ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής των
Μυροφόρων.
Εν Πειραιεί τη 26η
Απριλίου 2015.
(6ον)
Συνεχίζοντες
τα ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις και μετά από όσα σημειώσαμε στην προηγούμενη
δημοσίευση, προχωρούμε στην ολοκλήρωση της ερμηνευτικής αναλύσεως της
αποστολικής περικοπής της Κυριακής των
Μυροφόρων.
«Επισκέψασθε
ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά,
πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους
καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης» (3).
Επισκέπτομαι θα πει εξετάζω με προσοχή, εξακριβώνω. Αφού μελετήσετε και
εξετάσετε προσεκτικά, διαλέξτε από ανάμεσά σας 7 άνδρες. Βλέπετε δεν λέγει ο
Πέτρος: εγώ εκλέγω αυτούς και αυτούς. Ούτε επίσης οι δώδεκα λέγουν, ότι εμείς
θα εκλέξουμε. Όχι. Εσείς θα εκλέξετε. Εδώ ο Πέτρος απλώς θέτει το θέμα και
δίδει την πορεία, την διαδικασία πραγματοποιήσεως της εκλογής. Πρώτον να είναι
«εξ
υμών», δεύτερον να είναι 7 και τρίτον να είναι μαρτυρούμενοι και
πλήρεις Πνεύματος αγίου. Τo «εξ υμών» μπορούμε να πούμε, ότι
αναφέρεται στους Ελληνιστές, διότι αυτοί ήταν που διαμαρτύρονταν, ότι
αδικούνται. Επίσης να είναι 7. Γιατί 7; Ίσως ολόκληρη η Εκκλησία των
Ιεροσολύμων να ήταν χωρισμένη σε 7 μικρότερες κοινότητες. Ίσως τόσοι
χρειάζονταν. Ίσως επειδή ο αριθμός 7 ήταν ένας ιερός αριθμός, όπως αυτό
φαίνεται στην αποκάλυψη του Ιωάννου. Επίσης οι 7 αυτοί θα έπρεπε να είναι «μαρτυρούμενοι»,
να έχουν καλή μαρτυρία, να είναι αδιάβλητοι, δίκαιοι, τίμιοι, εργατικοί, να
έχουν καλό όνομα. Δεν αρκεί απλώς να είναι πιστοί. Όλοι είναι πιστοί, αλλά εδώ
επί πλέον θα πρέπει αυτοί που θα εκλεγούν, να έχουν και προσόντα, ικανότητες,
χαρίσματα. Να διακρίνονται για την πνευματικότητά τους, ώστε να τους σέβονται και
να τους τιμούν όχι μόνον ο Ελληνιστές, αλλά και ντόπιοι Εβραίοι. «Ους
καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης». Και αφού θα τους εκλέξετε, λέγει ο
Πέτρος, εμείς στη συνέχεια θα τους χειροτονήσουμε, θα τους εγκαταστήσουμε σ’
αυτή την συγκεκριμένη διακονία, δηλαδή την διακονία των τραπεζών και τη φροντίδα για την διανομή των λοιπών υλικών
αγαθών.
«Ημείς δε τη
προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν» (4).
Δεν εγκαταλείπουμε τα τραπέζια από φυγοπονία, για να ξεφορτωθούμε ένα μπελά, να
απαλλαγούμε από φασαρίες και φωνές, αλλά διότι έχουμε να επιτελέσουμε ένα
υψηλότερο και σπουδαιότερο έργο. Και πιο είναι αυτό; Η «προσευχή και η διακονία του λόγου».
Εμείς οι απόστολοι «προσκαρτερήσομεν», θα αφοσιωθούμε με πολλή επιμονή και υπομονή
στα δύο αυτά μεγάλα και σπουδαιότατα έργα, στην προσευχή και στο κήρυγμα. Αν η
προσευχή είναι αναγκαία για τον κάθε πιστό, προκειμένου να καρποφορήσει
πνευματικά, πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τους αποστόλους, διότι αυτοί ως
ποιμένες και ηγέτες της Εκκλησίας οφείλουν να προσεύχονται, όχι μόνον για τους
εαυτούς των, αλλά και για όλο τον λαό του Θεού, για όλα τα μέλη της Εκκλησίας.
Προσευχή για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά, για τους ιδιαίτερους
πειρασμούς και δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κάθε μια ψυχή. Προσευχή για να
τους φωτίσει ο Θεός πως να κηρύξουν, αλλά προσευχή και για να φωτίσει ο Θεός
και εκείνους που θα ακούσουν, ώστε αυτά που θα ακούσουν να καρποφορήσουν. Το
κήρυγμα πρέπει να ξεκινά με την προσευχή και να καταλήγει στην προσευχή. Τότε
έχει δύναμη το κήρυγμα, όταν συνδυάζεται με την προσευχή.
«Και ήρεσεν ο
λόγος ενώπιον παντός του πλήθους και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως
και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και
Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον προσήλυτον Αντιοχέα»
(5).
Άρεσε σε όλους ο λόγος, η πρόταση των αποστόλων, διότι ήταν θεοφώτιστη πρόταση,
καρπός προσευχής, αλλά και διότι έδιδε αποτελεσματική και δίκαιη λύση στο
συγκεκριμένο πρόβλημα, ώστε να αναπαύονται οι πάντες. Στη συνέχεια ο Λουκάς
απαριθμεί τα ονόματα των 7. Από το σύνολο αυτών των προσώπων, φαίνεται ότι ο
Στέφανος είχε μια ξεχωριστή και διακεκριμένη θέση, αφ’ ενός μεν διότι ο Λουκάς
κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο τον χαρακτηρίζει ως «άνδρα πλήρη πίστεως και
Πνεύματος Αγίου» και αφ’ ετέρου,
διότι θα ασχοληθεί παρά κάτω με την δράση του, θα παραθέσει την απολογία του
και τέλος το μαρτύριό του. Επίσης από τους υπολοίπους αναφέρει την δράση του
Φιλίππου στη Σαμάρεια. Για την δράση των υπολοίπων δεν γνωρίζουμε τίποτε
απολύτως. Μόνο για τον Νικόλαο γνωρίζουμε κάποιες αστήρικτες και ανακριβείς
πληροφορίες από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, που δημιούργησαν μια κακή
παράδοση για το πρόσωπό του, ότι δήθεν ο Νικόλαος κατάντησε αιρετικός και
αρχηγός της αιρέσεως των Νικολαϊτών. Επειδή στην αποκάλυψη ο Ιωάννης μιλάει γι’
αυτή την βρωμερή και απαίσια αίρεση των Νικολαϊτών, που δίδασκαν και έκαναν
φοβερά πράγματα, όργια οργίων, βγάζουν το συμπέρασμα, ότι όλοι αυτοί είναι
οπαδοί του Νικολάου. Αυτό όμως το συμπέρασμα είναι αναληθές, διότι ο
ευαγγελιστής καθόλου δεν τους συνδέει με τον διάκονο Νικόλαο.
«Ους έστησαν
ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας»
(6). Τους εξέλεξε μεν το πλήθος, αλλά δεν είχε την εξουσία να τους χειροτονήσει
στην ειδική αυτή αυτή διακονία. Την εξουσία αυτή είχαν μόνο οι απόστολοι. Αυτοί
και μόνον έλαβαν από τον Κύριο την εξουσία του δεσμείν και λύειν, την εξουσία
να μεταδίδουν την ειδική Χάρη της ιερωσύνης, αλλά και την ειδική Χάρη της
οποιασδήποτε άλλης εκκλησιαστικής διακονίας. Οι απόστολοι αφού προσευχήθηκαν,
έβαλαν επάνω τους τα χέρια τους. Από αυτήν δε την επίθεση των χειρών προήλθε
και η λέξη χειροτονία. Βέβαια τι ακολουθία έγινε, ποιές προσευχές απήγγειλαν, η
ποιούς ψαλμούς, δεν γνωρίζομε. Βέβαια η όλη αυτή ακολουθία δεν σημαίνει το
μυστήριο της χειροτονίας στο βαθμό του διακόνου, όπως ίσως να νομίζομε. Η λέξη
διάκονος την εποχή εκείνη εσήμαινε και τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης. Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξεκαθαρίζει σαφέστατα, ότι οι 7 αυτοί αποτελούν μια
ειδική τάξη διακόνων των τραπεζών και όχι διακόνων της Θείας Λειτουργίας, η των
ακουλουθιών. Οι 7 αυτοί ξεκίνησαν από την κοινωνική αυτή διακονία και στη συνέχεια ο Θεός θέλησε να τους
ανυψώσει και να τους καταστήσει μια δεύτερη τάξη αποστόλων, προκειμένου να
ασκήσουν έργο ιεραποστολικό.
«Και ο λόγος
του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε όχλος των Ιουδαίων υπήκουον τη πίστει»
(7). Ο στίχος αυτός είναι ένα ορόσημο, που τον χρησιμοποιεί πολλές φορές ο
Λουκάς, (αυτόν, η παρόμοιο), κάθε φορά που τελειώνει ένα θέμα και πηγαίνει σ’
άλλο. Το κήρυγμα του λόγου του Θεού αυξανόταν και προώδευε τώρα περισσότερο,
αφού εκτός από τους 12 προστέθηκαν και οι 7. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνει και
ο αριθμός των μαθητών, των μελών της Εκκλησίας κα μάλιστα «σφόδρα» σε
υπερβολικά μεγάλο βαθμό, με επίκεντρο την Ιερουσαλήμ. Οι απόστολοι, ελεύθεροι
πλέον από κάθε άλλη κοινωνική απασχόληση, είχαν περισσότερο διαθέσιμο χρόνο για
το κήρυγμα. Αλλά και οι 7 εκήρυτταν με πολύ ζήλο. Μεταξύ δε όλων αυτών που
επίστευαν και εγίνοντο μέλη της Εκκλησίας, δεν ήταν μόνον λαϊκοί, αλλά πολλοί
από αυτούς προέρχονταν από την τάξη των ιερέων, ανήκαν δηλαδή στην πνευματική
ηγεσία του Ιουδαϊσμού. Και όλη αυτή η αθρόα προσέλευση γινόταν μέσα στην πόλη
της Ιερουσαλήμ. Εκεί δηλαδή όπου εσφάγη ο Χριστός, εκεί αυξανόταν ο αριθμός των
μαθητών, η Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου