13 Απρ 2017

π. Λεωνίδας Αμοργιανός, Λόγος στη Μεγάλη Παρασκευή

Αποτέλεσμα εικόνας για Μεγάλη Παρασκευή
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Πόσο θλιβερή θἄλεγα, τραγική μεταβολή. Ἐκεῖνος πού θριάμβευσε στήν Ἱερουσαλήμ, πού προσκυνήθηκε, δοξάσθηκε, ὑμνήθηκε μέ τόσο θορυβώδη ξεσπάσματα τοῦ λαοῦ, πάσχει τώρα στή Γεθσημανῆ ἀπό βλασφημίες καί ἐμπαιγμούς.  Ποῦ εἶναι τώρα ἡ πανήγυρη τῶν Βαΐων, ποῦ ὁ κρότος, ποῦ τό ξέσπασμα μέ τά ὡσαννά τοῦ Λαοῦ;  Ἔπαυσε ἡ μελωδία τῶν ἀσμάτων, «Ὡσαννά εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ»[1].  Τέτοια εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ λαοῦ, πού παίρνει χαρακτήρα ὄχλου.  Ὅπως λένε μερικοί ἠχοστίχοι:

«Ἡ σκέψη τοῦ λαοῦ φτερό
σέ ἄνεμο πορθειακό,
πού ὁ Εὔριπος φυσᾶ
ἄμπωτη-παλίρροια. 
Εἶναι αὐτό τό σκεπτικό
τοῦ λαοῦ σκηνικό
μέ ἀναλλασσόμενο σενάριο. 

Τή μιά λέει: --Ὠσαννά καί ὑμνεῖ τό Θεό,
ὁ λαός. 
Τήν ἄλλη στήνει φριχτό κατηγορητήριο
κι ἀδίσταχτα ὁρμᾶ σέ συλλαλητήριο: 
-Ἄρον ἄρον σταύρωσον. 

Τέτοιος εἶναι ὁ λαός,
καλάμι πού γυρνᾶ
μέ Νοτιά ἤ μέ Βοριά
ἀνελέητα. 

Τί νά ᾿ ναι αὐτό πού φταίει,
πιότερο πού φταίει; 
Δημαγωγοῦ ἀγέρι ἤ τοῦ λαοῦ ἀλλοτρίωση;». 
Πόσο εὔκολα μετατράπηκαν ἡ χαρά σέ λύπη, ἡ τρυφή σέ δάκρυα!  Και τώρα;  Στεναγμοί, κλαυθμός, βασανιστήρια, τώρα ραπίσματα, μαστίγωση, ὀδύνη, θάνατος.  «Ἰδού γάρ ἤγγικεν ἡ ὥρα»[2].  Καί πῶς αὐτή ἡ μεταβολή;  Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς θείας ἀγάπης χριστιανοί μου.  Διότι γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου ἀποφάσισε νά πεθάνει ὁ Θεός.  «Εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς»[3].  Μέ τελεία ἀγάπη τούς ἀγάπησε.  Ἀπόδειξη τοῦ Θείου ἔρωτα ἦταν ὁ πόθος τοῦ πάθους, ἡ δίψα τοῦ σταυρικοῦ θανάτου γιά νά πληρώσει τό ἀντίτιμο τῆς καταδίκης μας, νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο τοῦ κολασμένου δυσώδους ἐγώ μας πού κουβαλᾶμε μέσα μας.  «Ἰδού γάρ ἤγγικεν ἡ ὥρα».  Τόση ἀγάπη. 
Σ᾿ ἕνα βιβλίο (Διαμορφούμενα Α) διαβάζω: «Σε τελική ανάλυση, έχει γοητεία ο Σταυρός του Κυρίου που μας παίρνει από το χέρι να μας εξημερώσει· να μας ξαλαφρώσει από το βάρος του σωρού των αμαρτιών που έχει χρονίσει στις πλάτες μας και μας κατέστησε «συγκύπτουσες» υπάρξεις· και να μας δώσει εισιτήριο για μια παράσταση αναστάσιμης ζωής με είσοδο πάντα ελευθέρα... Δωρεάν συμμετοχή στο Μυστικό Του Δείπνο για να λευκάνουμε τη ρυπαρή μας ύπαρξη με το δικό Του λυτρωτικό Αίμα». 
Καί μεῖς;  Παρόλο πού ἔχουμε τόσο μεγάλο χρέος, φεῦ!  Δέν τό νοιώθουμε.  Παρόλο πού τό γνωρίζουμε δέν τό ξεπληρώνουμε.  Ἐνῶ ὅταν ἀκοῦμε γιά τό θάνατο τοῦ ὡραιότατου Ἀβεσσαλώμ, θρηνοῦμε τή συμφορά τῆς ὀμορφιᾶς, τή δυστυχία τῆς νεότητος.  Ἀκόμη καί σ᾿ ἕνα παραμύθι ἄν διαβάσουμε ὅτι ὁ πρωταγωνιστής βασανίστηκε καί πέθανε νοιώθουμε ὀδύνη στήν καρδιά μας.  Ἀκοῦμε ὅμως τό Πάθος τοῦ ἐσταυρωμένου Θεοῦ, χωρίς δάκρυα, τό θάνατο χωρίς λύπη.  Γιά ἕναν τέτοιο σκληρόκαρδο λαό θρηνολογεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας λέγοντας: «Ἔσβησαν τά μάτια μου ἀπό τά πολλά δάκρυα, ἐταράχθη ἡ καρδία μου»[4]
Νά προσευχηθοῦμε ἀπό τή σημερινή διήγηση νά μᾶς φέρει κατάνυξη στήν καρδιά ὁ σεισμός τῆς γῆς, δάκρυα καί στά μάτια τά δάκρυα τῆς Παρθένου.
1.       Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νά διηγηθεῖ τά σημεῖα τῆς ἀγάπης πού μᾶς φανέρωσε μέ τό Πάθος ὁ Λυτρωτής τοῦ Κόσμου.  Τό ἐλάχιστο ἦταν ὁ Θάνατος.  Το συνειδητοποιήσαμε αὐτό; Θά τό διευκρινίσω διαβάζοντας πάλι στό ἴδιο βιβλίο (Διαμορφούμενα Α’): ὁ Κύριος μας « δεν ανέβηκε κατά λάθος πάνω στον Σταυρό· τα βασανιστήρια, το φραγγέλωμα, ο πόνος, το αίμα, ο θάνατός Του, που εμείς τα επιφέραμε με την απανωτή προδοσία, την ανταρσία και την υποτροπιάζουσα φυγή μας, είναι οι ατράνταχτες αποδείξεις της θυσιαστικής Αγάπης Του που μας αναμένει ακατάπαυστα στην αγκαλιά Της όλο έλεος!
            Η θυσιαστική αυτή Αγάπη Του είναι αυθεντική και αναμφισβήτητη γιατί ακριβώς έδωσε, θυσίασε την ίδια τη ζωή Του για εμάς.
            Εδώ πέφτει η μεγάλη βαρύτητα! Μόνο θυσιάζοντας τη ζωή Του, μόνο αυτή η πράξη κάνει την πίστη και την αγάπη του Κυρίου απόλυτη, τέλεια, αφοπλιστική, χωρίς διφορούμενες έννοιες και ερμηνείες· χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
            Η αποφασιστικότητα του Χριστού μπροστά στον σταυρικό θάνατο είναι ατράνταχτη απόδειξη ότι ο Κύριος δεν ήρθε να κάνει περίπατο στον πλανήτη μας και ότι οι ενέργειές Του ήταν άκρως σοβαρές· αποσκοπούσαν και αποσκοπούν στη σωτηρία μας.
            Σ’ αυτή τη συνάφεια ο συγγραφέας Νικολάε Στάινχαρτ συμπληρώνει με τη χαρακτηριστική του γραφίδα:
            «Το θάρρος Του να υπομείνει το φοβερό βασανιστήριο ήταν η μόνη οδός για να αποδείξει την καλοπιστία του.  Ούτε η ευφυΐα Του, ούτε η καλοσύνη και το έλεός Του, ούτε ακόμα οι θεραπείες και τα θαύματα που έκανε, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρές αποδείξεις.  Μόνο το θάρρος Του μπροστά στον πόνο και τον θάνατο.
            Τα βασανιστήρια, ο πόνος, το αίμα, ο θάνατος, αυτές είναι αποδείξεις, αποδείξεις που δεν ξεγελούν, δεν κάνουν ζαβολιές.  Μπορεί να είναι βάναυσες, απάνθρωπες, αλλά είναι κατηγορηματικές.  Έχουν κάτι από τη βάναυση χυδαιότητα και τη μεγαλόπρεπη αψήφηση του θανάτου, έτσι που κλείνει ακόμα και το στόμα του Σατανά».
Νά δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχή στή διήγηση τοῦ Πάθους, καί νά συμμετάσχουμε στό Πάθος μισώντας τήν αἰτία τοῦ Πάθους, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία.
2.       Δείπνησε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς Μαθητές, ἤ γιά νά πῶ καλύτερα ἔγινε ὁ ἴδιος δεῖπνος τῶν Μαθητῶν λέγοντάς τους «Λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστι τό σῶμα μου».  Ἄν ἤθελε ἁπλῶς νά συνδειπνήσει μαζί τους θά λέγαμε πώς τό ἔπραξε γιά νά ἀπομακρύνει τό λογισμό τοῦ Θανάτου.  Ἀλλά δίδοντας τό σῶμα του γιά τροφή, φανερώνει πώς πηγαίνοντας πρός τό Θάνατο, δέν ἀφήνει τούς Μαθητές μόνους.  Τούς ἀφήνει γιά λίγη ὥρα λέγοντας «Μικρόν καί θεωρεῖτε με».  Ὅμως τούς ὑπόσχεται πώς δέν θά ἀργήσει νά τούς χαροποιήσει πάλι μέ τόν ἐρχομό του λέγοντας «Μικρόν καί ὀψεσθέ με».  Καί τούς ἀφήνει τό ἐλπιδοφόρο σημεῖο τῆς ἀγάπης του.  Τούς λέει ὅτι παρόλο πού πάει γιά ὠφέλειά τους «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγώ ἀπέλθω», ταυτόχρονα τούς βεβαιώνει, πώς μένει μαζί τους πώς μένει μέσα στά σπλάχνα τους: «Φάγετε τοῦτο ἐστι τό σῶμα μου».  Καί σκέπτομαι πώς χάρηκαν οἱ μαθητές γι᾿ αὐτό «καί ὑμνήσαντες» ὅπως λέει ὀ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος «εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν». 
3.       Πλησίαζε ὁ καιρός τοῦ Πάθους, καί ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς γιά νά ἰατρεύσει τήν ἀσθένεια πού βλάστησε μέσα στό Παράδεισο εἰσῆλθε στόν Κῆπο, ὄχι γιά νά βρῆ θεραπευτικό βότανο στήν καταραμένη γῆ, «ἐπικατάρατος ἡ γῆ»[5], ἀλλά γιά νά γίνει αὐτός ἰαματικό ἀντίδοτο.  Λυπήθηκε μέσα στόν Κῆπο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν».  Λυπήθηκε ἐπειδή θυμήθηκε τόν Παράδεισο, πού ἔγινε τόπος ἁμαρτίας, «περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή του ἕως θανάτου».  Σκεφθεῖτε πώς ἔχασε τό χρῶμα τοῦ προσώπου του, πώς ἔχασαν τήν ἱλαρότητα τά θεῖα του μάτια, πώς τρέμει ὅλος, πώς ἀδημονεῖ καί στενάζει.  Στή συνάφεια αὐτή, σέ ἕνα ἄλλο βιβλίο ἠχο-στίχων (Ἀντίφωνο) διαβάζω τά ἀκόλουθα: «Τώρα μπορώ ή τουλάχιστον προσπαθώ, με το ηχητικό μοτίβο των στίχων μου να ερμηνεύσω το αληθινό νόημα του Πάθους του Κυρίου, που δεν εστιάζεται τόσο στη σωματική οδύνη του φραγγελώματος ή των καρφιών (φυσικός θάνατος!), όσο στην πνευματική οδύνη, στο συναίσθημα της εγκατάλειψής του από τον Πατέρα, στην οδύνη της αγάπης που προσφέρθηκε κι αποκρούστηκε μένοντας δίχως Αυτόν, αφού βίωσε για μας τον χωρισμό της ψυχής από τον Θεό (πνευματικός θάνατος!).  Συγκλονιστική «θυσία γεμάτη μεγαλείο!»... Να κατακλύζεται, στον κήπο της Γεσθημανή, από απόγνωση και τρόμο λέγοντας στον Πατέρα του “ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο” ο δε ιδρώτας του να πέφτει στη γη “ως θρόμβοι αίματος”.. “Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου”, υποδηλώνοντας ολοκληρωτική εμπειρία του πνευματικού θανάτου.  Αδυνατώ να εξηγήσω πως είναι δυνατόν για Εκείνον που είναι ο ίδιος ο ζωντανός Θεός, να χάσει την επίγνωση της θείας παρουσίας.  Γνωρίζω όμως ότι στο Πάθος Του δεν παίζεται θέατρο, δεν υφίσταται επίδειξη εξωτερική, σε αντίθεση με τις παραστάσεις παραλόγου πού υποδύεται συχνά ο εαυτός μας.  Η κάθε κουβέντα ή λέξη από το Σταυρό εννοεί ακριβώς αυτό που λέει.  Η κραυγή “Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;” υποδηλώνει έσχατο σημείο ‘απελπισίας’ του Χριστού νιώθοντας αποδιωγμένος όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά κι από το Θεό.  Ο Χριστός δεν παίζει θέατρο για παράδειγμα θέατρο επιπέδου Καρόλου Κούν που ο τελευταίος, υποδυόμενος τον ρόλο του ΄Αμλετ σε στιγμές αγωνίας, ενώ οι μαθητές του αναρωτιότανε μήπως πάθει έμφραγμα ο δάσκαλός τους, αυτός σταματώντας ξαφνικά την θεατρική επίδειξη τους ρωτούσε:- ‘τα λέω καλά;’… Η κραυγή “Θεέ μου, Θεέ μου…” υποδηλώνει ότι αυτές τις στιγμές ο Χριστός νιώθει αληθινά την εμπειρία του πνευματικού θανάτου που είναι χωρισμός από τον Θεό, κι αυτό για χάρη όλων μας ανεξαιρέτως!  Μένω εκστατικός σ’αυτή την ανείπωτη αγάπη Του!»
Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πῶς «ἐκάμυσαν οἱ ὀφθαλμοί σας», πῶς ἀφήσατε τό Διδάσκαλο μόνο, ἀπαρηγόρητο, καί δέν ἀγρυπνήσατε γιά τήν ἀγάπη του ἔστω γιά λίγο.  «Οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι».  Δέν μπορέσατε οὔτε μία ὥρα νά ἀγρυπνήσετε μαζί μου; 
4.       Ἀλλά ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ Θανάτου.  Ἔφθασε ὁ Προδότης.  «Ἰδού ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με».  Ποιός;  Ὁ Ἰούδας, ὁ Ἀπόστολος, Προδότης τοῦ Διδασκάλου.  Χριστιανός, Προδότης.  Ἔδειξε ὁ Ἰούδας πρός τούς Ἰουδαίους τόν Διδάσκαλο, προδίδοντάς τον μέ ἕνα ψευτοφίλημα, μέ ἕνα σημεῖο πλασματικῆς ἀγάπης. Μήν ἀποροῦμε.  Καί μεῖς ἀκοῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιο καί παρόλα αὐτά πόσες φορές τόν προδίδουμε καταφρονώντας τό Εὐαγγέλιο, ξανασταυρώνοντάς Τον.  Μήν ἀποροῦμε γι᾿ αὐτό.  Νά ἀπορήσουμε ἤ μᾶλλον νά θαυμάσουμε τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.  Πώς δέχεται ὁ Χριστός τόν ἀποστάτη Ἀπόστολο τόν Ἰούδα, πώς τόν ὀνομάζει φίλο «Ἑταῖρε ἐφ᾿ ὅ πάρει»[6] φίλε γιά ποιό σκοπό ἦλθες ἐδῶ; 
Κάποιοι ἠχοστιχοι λένε γιά τόν Ἰούδα καί τίς σύγχρονες ἀλύτρωτες ὑπάρξεις:
«Πόσα μοιρολόγια ακούγονται γι αυτούς,
τους αλύτρωτους αδελφούς!
Σαν εκείνον «των χρημάτων εραστή»,
Ισκαριώτη μαθητή
που με φίλημα προδίδει
τον Αναμάρτητο!..

Μα η εξουσία του σκότους απαιτεί
στον εξολοθρευτή να γίνει σπονδή…
Γίνεται αυτόχειρας μ’ ένα σχοινί
πριν προλάβει να πει: -Μνήσθητι! 

Ώ!  Αν ζήταγε κάτω απ’ το Σταυρό
ταπεινά να βρει λυτρωμό! 
Θα ΄ταν απ΄ του Πέτρου το γυρισμό
μετάνοιας παράδειγμα πιο δυνατό!...

Μά καί ἐκεῖνος ὁ Πέτρος καί τόσοι ἐμεῖς σύγχρονοι ριψάσπιδες, τί μαχαιριά βυθίζουμε στήν καρδιά τοῦ Κυρίου μας μέ τήν συνήθη τριπλή ἄρνησή μας ὅπως σεκοτάρουν οἱ ἠχο-στίχοι;
«Και μια που το έφερε η κουβέντα μας αυτή,
μια μπαλάντα να ειπωθεί
για τον Πέτρο
που ώρα σκοτεινή
τον κλονίζει κι από κει!...,
με αναθεματισμούς,
όρκους άρρητους,
το Θεό αρνείται
σε δούλους άσημους!  

Κι όταν Θεϊκή ματιά πέφτει πάνω του,
ο αλέκτωρ τον ξυπνά από τη ζάλη του!..

Κάτι ανάλογο συμβαίνει μέ μας
τούς τελευταίους αρνητάς…

Όταν βρέχει στην καρδιά μας ασταμάτητα,
δεν υγραίνουν τα μάτια μας τα σύννεφα…
Είναι ο αλέκτωρ του Σίμωνα
που μετράει επίμονα
τις απανωτές αρνήσεις μας,
τα φιλιά της προδοσίας μας!...

5.       Το θείο δράμα έχει όμως συνέχεια. Ο Κύριος πού ἐπρόκειτο νά δεθεῖ ἀπό τούς ὑπηρέτες τῶν Φαρισαίων, τούς λέει -δέν ζητεῖτε ἄλλον παρά τόν Ναζωραῖο καί αὐτός εἶμαι ἐγώ, πού σᾶς ἐνώχλησα μέ τήν διδασκαλία μου, ἐγώ πού σᾶς πείραξα μέ τίς εὐεργεσίες μου, μέ τά θαύματά μου, ἐμένα τιμωρεῖστε.  Χορτᾶστε μέ τό αἷμα μου ἄν σᾶς εἶναι καί αὐτό ἀρκετό διότι «Αὕτη ὑμῶν ἐστίν ἡ ὥρα, καί ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους»[7] αὐτή εἶναι ἡ δική σας ὥρα καί ἐξουσία (ὥρα καί ἐξουσία) σκότους.  Ἀλλά, ἄν ἐνθυμούμενοι τίς εὐεργεσίες πού σᾶς ἔκανα νοιώσετε κάποια συμπάθεια στήν καρδιά σας, ἀφῆστε ἐλεύθερους τούς Μαθητές μου νά φύγουν «Εἰ οὖν ἐμέ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν»[8].  Καί γιατί δέν θέλει κανέναν σύντροφο στό Πάθος ὁ Ἰησοῦς;  Γιατί νά μήν θέλει τόν Πέτρο, πού μάλιστα ὁμολόγησε καί εἶπε «Κύριε μετά σοῦ ἕτοιμός εἰμι καί εἰς φυλακήν καί εἰς θάνατον πορεύεσθαι»[9];  Δέν θέλει κανέναν σύντροφο στό θάνατο ὁ Ἰησοῦς, γιατί παίρνει ἀποκλειστικά ἐπάνω του ὅλο τό φορτικό Πάθος.  Μόνος του ἐπιμελεῖται τήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος.  Καί ὁ θάνατός του εἶναι δόξα γιατί πεθαίνει ἀπό ἀγάπη «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, δόξασόν σου τόν Υἱόν»[10] γιά ν᾿ ἀναστήσει τή μοιχαλίδα γενεά, πού τόν σταύρωσε καί ἐξακολουθεῖ νά τόν σταυρώνει ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους.  Ἔπαθε μόνος, πληγώθηκε γιά τήν ἀγάπη μας μόνος.  Τό λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας «καί τῶν ἐθνῶν οὐκ ἔστιν ἀνήρ μετ᾿ ἐμοῦ»[11].  Δέν ὑπῆρχε κανείς μαζί μου.
Ἀλλά ὅπως καταλήγει σέ κρεσέντο τό μοτίβο τῶν ἠχο-στίχων:
«Μα η εξουσία του σκότους
δεν θα κρατήσει,
γιατί ο Σταυρωμένος
θα την συντρίψει
στου Γαβαθά το λιθόστρωτο,
με χτύπημα απροσδόκητο! 

Οι θρόμβοι του αιμάτινου ιδρώτα Του,
το «άφες αυτοίς» απ’ τα χείλη Του
και το πονεμένο, στοργικό βλέμμα Του!..
Να!  Η νίκη του Σταυρού! 
Να!  Η νίκη του Χριστού!»
Κι ἄς ὀρμοῦν τώρα μέ κτηνώδεις διαθέσεις οἱ στρατιῶτες νά συλλάβουν τόν Ἰησοῦ.  Ποιός θά ἀριθμήσει τίς ὕβρεις, καί ἀτιμώσεις πού τοῦ ἔκαναν;  Παρόλο πού κι ἐκείνη τή στιγμή θαυματούργησε, ἰατρεύοντας τό δεξιό αὐτί τοῦ δούλου, πού ἡ θερμότητα  τοῦ Πέτρου ἀπέκοψε, δέν συνέρχονται, δέ νιώθουν ἴχνος συστολῆς.  Δένουν ἐκείνα τά χέρια, πού ἔλυσαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας.  Σφίγγουν ἐκείνους τούς βραχίονες, πού καταπολεμοῦν τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους.  Ἀτιμάζεται, δεσμεύεται ἐκεῖνος πού ἐργάσθηκε τήν σωτηρία στό πέρασμά του, πού κραταίωσε τή θάλασσα, διέρρηξε πηγές καί χειμάρρους, καί ἔφτιαξε πάντα τά ὡραῖα τῆς γῆς.  Ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης. 
6.       Ὁ Κύριος ὁδηγεῖται μπροστά στό δικαστήριο μέσα στό σπίτι τοῦ ἀρχιερέως. «Καί εἰσήγαγον αὐτόν εἰς τόν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως»[12].  Θέλουν νά τόν ἐξετάσουν, νά δοῦν τί κακό ἔπραξε ἄξιο θανάτου.
«Τί ἐποίησας;»[13].  Ρωτᾶτε τί ἐποίησε!  Ἐγώ νά σᾶς πῶ: «Ἐν ἀρχή ἐποίησε τόν οὐρανόν καί τήν Γῆν». 
«Τί ἐποίησας;».  «Χοῦν λαβών ἐκ τῆς γῆς ἔπλασε τόν ἄνθρωπον».  «Ἐνεφύσησε καί ἔδωκεν αὐτῷ Πνεῦμα ζωῆς». 
«Τί ἐποίησας;».  Ἐλευθέρωσε ἀπό τόν σκληρό ζυγό τῆς αἰγυπτιακῆς αἰχμαλωσίας τό γένος τῶν Ἑβραίων καί ὡδήγησε τούς προπάτορές σας στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, προπορευόμενος «ἐν στύλω νεφέλης»[14] τήν ἡμέρα, καί τήν νύκτα «ἐν στύλω πυρός».
«Τί ἐποίησας;».  Διά Μωυσέως τοῦ δούλου του ἔσχισε τήν Ἐρυθράν Θάλασσα καταποντίζοντας τή στρατιά τοῦ Φαραώ.
Διά τῆς ράβδου τοῦ Μωυσέως ἐγλύκανε τά πικρά ὕδατα στήν Μερρᾶ.  Ἔβρεξε στήν ἔρημο θεραπευτικό μάννα, καί γέμισε ὅλη τήν περιφέρειά τους μέ ὀρτίκια γιά τροφή πρός ἐκπλήρωσι τῆς δικῆς σας ἐπιθυμίας.
«Τί ἐποίησας;».  Τούς τρεῖς παῖδες μέσα στή φωτιά πού ὁμολογοῦσαν τήν πίστη τους, δρόσισε.  Τόν Δανιήλ μέσα στό λάκο τῶν ἄγριων λεόντων, ἀβλαβῆ διέσωσε.  Τόν Ἰωνᾶ μέσα στήν κοιλιά τοῦ κήτους ἄφθαρτο διαφύλαξε.  Μέ τόν κόρακα ἔτρεφε τόν προφήτη Ἡλία ὅταν ἔφευγε τήν ὀργή τῆς Ἰεζάβελ, καί πότισε τήν ξεραμένη γῆ μέ ἄφθονη βροχή καί ἄλλα πάμπολλα τερατούργησε θαύματα.
«Τί ἐποίησας;».  Λεπρούς καθάρισε.  Δαιμονιζομένους διέσωσε.  Παραλυτικό ἐπί κλίνης ἰάτρευσε.  Ἀσθενή μέ ἀσκίτη ὑγίανε.  Τριάντα ὀκτώ ἔτη ἀσθενή θεράπευσε.  Δεκαοκτώ χρόνια συγκύπτουσα γυναῖκα ἀνώρθωσε καί τοῦ Ἐκατόνταρχου τόν δοῦλο θεράπευσε.  Σέ κωφούς ἔδωσε τήν ἀκοή.  Σέ ἄλαλους τή λαλιά.  Σέ χωλούς νά περπατοῦν.  Σέ τυφλούς τήν ὅραση, σέ αἱμορροοῦσες τήν σωτηρία.  Τήν κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου ἀνέστησε.  Τόν υἱό τῆς χήρας ζωντανό στή μητέρα του παρέδωσε.  Τόν Λάζαρο ἀπό τήν Βηθανία νεκρό τεταρταῖο ἀπό τόν τάφο ἐξήγειρε . 
«Τί ἐποίησας;».  Ἐπιλήψει με γάρ χρόνος διηγούμενον.
Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά τά θαύματα καί τίς εὐεργεσίες πού ἔκανε στό ἀχάριστο καί σκληροτράχηλο γένος τοῦτο τό ἀνυπόφορο καί κολασμένο γένος ἐπιμένει προκλητικά, ἀδιάντροπα νά ἐρωτᾶ: «Τί ἐποίησας;».  Ρωτᾶτε καί γιά τή διδασκαλία του καί σᾶς ἀπαντᾶ.  Ἐγώ παρρησία ἐδίδαξα στή Συναγωγή, μέ ἄκουσε ὅλο τό πλῆθος τῶν Ἰουδαίων.  Τί ἄλλο θέλετε;  Ἦλθα εἰς τόν Κόσμον, «ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»[15]
Ἀπαντᾶ ἀφοπλιστικά ἀλλά μέ συμπόνια καί ἀγάπη.  Κι ὅμως οἱ στρατιῶτες, ὁ λαός, οἱ ἄρχοντες τόν ἐμπαίζουν, τόν χτυποῦν, τόν βλασφημοῦν.  Καί ὁ Ἰησοῦς δέν ἀφήνει ἀναπάντητο τό λαό: «Ἐάν ὡμίλησα κακῶς, λέγε τί κακό εἶπα.  Ἀλλ᾿ ἐάν ὡμίλησα καλῶς, γιατί μέ κτυπᾶς;»[16].
Φαίνεται πρός στιγμήν ὅτι ἡ καρδιά τοῦ Πιλάτου ἐπηρεασμένη καί ἀπό τό μήνυμα τῆς συζύγου του Κλαυδίας Πρόκλας ἵσως νά μαλάκωσε, συνάμα καί νά θορυβήθηκε μέ τήν ἀνεπανάληπτη συμπεριφορά τοῦ Ἰησοῦ καί παρακινοῦσε τούς Ἰουδαίους νά τόν ἐλευθερώσει.  «Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τόν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων»[17];  Θέλουμε νά πεθάνει.  Νά σταυρωθεῖ.  Καί γιατί;  Ρωτᾶ ὁ Πιλᾶτος!  Τί κακό ἔκανε; «Τί γάρ κακόν ἐποίησε;».  Τοῦ ἀπαντοῦν ἀπροκάλυπτα: Ἄν δέν ἦταν κακοποιός δέν θά τόν παραδίναμε σ᾿ ἐσένα.  Καί ἀντί νά ζητήσει στοιχειωδῶς διευκρινίσεις, ὁ Πιλάτος πού ἔγινε ἀνιαρός κι ἀνεπιθύμητος ἀκόμα καί ἀπό τούς ἀφέντες του, συστέλλεται, κομπιάζει καί ὁ θρασύδειλος ξεροκαταπίνει τήν ἀστήριχτη κατηγορία τῆς ἑβραϊκῆς κουστωδίας.  Μέ ψευδο-ἠλίθιο βλέμμα ἀτενίζει τίς χτικιασμένες περσόνες τῶν κατηγόρων του Κυρίου καί θαρρεῖ ὅτι τοῦ λένε: Δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό δικηγόρο.  Σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει.  Νά σταυρωθεῖ.  Δέν περνοῦν τά λόγια σου.  Πρέπει ὁπωσδήποτε νά σταυρωθεῖ.  Καί σάν ἀνδρείκελο ὁ Πιλάτος διέταξε τήν σταύρωσή Του
7.       Καί οἱ μισθοφόροι στρατιῶτες ἀρχίζουν τό διασκεδαστικό ἐξοντωτικό τους κτηνῶδες ἔργο.  Ἐπιδέξιοι στίς φραγγελώσεις ἱδρώνουν μαστιγώνοντάς Τον ἀνελέητα.  Τόν γυμνώνουν γιά νά τόν ἐμπαίξουν μέ τήν πορφύρα.  Ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, πετάξετε τώρα γιά νά σκεπάσετε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ.  Νεφέλη, πού Τόν ἐπεσκίασες μέ τόση δόξα στό Θαβώριο Ὄρος, κατέβα τώρα νά Τόν ντύσεις γιά νά μήν γίνει παίγνιο τῆς ἰουδαϊκῆς ἀναισχυντίας. 
Κοκκινίζει τό αἱμόφυρτο σῶμα του ἀπό τίς μαστιγώσεις, καί ἀτιμάζεται ἀπό τούς Ἑβραίους.  Πλέκουν ἀκάνθινο στέφανο γιά νά καρφώσουν τήν ἁγία κεφαλή του θλιμμένου Βασιλέως. 
Δέν ἔπρεπε νά διαπεράσουν στόν ἐγκέφαλο, νά κεντήσουν τά νεῦρα πού ἔχουν τόση τρυφερότητα.  Ἀλλά ἡ ἀγάπη σου Χριστέ τό ἐπέτρεψε γιά νά διορθώσεις τούς δικούς μας λογισμούς καί τίς ἁμαρτίες τῆς διανοίας μας.  Καί τό αἷμα σου τό πολύτιμο πού τρέχει ἀπό τήν πληγωμένη σου κεφαλή, νά καλύψει ὅλο σου τό πρόσωπο γιά νά μήν γνωρίσουν οἱ ἀχάριστοι ἀδίσταχτοι θεοκτόνοι, ποιόν ἐμπαίζουν, ποιόν βλασφημοῦν ὅταν μάλιστα θέλουν νά σέ ἐκθέσουν γιά περισσότερη δημόσια καταφρόνηση στό λαό. «Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω, φορῶν τόν ἀκάνθινον στέφανον καί τό πορφυροῦν ἱμάτιον»[18].  καί τούς λέει ὁ Πιλάτος, «Ἰδού ὁ ἄνθρωπος». 
Ὀ Ἰησοῦς:Ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ. 
Ὁ Πιλάτος: Ἰδού ὁ ἄνθρωπος. 
Ὁ Ἰησοῦς:  Ὅς ἠτιμάσθη καί οὐκ ἐλογίσθη.  Ὁ μετά ἀνόμων λογισθείς. 
Ὁ Πιλάτος: Ἰδού ὁ ἄνθρωπος. 
Ὁ Ἰησοῦς:  Οὐκ ἔχων εἶδος οὐδέ κάλλος.  Ὁ ἀνομίαν οὐ πεποιηκώς, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.  Ἀπό δέ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ παραδοθείς εἰς θάνατον.
Ἔτσι σκεφτόταν ὁ Πιλάτος, μέ τό θλιβερό τοῦτο θέαμα μήπως κινήσει τόν οἶκτο τῶν θηριωδῶν καρδιῶν τῶν Ἑβραίων πρός τόν Ἰησοῦν.  Ἀλλά αὐτοί ὡς ἄγριοι λύκοι στήν θέα τοῦ ἀκάκου ἀρνίου τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμη περισσότερο σκληρήνθηκαν καί φώναζαν τό Σταυρωθήτω.
Ἀφοῦ, μέ πολλά τεχνάσματα, μέ ἐρωτήματα καί ἀναβολές, μέ ἀδέξιες καί ἄτεχνες κινήσεις δέν ἔβαλε τέρμα στήν ὑπόθεση μέ ἕνα ὁριστικά ἀποφασιστικό ναί ἤ μ’ ἕνα ὄχι, ἐπέτρεψε ν’ ἀποθρασυνθεῖ ἐκεῖνος ὁ ἑβραϊκός κτηνώδης ὄχλος πού οὔρλιαζε: -Νά τόν σταυρώσεις, νά σταυρωθεῖ.  Καί ἡ σιωπή τοῦ Ἰησοῦ νά αὐξάνει τό κτηνῶδες οὐρλιαχτό τους αἴτημα: -Σταύρωσέ τον!  Μάταια ὁ Πιλάτος πλύθηκε μετά μπροστά στόν ὄχλο μέ ἐκεῖνο τό νερό γιά νά δηλώσει ὅτι δῆθεν εἶναι ἀθῶος ἀπό τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἀθώου.  Ἐκεῖνο τό νερό εἶναι ἑβραϊκό νερό, νερό θολό καί καταραμένο, νερό πού δέν ξεπλένει ἀλλά μολύνει.  Καί ἡ μορφή τοῦ Μεγάλου Σιωπηλοῦ πού σταυρώθηκε μέ τήν συναίνεσή του θά τόν ἀκολουθεῖ ἀλύπητα ὡς τή στερνή πνοή στήν ἐξορία του.
8.       Καί καθώς τόν πηγαίνουν γιά νά τόν σταυρώσουν στό Γολγοθᾶ, μαθαίνει ἡ Θεομήτωρ τή σκληρή ἀπόφαση καί τρέχει νά δεῖ τόν ἀγαπημένο της Υἱό γιά νά τοῦ δώσει τόν τελευταῖο ἀσπασμό.  Καί ὅταν τόν εἶδε σ᾿ αὐτή τή θλιβερή κατάσταση, ἀπόρησε:  Εἶναι τάχα αὐτός πού προφητεύθηκε ὀμορφότερος τῶν ἀνθρώπων;  Εἶναι τοῦτο τό πρόσωπο, στό ὁποῖο ἐπιθυμοῦν ἄγγελοι παρακῦψαι;  Πόσο ἄλλαξε.  «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου το κάλλος;». 
9.       Φτάνουν στό Γογλοθᾶ.  Ἐδῶ ἀνέβηκε ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δείξει πόση ἀγάπη ἔχει γιά μᾶς χύνοντας τό λυτρωτικό αἷμα του.  «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τίς τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ»[19].  Ἐδῶ Τόν σταυρώνουν.  Καί διαπερνῶνται μέ καρφιά τά ἅγια πόδια του, γιά νά μήν μετακινηθοῦν ἀπό τήν ὑπόσχεση τῆς ἀγάπης. 
Ἐδῶ ὑποφέροντας πεθαίνει ἡ Ἀγάπη γιά ν’ἀναστήσει τή μοιχαλίδα γενεά!  Καί καθώς σεκοντάρουν σχετικοί ἠχο-στίχοι:
« γιατί ένας Σταυρός υπήρχε
στην καρδιά του Χριστού μας
πριν φυτευτεί ένας άλλος
έξω απ’ την Ιερουσαλήμ!...

Κι ενώ τον ξύλινο σταυρό
τον έχουνε κατεβάσει,
ο Σταυρός στην καρδιά του Χριστού
παραμένει ακόμη
στη βάση !...
Για μας ματώνει και συμπάσχει! 

Είναι ο Σταυρός του πόνου,
συνάμα του θριάμβου
και των δυο μαζί
για αιώνια ζωή». 

«Καίει όλους ο Θεός γιατί μας τύλιξε γλυκά
στα δίχτυα ασύνορης αγάπης. 
Στη φθαρμένη μας καρδιά μεταγγίζει στοργικά αγάπης θεία, σταυρικά αίματα,
να της δώσουν καθαρό , αναστάσιμο, λυτρωτικό παλμό για να δοξάσει το Θεό.
10.  Ὅλα τά ὑποφέρει ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς γιά μᾶς.  Ἕνα δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει.  Τό ὅτι ἐκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ καί μεῖς δέν γνωρίζουμε τό ὕψος τῆς ἀγάπης του.  Δύο φορές λιποθύμισε στό Ἄσμα τῶν ἀσμάτων ἡ Νύμφη.  Τήν πρώτη φορά ζητᾶ γιά βοήθεια ἀρώματα καί ἄνθη «ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ» Εἶναι ἐρωτευμένη μέ τόν Νυμφίο της καί ζητᾶ ἐνίσχυση.  Τή δεύτερη φορά δέν ζητᾶ τίποτε ἄλλο γιατί δέν μποροῦσε τίποτε νά τήν στηρίξει, παρά νά μάθει μόνο ὁ Νυμφίος της πώς αὐτή λιποθύμησε ἀπό ἀγάπη γι αὐτόν.  «Εὕρητε τόν ἀδελφιδόν μου, ἀπαγγείλατε αὐτῷ, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι. 
Καί ἐπιτρέψτε μου νά καταλήξω πάλι μέ σχετικούς ἠχοστίχους:
«Τα χέρια μου απλώνω
νοιώθω άλλα δυο
ματωμένα Χέρια!..
Μου δίνουν λυτρωμό! 
Τρυφερά μ’ αγγίζει
η γλυκιά Της φωνή:
«Αδελφιδέ μου», σου δίνω πνοή!..
Οπότε:

«-Καρφώστε το υπερήφανο  ε γ ώ,  τώρα αδέρφια!  Πετάξτε τα μαχαίρια που καρφώνουν, τώρα αδέρφια!  Πετάξτε τη διχόνοια, τώρα φίλοι! 
Το Εσφαγμένο Αρνίο φέρνει ειρήνη!.. 
Τι θέλει ο Κάιν και κάθε αρνητής και προδότης ανάμεσά μας; 
Ας γίνει λιποτάκτης απ’ τα όνειρά μας!...
Να πληρωθεί με θείο Αίμα η καρδιά μας! 
Ν’ ανθίσει η γλυκιά Πασχαλιά μας!.. Τό εὔχομαι σέ ὅλους μας.



[1] Ἰωάννου 12.
[2] Ματθ.
[3] Ἰωάννου
[4] Θρῆνοι κεφ. 2, 11
[5] Γέν. γ’
[6] Ματθ. 26, 50
[7] Λουκ. 22,53
[8] Ἰωάν. 18, 8
[9] Λουκ. 22, 33
[10] Ἰωάν. 17, 1
[11] Ἡσαΐας 63, 3
[12] Λουκ. 22, 54
[13] Ἰωάν. 18, 35
[14] Ἔξ. 13, 21
[15] Ἰωάν. 18, 37
[16] Ἰωάν. 18, 23
[17] Ἰωάν. 18, 39
[18] Ἰωάν. 19, 5
[19] Ἰωάν. 15, 13

2 σχόλια:

  1. i Συγκλονιστκή η περιγραφή του πάθους του Κυρίου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε πολύ τον π. Λεωνίδα Αμοργιανό!
    Και για το προηγούμενο άρθρο του και γι' αυτό.
    Καλό Πάσχα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή