17 Αυγ 2014

Ὁ ὁσιομάρτυς Δημήτριος ἐκ Σαμαρίνης (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Ὁ ὁσιομάρτυς Δημήτριος ἐκ Σαμαρίνης
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, κοντὰ στοὺς ἄλλους ἁγίους ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας, ἑορτάζει καὶ ἕνας νεομάρτυς, ὁ ὁσιομάρτυς Δημήτριος, ὁ ὁποῖος –κατὰ τὸν βιογράφο του Πουκεβίλλ, πρόξενο τῆς Γαλλίας στὰ Ἰωάννινα καὶ αὐτόπτη μάρτυρα– ἦταν μοναχὸς τοῦ τάγματος τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ μαρτύρησε ἐκεῖ στὶς 18 Αὐγούστου τοῦ 1808. Ὁ ἅγιος αὐτὸς δηλαδὴ ἔζησε τὰ νεώτερα χρόνια, ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ποὺ λένε κάποιοι εἰρωνικά· ἔζησε καὶ μαρτύρησε δεκατρία χρόνια πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα ὡραῖο χωριὸ τῆς Πίνδου, τὴν Σαμαρίνα. Στὰ μέρη αὐτά, τῆς Σαμαρίνας, ἔχει γραφῆ κάποια ἱστορία. Γι᾽ αὐτό, προτοῦ νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὰ μέρη αὐτά. Στὴν Σαμαρίνα κατὰ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40 τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ γενναῖες γυναῖκες τῶν χωριῶν σήκωσαν στὶς πλάτες τους τὰ πυρομαχικὰ γιὰ τὴ μάχη τῆς Πίνδου. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἡ περιοχὴ ἔχει ἱστορία. Ἂν κανεὶς ἔκανε τότε στρατιώτης στὴν Ἀλβανία, θὰ τὸ θυμᾶται.

Ἐκεῖ στὴ Σαμαρίνα ἡ Παναγιὰ σταμάτησε τὶς φάλαγγες τῶν Ἰταλῶν ποὺ κατέβαιναν σὰν ποτάμι πρὸς τὰ κάτω. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Δαβάκης. Κοντὰ σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγιᾶς, ἐκεῖ δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη καὶ ἡ Παναγιὰ σταμάτησε τοὺς ἐχθρούς, τοὺς ἔσπρωξε πρὸς τὰ πέρα, γιατὶ ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἡ παλληκαρωσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία μας, ἀλλὰ τὸ χέρι τῆς Παναγιᾶς τοὺς σταμάτησε ἐκεῖ· τὸ πιστεύουμε, γι᾽ αὐτὸ ψάλλουμε «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Ἐκεῖ λοιπὸν στὴ Σαμαρίνα, στὸ ὡραῖο αὐτὸ χωριὸ πού ᾽νε ἑφτακόσα - ὀχτακόσα μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦν ἁπλοϊκοὶ βοσκοί, ἀθῷοι ἄνθρωποι, ἐκεῖ ἔζησε ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ νεομάρτυς. Τσοπᾶνος, βοσκὸς ἦταν. Αὐτοὶ οἱ βοσκοὶ – ὄχι ἐπίσκοποι, ὄχι καθηγηταί, ὄχι θεολόγοι, ὄχι σωματεῖα–, αὐτοὶ κρατοῦν τὴ θρησκεία, αὐτοὶ εἶνε οἱ στυλοβάτες τοῦ ἔθνους. Βοσκὸς ὁ νεομάρτυς Δημήτριος. Γράμματα δὲν ἤξερε.
Ἀλλὰ εἶχε μιὰ ἀγάπη στὴν Παναγιά! Δὲν ἦταν σὰν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ποὺ βλαστημοῦν τὰ θεῖα. Κατάλαβες; μιὰ ἐπίγεια βασίλισσα δὲν τολμοῦν νὰ τὴ βλαστημήσουν, γιατὶ ὅποιος πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸν ἐπίγειο ἄρχοντα, ἔχει ὀχτὼ μῆνες φυλακή, ἀλλὰ ὅποιος βλαστημάει τὴν Παναγιὰ δὲν τιμωρεῖται. Μεγάλη λοιπὸν ἡ βασίλισσα τῆς γῆς, μικρὰ ἡ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν! μεγάλη ἡ βασίλισσα, μικρὰ ἡ Παναγιά! Μ᾽ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν ἐννοῶ νὰ ὑβρίζουμε τοὺς ἐπιγείους ἄρχοντές μας, ἀλλὰ λέω, τί εἶνε μιὰ βασίλισσα τῆς γῆς μπροστὰ στὴν Παναγία, τὴ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν; Καὶ ὅμως τὴν ὑβρίζουμε· τὴ βρίζουμε μέρα - νύχτα, πρωὶ μεσημέρι βράδυ. Κ᾽ ἔπειτα περιμένουμε βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγιά; ποὺ μόνο τὸ δαχτυλάκι της νὰ κουνήσῃ ἡ Παναγιά, μόνο τὸ δαχτυλάκι της νὰ κάνῃ ἔτσι ἡ Παναγιά, μᾶς ἔκανε ὅλους κάρβουνο. Ἀλλὰ εἶνε μεγάλη ἡ χάρι της καὶ ἡ εὐσπλαχνία της.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος λοιπὸν εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὴν Παναγία. Εἶχε διαρκῶς στὸν κόρφο του μιὰ εἰκόνα της, ποὺ τὴν εἶχε ζωγραφίσει ἕνας καλόγερος καὶ τοῦ τὴν εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὴν εἶχε πάντα μαζί του μέρα - νύχτα. Ὅπου βρισκόταν τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἔλεγε. Ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Ἔλεγε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ τὸ «Θεοτόκε Παρθένε…». Πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, κ᾽ ἔκανε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ κλαῖνε. Ἔκανε θαύματα μὲ τὴν εἰκόνα αὐτή· ἔμπαινε σὲ σπίτια ἀρρώστων σὰν γιατρὸς καὶ θεράπευε ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μιὰ μέρα τὸ ἔμαθε ὁ Ἀλῆ πασᾶς στὰ Γιάννενα, ὅτι κάποιος καλόγερος τσοπᾶνος γυρίζει τὰ χωριὰ καὶ ἔχει στὸν κόλπο του τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Διέταξε, τὸν ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν ἔφεραν μπροστά του γιὰ ἀνάκρισι μὲ τὰ χέρια δεμένα. –Πῶς λέγεσαι; –Δημήτριος. –Τί κάνεις; –Βοσκός. –Κηρύττεις τὴ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; –Ὁ Θεός μου βασιλεύει ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. –Τι ἔχεις ἐκεῖ στὸ στῆθος σου; –Τὴν σεβαστὴ εἰκόνα τῆς ἁγίας μητρὸς τοῦ Κυρίου μου. –Θέλω νὰ τὴ δῶ, δός μου την. –Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀτιμασθῇ· δῶσε διαταγὴ νὰ μοῦ λύσουν τὸ ἕνα χέρι καὶ θὰ σοῦ τὴ δείξω. –Ἔτσι ταράζεις τὰ πνεύματα; εἴμαστε λοιπὸν ἐμεῖς βέβηλοι;
Ὀνομάτισε ποιοί εἶνε οἱ συνωμότες σου. –Οἱ συνωμότες μου εἶνε ἡ συνείδησί μου καὶ τὸ καθῆκον. –Ἄπιστε!… –Ἡ ὀνομασία αὐτὴ εἶνε γιὰ μένα τιμή. –Φέρεις τὴν εἰκόνα τῆς παρθένου, ποὺ πάνω της λένε ὅτι ὑπάρχουν μεγάλα θέλγητρα; –Πὲς θαύματα. Ἡ μητέρα τοῦ σωτῆρος μου εἶνε ὁ μεσίτης μας στὸν ἀθάνατο Υἱό της καὶ Θεό. Τὰ θαύματά της εἶνε καθημερινὰ σ᾽ ἐμᾶς καὶ τὴν ἐπικαλούμεθα κάθε μέρα. –Νὰ δοῦμε λοιπὸν τώρα ἂν θὰ σὲ ὑπερασπισθῇ. Δήμιοι, βασανίστε τον…
Καὶ ἄρχισε τὸ μαρτύριό του. Τὸν φέρνουν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κι αὐτὸς τὸν φτύνει στὸ πρόσωπο. Τοῦ ἀποσποῦν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τοῦ ἐμπήγουν μυτερὲς σφῆνες στὰ νύχια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν καί, ἐνῷ τοῦ τρυποῦσαν τοὺς βραχίονες, ἀπ᾽ τὸ στόμα του ἀκούγονταν τὰ λόγια· «Κύριε, σπλαχνίσου τὸν δοῦλο σου. Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, προσεύχου ὑπὲρ ἡμῶν». Σφίγγουν δυνατὰ τὸ μέτωπό του μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ μικρὰ ὀστᾶ, τόσο ποὺ οἱ δήμιοι κουράζονται. Τὸν κρεμοῦν μὲ τὸ κεφάλι κάτω πάνω ἀπὸ φωτιὰ ποὺ τοῦ ψήνει τὸ κρανίο. Ἀναποδογυρίζουν ἐπάνω του ἕνα τραπέζι, ἀνεβαίνουν πάνω καὶ χορεύουν γιὰ νὰ συντρίψουν τὰ ὀστᾶ του. Κι ἀφοῦ νίκησε καὶ τὶς σφῆνες καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ πηδήματα, τὸν περίμενε ἄλλο βασανιστήριο, ἕνα σπάνιο μαρτύριο. Γιά ἀκοῦστε. Διέταξε ὁ Ἀλῆ πασᾶς νὰ τὸν χτίσουν! Τὸν ἔχτισαν μέσα στὸν τοῖχο μέχρι τὸ λαιμό, ἀφήνοντας ἔξω ἐλεύθερο μόνο τὸ κεφάλι του, καὶ τὸν ἔτρεφαν γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ταλαιπωρία του. Κάθε μέρα τοῦ ἔλεγαν· –Ἀρνήσου τὸ Χριστό. – Ὄχι ὄχι ὄχι! Ἔζησε ἔτσι δέκα μέρες ἀναπνέοντας δύσκολα καὶ ἀσθμαίνοντας, καὶ τὴν δεκάτη ἡμέρα ἐξέπνευσε ἐπικαλούμενος ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ τελευταῖες του λέξεις ἦταν τὸ ψαλμικὸ «Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε»(Ψαλμ. 114,7) (ἀπὸ τὸ ἔργο «Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων», ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 19963, σ. 728-30, μὲ τὰ ἀκριβῆ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ F.C.H.L. Pouqueville «Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἤτοι ἡ ἀναγέννησις τῆς Ἑλλάδος», μεταφρασθεῖσα ὑπὸ Ξενοφῶντος Δ. Ζυγούρα, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1890). Ζοῦσαν μέχρι πρὸ ἐτῶν τσελιγκάδες ποὺ τὸ θυμοῦνταν αὐτό.
Σὲ τέτοια χώματα, ἀδέρφια μου, ἐγράφη ἡ ἱστορία μας. Δὲν ξέρω τί γράφει ἡ ἱστορία τοῦ ἄλλου κόσμου. Δὲν εἶμαι προφήτης γιὰ νὰ ξέρω τὸ μέλλον. Εἶμαι ἀνάξιος νὰ σᾶς κηρύττω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ εἶχα φτεροῦγες νὰ πετάξω καὶ νὰ φύγω –καὶ θὰ τὸ κάνω σύντομα–, νὰ βρῶ μιὰ σπηλιά, νὰ μείνω μέσα νὰ κλαίω τ᾽ ἁμαρτήματά μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σας. Ἀλλὰ σᾶς λέω· θὰ ἔρθουν χρόνια δύσκολα, ἀδελφοί. Τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», σημεῖα ἐν οὐρανῷ καὶ «σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις»(Ματθ. 16,3· 24,30 ·Λουκ. 21,25), ἔρχονται. Ἀδελφοί, μὴ σᾶς ἀπατοῦν οἱ ψευδοπροφῆτες· ἔρχονται τὰ μεγάλα σημεῖα. Σείεται ὁ κόσμος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ μέλλον εἶνε ἄγνωστο, ἐσφραγισμένο βιβλίο. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη οἱ Ἕλληνες ἀρνηθοῦν τὶς παραδόσεις τους, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάζουν.
Δυὸ λέξεις ἀκόμη. Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὸ τὸ φτωχαδάκι ποὺ πέθανε χτιστό, ποὺ ἔκανε καὶ Τούρκους ἀκόμη νὰ πιστέψουν, θὰ μοῦ πῆτε, ποῦ βρῆκε αὐτὴ τὴ δύναμι; Τὴ δύναμι αὐτὴ τὴ βρῆκε, γιατὶ ἦταν μαθητὴς – τίνος; Τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Γιατὶ πέρασε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα, καὶ ἔβαλε σταυρό. «Τὸ κορμί σας», ἔλεγε, «ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλει, δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ ἐπάνω σας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε»(ἡμ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σ. 180). Μετά, ἀφοῦ εἶπε τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε, κοίταξε τὰ ψηλὰ βουνά, τὶς μεγάλες κορυφές, καὶ εἶπε μιὰ προφητεία ποὺ βγῆκε ἀληθινὴ στὶς ἡμέρες μας· «Εὐλογημένα βουνά, πόσες ψυχὲς θέλετε σώσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ»(ἔ.ἀ. σ. 14), ἐσεῖς θὰ σώσετε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ πράγματι, μέχρι ἐκεῖ σταμάτησαν τὸ ᾽40 τὰ «κοκορόφτερα», οἱ Ἰταλοὶ ποὺ ἐπάνω στὰ στρατιωτικὰ καπέλλα τους εἶχαν στολίδια ἀπὸ φτερά.
Τέτοιας γενιᾶς εἴμαστε ἀπόγονοι. Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάνταςτοὺς αἰῶνας· ἀμήν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου