «Ἡ ἐνδοτριαδικὴ μοναρχία τοῦ Πατρὸς καὶ ὁ καινοφανὴς μονάρχης τῆς φαναριωτικῆς ἐκκλησιολογίας»[5] ὁ μοναχὸς Σεραφεὶμ Ζήσης στὴν ἐπίσης λαμπρὴ Ἡμερίδα μὲ τίτλο «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ Νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου»[6], ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη τὸν περασμένο Ἰούνιο τρία χριστιανικὰ σωματεῖα τῆς πόλεως καὶ ἡ ἱστορική «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν».
2. Ἡ ἐν τῇ πράξει (de facto) ἐφαρμογὴ τοῦ νέου πρωτείου στὸ Κολυμπάρι
Θὰ ἦταν ἀσφαλῶς μεγάλη ἐπιτυχία τῆς Κωνσταντινούπολης, ἂν κατόρθωναν οἱ ἐκπρόσωποί της μαζὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς θεολόγους νὰ περάσουν σὲ κείμενο τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου τὴν νέα γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους κατανόηση τοῦ πρωτείου ὡς πρωτείου ἐξουσίας ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου. Παρόμοια ἐπιτυχία εἶχαν κατορθώσει στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸ 1993, ὅπου στὸ κείμενο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, ὄχι μόνο ἀθωώθηκε ἡ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καταδικασθεῖσα Οὐνία στὸ Freising τοῦ Μονάχου τὸ 1990, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον γιὰ πρώτη φορὰ ἐξουσιοδοτημένοι ἀπὸ τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι (εὐτυχῶς ἀπουσίαζαν πολλὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες) ἀρνήθηκαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μόνον αὐτὴ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ δέχθηκαν ὅτι συναποτελεῖ μὲ τοὺς Παπικοὺς τὴν Μία Ἐκκλησία, ὅτι εἶναι ἀπὸ κοινοῦ ὑπεύθυνες γιὰ τὴν διαποίμανση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἡ ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ἡ ἱερωσύνη, τὰ μυστήρια, «δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκλησιῶν»[7]. Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων, ποὺ ἐπιτεύχθηκε στὸ Κολυμπάρι τὸ 2016, εἶχε ἀνοίξει στὸ Balamand τὸ 1993.
Μὲ τὸ παγκόσμιο πάντως πρωτεῖο τοῦ πάπα καὶ τοῦ πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης δὲν κατορθώθηκε τὸ ἴδιο χάρις στὴν ἰσχυρὴ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ὅ,τι, ὅμως, δὲν κατορθώθηκε θεολογικά, θεωρητικά, στὸν Διάλογο προωθήθηκε στὴν πράξη μὲ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅπου ἡ Κωνσταντινούπολη ἐφαρμόζει τὰ δικά της σχέδια, τὴν δική της ἀτζέντα, αὐθαιρετοῦσα καὶ αἰφνιδιάζουσα μὲ ἐνέργειες τοῦ «πρώτου». Μοίρασε βέβαια μερικὰ ψίχουλα τοῦ νέου «πρωτείου ἐξουσίας» στοὺς προκαθημένους τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ἄγνωστου θεσμοῦ τῆς «Σύναξης τῶν Προκαθημένων», σὰν ἕνα εἶδος Συμβουλίου τῶν Καρδιναλίων τῆς παπικῆς αὐλῆς, μὲ ἀντίστοιχο περιορισμὸ τῶν τοπικῶν συνόδων καὶ τραυματισμὸ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ἰδιαίτερα μὲ προσβολὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σύγκληση καὶ ἡ λειτουργία τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὰ συνοδικὰ δεδομένα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Πρόκειται γιὰ «ἕνα νέο εἶδος συνόδου» κατὰ τὴν εἰλικρινῆ ἐκτίμηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν στάση του τώρα στὸ Οὐκρανικὸ φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο μεταβάλλεται σὲ μοναρχικὸ παπικοῦ τύπου.
Ἐμεῖς μὲ πλῆθος δημοσιευμάτων καὶ ὀργάνωση ἡμερίδων ἀντιδράσαμε καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὴν σύγκληση καὶ λειτουργία τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γιατὶ διαβλέπαμε πώς θὰ λειτουργοῦσε μοναρχικὰ καὶ ἀντισυνοδικὰ καὶ ποιοὶ ἦταν οἱ βασικοί της στόχοι[8]. Ἀπέκλεισε ἐν πρώτοις τὸ Φανάρι σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο, ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε προγραμματισθῆ ὡς οἰκουμενική[9], τὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Ἀπὸ τοὺς 800 συνολικὰ Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ 160, οὔτε δηλαδὴ τὸ ἕνα τέταρτο τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ, ἑπομένως τὰ τρία τέταρτα τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν δὲν ἀντιπροσωπεύθηκαν στήν, ὑποτίθεται, πανορθόδοξη σύνοδο. Ὁ «πρῶτος» καὶ οἱ περὶ αὐτὸν γνωρίζοντες ὅτι, ἐὰν ἐλάμβαναν μέρος ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, θὰ ὑπῆρχαν ἀνεξέλεγκτες ἀντιδράσεις στὴν προώθηση τῶν οἰκουμενιστικῶν καὶ ἀντιπαραδοσιακῶν στόχων ἀπὸ πολλοὺς ἀντιοικουμενιστὰς καὶ παραδοσιακοὺς ἐπισκόπους, ὅρισαν ὅτι μόνον 24 ἐπίσκοποι ἀπὸ κάθε ἐκκλησία ἠμποροῦσαν νὰ λάβουν μέρος, ὁπότε θὰ γινόταν καὶ κάποιο εἶδος ἐπιθυμητῆς ἐπιλογῆς. Ἰδιαίτερα μὲ αὐτὸ ἐπιδιώχθηκε νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μὲ τοὺς τετρακοσίους ἐπισκόπους της θὰ καθόριζε τὴν γραμμὴ τῆς «συνόδου». Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς 160 δὲν σεβάσθηκαν, γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσης στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπαγορεύθηκε ἡ ψῆφος στοὺς ἐπισκόπους. Ἐψήφισαν μόνον οἱ προκαθήμενοι, οἱ δέκα παραστάντες ἀπὸ τοὺς δεκατέσσαρες, οἱ δὲ 160 ἐπίσκοποι ἦσαν ἄβουλα ὄργανα ποὺ ὑπέγραφαν ὅ,τι ἐψήφιζαν οἱ 10 «πρῶτοι». Ὑπῆρξε μάλιστα περίπτωση συνοδικοῦ κειμένου, αὐτοῦ γιὰ τίς «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τὸ ὁποῖο ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν οἱ δεκαεπτά (17) ἀπὸ τοὺς εἴκοσι τέσσαρες ἐπισκόπους (24) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ μὴ ἐπικυρωθεῖ. Τὴν πλειοψηφία ὅμως τῶν Σέρβων ἐπισκόπων ἀχρήστευσε ἡ μία ψῆφος τοῦ «πρώτου» τῆς σερβικῆς Ἐκκλησίας πατριάρχου Εἰρηναίου, πρὸς δόξαν τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καὶ μὲ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀπὸ τὴν ὁποία τέσσαρες ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὸ ἴδιο κείμενο, «ἀντ᾽ αὐτῶν» ὅμως ὑπέγραψε τέσσαρες φορές (πέντε μὲ τὴν δική του) ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος.
Οἱ ὁλομέλειες τῶν συνόδων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἔλαβαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων ὀρθοδοξότατες καὶ προσῆλθαν στὴν «σύνοδο» μὲ τὴν προσδοκία ὅτι τὸ αὐτὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ καθοδηγοῦσε στὴν ἀποδοχὴ τῶν προτάσεών τους. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς προτάσεις ἀπορρίφθηκαν, γιατὶ προσέκρουαν σὲ βασικὸ στόχο τῆς «συνόδου», στὴν συνοδικὴ ἐπικύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο προωθεῖ ἄλλο πνεῦμα. Ἂν ὁ «πρῶτος» διακατεχόταν ἀπὸ συνοδικὸ πνεῦμα συνεννόησης καὶ συναίνεσης, πρὸ τῆς «συνόδου» θὰ εὕρισκε τρόπο νὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ προτάσεις καὶ τὰ αἰτήματα τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), τῶν ὁποίων ἡ ἀπουσία ὀφείλεται στὴν ἀδιαλλαξία τοῦ «πρώτου» καὶ στὴν βιασύνη του νὰ ἐπιτύχει τοὺς δύο βασικοὺς στόχους τῆς Κωνσταντινούπολης, μὲ τραυματισμένη καὶ πληγωμένη τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ μία κολοβὴ καὶ κουτσουρεμένη, κάθε ἄλλο παρὰ «πανορθόδοξη», σύνοδο. Διότι ἂν ἡ μὴ συμμετοχὴ τῶν περισσοτέρων (τῶν τριῶν τετάρτων) ἐπισκόπων τῆς στερεῖ αὐτὸν τὸν χαρακτήρα, αὐτὸ ἐνισχύεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ἀποῦσες ἐκκλησίες ἀντιπροσωπεύουν πληθυσμιακὰ τὰ τρία τέταρτα τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Μικρὴ χρονικὴ ἀναβολὴ τῆς «συνόδου», ποὺ ἐζητεῖτο καὶ ἀπὸ τὶς ἀποῦσες καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησίες, θὰ βοηθοῦσε στὸ νὰ διατηρηθεῖ καὶ νὰ φανεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὸ νὰ ἀποφευχθοῦν ἀντιδράσεις, διαιρέσεις, ἀποτειχίσεις μὲ τὸ νὰ διορθωθοῦν τὰ συνοδικὰ κείμενα πρὸς τὴν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, ὅπως ζητοῦσαν οἱ μὴ μετασχοῦσες ἐκκλησίες. Εἶναι ἄδικη ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ φιλοφαναριῶτες κληρικοὺς καὶ θεολόγους ὡς πρὸς τὰ κίνητρα τῆς μὴ συμμετοχῆς τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν. Ἦταν ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀντιδράσουν καὶ νὰ μὴ καταστοῦν συνυπεύθυνες γιὰ τὴν ἀντισυνοδικὴ διαδικασία σύγκλησης καὶ λειτουργίας τῆς «συνόδου», ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἐμφανεῖς στὰ προσυνοδικὰ κείμενα ἀντορθόδοξες οἰκουμενιστικὲς θέσεις, τῶν ὁποίων ἡ διόρθωση δὲν γινόταν ἀποδεκτή.
3. Οἱ δύο βασικοὶ στόχοι τῆς «συνόδου» στὸ Κολυμπάρι
Ἀπὸ τὴν προηγηθείσα ἀνάπτυξη φάνηκε ὅτι αὐτὸ ποὺ δὲν κατόρθωσε ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ ἐπιτύχει θεολογικά, νὰ κατοχυρώσει τὸ «πρωτεῖο ἐξουσίας» σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, τὸ ἐφήρμοσε στὴν πράξη μὲ τὸν σχεδιασμό, τὴν σύγκληση καὶ τὴν λειτουργία τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης, ὅπου ἐξουσιαστικὰ ἐπέβαλε τὴν δική της γραμμή, καταργώντας τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀγνοώντας συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἄλλων ἰσοτίμων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Ἐπὶ πλέον, ἐφ᾽ ὅσον ἐξασφάλισε τὴν συμμετοχὴ τῆς πλειονότητος τῶν ἐκκλησιῶν, τῶν δέκα ἀπὸ τὶς δεκατέσσαρες, ἐσχημάτισε τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὲς ἀποδέχονται καὶ τὶς περὶ τοῦ νέου πρωτείου ἀξιώσεις της ἢ τουλάχιστον ὅτι συνοδικὰ πλέον ἐπικυρώθηκε ὁ συντονιστικός της ρόλος, ἡ εὐθύνη της δηλαδὴ νὰ συγκαλεῖ πανορθόδοξες συνόδους καὶ νὰ προεδρεύει αὐτῶν σὲ συνεννόηση βέβαια μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅμως, καμμία ἐκκλησία οὔτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὸ ἀμφισβήτησε. Τὸ ὅτι πάντως ἡ Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τὴν παρούσα ἡγεσία της, δὲν κατανοεῖ τὸ πρωτεῖο ὡς «πρωτεῖο τιμῆς», ἀλλὰ ὡς «πρωτεῖο ἐξουσίας» φάνηκε καὶ στὸ Οὐκρανικὸ Ζήτημα, ὅπου ἡ πλειονότητα τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ἀπορρίπτει τὶς ἐνέργειές της. Ἐπὶ δέκα μῆνες καμμία ἀπὸ τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δὲν συμφωνοῦσε, τώρα δὲ προστέθηκαν μὲ γνωστὲς μεθοδεύσεις ἄλλες δύο, ἡ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἡ τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἕνδεκα δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ σχισματικό της δημιούργημα. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προβληματισθεῖ γιὰ τὴν ἀντισυνοδική της συμπεριφορὰ καὶ νὰ ἀνακρούσει πρύμναν, νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη σύνοδο γιὰ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα, ὅπως ζητοῦν οἱ περισσότεροι; Στὸ Κολυμπάρι στηρίχθηκε στοὺς δέκα (10) ἀπὸ τοὺς δεκατέσσαρες (14), τώρα γιατὶ δὲν ἀκούει τοὺς ἕνδεκα (11) ἀπὸ τοὺς δεκατέσσαρες (14);
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἀέρας τοῦ Κολυμπαρίου τῆς ἐφούσκωσε τὰ πανιὰ καὶ πίστευσε ὅτι πράγματι μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει νέο ἐκκλησιολογικὸ μοντέλο, νέα ἐκκλησιολογία, μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη «πρῶτον ἄνευ ἴσων», μονάρχη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ πρότυπο τῆς μοναρχίας τοῦ Πατρὸς στὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὸς ἦταν ἕνας βασικὸς στόχος τῆς «ψευδοσυνόδου», ὁ ὁποῖος κατὰ μὲν τοὺς Φαναριῶτες ἐπιτεύχθηκε καὶ πρέπει γι᾽ αὐτὸ οἱ ἄλλες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες νὰ ὑπακούουν πειθήνια στόν «πρῶτο», ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ τὶς καταργήσει ὡς αὐτοκέφαλες. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι πολλοὶ προκαθήμενοι κάνουν τώρα δεύτερες σκέψεις, γιὰ τὸ πῶς ἐπέτρεψαν τὸ Κολυμπάρι νὰ μετατραπεῖ σὲ στυλοβάτη τοῦ ἀνεξέλεκτου πατριαρχικοῦ πρωτείου καὶ νὰ προβληματίζονται ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παραδεκτοῦ «πρωτείου τιμῆς», τοῦ ὁποίου ἡ Κωνσταντινούπολη φάνηκε ἀνάξια.
Ὁ δεύτερος βασικὸς στόχος τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ποὺ καὶ αὐτὸς ἐπιτεύχθηκε δυστυχῶς, χωρὶς οὔτε οἱ ἐπίσκοποι στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν, οὔτε τὸ ἀκατήχητο καὶ ἀδιφώτιστο πλήρωμα, εἶναι ἡ συνοδικὴ ἀποδοχὴ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ ἐκκλησιοποίηση ὅλων τῶν αἱρέσεων. Ἐπὶ ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια, ἐνῶ ἡ παναίρεση αὐτὴ διαβρώνει τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναιρεῖ τὴν σωτηριολογική της ἀποστολὴ καὶ μοναδικότητα, καταγγέλλεται καὶ καταδικάζεται ἀπὸ μεγάλους ἁγίους καὶ θεολόγους τῶν ἡμερῶν μας, ἀντίθετα ἡ Κωνσταντινούπολη πρωτοστατεῖ στὴν ἐνίσχυσή της, καυχᾶται ὡς πρωτεργάτης καὶ συνδιαμορφωτὴς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Προτεστάντες καὶ παρασύρει στὸν χορὸ τῆς αἱρέσεως καὶ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες βέβαια δὲν ἀπαλλάσσονται τῆς εὐθύνης, βαρύνονται ὅμως λιγότερο ἀπὸ τὴν χοράρχη καὶ πρωταίτια. Καὶ ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ θέμα τῆς «συνόδου» μὲ στόχο τὴν καταδίκη της, ὄχι μόνον δὲν συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπαινεῖται καὶ ἐπικυρώνεται. Δὲν ὑπάρχει στὰ κείμενα τῆς συνόδου ἡ λέξη αἵρεση. Οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται ἐκκλησίες, ἐπικυρώνεται συνοδικὰ ἡ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ ἐπαινοῦνται τὰ προβληματικὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, τὰ γεμᾶτα ἀπὸ αἱρετικὲς ἀποκλίσεις, ὅπως αὐτὸ τοῦ Balamand ποὺ ἐνωρίτερα μνημονεύσαμε.
4. Καὶ τὸ Οὐκρανικὸ συνδέεται μὲ τὸ Κολυμπάρι καὶ μὲ τὸ νέο «πρωτεῖο» τῆς Κωνσταντινούπολης
Ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων μετὰ τὸ Κολυμπάρι ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ξαφνικὴ ἐπιτάχυνση γιὰ τὴν σύγκληση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης συνέβη, διότι ἦταν ἕνα ἀπαραίτητο βῆμα γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο καὶ ὅσα πρόκειται ἀκόμη νὰ ἀκολουθήσουν, σχεδιασμένα ἄνωθεν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ κέντρα, ὡς ἕνα σκαλοπάτι στὴν σκάλα γιὰ τὴν κακὴ ἕνωση μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἦταν ὁλοφάνερη καὶ δὲν ἀποκρύφτηκε ἄλλωστε ἡ ἀμερικανικὴ παρουσία στὶς ἐργασίες τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, πιὸ φανερὴ δὲ ἡ ἀνάμειξη τῶν Ἀμερικανῶν στὸ Οὐκρανικὸ Ζήτημα, μὲ τοὺς Ἀμερικανοὺς πρέσβεις καὶ ὑπουργοὺς νὰ ἁλωνίζουν στὶς πατριαρχικές, ἀρχιεπισκοπικὲς καὶ ἐπισκοπικὲς αὐλὲς καὶ νὰ πιέζουν γιὰ στήριξη τοῦ Βαρθολομαίου, τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία μετατράπηκε σὲ βραχίονα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἐναντίον τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὄργανο τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἐπιμελῶς κρύβεται, γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν πάπα, μέσῳ τῶν Οὐνιτῶν τῆς Οὐκρανίας, ποὺ δὲν κρύβουν τὴν χαρά τους γιὰ τὸ χορηγηθὲν στοὺς σχισματικοὺς αὐτοκέφαλο.
Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀντισυνοδικὴ δράση τῆς Κωνσταντινούπολης στὸ Οὐκρανικό, ὅπως καὶ στὸ Κολυμπάρι, ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴν νέα αἱρετίζουσα ἐκκλησιολογία της καὶ ἀπὸ τὸν ἀέρα τῆς νομιζόμενης στὴν ψευδοσύνοδο ἐπιτυχίας της. Στὶς 11 Ὀκτωβρίου τοῦ 2018 ἀποφάσισε, χωρὶς τὴν σύμφωνη γνώμη οὔτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στὴν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ἐπὶ αἰῶνες ἀνήκει ἡ Οὐκρανία, οὔτε τῆς κανονικῆς ὑπὸ τὸν μητροπολίτη ᾽Ονούφριο τοπικῆς ἐκκλησίας, νὰ χορηγήσει αὐτοκεφαλία σὲ ὁμάδες σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας. Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 2018 ἔγινε ἡ ἑνωτικὴ σύνοδος τῶν δύο σχισματικῶν ὁμάδων Φιλαρέτου καὶ Μακαρίου, καὶ ἐκλέχθηκε προκαθήμενος τῆς νέας ψευδοεκκλησίας ὁ Ἐπιφάνιος. Στὶς 5 Ἰανουαρίου τοῦ 2019 ὑπογράφτηκε στὸ Φανάρι ὁ «Τόμος αὐτοκεφαλίας» τῆς ψευδοεκκλησίας ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς παρουσίᾳ τοῦ σχισματικοῦ ᾽Επιφανίου καὶ τοῦ Οὐνίτη Ποροσένκο, προέδρου τότε τῆς Οὐκρανίας, στοὺς ὁποίους καὶ ἐπιδόθηκε. Στὶς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 2019 ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση στὸ Κίεβο τοῦ νέου σχισματικοῦ μητροπολίτη Ἐπιφανίου, καὶ ἔτσι τὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔγκλημα ὁλοκληρώθηκε.
Πῶς ἀποκαταστάθηκαν οἱ σχισματικοί; Κατὰ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο μόνον αὐτὸς ποὺ ἐπιβάλλει τὶς ποινὲς ἔχει δικαίωμα καὶ νὰ τὶς ἄρει. Οἱ τιμωρημένοι ἀπὸ μία ἐκκλησία, εἶναι τιμωρημένοι γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τοὺς σχισματικοὺς ἐτιμώρησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, καὶ γι᾽ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι σχισματικοί, πολὺ περισσότερο ὅταν πολλοὶ ἐξ αὐτῶν εἶναι ἀχειροτόνητοι καὶ αὐτοχειροτόνητοι, δὲν ἔχουν ἱερωσύνη, στεροῦνται τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Τὸ ὑποβληθὲν ἀπὸ πολλοὺς ἐρώτημα στὸ Φανάρι γιὰ τὸ πῶς ἀποκαταστάθηκαν οἱ σχισματικοί, γιὰ τὸ ἂν ἐζητήθησαν οἱ δικαστικοὶ φάκελλοι ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία παραμένει ἀναπάντητο. Καὶ τὸ ἐρώτημα ἀποκτᾶ πρόσθετη βαρύτητα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναγνώριζε μὲ ἐπίσημες ἐπιστολὲς τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου ποὺ ἔχουν δημοσιοποιηθῆ τὶς ποινὲς ποὺ ἐπέβαλε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, διαβεβαιώνουσα πὼς δὲν θέλει νὰ ἀναμιχθῆ σὲ ξένη δικαιοδοσία.
Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται εἰς τὸ ὅτι τότε, τὸ 1991 καὶ τὸ 1997, ποὺ ἐστάλησαν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Βαρθολομαίου, δὲν εἶχε ἀναπτυχθῆ ἀκόμη ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου, ὑπῆρχαν ἀκόμη στὴν πατριαρχικὴ αὐλὴ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς συνετοὶ ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ποὺ ἀπέτρεπαν ἀπὸ τὴν ὀλέθρια πορεία τῆς πρωτειομανίας. Τώρα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δεν εἶναι «πρῶτος μεταξὺ ἴσων», ἀλλὰ πρῶτος «χωρὶς ἴσους», μονάρχης καὶ κυριάρχης, κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπεράνω τῶν κανόνων, τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια εἶχε χαρακτηρίσει ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους». Ἂς ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τὴν ὑπερόρια εἰσπήδηση σὲ ξένη ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία. Ἂς περιορίζουν τὸν θεσμὸ τῆς ἐκκλήτου, δηλαδὴ τῆς ἐκδίκασης ὑποθέσεων κατ᾽ ἔφεσιν, μόνον ἐντὸς ἑκάστης πατριαρχικῆς δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένων καὶ τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δικάζουν ὑπερόρια. Ἂς ἀπαγορεύουν τὴν ὕπαρξη στὸν ἴδιο τόπο δύο ἐπισκόπων. Ἂς ὁρίζουν τὴν καθολική, ὑπερτοπικὴ ἰσχὺ τῶν ἐπιβαλλομένων ποινῶν. Ἂς ἀπαγορεύουν τὴν κοινωνία μὲ σχισματικούς, αἱρετικοὺς καὶ καθηρημένους. Ἂς ἀπαιτοῦν τὴν κατόπιν ἀποδεδειγμένης μετανοίας ἀποκατάσταση τῶν σχισματικῶν ἀπὸ τὴν οἰκεία ἀρχὴ ποὺ ἐπέβαλε τὶς ποινὲς καὶ ὄχι ἀπὸ ξένη. Ἂς ὑπάρχουν σοφοὶ καὶ Ἅγιοι κανονολόγοι ποὺ ἑρμηνεύουν πειστικὰ ὅλα αὐτά. Τώρα ὁ «πρῶτος χωρὶς ἴσους» (primus sine paribus) νομοθετεῖ ὁ ἴδιος ὡς μονάρχης καὶ κυριάρχης καὶ στρατεύει νεόκοπους κανονολόγους καὶ ὀφφικίαλους, πλουτίζει τὴν φαναριώτικη ἱεραρχία μὲ ἀνώριμα κοπέλια, καὶ πιέζει εὐμετάβολους καὶ ἀσταθεῖς ἀρχιερεῖς πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς «ὀρθότητας» τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Βατικανοῦ.
Ἐλπίζαμε ἀνησυχοῦντες ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, αἰρόμενη πάνω ἀπὸ τὰ πατριωτικὰ καὶ ἐθνοφυλετικὰ αἰσθήματα καὶ κριτήρια γιὰ τὸν πατριάρχη τοῦ Γένους, τὰ ὁποῖα δὲν ἔκρυψαν μὲ ἄστοχες κορόνες καὶ δηλώσεις κάποιοι ἀρχιερεῖς, θὰ προέτασσε τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ παρέβλεπε τὸν σχισμένο χιτώνα στὴν τοπικὴ ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, γιατὶ τὸ σχίσιμο ἐπεκτείνεται στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, στὸ ἕνα σῶμα, καὶ δὲν θὰ ἐνεθάρρυνε μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐτοκεφαλίας[10] τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὄχι μόνο νὰ νομιμοποιήσει τὸ σχίσιμο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ διευρύνει μὲ διώξεις τῶν σχισματικῶν ἐναντίον τῆς κανονικῆς ἐκκλησίας, μέλους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς καὶ μὲ νέο σχίσμα μέσα στὸ παλαιὸ ἐκ μέρους τοῦ καθηρημένου καὶ ἀναθεματισμένου «πατριάρχου» Φιλαρέτου Ντενισένκο. Οἱ ἐλπίδες μας διαψεύσθηκαν δυστυχῶς καὶ οἱ ἀνησυχίες μας ἐπιβεβαιώθηκαν. Ἀνησυχούσαμε λιγότερο γιὰ τὴν στάση τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, λόγῳ προσφάτων διαβεβαιώσεων, συναισθηματικὰ μάλιστα φορτισμένων, ὑπὲρ τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας· ἡ πικρία μας μετὰ τὴν πτώση του εἶναι μεγαλύτερη, γιὰ τὴν ἔλλειψη σταθερότητας καὶ ἀνδρείας τῶν μεγαλοποιμένων μας[11].
 5. Τελικὸς στόχος ἡ ὁλοκήρωση τῆς ἤδη ὑφιστάμενης κακῆς ἕνωσης μὲ τὸν πάπα καὶ τοὺς ἄλλους αἱρετικούς
 Ὅλα ὅσα μέχρι τώρα παρουσιάσαμε, δηλαδὴ ἡ ἀνάπτυξη τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου μὲ τὸ μοναρχικό «πρωτεῖο ἐξουσίας», ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων στὸ Κολυμπάρι καὶ ἡ ἐπικύρωση τῆς συμμετοχῆς μας στὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», μαζὶ μὲ τὰ γεμᾶτα ἀπὸ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τελευταῖα ἡ χορήγηση τῆς ψευδοαυτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας προετοίμασαν καλὰ τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ τελικοῦ στόχου ποὺ εἶναι ἡ ψευδοένωση μὲ τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς ἄλλους αἱρετικούς. Ὁ σχεδιασθεὶς στὶς μασονικὲς στοὲς Οἰκουμενισμὸς μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ εὐκολότερα μὲ δύο πάπες, ἕνα στὴν Δύση καὶ ἕνα στὴν Ἀνατολή, εἴτε εἶναι οἱ ἴδιοι μασόνοι εἴτε ἐνεργούμενα τῆς Μασονίας, ἐνῶ εἶναι πολὺ δύσκολα νὰ προχωρήσει, ὅταν λειτουργεῖ τὸ συνοδικὸ σύστημα, ὅταν ἀντὶ τῶν δύο «πρώτων» ὑπάρχουν ὀκτακόσιοι (800) ἐπίσκοποι μὲ ἰσοδύναμη πρὸς τοὺς «πρώτους» ψῆφο. Ἦταν καλὴ γι᾽ αὐτοὺς ἡ δοκιμὴ ποὺ ἔγινε στὸ Κολυμπάρι μὲ τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ ἐκλήθησαν καὶ μὲ τὸν περιορισμὸ τῆς ψήφου μόνον στοὺς προκαθημένους. Ἡ μὴ ἀναφορὰ ἐπίσης σὲ αἱρέσεις καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας τους ὡς ἐκκλησιῶν διευκολύνει πολὺ τὸ ἔργο τῆς ἑνώσεως, ἀφοῦ δὲν ἀπαιτεῖται πλέον ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἁπλῆ συγκόλληση μὲ διατήρηση τῆς ποικιλομορφίας σὲ θέματα πίστεως.
Μὲ τοὺς παπικοὺς μάλιστα ἡ ἕνωση εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολη, ἀφοῦ ἤδη μὲ τὸ κείμενο τοῦ Balamand (1993) δεχθήκαμε ὅτι συναποτελοῦμε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὅτι ἡ Χάρη, τὰ μυστήρια, ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν διαποίμανση τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς ἀπὸ τὶς δύο ἐκκλησίες ἀλλὰ καὶ τῶν δύο[12]. Σὲ πρόσφατες μάλιστα δηλώσεις του στὸ Ἅγιο Ὄρος ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε ὅτι ἡ «ἕνωση μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς εἶναι ἀναπόφευκτη, γιατὶ οἱ λόγοι ποὺ μᾶς χωρίζουν δὲν εἶναι δογματικοὶ ἀλλὰ ἱστορικοί». Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ βοηθεῖ πολὺ ἡ χορήγηση αὐτοκεφαλίας πρὸς τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄριστες σχέσεις μὲ τοὺς ἐκεῖ Οὐνίτες τοῦ πάπα καὶ ἐκκλησιαστικὴ διακοινωνία (interkommunio), μὲ συμπροσευχὲς καὶ συλλείτουργα. Ὅλοι ἔχουμε στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ Οὐκρανοῦ προέδρου Ποροσένκο, ποὺ πρωτοστάτησε στὸ νὰ δοθεῖ ἡ αὐτοκεφαλία στοὺς σχισματικούς, νὰ παίρνει τὴν Θεία Κοινωνία ἀπὸ Οὐνίτη ἐπίσκοπο στὴν Οὐκρανία καὶ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀντίθετα ἡ κανονικὴ ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Ὀνούφριο κρατᾶ ὀρθόδοξες ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες καὶ τὴν Οὐνία, ὅπως γενικῶς πράττει καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἐνθυμούμενη τὴν προσηλυτιστικὴ διείσδυση τῶν Παπικῶν διὰ τῆς Οὐνίας στοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Οὐκρανίας. Τὸ θέμα μάλιστα τῆς Οὐνίας, τὴν ὁποία τὸ Βατικανὸ δικαιολογεῖ καὶ ἐνισχύει, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας δὲν δέχθηκε μέχρι τώρα νὰ πραγματοποιήσει ὁ πάπας ἐπίσκεψη στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἀντίθετα μὲ τὰ πήγαινε-ἔλα στὸ Φανάρι καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα καὶ τῶν παπικῶν ἀντιπροσωπειῶν μὲ συμπροσευχὲς καὶ συλλείτουργα. Πρέπει γι᾽ αὐτὸ νὰ εἶναι πιὸ προσεκτικοὶ ὅσοι ἐξισώνουν τὸν φιλοπαπισμό, τὴν λατινοφροσύνη, τὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Μόσχας, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἡ Μόσχα πρέπει εἰς αὐτὴν τὴν κακὴ πορεία νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Φανάρι. Ὅλοι περιμένουμε νὰ ἀλλάξει πορεία καὶ νὰ σταθεῖ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ σχέση μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ νὰ διαχωρίσει τὴν θέση της ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως τὴν διεχώρισε μετὰ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας.
Ἁρμόζει μάλιστα στὴν συνάφεια αὐτὴ νὰ ἐπισημάνουμε, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀφυπνισθοῦν κάποιοι καλοπροαίρετοι κληρικοί καὶ λαϊκοί, ὅτι ἡ ἕνωση, τὸ κοινὸ ποτήριο, ὡς «κόκκινη γραμμή» γιὰ νὰ ἀντιδράσουμε καὶ νὰ χωρισθοῦμε ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες, τοὺς ψευδοενωτικούς, ἔχουν ἤδη συντελεσθῆ ἀνεπίσημα καὶ προχωροῦν σταδιακά, ὥστε νὰ γίνουν σιγά-σιγά δεκτὰ στὴν πράξη. Ἂν αὐτὸ ἐγίνετο ἐπίσημα, στὴν «σύνοδο» π.χ. τῆς Κρήτης, ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἀκόμη μερικοὶ ἀφελεῖς ἤ ἀπληροφόρητοι ποὺ περιμένουν τὴν «κόκκινη γραμμή» γιὰ νὰ ἀντιδράσουν, θὰ τινασσόταν ἀμέσως στὸν ἀέρα ἡ «σύνοδος». Γι᾽ αὐτὸ ἀναβάλλουν τὴν ἐπίσημη ἀνακοίνωση τῆς ἕνωσης, τὴν ὁποία ὅμως ἀνεπίσημα ἔχουν συμφωνήσει καὶ τὴν πραγματοποιοῦν σιγά-σιγά ἐκ τῶν κάτω, ὥστε, ὅταν φθάσουμε στὴν ἐπίσημη ἀποδοχή, νὰ εἶναι μειωμένες οἱ ἀντιδράσεις. Ὅπως γράφτηκε παλαιότερα «ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικὰ μὲ συμπροσευχές, συλλείτουργα καὶ ἀμοιβαία ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τὸ κοινὸ Ποτήριο, ὅταν ἔλθει ἐπισήμως, νὰ ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καὶ ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως»[13]. Ὑπάρχει πλῆθος μαρτυριῶν περὶ τοῦ ὅτι στὰ πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων «εὐχαριστιακῆς φιλοξενίας», ὅπως ὀνομάζουν πιὸ εὔηχα τό «κοινὸ ποτήριο», τὴν διακοινωνία (interkommunio), ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων, ἑτερόδοξοι κληρικοὶ προσφέρουν τὴν Θεία Κοινωνία σὲ Ὀρθοδόξους καὶ ἀντίστροφα Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ σὲ ἑτεροδόξους, ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθόδοξη Διασπορὰ σὲ Εὐρώπη καὶ Ἀμερική. Τὸ κακὸ παράδειγμα τῆς βλάσφημης αὐτῆς μεταχείρισης τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἀποδοχὴ καὶ ἀθώωση τῶν αἱρέσεων, τὸ ἔδωσε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, τὸν ὁποῖο πιστὰ ἀκολουθεῖ τὸ Φανάρι μέχρι σήμερα, σὲ μερικὰ δὲ καὶ τὸν ἔχει ξεπεράσει. Στὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Μεταλληνό, μεγάλη μορφὴ τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας, ὀφείλουμε τὴν ἀπομαγνητοφώνηση καὶ δημοσίευση τῆς προσφώνησης ποὺ ἀπηύθυνε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας πρὸς Ὀρθοδόξους ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας στὸ Φανάρι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1971. Ἀναφερόμενος στὴν ἄρση τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 ποὺ συμφωνήθηκε τὸ 1965 μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινούπολης διερωτᾶται ὁ Ἀθηναγόρας: Ἀφοῦ γυρίσαμε στὸ 1054, «διατί δὲν ξαναγυρίζουμε καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ποτήριον;». Θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένο τό «κοινόν Ποτήριο», γι᾽ αὐτὸ καὶ προσθέτει: «Ἤδη εἰς τὴν Ἀμερικὴν μεταλαμβάνετε πολλοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ποτήριον, καὶ καλὰ κάνετε. Καὶ ἐγὼ ἐδῶ, ὅταν ἔρχωνται Καθολικοὶ ἤ Προτεστάνται καὶ ζητοῦν νὰ μεταλάβουν, τοὺς προσφέρω τὸ Ἅγιον Ποτήριον. Καὶ εἰς τὴν Ρώμην τὸ ἴδιο γίνεται καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ εἰς τὴν Γαλλίαν»[14].
Μὲ αὐτὴν τὴν ἄνωθεν πατριαρχικὴ εὐλογία δὲν εἶναι περίεργο ὅτι ἡ «κόκκινη γραμμή» τοῦ «κοινοῦ ποτηρίου» ἔχει ἤδη καταπατηθῆ ἀπὸ πολλοὺς μὲ ἐλάχιστη ἤ μηδαμινὴ ἀντίδραση. Ἄλλος κληρικός, ὁ ἀείμνηστος π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος, ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, παραδίδει τὴ μαρτυρία τοῦ πρωτοσυγγέλλου τότε (2006) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰταλίας, ὁ ὁποῖος ἀποκάλυψε εἰς τὸν Γέροντα π. Ἀρσένιο Κομπούγια τὰ ἑξῆς: «Ἔχουν συμφωνήσει οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὴν παπικὴ κούρια καὶ ἔχουν ὑπογράψει τὴν ἕνωσιν. Δὲν ἐξαγγέλλουν ὅμως τὸ γεγονὸς ὑπολογίζοντας εἰς τὰς τυχὸν ἀντιδράσεις τοῦ πιστοῦ λαοῦ»[15].
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί στὸ Φανάρι γίνονται δεκτοὶ οἱ πάπες, ὡσὰν νὰ εἶναι κανονικοὶ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, μὲ λειτουργικὰ θυμιάματα καὶ ὕμνους, λειτουργικοὺς ἀσπασμούς, συμφορέματα καὶ τιμητικὲς προσφωνήσεις. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ γιατί πρόσφατα ὁ μητροπολίτης Σικάγου Ναθαναὴλ ὑπὸ τὸν νέο ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρο, συνέστησε στοὺς ἱερεῖς νὰ προσφέρουν τὴν Θεία Κοινωνία σὲ ὅλους χωρὶς περιορισμό[16]. Ξεχνάει μήπως κανεὶς τὴν ταπεινωτικὴ εἰκόνα ποὺ κυκλοφορεῖ ἀκόμη στὸ Διαδίκτυο, στὴν ὁποία ὁ «Ὀρθόδοξος» μητροπολίτης Γερμανίας Αὐγουστῖνος χρίεται μὲ ἔλαιο ἤ ὕδωρ ἀπὸ παπικὸ ἐπίσκοπο, καὶ τοῦ κόσμου τὶς ἄλλες καθημερινὲς ἀσχήμιες τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τῶν λοιπῶν πατριαρχικῶν;
Συμμεριζόμαστε γι᾽ αὐτὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν λύπη τοῦ σεβαστοῦ καὶ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ σχετικὴ συνέντευξή του εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Ἐφαρμόζουμε μία ἐκκλησιαστικὴ πολιτική, λέμε. Ὑπάρχουν ὅρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτική. Ὁ Ἀθηναγόρας ὁ μακαρίτης πρῶτος τὰ ξεπέρασε αὐτὰ τὰ ὅρια. Ἂν εἴμαστε σήμερα σ᾽ αὐτὸ τὸν κατήφορο, ὀφείλεται στὸν Ἀθηναγόρα. Ἔλεγε, τοὺς κοινωνῶ ὅλους δὲν ὑπάρχει τίποτα· ἄρα ἀπὸ τὸ 1965 ὑπάρχει -στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο- κοινωνία, ἡ intercommunio (διακοινωνία) μὲ τοὺς αἱρετικούς, Παπικοὺς Προτεστάντες. Λέει ὁ Σακαρέλος· ἔγινε ἡ Ἕνωση[17]. Καὶ πράγματι ἔγινε ἡ Ἕνωση.
… Ἢ ὅταν τὸν ὑποδέχονται (τὸν Πάπα) ὡς «εὐλογημένον ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου», ὡς Χριστὸν δηλαδή, καταλαβαίνετε τί σημαίνει· ὁ ἄλλος (ὁ Πάπας) νὰ βλασφημεῖ (ὄχι ὡς πρόσωπο, ὡς θεσμός), κι ἐσὺ νὰ τοῦ λές «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Τότε κάθεσαι καὶ λές· ρὲ παιδιά, τρελλαθήκαμε ὅλοι; Ἢ τρελλαθήκαμε, ἢ εἴμαστε διαβολοκίνητοι καὶ κακοί (!) Πῶς τολμῶ ἐγὼ νὰ τὸ κάνω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Θὰ μοῦ πεῖς· πολὺ εὐαίσθητος εἶσαι παπα-Γιώργη. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ποὺ εἴμαστε. Γιατί φορτώνουμε (ἐπὶ πλέον τὴν ψυχή μας);
Στὸ μυστήριο τοῦ μικτοῦ γάμου (ποὺ τελεῖται ἀπὸ παπικὸ ἱερέα) δὲν μπορῶ νὰ παραβρεθῶ, σὲ ἄθεσμο μυστήριο ποὺ δὲν εἶναι μυστήριο. Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνομαι ὅτι εἶναι μυστήριο… Ἕνας Ὀρθόδοξος ποὺ ξέρει τὰ πράγματα δὲν θὰ ἀνέχεται νὰ ἀκούει βλαστήμιες. Διότι, ὅταν λέει, «τοῦ ἁγιωτάτου Πατρὸς ἡμῶν Πάπα», εἶναι ὅλες οἱ βλαστημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες μίλησα προηγουμένως. Ἂν δὲν τὸ καταλαβαίνει κανείς, καὶ δηλητήριο νὰ παίρνει, τὸ καταπίνει χωρὶς νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι δηλητήριο. Τὰ ἀποτελέσματα θὰ ἔλθουν μετά. Αὐτὸ δὲν εἶναι αὐστηρότης, τὸ ῾῾χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγητε᾽᾽ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Στὸν πλανεμένο νὰ λές ῾῾χαίρετε᾽᾽. Καλημέρα θὰ τοῦ πῶ. Ἀλλὰ μὴν τοῦ δώσεις τὴν χαρὰ ὅτι ἔχει σωτηρία ἐκεῖ ποὺ εἶναι. (Ὅταν τὸν Πάπα) τὸν ἀναγνωρίζω ὡς Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία. Ὁπότε ἡ Ἕνωση ἔγινε. Τὸ καταλάβατε; Τὸν ἀναγνωρίζω ὡς Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μακάρι νὰ εἶναι. Ἂν δὲν εἶναι ὅμως; Δὲν βλαστημῶ;»[18].
Οὐσιαστικὰ βρισκόμαστε στὴν ἴδια ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μετὰ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν οἱ λατινόφρονες κληρικοὶ καὶ θεολόγοι προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν «ἕνωση» στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη παράταξη μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικὸ καὶ κατόπιν τὸν μαθητὴ καὶ διάδοχό του στὸν ἀντιλατινικὸ ἀγώνα Γεώργιο Σχολάριο, τὸν μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ἀντιδροῦσε σθεναρὰ καὶ ἀντιστεκόταν. Συγκυριακὰ μάλιστα ὑπάρχει καὶ πάλι ὁ ἴδιος, ἐξ ἀνατολῶν κίνδυνος, οἱ Τοῦρκοι, τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ὁποίου δὲν ἐστήριζαν οἱ λατινόφρονες στὴν δύναμη καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν δική τους συνέργεια, ἀλλὰ στὴν βοήθεια τοῦ πάπα καὶ τῶν Δυτικῶν, μὲ τὸ βαρὺ τίμημα τῆς προδοσίας τῆς πίστεως καὶ τῆς συνακόλουθης ἐγκατάλειψης τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποσύρει καὶ κλείνει τὴν προστατευτική του ὀμπρέλα, ὅταν ἐμεῖς κλίνουμε στὴν ἀσέβεια τῶν αἱρέσεων. Καὶ αὐτὸ ἔγινε τελικῶς ὅταν στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, παρουσίᾳ τοῦ ἀποστάτη Ὀρθοδόξου, πρώην μητροπολίτη Ρωσίας Ἰσιδώρου, καὶ τώρα καρδιναλίου τοῦ πάπα, ἔγινε συλλείτουργο στὴν Ἁγία Σοφία Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων, καὶ ἀνανεώθηκε ἡ ἕνωση τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας, ἡ ὁποία παρὰ τὴν ὑπογραφή της δὲν εἶχε ἐφαρμοσθῆ.
Ἀποφράδα ἡμέρα δὲν εἶναι μόνον ἡ 29η Μαΐου τοῦ 1453 ποὺ ἔπεσε ἡ Πόλη στοὺς Τούρκους, εἶναι καὶ ἡ 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452 ποὺ ἔπεσε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ προδόθηκε στὰ χέρια τῶν Παπικῶν, γιατὶ ἔτσι χάθηκε ἠ σκέπη καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Εἰς μάτην ἀγωνιζόταν ὁ μοναχὸς τώρα Γεννάδιος Σχολάριος νὰ ἀποτρέψει τὴν προδοσία καὶ νὰ πείσει ὅτι μποροῦν καὶ μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν προδοσία τῆς πίστεως, νὰ σώσουν τὴν Πόλη, ἡ ὁποία ὅμως κοιμόταν καὶ δὲν καταλάβαινε οὔτε τὸν ἕνα κίνδυνο, τῶν Τούρκων, οὔτε τὸν ἄλλο, τῆς ὑποταγῆς στὸν πάπα, τῆς προδοσίας τῆς πίστεως. Προσπαθεῖ ὁ Γεννάδιος, νὰ πείσει τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουν νὰ ἀφυπνίσουν τὴν Πόλη, τελικῶς ὅμως διωκόμενος, συκοφαντούμενος καὶ σωματικὰ ἀπειλούμενος ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες κλείνεται στὸ κελλί του καὶ σιωπᾶ. Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ ἐκτίμησή του γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀφύπνισης καὶ ἀντίστασης, στὸ νὰ στηριχθοῦν στὶς δικές τους δυνάμεις καὶ νὰ μὴ πιστεύουν στὰ παραμύθια γιὰ ἐξωτερικὴ βοήθεια, στὰ παπικὰ χρήματα, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν προδοσία τῆς ἀλήθειας: «Ἐξυπνίσαι τὴν πόλιν ἅπασαν δεινῶς ὑπνώττουσαν καὶ τὸ δεινὸν ἐπιὸν οὐκ αἰσθανομένην, οὗ τὴν ἀπαλλαγὴν καὶ σώμασι καὶ χρήμασι καὶ πᾶσι τρόποις ἐξωνησάμενοι ἄν, ὡς οἱ ἁπανταχοῦ σωφρονοῦντες»[19].
 6. Ἀνάγκη ἐπείγουσα ἀφύπνιση καὶ ὀρθόδοξης ἀντίστασης. Τί δέον γενέσθαι;
 Τώρα ἀνανεώνουμε τὴν ἕνωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, συμπροσευχόμενοι, συλλειτουργοῦντες καὶ συναυλιζόμενοι μὲ τοὺς Παπικούς, πιστεύοντες ὅτι δὲν μᾶς χωρίζουν δογματικὲς διαφορὲς καὶ ἀπορρίπτοντες πλειάδα ὁμολογητῶν Ἁγίων, σύμπασα τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποὺ θεωρεῖ αἵρεση τὸν Παπισμό, περνοῦμε τὴν κόκκινη γραμμὴ τοῦ «κοινοῦ ποτηρίου», ἐκκλησιοποιοῦμε τὸν Παπισμό, τὸν Προτεσταντισμὸ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις στὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, στὴν αἵρεση τοῦ ὁποίου προσθέτουμε τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὸ σχίσμα, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἐκκλησιολογικὲς δογματικὲς διαστάσεις. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων κληρικῶν, ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκόπων, εἶναι σὲ ὑπνώττουσα κατάσταση. Δὲν κουνιέται φύλλο. Καὶ τὰ δύο χειρότερα ἐκκλησιολογικὰ δεινά, ἡ αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα, κυκλοφοροῦν ἀνενδοίαστα στὸν αὐλόγυρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐντὸς τῶν τειχῶν της (intra muros).
Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς προλάβαμε καὶ ἀσφαλισθήκαμε μὲ τὴν εὐλογημένη ἀποτείχιση, ὑψώσαμε ὀρθόδοξο τεῖχος, κάστρα Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς νέους λατινόφρονες, τοὺς νέους Βέκκους καὶ Καλέκες καὶ Βαρλαάμ, ποὺ ἔχουν καταλάβει τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ προφυλάξουμε, νὰ σώσουμε, καὶ ὅσους ἀπὸ τὸ ποίμνιο βλέπουν τὸν κίνδυνο καὶ ζητοῦν βοήθεια. Δὲν ἀποτειχισθήκαμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀποτειχισθήκαμε ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἐφαρμόζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα πολλῶν καὶ μεγάλων Ἁγίων ποὺ ἔπραξαν τὸ ἴδιο[20]. Δὲν βγήκαμε ἐκτὸς ἐκκλησίας, ὅπως κακόβουλα καὶ σκόπιμα διαδίδουν οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ ἀνακόψουν τὴν Ὀρθόδοξη ἀντίσταση, καὶ ὅσοι ἀμαθεῖς ἀγνοοῦν τὴν κανονικὴ παράδοση, τὴν ἱστορία καὶ τὴν δογματικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ὅσων τὴν ὑποστηρίζουν καὶ ὅσων εἶναι φανεροὶ Οἰκουμενιστὲς δηλώνουμε δύο πράγματα: α) ὅτι ἐν πρώτοις ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε αὐτὰ ποὺ πιστεύει ὁ μνημονευόμενος οἰκουμενιστὴς ἐπίσκοπος, ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀθηνῶν, ὁ Δημητριάδος, ὁ Μεσσηνίας κ.ἄ. καὶ β) δὲν ἐπιθυμοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων νὰ λέμε ψέματα, νὰ βεβαιώνουμε ὅτι ἡ σύνοδος καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος «ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ὅπου λειτουργεῖ ἐπίσκοπος, αὐτὸ τὸ ψέμα λέγει τὸ ἐκκλησίασμα, ὅταν ἀκούει καὶ συμφωνεῖ μὲ τὸ λεγόμενο, ἀπὸ μὲν τοὺς ἐπισκόπους τῆς κάτω Ἑλλάδος τό «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν συνόδου, τῆς ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ἀπὸ δὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» τό «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ὅσοι ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ ποὺ ἀκούγονται καὶ λέγονται αὐτὰ βεβαιώνουν ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν μνημονευόμενο ἐπίσκοπο καὶ ψεύδονται ἐνώπιον τῆς Αὐτοαληθείας, τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ καὶ ὅπου δὲν λειτουργεῖ ἐπίσκοπος, ἀλλὰ μόνον ἱερεύς, καὶ μνημονεύει τοῦ οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου του ἰσχύουν ὅσα παραπάνω ἐλέχθησαν.
Πρέπει νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅσους δὲν ἀντέδρασαν μετὰ ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, διότι κάτι ἴσως δὲν κατάλαβαν καλὰ ἤ ἐδειλίασαν, ὅτι ἔχουν μερίδιο εὐθύνης γιὰ τὶς μετέπειτα ἐξελίξεις, γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα, ποὺ τείνει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ πανορθόδοξο σχίσμα. Ἂν ἡ ἀντίδραση γιὰ τὸ Κολυμπάρι ἦταν πιὸ ἰσχυρή, ἂν ἄδειαζαν οἱ ναοὶ ὅπου λειτουργοῦν Κολυμπαριστὲς ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς ἤ ἀκόμη καὶ ἂν ἐγίνετο ἔντονη διὰ λόγου ἀποδοκιμασία τοῦ αἱρετίζοντος, ὅπως συχνὰ συνέβη στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ τολμοῦσε ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος νὰ προσθέσει στὴν αἵρεση τοῦ Κολυμπαρίου τὸ σχίσμα ἤ καλύτερα τὴν σχισματοαίρεση τῆς Οὐκρανίας. Ἔχει φορτισθῆ πολὺ τὸ ἐκκλησιολογικὸ κλίμα, ἔχει ἀποτεθῆ μεγάλο φορτίο, μεγάλο βάρος, στοὺς ὤμους τῶν ὀρθοφρονούντων κληρικῶν, ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκόπων. Μακάρι νὰ ἀνελάμβαναν κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ σηκώσουν αὐτὸ τὸ βάρος, ὅπως τὸ ἐσήκωσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ ἐσήκωσε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐγκωμιάζει λέγουσα: «Σὺ καὶ τὸ βάρος τῆς ἡμέρας ἐβάστασας»[21].
Γιὰ ὅσους δὲν κατάλαβαν τὸν αἱρετίζοντα χαρακτήρα τοῦ Κολυμπαρίου καὶ καθησύχασαν τὶς συνειδήσεις τους ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μία σύνοδο κανονικῶν ἐπισκόπων, ποὺ κατὰ τοὺς ἰσχυρισμούς των ἔλαβαν ἀποφάσεις «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», λησμονοῦντες ὅτι πάμπολλες σύνοδοι ἐπισκόπων στὴν ἱστορία ἔλαβαν ἀποφάσεις «ἐν πονηρῷ πνεύματι», καὶ δικαιολογοῦντες τὴν δική τους ἀπραξία καὶ ἀτολμία κατηγόρησαν ἀθεολόγητα καὶ ἄδικα ὅσους ἀντιδράσαμε μὲ τὴν ἀποτείχιση ὅτι δῆθεν προκαλοῦμε σχίσμα, οἰκονόμησε ὁ Θεός, ἤ ἐπέτρεψε καλύτερα, οἱ τοῦ Κολυμπαρίου νὰ ἑνωθοῦν μὲ πραγματικὸ σχίσμα, νὰ ἔλθουν σὲ πλήρη κοινωνία μὲ καθηρημένους καὶ ἀναθεματισμένους σχισματικούς, ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σχισματικούς, τοὺς ὁποίους ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σῶμα της μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ Ἐκκλησία, αὐτὴ τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἀπόφαση ἰσχύει γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Ἂν τὴν αἵρεση στὸ Κολυμπάρι δὲν τὴν διέκριναν πολλοί, τώρα τὰ πράγματα εἶναι ὁλοφάνερα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν βλέπει, δὲν ἀκούει, δὲν καταλαβαίνει. Ἡ κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς καὶ ἡ ἀναγνώριση τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας γίνεται δημόσια καὶ διακηρύσσονται δημόσια «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Στὴν αἵρεση τοῦ Κολυμπαρίου προστέθηκε τὸ σχίσμα τοῦ Οὐκρανικοῦ ψευδοαυτοκεφάλου, τὸ δεύτερο μεγάλο κακὸ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, χειρότερο μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση κατὰ τὴν γνωστὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι τὸ νὰ προκαλέσει κανεὶς σχίσμα δὲν εἶναι μικρότερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ πέσει σὲ αἵρεση, ὅτι τίποτε δὲν ἐξοργίζει τὸν Θεὸ τόσο ὅσο τὸ σχίσμα καὶ ὅτι οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει αὐτὴν τὴν ἁμαρτία[22].
Εἶναι γι᾽ αὐτὸ δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἀνησυχία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ γίνει, τί πρέπει νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Κολυμπαρίου καὶ τώρα μὲ τὸ σχίσμα τῆς Οὐκρανίας, πῶς πρέπει νὰ ἀντιδράσουν, νὰ ἀντισταθοῦν.
Δὲν θὰ παραθέσουμε τὸ πλῆθος τῶν Ἁγιογραφικῶν καὶ Πατερικῶν μαρτυριῶν ποὺ μᾶς συνιστοῦν νὰ ἐξέλθουμε, νὰ χωρισθοῦμε ἀπὸ αἱρετικὰ καὶ σχισματικὰ περιβάλλοντα, νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ψευδοδιδασκάλους καὶ ἀπὸ ψευδοποιμένες, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι προβατόσχημοι λύκοι. Ὅλην αὐτὴν τὴν διδασκαλία τὴν ἔχει συνοψίσει ἡ Ἐκκλησία στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀποτελοῦν «Πηδάλιο» πλεύσης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσφυῶς ὀνόμασε τὴν συλλογή τους στὸ σχετικὸ βιβλίο ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης.
Σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση λοιπὸν καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, στοὺς ὁποίους περιλαμβάνονται καὶ οἱ ἀρχαῖοι Μονοφυσίτες (Κόπτες, Ἀρμένιοι, Αἰθίοπες, Συροϊακωβίτες κ.ἄ.) καὶ οἱ νεώτεροι Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἔχει καταδικάσει συνοδικὰ καὶ ἀναθεματίσει, πολὺ περισσότερο καὶ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καταδικασμένη στὶς δοξασίες της ἀπὸ παλαιὲς συνόδους καὶ Πατέρες καὶ ἀπὸ συγχρόνους Ἁγίους. Σχετικὰ λοιπὸν μὲ τὴν αἵρεση ὁδηγοὺς ἔχουμε τὸν 31ο Ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861). Ὁ Ἀποστολικὸς Κανόνας ἀπαγορεύει στοὺς ἱερεῖς νὰ χωρίζονται ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ νὰ λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα σὲ δικά τους θυσιαστήρια, σὲ δικούς τους ναούς, ἐκτὸς καὶ ἂν ὁ ἐπίσκοπος χωλαίνει στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν δικαιοσύνη, ἂν εἶναι αἱρετικὸς καὶ ἄδικος[23]. Τότε μπορεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ διακόψει κάθε σχέση καὶ κοινωνία μαζί του καὶ φυσικὰ τὴν μνημόνευσή του στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Συμπληρωματικὰ ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας διευκρινίζει ὅτι ἡ διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν δημόσια κηρύσσει κάποια αἵρεση καταδικασμένη ἀπὸ συνόδους καὶ Πατέρες, γίνεται καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του, πρὶν νὰ ἀποφασίσει δηλαδὴ κάποια σύνοδος ἂν εἶναι αἱρετικός. Τὸ σημαντικὸ ἐπίσης αὐτοῦ τοῦ Κανόνος βρίσκεται καὶ εἰς τὸ ὅτι ὁρίζει πὼς οἱ κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ ἀξιωμάτων, πρεσβύτεροι, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖτες, ποὺ διακόπτουν τὴν μνημόνευση τῶν προεστώτων, ποὺ ἀποτειχίζονται δηλαδή, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωροῦνται, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμῶνται, διότι δὲν κατέκριναν ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, καὶ διότι δὲν θίγουν μὲ σχίσμα τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἐλευθερώνουν, γλυτώνουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα[24].
Σχετικὰ μὲ τὸ σχίσμα ἐπίσης οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι κατηγορηματικοὶ καὶ ἁπλοί, καὶ ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία κάποιοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι τοὺς παρερμηνεύουν ἤ τοὺς ἀπορρίπτουν παντελῶς. Οἱ σχισματικοὶ τῆς Οὐκρανίας, ὅπως εἶναι γνωστὸ καὶ ἀναμφισβήτητο, εἶναι καθηρημένοι καὶ ἀναθεματισμένοι, πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἀχειροτόνητοι καὶ αὐτοχειροτόνητοι. Ὁ πρωτεργάτης τοῦ σχίσματος Φιλάρετος Ντενισένκο εἶχε κανονικὴ ἱερωσύνη καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, ὅταν ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἦταν κανονικὸς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Ὅταν ὅμως καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε, ἔχασε τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἑπομένως ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὁ σχισματικὸς νέος μητροπολίτης Κιέβου Ἐπιφάνιος, τὸ κατασκεύασμα τοῦ Βαρθολομαίου, δὲν ἔχει ἱερωσύνη οὔτε ἀποστολικὴ διαδοχή. Ὁ Μ. Βασίλειος τὸ ἐξηγεῖ ὡραιότατα στὸν 1ο ἀπὸ τοὺς Κανόνες του, τοὺς ὁποίους ἐπικύρωσε ἡ Ἐκκλησία συνοδικὰ καὶ ἰσχύουν διαχρονικά. Λέγει λοιπὸν ὅτι αὐτοὶ ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ σχίσμα δὲν ἔχουν πλέον τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ δὲν μποροῦν ἑπομένως νὰ μεταδώσουν κάτι ποὺ δὲν ἔχουν. Διακόπτεται ἡ παροχὴ τῆς Χάριτος μὲ τὴν διακοπὴ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς: «Οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκέτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν… οἱ δὲ ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος Ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι». Πολὺ περισσότερο αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ ὅσους ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας εἶναι ἀχειροτόνητοι καὶ αὐτοχειροτόνητοι, δὲν εἶχαν δηλαδὴ ποτὲ τὴν Χάρη τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Εἶναι φοβερὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς ὅτι στὴν Οὐκρανία ὑπάρχει ὁ κανονικὸς ἐπίσκοπος Κιέβου Ὀνούφριος, ὁ ὁποῖος ἔχει, μόνον αὐτός, τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ στὴ σειρὰ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Κιέβου, καὶ παρὰ ταῦτα ἔρχεται ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ φυτεύει ἕνα δεύτερο ἐπίσκοπο Κιέβου, χωρὶς Ἱερωσύνη καὶ χωρὶς ἀποστολικὴ διαδοχή.
Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες λοιπὸν εἶναι κατηγορηματικοὶ καὶ αὐστηροὶ στὴν ἀντιμετώπιση αὐτῶν ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς καθηρημένους καὶ σχισματικούς. Ὁ 10ος Κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει γιὰ ὅλους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ὅτι ὅποιος συμπροσευχηθεῖ μὲ ἀκοινώνητο, ἀκόμη καὶ σὲ σπίτι, πολὺ περισσότερο σὲ ἐκκλησία, αὐτὸς πρέπει νὰ ἀφορίζεται: «Εἴ τις ἀκοινωνήτω, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Ὁ 11ος ἐπίσης Ἀποστολικὸς Κανὼν ὁρίζει ὅτι ο κληρικὸς ποὺ θὰ συμπροσευχηθεῖ μὲ καθηρημένο κληρικὸ πρέπει καὶ αὐτὸς νὰ καθαιρεῖται: «Εἴ τις καθηρημένῳ, Κληρικὸς ὤν, Κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καὶ αὐτός» Τὴν σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία συμπληρώνει ὁ 2ος Κανὼν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τοπικῆς συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁρίζει τὸ πασίγνωστο, πὼς ὅποιος κοινωνεῖ μὲ ἀκοινώνητο θὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος, διευκρινίζει ὅτι οἱ ἀκοινώνητοι σχισματικοὶ δὲν πρέπει νὰ γίνονται δεκτοὶ ἀπὸ ἄλλη ἐκκλησία: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Αγιορείτης ἑρμηνεύοντας τὸ τελευταῖο κομμάτι τοῦ Κανόνος, τό «ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» θεωρεῖ ὅτι σημαίνει τὴν παράβαση τῶν δύο Ἀποστολικῶν Κανόνων τοὺς ὁποίους ἀναφέραμε. Γράφει: «Ὅποιος δὲ Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος ἤθελε συγκοινωνήσει μὲ τοὺς τοιούτους ἀκοινωνήτους, ἤ ἐν οἴκῳ, ἤ ἐν Ἐκκλησίᾳ, νὰ γίνεται καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διὰ τὶ μὲ τοῦτο ὁποῦ κάμνει συγχέει καὶ παραβαίνει τοὺς περὶ τούτου διοριζομένους Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τὸν ι´ καὶ ια´ Ἀποστολικόν»[25].
Ἀπαγορεύεται ἑπομένως αὐστηρὰ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικούς, ἰδιαίτερα ἡ προσευχητική, ἡ λειτουργική. Ὅσοι κοινωνοῦν μὲ ἀκοινωνήτους καθίστανται καὶ αὐτοὶ ἀκοινώνητοι, ἰδιαίτερα δὲ ὅσοι κοινωνοῦν μὲ καθηρημένους κληρικοὺς πρέπει νὰ καθαιροῦνται καὶ αὐτοί.
Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ αὐτῶν τῶν Κανόνων ποὺ εἶναι σαφέστατοι πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν τὰ ἑξῆς. Οἱ δικοί μας κληρικοί, οἱ Ἑλλαδίτες, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων δικαιοδοσιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας, ποὺ ἐκοινώνησαν προσευχητικὰ μὲ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, οὐσιαστικὰ εἶναι ἀκοινώνητοι, καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ κοινωνία μὲ αὐτούς, δηλαδὴ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ ποὺ λειτουργοῦν ἤ νὰ ἔχουν ἄλλες σχέσεις. Οἱ κληρικοὶ μάλιστα πρέπει στὰ πλαίσια τῆς μὴ κοινωνίας νὰ διακόψουν τὴν μνημόνευση, οἱ μὲν ἐπίσκοποι τοῦ πατριάρχου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οἱ δὲ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι τῶν ἐπισκόπων ὡς μὴ «ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἡ δικαιολόγηση τοῦ σχίσματος καὶ ἡ ἐκκλησιοποίησή του δὲν εἶναι ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Ἀλλιῶς ψεύδονται ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου. Πρέπει νὰ ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὥστε μὲ τὴν διακοπὴ τῆς διακοινωνίας καὶ τοὺς ἴδιους νὰ ὠφελήσουν, γιατί θὰ διερωτηθοῦν γιὰ ποιό λόγο διακόπηκε ἡ κοινωνία καὶ ἡ μνημόνευση, ἀλλὰ καὶ τὸ ποίμνιο θὰ προφυλάξουν, ὥστε νὰ μὴν ἐμπλακεῖ στὸ σχίσμα. Αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὸ σχίσμα περιλαμβάνει βέβαια ὄχι μόνον ὅσους συμπροσευχήθηκαν μὲ τοὺς σχισματικούς, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἀναγνώρισαν ὡς κανονικὸ τὸ χορηγηθὲν ψευδοαυτοκέφαλο εἴτε συνοδικὰ εἴτε προσωπικά.
Ἐνῶ ὅμως οἱ κοινωνοῦντες μὲ τὸ σχίσμα εἶναι οὐσιαστικὰ ἀκοινώνητοι καὶ καθαιρετέοι, τυπικὰ εἶναι ὑπόδικοι σὲ καθαίρεση, δὲν εἶναι καθηρημένοι. Πρέπει νὰ συνέλθει σύνοδος γιὰ νὰ τοὺς καθαιρέσει. Μέχρι νὰ καθαιρεθοῦν, τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦν εἶναι ἔγκυρα, αὐτὸ ὅμως δὲν δικαιολογεῖ τὸ νὰ συνεχισθεῖ ἡ κοινωνία μαζί τους. Τὰ διευκρινίζει αὐτὰ ἄριστα ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὅταν σὲ σχόλιό του στὸν 2ο Ἀποστολικὸ Κανόνα λέγει ὅτι, ὅταν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες λέγουν «ἀφοριζέσθω» καί «καθαιρείσθω», δὲν σημαίνει ὅτι αὐτομάτως ἐνεργεῖται ἡ καθαίρεση καὶ ὁ ἀφορισμὸς μὲ τὴν διάπραξη τοῦ παραπτώματος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀκολουθήσει συνοδικὴ ἀπόφαση ἀφορισμοῦ καὶ καθαιρέσεως. Μέχρι τότε οἱ πταίοντες εἶναι ὑπόδικοι σὲ ἀφορισμὸ καὶ καθαίρεση καὶ ὄχι τυπικὰ ἀφορισμένοι καὶ καταδικασμένοι, ὄχι ἐνεργείᾳ ἀλλὰ δυνάμει. Λέγει ἐπὶ λέξει: «Ὅμως ἂν ἡ σύνοδος δὲν ἐνεργήσει ἐμπράκτως τὴν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων, ἤ τὸν ἀφορισμόν, ἤ ἀναθεματισμὸν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ οὔτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ οὔτε ἀφωρισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι, ὑπόδικοι ὅμως, ἐδῶ μὲν εἰς τὴν καθαίρεσιν καὶ τὸν ἀναθεματισμόν, ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν θείαν δίκην»[26]. Ἔτσι πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ καὶ τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται» ἤ «ἀκοινώνητος ἔστω». Δὲν λέγει «ἀκοινώνητος ἐστί», ὅτι δηλαδὴ ἀμέσως ἐνεργείᾳ καθίσταται ἀκοινώνητος, ἀλλὰ στὸ μέλλον θὰ καταστεῖ ἀκοινώνητος ἐνεργείᾳ μὲ τὴν συνοδικὴ καταδίκη, δίνει ἐντολὴ νὰ καταστεῖ ἀκοινώνητος. Καὶ ἕνας ὑπόδικος πάντως πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἔπταισε καὶ ὄχι νὰ δικαιολογοῦμε τὸ πταῖσμα του κοινωνοῦντες μαζί του, σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτε, καὶ συντελοῦντες στὸ νὰ συνεχίσει ἀμετανόητος νὰ διαπράττει πταίσματα.
Στὴν περίπτωση πάντως αὐτῶν ποὺ ἐκοινώνησαν μὲ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας δὲν περιμένουμε νὰ συγκαλέσουν οἱ ἴδιοι σύνοδο καὶ νὰ αὐτοκαταδικασθοῦν. Μᾶλλον θὰ δικαιώσουν τοὺς ἑαυτούς των, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ συγκαλέσουν πανορθόδοξη σύνοδο, διότι γνωρίζουν ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἐναντίον τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ φαντάζει ὡς οὐτοπικὴ καὶ γραφικὴ ἡ ἔκκληση πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἔμμεση φυγὴ ἀπὸ τὴν εὐθύνη ἄλλων προκαθημένων καὶ τὴν δυνατότητα ποὺ ἔχουν νὰ συγκαλέσουν καὶ χωρὶς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο σύνοδο γιὰ νὰ ἐπιλύσει τὸ Οὐκρανικὸ πρόβλημα.
Ἄλλωστε, δὲν ἀπουσιάζει καὶ συνοδικὴ ἀπόφαση ποὺ καταδικάζει σὲ ἀκοινωνησία αὐτοὺς ποὺ ἐκοινώνησαν μὲ τοὺς σχισματικούς. Εἶναι αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι πανορθόδοξη, ἀλλὰ τοπική, εἶναι πάντως κανονικὰ κατοχυρωμένη καὶ ὀρθή, καὶ φλυαροῦν ἁπλῶς ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ «ἐργαλειοποίηση τῆς Θ. Εὐχαριστίας» καὶ γιὰ βλάσφημη ἐξάσκηση βίας διὰ μέσου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ διέκοπταν ἐν συνόδῳ, ὅπως ἔκανε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους κοινωνοῦσαν μὲ αὐτούς, χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐργαλεῖο τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ ἀσκοῦσαν βία ἐναντίον τους; Τὴν Θεία Εὐχαριστία ποὺ εἶναι τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς ἑνότητος βλασφημοῦν ὅσοι προσβάλλουν αὐτὴν τὴν ἑνότητα, οἱ αἱρετικοί, οἱ σχισματικοὶ καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ αὐτούς. Ἑπομένως τά «ἔσται ἀκοινώνητος», ἤ «ἔστω ἀκοινώνητος», ἔχασαν τὴν μελλοντική τους διάσταση καὶ ἔγιναν παρούσα πραγματικότης μὲ τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία εὐχόμαστε νὰ γίνει πανορθόδοξη.
Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος ποὺ δικαιολογεῖ ὅσους θὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀναγνώρισαν τὸ Οὐκρανικὸ ψευδοαυτοκέφαλο, τὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὸ διοικητικὸ σχίσμα, γιὰ διαφορὲς δηλαδὴ στὴν διοίκηση καὶ στὶς δικαιοδοσίες, γιὰ δημιουργία μιᾶς ἄλλης διοίκησης κοντὰ σὲ ἄλλη ὑφιστάμενη. Αὐτὸ τὸ ἁπλὸ διοικητικὸ σχίσμα θεωρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος ἰάσιμο, σὲ σχέση μὲ τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ ὁλοκληρωτικὸ ρῆγμα, γιατὶ ἀλλοτριώνει ἀπὸ τὴν πίστη, ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας[27]. Στὴν περίπτωση τοῦ Οὐκρανικοῦ ψευδοαυτοκέφαλου ἔχομε σύνθεση, συμπλοκή, ἕνωση αἱρέσεως καὶ σχίσματος, γι᾽ αὐτὸ σωστὰ χαρακτηρίσθηκε ὡς σχισματοαίρεση. Κατὰ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἡ διοίκηση ἀσκεῖται συνοδικὰ καὶ ὄχι μοναρχικά, ὅπως στὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀποτελεῖ δογματικὴ ἐκκλησιολογικὴ παρέκκλιση, τοῦτ᾽ αὐτὸ αἵρεση, ἡ μὴ ἀναγνώριση τῆς αὐτοτελείας καὶ πληρότητας τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν γι᾽ αὐτὲς ἀποφασίζει ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ἐκτὸς τῶν κανονικῶν τους ὁρίων, ἕνας δῆθεν «πρῶτος χωρὶς ἴσους», ὅπως συνέβη στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν ὑπερόρια ἐπέμβαση καὶ εἰσπήδηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ἡ αἵρεση προσλαμβάνει καὶ τριαδολογικὴ διάσταση, ὅταν γιὰ τὴν μοναρχία τοῦ «πρώτου» χρησιμοποιεῖται ἀνεπίτρεπτα ἡ μοναρχία τοῦ Πατρὸς μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα. Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καὶ ἄλλη ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ παρέκκλιση, ἑπομένως δογματικὴ σὲ θέματα πίστεως, νὰ ἀναγνωρίζεται ἱερωσύνη σὲ ἀχειροτόνητους καὶ αὐτοχειροτόνητους, καὶ νὰ ἀνατίθεται σὲ αὐτούς, χωρὶς ἔγκυρη μυστηριακὴ Ἱεωσύνη, ἡ μετάδοση τῆς Χάριτος στοὺς πιστούς, τὴν ὁποία ποτὲ δὲν παίρνουν. Ἐπειδὴ λοιπὸν συμπλέκεται τὸ σχίσμα καὶ μὲ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις, δικαιολογεῖται ἡ διακοπὴ μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν ἐπισκόπων ποὺ τοὺς ἀναγνωρίζουν καὶ ἡ κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης.
Ὑπάρχει ἄριστο πρόσφατο παράδειγμα Ἁγίου μὲ οἰκουμενικὴ τιμὴ καὶ προβολή, τοῦ ἰατροῦ Ἁγίου Λουκᾶ τῆς Κριμαίας, τοῦ ὁποίου λείψανα τιμῶνται καὶ στὴν Ἑλλάδα, κτίζονται δὲ καὶ ναοὶ πρὸς τιμήν του, δυστυχῶς ἀπὸ ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι δὲν μιμοῦνται τὸ παράδειγμά του, ἀλλὰ μόνο μὲ λόγια τὸν τιμοῦν, γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ τὸ σχίσμα. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς λοιπόν ὁ ἰατρός, ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας καὶ Συμφερουπόλεως, ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε πρόσφατα σὲ χαριτωμένη μελέτη του στὸ Διαδίκτυο ὁ π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος[28], ἦταν μέλος τῆς ἱεραρχίας τῆς κανονικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὑπὸ τὸν πατριάρχη ἅγιο Τύχωνα, ὅαν μία ὁμάδα ἱερέων τῆς Πετρούπολης, παρακινούμενη ἀπὸ τοὺς ἄθεους κυβερνῶντες, τοὺς Μπολσεβίκους, ἵδρυσαν πραξικοπηματικὰ τὸ 1922 σχισματικὴ ἐκκλσία ποὺ τὴν ὀνόμασαν «Ζωντανὴ Ἐκκλησία», γιὰ νὰ διαλύσουν ἐκ τῶν ἔνδον τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅπως πράττουν καὶ τώρα οἱ ἄθεοι τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς μαζὶ μὲ τὸ Βατικανό, γιὰ νὰ διαλύσουν τὴν Ὀρθοδοξία. Φοβερὴ σύμπτωση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὰ σημερινά: Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐπρόδωσε καὶ τότε τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, τὸν ἅγιο πατριάρχη Τύχωνα, καὶ ἀναγνώρισε τὴν «Ζωντανὴ Ἐκκλησία» τῶν σχισματικῶν. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς κομισάριους τῶν Μπολσεβίκων καὶ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακή. Ἀπὸ ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ βγάλει ἔξω μὲ ἔμπιστό του ὑπάλληλο τὴν διαθήκη του καὶ νὰ τὴν διαδώσει στοὺς πιστούς, ὥστε νὰ ἀποφύγουν μὲ κάθε τρόπο τὴν σχισματικὴ παράταξη. Ἔγραφε:
«Ἡ ῾῾Ζωντανὴ Ἐκκλησία᾽᾽, ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ ἐκπρόσωποί της, δὲν εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἕνα ἄγριο θηρίο, ποὺ ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς ἀγριότητος. Σᾶς ἱκετεύω καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ τηρεῖτε τοὺς λόγους μου… Νὰ μὴν φύγετε ἀπὸ τὸν δρόμο, ποὺ σᾶς δείξαμε. Ἂν σᾶς ἁρπάζουν τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς δίνουν στὴν ὀργάνωση αὐτὴ μὴν ἀντιδρᾶτε. Αὐτὸ ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ γίνει πρὸς τὸ παρόν. Μὴν ξεγελιέστε μὲ τὶς ἐξωτερικὲς ὁμοιότητες μὲ μᾶς, ποὺ τηροῦν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ὀργάνωσης, στὶς ἀκολουθίες καὶ στὴ Λειτοργία. Νὰ ξέρετε ὅτι δὲν εἶναι κανονικές. Νὰ πηγαίνετε στοὺς ναοὺς ὅπου λειτουργοῦν ἄξιοι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑποτάχθηκαν στὶς ἐντολὲς τῆς σχισματικῆς αὐτῆς ὀργάνωσης. Ἀκόμη καὶ ἐὰν ὅλοι οἱ ναοὶ πέσουν στὰ χέρια τους καὶ δὲν ἔχετε ποῦ νὰ πᾶτε, καλύτερα νὰ μὴν πᾶτε πουθενά, παρὰ σ᾽ αὐτούς. Νὰ μὴν ἔχετε καμμιὰν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς σχισματικούς, οὔτε νὰ ἐπιχειρήσετε διαλόγους μαζί τους. Νὰ μὴν ἀντιστέκεστε στὶς ἀρχές, ποὺ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἐπέτρεψε ὁ Θεός. Σᾶς παρακαλῶ ὅλους σας, ὅλα τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Τουρκεστάν, νὰ τηρεῖτε τὶς ἐντολές μου, ποὺ ἔχω γράψει στὴν διαθήκη».
Τὶς ἡμέρες ποὺ ὁ ἅγιος Λουκᾶς βρισκόταν στὴν φυλακὴ ἔφθασε στὴν Τασκένδη, ὅπου ἦταν φυλακισμένος, ὁ ἀντικανονικὸς ἐπίσκοπος τῶν σχισματικῶν Νικόλαος. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς τὸν χαρακτήρισε ὡς «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως… ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ». Ἐξόριστος στὴν πόλη Γενισέισκ τὸ 1924 μετέτρεψε ἕνα διαμέρισμα σὲ ἐκκλησία, διότι ὅλοι οἱ ναοὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια σχισματικῶν. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἀπὸ φόβο εἶχαν προσχωρήσει στὸ σχίσμα. Ἕνας μόνον διάκονος παρέμεινε πιστὸς στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὑπερορίως χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ὅταν ὑπάρχει γενικὴ κατάλυση τῆς κανονικῆς τάξεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, οἱ Ἱεροὶ Κανόνες χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ αὐτοὺς ὅπως τοὺς συμφέρει· ἀπὸ κανόνες γίνονται κανόνια εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ εὐλογημένος μακαριστὸς Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Τότε κατ᾽ οἰκονομίαν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ἀπαιτοῦν ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια στὸν ἐπίσκοπο, ἀλλὰ καὶ ὅσοι εὐνοοῦν τοὺς καταληψίες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, δὲν τηροῦνται, μέχρι νὰ ἐπανέλθει ἡ κανονικὴ τάξη, διότι «ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται»[29]. Ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις Ἁγίων ποὺ ἐνήργησαν ὑπερόρια, ὅταν ἡ Ἐκκλησία εἶχε καταληφθῆ ἀπὸ αἱρετικούς. Τὸ ἴδιο ἔπραξε σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ὅταν κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο ἕνας μοναχὸς ἀπὸ μακρινὴ πόλη ἐστάλη ἀπὸ τοὺς κατοίκους της, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ ποιμαίνονται ἀπὸ σχισματικοὺς ἱερεῖς, νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ, ὅπως καὶ ἔγινε. Στὸ χειροτονητήριο ἔγγραφο ἔγραψε χαρακτηριστικά: «Μὲ τὸ παρὸν βεβαιώνω ὅτι ὁ μοναχὸς Χριστοφόρος, τὸν Μάρτιο τοῦ 1924 χειροτονήθηκε ἀπὸ μένα ἱεροδιάκονος καὶ ἱερομόναχος γιὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Κρασνογιάρσκ, ποὺ διεφύλαξε τὴν πίστη πρὸς τὸν Παναγιώτατο Πατριάρχη Τύχωνα καὶ δὲν προσχώρησε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα. Ὁ ἱερομόναχος πρέπει νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ἵδρυση ἐνορίας στὸ Κρασνογιάρσκ. Λόγῳ ἔλλειψης ἀρχιερατικῆς σφραγίδας, ἐπιθέτω τὴν ἰατρική μου σφραγίδα. Ταπεινὸς Λουκᾶς, Ἐπίσκοπος Τασκένδης καὶ Τουρκεστάν. 20 Μαρτίου 1924 – Γενισέϊσκ». Φαντάζεται κανεὶς τὸν Ἅγιο Λουκᾶ νὰ συμπροσεύχεται καὶ νὰ ἀναγνωρίζει τοὺς σχισματικοὺς τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας», ποὺ ἐνεκρώθη βέβαια, ὅπως ἀναγνωρίζουν πολλοὶ δικοί μας τὴν νέα ψευδοαυτοκέφαλη ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ποὺ καὶ αὐτὴ πρόκειται νὰ νεκρωθεῖ;[30]
Ἐγνώριζε ὁ Ἅγιος Λουκᾶς τὴν στάση τῶν Ἁγίων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα καὶ αὐτοὺς ἀκολουθοῦσε. Περίλαμπρο παράδειγμα ἀντίστασης καὶ ἀπόρριψης τῆς σχισματοαίρεσης τοῦ Παπισμοῦ, καὶ ὅσων εἶχαν κοινωνία μαζί τους, ἀπέναντι δηλαδὴ στοὺς λατινόφρονες, τοὺς ὁποίους ἀκολουθοῦν οἱ σημερινοὶ φιλοπαπικοὶ καὶ Οἰκουμενιστές, καὶ παράδειγμα μίμησης γιὰ ὅλους μας εἶναι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, μὲ τὸν ὁποῖο κατακλείουμε τὴν παροῦσα Διακήρυξη ἀγώνα καὶ ἀντίστασης. Γράφει πρὸς τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τιμήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὑψώθηκαν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία τους, αὐτοὶ τὴν ἀτίμασαν καὶ τὴν ἔβλαψαν μὲ τὸ νὰ τὴν ἀναμείξουν μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀποκομμένοι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἔχουν σαπίσει καὶ ἔχουν δεχθῆ μύρια ἀναθέματα. Μὲ τὴν κοινωνία ποὺ ἔχουν μὲ αὐτοὺς σπιλώνουν, κηλιδώνουν τὴν ἄσπιλη νύμφη τοῦ Χριστοῦ[31]. Δηλώνει ὅτι δὲν θέλει νὰ ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη καὶ παραγγέλλει ὅτι ἐπιθυμεῖ κατὰ τὴν κηδεία του νὰ μὴ στείλει, γιὰ νὰ τὸν τιμήσει δῆθεν, κάποιους ἀρχιερεῖς ἤ κληρικοὺς ποὺ εἶναι σὲ κοινωνία μαζί του, ὥστε νὰ συμπροσευχηθοῦν ἤ νὰ συμφορέσουν μὲ τοὺς κληρικοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους δηλαδὴ ἱερεῖς, καὶ νὰ φανεῖ ὅτι ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ βρίσκεται σὲ κοινωνία μαζί του. Πιστεύει ὅτι ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πατριάρχη καὶ τοὺς ὁμοίους του, τόσο περισσότερο προσεγγίζει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους καὶ ὅπως χωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ἀναμείξουμε τὰ ἄμικτα. Θὰ εἴμαστε παντελῶς χωρισμένοι ἀπὸ αὐτούς, μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς χορηγήσει τὴν καλὴ εἰρήνη καὶ διόρθωση στὴν Ἐκκλησία Του[32]. Πρέπει νὰ τοὺς ἀποφεύγει κανεὶς ὅπως ἀποφεύγει τὰ φίδια, γιατὶ εἶναι πολὺ χειρότεροι, ὡς χριστοκάπηλοι καὶ χριστέμποροι[33]. Δὲν χρειάζεται νὰ πεῖ κανεὶς πολλά. Ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅλες οἱ σύνοδοι καὶ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ παραινοῦν νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους[34].
Ἐπίλογος
Δὲν ἀρκοῦν αὐτὰ γιὰ νὰ ξυπνήσουν ἐπὶ τέλους κάποιοι καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ὅσο εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς λατινόφρονες καὶ τοὺς Οἰκουμενιστές, μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς ὁμοίους του, εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους;
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Κληρικός Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης
Κληρικός Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
Πρωτοπρ. Φώτιος Βεζύνιας
Κληρικός Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ


[1]. Βλ. μεταξὺ ἄλλων Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 2018, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιοσ Γκοτσοπουλοσ, Συμβολὴ στὸν Διάλογο γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο, Θεσσαλονίκη 2019, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον» Πρακτικa Ημερίδας: «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ Νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου», Θεοδρομία 21 (2019) διπλὸ τεῦχος, σελ. 161-528. Γιωργοσ Ν. Παπαθανασοπουλοσ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Σειρά: Ἀντιπαραθέσεις 37, 2019.
[2]. Γιωργοσ Παπαθανασοπουλοσ, «Μεταδοτικὸ μικρόβιο τὸ παπικὸ πρωτεῖο...», Θεοδρομία 17 (2015) 155ἑ.
[3]. Βλ. «Ὑπόμνημα πέντε Μητροπολιτῶν κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ ἐν Πουσάν», Θεοδρομία 16 (2014) 88-92.
[4]. «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Θεοδρομία 13 (2011) 635-638.
[5]. Βλ. Θεοδρομία 21 (2019) 312-368.
[6]. Αὐτόθι 21 (2019) ὁλόκληρο τὸ διπλὸ τεῦχος, σελ. 161-528.
[7]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 158-159.
[8]. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε;, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016. Του Αυτου, Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίψμηστον», Θεσσαλονίκη 2017. Δύο διπλὰ τεύχη τῆς Θεοδρομίας 18 (2016), 1-352 καὶ 18 (2016) 353-704 εἶναι ἀφιερωμένα στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, τὸ δεύτερο μὲ τίτλο στὸ ἐξώφυλλο «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος». Σὲ διπλὸ τεῦχος ἐπίσης δημοσιεύθηκαν τὰ Πρακτικὰ Ἡμερίδος μὲ τίτλο «Ὀρθοδοξία καὶ Κολυμπάρι. Δύο χρόνια μετά», Θεοδρομία 20 (2018) 161-376.
[9]. Βλ. σχετικῶς γιὰ τὴν μετάλλαξη τῆς «συνόδου» ἀπὸ οἰκουμενικὴ σὲ πανορθόδοξη εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» καί «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸ χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; ἐνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 49-94 καὶ στὴν Θεοδρομία 17 (2015) 3-9 καὶ 602-608.
[10]. Ἡ ἀναγνώριση ἔγινε μὲ περίεργη διαδικασία, τὴν ὁποία κατήγγειλαν πολλοὶ ἀρχιερεῖς, στὶς 12 Ὀκτωβρίου τοῦ 2019. Δὲν ἔγινε ψηφοφορία καὶ ἡ σύγκληση ἐπίσης ἐνεργήθηκε αἰφνιδιαστικά. Τὶς παρατυπίες κατήγγειλε ἀμέσως ὁ μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφεὶμ καὶ πρόσφατα ὁ μητροπολίτης Ἠλείας Γερμανός.
[11]. Ἀναγνώρισε μόνος του μὲ πατριαρχικὸ γράμμα στὶς 8 Νοεμβρίου 2019, χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση, τὸ ψευδοαυτοκέφαλο τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας. Ἀνακοίνωσε ἁπλῶς τὴν ἀπόφαση στοὺς ἀρχιερεῖς τῆς πατριαρχικῆς του δικαιοδοσίας.
[12]. Βλ. ὑποσημ. 7 παρούσας Διακήρυξης.
[13]. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, «Οὔτε αἵρεση οὔτε σχίσμα ὁ Παπισμός», Θεοδρομία 8 (2006) 460.
[14]. Βλ. «Αἱ πνευματικαὶ ὑποθῆκαι τοῦ Ἀθηναγόρου τοῦ Α´», Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 365 (13 Ἰουλίου 1979), σελ. 1, 3, 4.
[15]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Λόγος ἀληθείας καὶ παρρησίας», Θεοδρομία 8 (2006) 329-330.
[16]. Βλ. περισσότερα εἰς Ιερα Μητροπολισ Πειραιωσ, Γραφειον επι των Αιρεσεων και των Παραθρησκειων, «Ἡ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ αἱρετικοὺς σὲ ἐπίπεδο λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ», στὸ Διαδίκτυο 2/12/2019.
[17] Ὁ π. Γεώργιος ἀναφέρεται σὲ σειρὰ ἄρθρων ποὺ ἐδημοσίευσε ὁ δικηγόρος καὶ θεολόγος Αθανασιοσ Σακαρελλοσ μὲ τίτλο «Ἔγινεν ἀπὸ τὸ 1965 ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν («ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ»), στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο, φφ. 1676-1684 (9 Φεβρ. 2007 - 6 Ἀπρ. 2007). Τὰ ἄρθρα κυκλοφορήθηκαν καὶ σὲ βιβλίο.
[18]. https://paterikiparadosi.blogspot.com/2016/12/blog-post_492.html
[19]. Βλ. ὅλο τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Λουκᾶ Νοταρᾶ, εἰς Θεοδωρου Ζηση, Γεννάδιος Β´ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 182 ἑἑ.
[20]. Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Σειρά «ΚΑΙΡΟΣ» 24, Θεσσαλονίκη 2017. Γιὰ τὶς δεκάδες τῶν Ἁγίων ποὺ ἀποτειχίσθηκαν τὸ σωματεῖο «Ὀρθόδοξος Χριστιανικὸς Σύλλογος ῾῾῾Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής᾽᾽» ἀφιέρωσε τὸ ἐπιτοίχιο ἡμερολόγιο τοῦ 2018 σὲ σχετικὲς πληροφορίες ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴ διδασκαλία τους μὲ τίτλο «Ἡμερολόγιον 2018. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου στὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων μας.»
[21]. Τροπάριο τῶν Στιχηρῶν τῆς Λιτῆς τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Εὐ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ». Τὸ ἴδιο καὶ στὸν Ὄρθρο μετὰ τὸν Ν´ Ψαλμό.
[22]. Εἰς Ἐφ. Ὁμιλ. 11, 4-5, PG 62, 85-87: «Οὐδὲν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία· οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… Οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύναται ἐξαλείφειν τὴν ἁμαρτίαν… Διὰ τοῦτο λέγω καὶ διαμαρτύρομαι ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν».
[23]. 31ος Ἀποστολικὸς Κανών: «Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν, καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω».
[24]. 15ος Κανὼν Πρωτοδευτέρας: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἴρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
[25]. Βλ. Αγιου Νικοδημου Αγιορειτου, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἠλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1990, σελ. 408.
[26]. Αὐτόθι, σελ. 4-5, ὑποσημ. 2.
[27]. Βλ. 1ο Κανόνα Μ. Βασιλείου, Αὐτόθι, σελ. 587: «Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους. Σχίσματα δέ, τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας».
[28]. Πρωτοπρεσβύτερος Αγγελοσ Αγγελακοπουλοσ, Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας καὶ Συμφερουπόλεως, ἔναντι τῆς τότε σχισματικῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» πρότυπο γιὰ τὴν δική μας στάση ἔναντι τῆς Οὐκρανικῆς Σχισματοαίρεσης, στὸ Διαδίκτυο 27.11.2019.
[29]. Ἑβρ. 7, 12.
[30]. Τὶς πληροφορίες αὐτὲς ἐντόπισε ὁ π. Ἄγγελος στὸ γνωστὸ βιβλίο τοῦ μητροπολίτου Ἀργολίδος Νεκταριου (Ἀντωνοπούλου), Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς. Ἕνας Ἅγιος Ποιμένας καὶ γιατρὸς χειρουργός, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2017. Δυστυχῶς ὁ συγγραφεὺς μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας δὲν μιμήθηκε τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου ποὺ βιογράφησε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν μητροπολίτη Βεροίας Παντελεήμονα, ποὺ ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ναὸ προς τιμήν του.
[31]. Αγιου Μαρκου Ευγενικου, Τῷ τιμιωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις κῦρ Θεοφάνει, εἰς Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, Τὰ Εὑρισκόμενα Ἅπαντα Α´, Editura Pateres 2009, Βουκουρέστι, σελ. 224: «Οἱ τιμηθέντες καὶ ὑψωθέντες ὑπὲρ ἀξίαν ὑπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας ἠτίμασαν αὐτὴν καὶ ἠχρείωσαν, τοῖς ἐκ πολλῶν χρόνων ἀποκεκομμένοις καὶ σεσηπόσι καὶ μυρίοις ἀναθέμασιν ὑποκειμένοις αὐτὴν καταμίξαντες καὶ διὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας τὴν ἄσπιλον τοῦ Χριστοῦ νύμφην σπιλώσαντες».
[32]. Ἐπιτελεύτιοι Ὁμιλίαι, Αὐτόθι, σελ. 228-230: «Λέγω δὲ περὶ τοῦ πατριάρχου, μήπως δόξῃ αὐτῷ προφάσει τάχα τιμῆς τῆς πρὸς ἐμὲ ἐν τῇ κηδείᾳ τοῦ ταπεινοῦ μου τούτου σώματος ἤ καὶ ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου στεῖλαί τινας τῶν ἀρχιερέων αὐτοῦ ἤ τοῦ κλήρου αὐτοῦ ἤ ὅλως τῶν κοινωνούντων αὐτῷ τινα συνεύξασθαι ἤ συμφορέσαι τοῖς ἐκ τοῦ ἡμετέρου μέρους ἱερεῦσι τοῖς πρὸς τὰ τοιαῦτα προκληθεῖσι, δοξάσαι ὡς οἱῳδήποτε τρόπῳ προσίεμαι, κἂν ἐν τῷ κρυπτῷ τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν... Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς ἐκκλησίας, ὥσπερ αὖ πείθομαι τοὺς συντιθεμένους τούτοις ἀποδιίστασθαι τῆς ἀληθείας καὶ τῶν μακαρίων τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων. Καὶ διὰ τοῦτο λέγω· ὥσπερ παρὰ πᾶσάν μου τὴν ζωὴν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ᾽ αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καὶ ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἐμὴν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι τὴν αὐτῶν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν, καὶ ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἢ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἤ τοῖς μνημοσύνοις μου, ἀλλ᾽ οὐδὲ ἄλλου τινὸς τῶν τοῦ μέρους ἠμῶν, ὥστε συμφορεῖν ἐπιχειρῆσαι καὶ συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις. Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ τὰ ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ δὲ παντάπασιν ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἂν δώη Θεὸς τὴν καλὴν διόρθωσιν καὶ εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ».
[33]. Τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις, 6, Αὐτόθι, σελ. 258: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἤ κἀκείνων πολλῷ δήπου χείρονας, τοὺς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους».
[34]. Ὁμολογία τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, 5, Αὐτόθι, σελ. 424: «Καὶ τί δεῖ πολλὰ λέγειν; Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων οὖν ἐγὼ πάντων καταφρονήσας, ἀκολουθήσω τοῖς ἐν προσχήματι πεπλασμένης εἰρήνης ἑνωθῆναι κελεύουσι; Τοῖς τὸ ἱερὸν καὶ θεῖον σύμβολον κιβδηλεύσασι καὶ τὸν Υἱὸν ἐπεισάγουσι δεύτερον αἴτιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Τὰ γὰρ λοιπὰ τῶν ἀτοπημάτων ἐῶ τὸ γε νῦν ἔχον, ὧν καὶ ἓν μόνον ἱκανὸν ἦν ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν διαστῆσαι. Μὴ πάθοιμι τοῦτό ποτε, Παράκλητε ἀγαθέ, μηδ᾽ οὕτως ἐμαυτοῦ καὶ τῶν καθηκόντων λογισμῶν ἀποπέσοιμι· τῆς δὲ σῆς διδασκαλίας καὶ τῶν ὑπὸ σοῦ ἐμπνευσθέντων μακαρίων ἀνδρῶν ἐχόμενος, προστεθείην πρὸς τοὺς ἐμοὺς πατέρας, τοῦτο εἰ μή τι ἄλλο, ἐντεῦθεν ἀποφερόμενος, τὴν εὐσέβειαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου