ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 5 Ἰουλίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ
ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
1. Θά σᾶς ἑρμηνεύσω σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τόν
9ο ψαλμό. Ὁ ψαλμός αὐτός, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα στήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ὁποία
χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας – τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), ὅπως τήν
λέμε – , εἶναι πολύ μεγάλος. Αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ Ἑβδομήκοντα τόν μικρό πρῶτα
9ο ψαλμό τόν ἕνωσαν μέ τόν 10ο καί τόν παρουσίασαν ὡς ἕνα ψαλμό. Ἔτσι ἀπό ᾽δῶ καί
πέρα τά δύο κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό καί τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´),
διαφέρουν στήν ἀρίθμηση τῶν ψαλμῶν κατά ἕνα ἀριθμό. Ὅμως τό σωστό εἶναι ὅπως τό
ἔχει ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), γιατί καί οἱ δύο ψαλμοί 9ος καί 10ος ἔχουν
τήν ἴδια ἐπιγραφή καί οἱ στίχοι τους εἶναι κατά τήν σειρά τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἀλφαβήτου,
συνέχεια ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο.
2. Ἐμεῖς γιά πρακτικό λόγο καί γιά τόν λόγο ὅτι οἱ
ψαλμοί, ἄν καί ἑνοποιημένοι ἐσωτερικά, ὅμως φαίνεται ὅτι ἔχουν διαφορετικό
περιεχόμενο, θά ἑρμηνεύσουμε σήμερα τό πρῶτο μέρος τοῦ ψαλμοῦ. Στό ἑπόμενο
κήρυγμά μας θά σᾶς ἑρμηνεύσω τό δεύτερο μέρος του, αὐτό πού παλαιότερα φερόταν ὡς
10ος ψαλμός, ὅπως καί φέρεται σήμερα στό Ἑβραϊκό κείμενο.
2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας, πού κατά τήν ἐπιγραφή εἶναι ὁ
Δαυίδ, φαίνεται ὅτι ἐπιστρέφει νικητής ἀπό πόλεμο ἐναντίον ἐχθροῦ, ἐχθροῦ ἰσχυροῦ
(στίχ. 7), ὁ ὁποῖος ἐταλαιπώρησε τό ἔθνος του (στίχ. 10.13.14). Καί ὅπως οἱ
βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ πρίν πορευθοῦν στήν μάχη προσεύχονταν στόν Ναό,
προσφέροντες θυσία γιά νά ἔχουν νικηφόρο ἀγώνα, ἔτσι καί τώρα ὁ Δαυίδ, μετά τήν
νικηφόρο ἔκβαση τῆς μάχης του, ἔρχεται στόν Ναό γιά νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά
τήν νίκη. Εἶναι ἀσφαλῶς χαρούμενος, γι᾽ αὐτό καί πάλλοντας ἀπό χαρά λέγει ἀπό
τήν ἀρχή: «Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ
καρδίᾳ μου, εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (στίχ. 2.3). Καί λέγει
στήν συνέχεια τήν αἰτία τῆς χαρᾶς του: «Ἐν
τῷ ἀποστραφῆναι τόν ἐχθρόν μου εἰς τά ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καί ἀπολοῦνται ἀπό
προσώπου σου» (στίχ. 4). Ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς τοῦ ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι ὁ ἐχθρός
ἐξαφανίστηκε, δέν ὑπάρχει πιά κίνδυνος ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ ἐχθρός ἦταν ἰσχυρός, εἶχε «ρομφαίας» καί «πόλεις», εἶχε «μνημόσυνον»,
εἶχε, δηλαδή, ὄνομα δυνατό, ἀλλά τελικά συντρίφθηκε· κατέπεσε μέ κρότο, «μετ᾽ ἤχου», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας
(στίχ. 7)· νικήθηκε «εἰς τέλος»
(στίχ. 7), δηλαδή παντελῶς.
3. Τήν ἧττα τοῦ ἐχθροῦ ὁ ποιητής μας ἀποδίδει στόν Θεό, «ἀπό προσώπου σου» Θεέ, λέγει (στίχ. 4).
Ἐάν, ὅπως λέγει ἄλλος ψαλμός, «οἱ ὀφθαλμοί
Κυρίου ἐπί δικαίους καί τά ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν» (33,16), ὅμως, ὅπως
λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας, «πρόσωπον Κυρίου ἐπί
ποιοῦντας κακά τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τό μνημόσυνον αὐτῶν» (33,17)!
Ἡ νίκη κατά τοῦ ἐχθροῦ δέν ἦταν μιά τυχαία ἔκβαση τῶν
πραγμάτων, μιά τυφλή φορά τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἦταν μιά ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ,
τοῦ δικαίου Κριτοῦ, ὁ Ὁποῖος «κρινεῖ τήν
οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαούς ἐν εὐθύτητι» (στίχ. 9). Σάν δίκαιος
Κριτής λοιπόν ὁ Θεός εἶδε τίς καταπατήσεις τοῦ δικαίου, πού ἔκανε ὁ ἐχθρός, καί
ἐπενέβηκε ἐναντίον αὐτοῦ καί ὑπέρ τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι ὁ βασιλεύς ποιητής μας τήν
νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ τήν ἀποδίδει στόν Θεό καί Τόν εὐχαριστεῖ γι᾽ αὐτό μέ
δοξολογία στόν Ναό.
Ἀφοῦ δέ ὁ Θεός εἶναι δίκαιος Κριτής καί δικαιώνει τούς
δικαίους, γι᾽ αὐτό, λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας, γίνεται «καταφυγή τῷ πένητι, βοηθός ἐν εὐκαιρίαις, ἐν θλίψεσιν» (στίχ. 10).
Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι καί οἱ θλιβόμενοι καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν καί ὁ Κύριος δέν
τούς ἐγκαταλείπει. Ἀλλά, γιά νά δώσει ὁ Θεός τήν βοήθειά Του στόν ἄνθρωπο, αὐτό
προϋποθέτει ὁ ἄνθρωπος νά τήν ζητήσει· γι᾽ Αὐτό καί λέγει ὁ ψαλμός μας στόν Θεό
ὅτι «οὐκ ἐγκατέλιπες τούς ἐκζητοῦντάς Σε,
Κύριε» (στίχ. 11).
4. Καί τώρα ὁ ψαλμός μας γίνεται παραινετικός. «Ἀπό τῆς προσευχῆς εἰς παραίνεσιν τρέπει τόν λόγον ὁ προφήτης», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ψαλμωδός τώρα ἀπευθύνεται σέ ὅλους
τούς Ἰσραηλῖτες καί τούς λέγει: «Ψάλατε τῷ
Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τά ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ»
(στίχ. 12). Ὅπως αὐτός ὁ ποιητής ψάλλει τώρα καί δοξολογεῖ τόν Θεό, θέλει καί ἄλλοι
μαζί του νά δοξολογήσουν τόν Θεό, «τόν
κατοικοῦντα ἐν Σιών», λέγει. Γιατί στήν Σιών; Τήν Σιών ἐξέλεξε ὁ Θεός εἰς
κατοικίαν Ἑαυτῷ καί ἀπό ἐκεῖ ἀποστέλλει τήν βοήθειά Του, ἀλλά καί διότι, ὅπως
λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καί
λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ» (2,3).
Ἀλλά γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες νά δοξολογήσουν τόν Θεό; Γιατί ὁ
Θεός ἀφοῦ ἐτιμώρησε μέ ἧττα τούς ἐχθρούς τους, γεγονός πού τώρα ἑορτάζουν, ἀπέδειξε
ὅτι εἶναι ὁ ἀνώτατος «γκωέλ» τους, εἶναι δηλαδή ὁ πλησιέστερος συγγενής τους.
Παλαιότερα, τό αἷμα ἑνός φονευθέντος τό ἐκδικεῖτο ὁ στενότερος συγγενής (Γεν.
4,10. 9,5. Δευτ. 19,6. Ἀριθμ. 35,12. Ἀποκ. 6,10). Καί ὁ Θεός λέγεται ἐδῶ ἀπό
τόν ποιητή τοῦ ψαλμοῦ ὅτι εἶναι ὁ ἐκδικητής καί ἐκζητητής κάθε αἵματος πού
χύθηκε ἀδίκως: «Ὁ ἐκζητῶν τά αἵματα αὐτῶν
ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων» (στίχ. 13). Ὁ Θεός λοιπόν ἀπεδείχθη
ὁ πιό στενός συγγενής τοῦ Ἰσραήλ, γιατί ἐκδικήθηκε τά αἵματα τοῦ λαοῦ Του, πού
χύθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς του σέ πολέμους ἐναντίον του. Μέ πολλή ὅμως θλίψη, ἀλλά
καί πολλή εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, θυμᾶται ὁ ποιητής ὅλα τά κακά πού ἔπαθε ἀπό τόν
ἐχθρό του, τά ὁποῖα ὀνομάζει μέ τήν λέξη «ταπείνωση»
(στίχ. 14), καί ἀπό τά ὁποῖα κακά τόν ἔσωσε ὁ Θεός (στίχ. 14).
5. Γιά τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους του, λέγει τελικά ὁ
βασιλεύς μας Δαυίδ, ὅτι ἔσκαψαν βαθύ λάκκο μέ λάσπη («διαφθορά») γιά νά θάψουν βέβαια ἐκεῖ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά βούλιαξαν αὐτοί
ἐκεῖ («ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ ᾗ ἐποίησαν»,
στίχ. 16α). Καί οἱ ἐχθροί πάλι τοῦ Ἰσραήλ ἔστησαν παγίδα ἐναντίον του, ἀλλά σ᾽
αὐτήν τήν παγίδα πιάστηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι («ἐν
παγίδι ταύτῃ ᾗ ἔκρυψαν συνελήφθη ὁ πούς αὐτῶν», στίχ. 16β).
Τέλος, ὁ ψαλμωδός μας, γιά τά ἔθνη, πού προξένησαν τόσα
κακά στό δικό του ἔθνος, πού εἶναι ἔθνη ἁμαρτωλά, ζῶντα μακρυά ἀπό τόν Θεό («τά ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ»), εὔχεται νά ἐπιστρέψουν στόν ἅδη («ἀποστραφήτωσαν εἰς τόν ᾅδην», στίχ. 18), σάν νά λέγει ὅτι
γεννήθηκαν ἀπό τόν ἅδη καί ἄς ἐπιστρέψουν λοιπόν στόν τόπο τῆς καταγωγῆς τους. Ὅπως
ὁ Ἀδάμ, πού πλάστηκε ἀπό τήν γῆ καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία του νά ἐπιστρέψει
στήν γῆ (Γεν. 3,19), ἔτσι καί τά ἀσεβῆ ἔθνη, τά γεννήματα τοῦ ἅδου («Σεώλ»), ἄς ἔχουν τόν ἅδη ὡς τελική τους
θέση. Κλείνει ὅμως τό πρῶτο αὐτό μέρος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ φωτισμένος ποιητής μας
μέ τήν εὐχή νά δώσει ὁ Θεός καί σ᾽ αὐτά τά ἔθνη νομοθέτην, γιά νά ἀποκτήσουν
καί αὐτά θεογνωσία: «Κατάστησον, Κύριε,
νομοθέτην ἐπ᾽ αὐτούς, γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν»
(στίχ. 21).
Την ευχη σας Σεβασμιωτατε.Σας ευχαριστουμε πολυ!!
ΑπάντησηΔιαγραφή