21 Μαρ 2014

Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν.Τὸ βραβεῖο τῆς ἐγκρατείας. (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Τὸ βραβεῖο τῆς ἐγκρατείας.
«Χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν1β΄)
       Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, μοιάζει μὲ ἀνθοδέσμη. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ φτειά­χνει μιὰ ἀνθοδέσμη διαλέγει λουλούδια, τὰ δένει μὲ μιὰ κλωστὴ καὶ τὰ προσφέρει, ἔτσι καὶ ὁ ἀνώνυμος ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου διαλέγει ἄνθη ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λιβάδια, τῆς ἁ­γίας Γραφῆς, τῆς φύσεως καὶ τῆς ἱστορίας, ἄν­θη ποιητικά, εἰκόνες καὶ παραδείγματα. Ἀπὸ αὐτὰ πλέκει τὸν ὕμνο του καὶ τὸν προσφέρει στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Μετρῶ τὰ ἄνθη τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἀνθοδέσμης καὶ τὰ βρίσκω 144. Κάθε «Χαῖρε» εἶνε κ᾿ ἕνα ἄνθος.

Δῶστε μου γιὰ λίγο τὴν ὑπομονή σας, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ «Χαῖρε» ποὺ ἀ­κούσαμε. Εἶνε τὸ «Χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγ­κρατείας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν1β΄).
    «Χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας». Τί σημαίνει στέφος; τὸ καταλαβαίνουμε; Ὅπως πᾶ­με, γιὰ νὰ μάθουμε τὰ ἑλληνικά, θὰ πηγαίνου­με ἔξω. Μὲ πῆρε ἕνας ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη καὶ μοῦ λέει· –Ἔχω χαρά· στὴν Ἑλλάδα πῆγα γυμνάσιο – λύκειο, ἑλληνικὰ δὲν ἔμαθα· τώρα ἐ­δῶ πάω σ᾿ ἕνα σχολεῖο ποὺ διδάσκονται ἀρχαῖα ἑλληνικά… Ποῦ καταντήσαμε, τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος νὰ μὴ γνωρίζουν τὴ γλῶσσα τους!
Τὸ στέφος, λοιπόν, εἶνε λέξις τῆς ὡραίας ἑλ­ληνικῆς γλώσσης ποὺ σημαίνει «στεφάνι». Τὸ δὲ στεφάνι μᾶς ὑπενθυμίζει τοὺς ἀρχαίους ἀ­θλητάς. Πολλοὶ ἦταν οἱ ἀγῶνες στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σπουδαιότεροι ἦταν οἱ Ὀλυμπιακοί, στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας. Ἐκεῖ συνέρρεαν ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀθληταὶ καὶ τὸ Πανελλήνιο παρακολουθοῦσε ἐπὶ ἡμέρες τὰ ἀγωνίσμα­τα. Καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀγώνων σταματοῦσαν οἱ πόλεμοι· εἶχαν ἐκεχειρία, εἰρήνη.
Στοὺς ὀλυμπιονῖκες ἐδίδοντο μεγάλες τιμές. Ἐθεωροῦντο ἥρωες. Οἱ πόλεις, ἀπ᾿ τὶς ὁ­ποῖες κατήγοντο, γκρέμιζαν πρὸς χάριν τους τὰ τείχη. Τί νόημα εἶχε αὐτό; Μιὰ πόλις ποὺ ἔ­χει τέτοια παλληκάρια, ἔλεγαν, δὲν χρειάζεται τείχη· κάστρο της εἶνε ἡ ἀνδρεία τους. Καὶ ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, ὅτι πράγματι ὀχυρά, ποὺ ἐθεωροῦντο ἀπόρθητα, ἔπεσαν, διότι αὐ­τοὶ ποὺ τὰ φύλαγαν δὲν εἶχαν ψυχή. Παράδει­γμα ἡ γραμμὴ Μαζινό. Ἀδύνατον νὰ περάσῃ ἡ Γερμανία! ἔλεγαν οἱ Γάλλοι. Καὶ ὅμως ἡ γραμ­μὴ ἔπεσε. Γιατὶ οἱ Γάλλοι εἶχαν τὴ νοοτροπία τοῦ «πουρκουά;», ποὺ σημαίνει «γιατί νὰ πολεμήσουμε;». Ἀντιθέτως τὸ Μεσολόγγι –ποὺ ἡ ἐπέτειός του ἑορτάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων– τί ἦταν; Ἕνας ταπεινὸς φράχτης. Κι ὅμως ἐπάνω σ᾿ αὐτὸν ἔσπασαν τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν ἐχθρῶν τοῦ γένους. Γιατί; Διότι εἶχε γενναίους ὑπερασπιστάς.
Τιμὴ λοιπὸν στοὺς ὀλυμπιονῖκες. Καὶ βραβεῖο! Τί βραβεῖο τοὺς ἔδιναν; χρήματα, χρυ­σᾶ κύπελλα; διαμάντια;… Ὅλο τὸ βραβεῖο τους ἦταν ἕνα στεφάνι ἀπὸ φύλλα δάφνης ἢ ἐλιᾶς. Τί μεγαλεῖο! Σήμερα οἱ ἀθληταί, ἰδίως οἱ ποδοσφαιρισταί, πωλοῦνται καὶ ἀγοράζον­­ται μὲ ἑκατομμύρια. Γενεὰ μπίζνες…
«Χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας». Ἀλλ᾿ ἐ­­κτὸς τῶν ἀγώνων αὐτῶν ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἀγώνας ἀσυγκρίτως ἀνώτερος. Εἶνε αὐτὸς στὸν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία· ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ σατανᾶ, τοῦ κόσμου, καὶ τῶν πα­θῶν μας. Γιά προσπάθησε ν᾿ ἀντιταχθῇς, ν᾿ ἀν­­­τισταθῇς, νὰ ἐλέγξῃς τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ δῇς πόσο δύσκολη εἶνε ἡ χαλιναγώγησις τῶν κατωτέρων ὁρμῶν, ὁ ἀγώνας τῆς ἀρετῆς κατὰ τῆς κακίας, καὶ ἰδίως τῆς ἀκρασίας, τῆς ἀσελγείας καὶ ἀκολασίας. Σωστὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅτι ἡ ἀνώτερη νίκη εἶνε νὰ νικᾷς τὸν ἑαυτό σου, τὰ πάθη σου. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος λόγου χά­ριν, ποὺ νίκησε ὅλο τὸν κόσμο, νικήθη­κε ἀπὸ ἕνα πάθος, τὸ κρασί· μέθυσε καὶ διέπραξε φό­νο· ἄλλοι νικῶνται ἀπὸ κάποιο ἄλλο πάθος.
Στὸν ἀγῶνα τῆς ἐγκρατείας, ποὺ εἶνε ὑψηλότερος καὶ ἁγιώτερος, διέπρεψε μιὰ γυναίκα, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Πῆρε ἄριστα. Διότι ἐδῶ νικοῦν καὶ γυναῖκες. Νίκησε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου τῆς λέει· Ἐπειδὴ νίκησες, Παναγία, στὸν ἀγῶνα τῆς ἐγκρατείας καὶ ἔμεινες ἄφθαρτη, «χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀ­φθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας» (Ν1). Ἀπὸ τὴ νεότητά της μέχρι τὴν κοίμησί της ἡ Παναγία μας ἔμεινε ἄθικτη καὶ ἀμόλυν­τη. Τῆς ἁρμόζει τὸ στεφάνι τῆς ἐγκρατείας.
Μέχρι ἐδῶ καλά. Περισσότερο δὲν θὰ ἤθελα νὰ προχωρήσω, διότι τότε πρέπει νὰ σᾶς ἐ­λέγξω. Γιατὶ τί βλέπω; Ἐπάνω στὰ κεφάλια σας οἱ περισσότεροι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, βά­λατε στεφάνι τὴν ὥρα τοῦ γάμου. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ στεφάνι; – ὅλα στὴν Ἐκκλησία μας ἔχουν σημασία. Βάζει ὁ ἱερεὺς στεφάνι στὸ κεφάλι τοῦ γαμπροῦ καὶ τῆς νύφης, σὰ νὰ τοὺς λέῃ· Σὲ συγχαίρω, παιδί μου, καὶ σὲ συγχαίρω, κόρη μου, διότι μέχρι στιγμῆς εἶστε παρθένοι, ἄθικτοι, καὶ ἔτσι ἔρχεστε στὸ γάμο· μπράβο σας! Αὐτὸ λέει ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἐρωτῶ· Τὸ στεφάνι εἶνε τὸ βραβεῖο τῆς παρθενίας, «τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας»· σὲ πόσα κεφάλια ἀξίζει νὰ τεθῇ;… Ν᾿ ἀπαντήσω; Θὰ γίνω δυσάρεστος. Ἄχ, Θεέ μου, σὲ ποιά ἐποχὴ ζοῦμε; Ἄχ Πόντε, Μικρὰ Ἀσία, Μακεδονία, εὐλογημένοι πρόγονοι! Τότε ἅρμοζαν στὰ κεφάλια τῶν ἀνδρογύνων τὰ στεφάνια· παρθένα ἡ κόρη, παρθένος ὁ νέος, καθαροὶ σὰν τὸ κρύσταλλο δημιουργοῦ­σαν γάμο ἰδεώδη. Διότι βάσις, ὅρος, προϋπόθεσις στερεοῦ γάμου εἶνε ἡ παρθενία. Ἐ­ὰν σήμερα τὸ διαζύγιο χωρίζῃ τὰ ἀντρόγυνα, στὸ βάθος, λένε οἱ ψυχολόγοι, ξέρετε τί εἶνε; μιὰ πίκρα· –Ἄχ μὲ γέλασες, δὲν εἶσαι παρθένος, ἀλλοῦ ἔδωσες τὸν ἑαυτό σου… Καὶ ἂς ἰ­σχυρίζωνται, ὅτι ἡ παρθενία εἶνε ἕνα τίποτα. Στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ὁ ἄντρας ἔχει παρά­πονο, ὅτι ἡ κόρη ἔδωσε ἀλλοῦ τὰ τριαντάφυλ­λα τῆς παρθενίας της· καὶ πάλι ἡ κόρη ἔχει παράπονο, ὅτι ὁ ἄντρας ἔδωσε ἀλλοῦ τὰ μύρα τῆς τιμῆς του. Κ᾿ ἐγώ, ποὺ ἐξέτασα πολλὲς αἰτήσεις διαζυγίων, βλέπω στὸ βάθος τὴν αἰτία· λένε λένε λένε, καὶ στὸ τέλος· –Δὲν τὴ βρῆκα καὶ ἐν τάξει!… Μοῦ λένε διάφορες ἱστο­ρίες. Δὲ μὲ πείθεις, τοῦ λέω, μικροπράγματα εἶν᾿ αὐτά. Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς πιέσω, βγαίνει, νάτο· –Ἄ, δὲν τὴ βρῆκα καὶ ἐν τάξει!…
Τιμᾶται σήμερα ἡ παρθενία; Καὶ στὴ μητρό­πολί μου δυστυχῶς βρῆκα τὸ σατανικὸ ἔθιμο, μόλις ἀρραβωνιαστοῦν ὁ νέος καὶ ἡ νέα, οἱ ἴ­διοι οἱ γονεῖς νὰ τοὺς σπρώχνουν, προτοῦ νὰ δεχθοῦν τὶς εὐλογίες τῆς Ἐκκλησίας, νὰ σμίγουν καὶ νὰ ζοῦν σὰν ἀντρόγυνο. Τὸ ἀποτέλε­σμα; Ἐμένα ρωτᾶτε; Μιὰ κοπέλλα ἦρθε κλαί­γοντας, γιατὶ ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τὴν ἄφησε ἔγκυο, πέταξε στὴν Αὐστραλία, κι αὐτὴ ἤθελε ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Τὸ δὲ ἱερὸ μυστήριο τῆς στέψεως καταντᾷ κωμῳδία. Ἔγκυες ἔρχον­ται νὰ πάρουν τὴν ἄδεια γάμου. Μοῦ ᾿λεγε ἕ­νας ἱερεύς, ὅτι τὴν ὥρα τοῦ γάμου λιποθυμοῦν λόγῳ ἐγκυμοσύνης, πέφτουν κάτω μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία. Ἕνας δεσπότης ἅγιος, ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, σ᾿ αὐτοὺς δὲν ἐπέτρεπε τέτοια στεφάνια. Τὰ στεφάνια, ἔλεγε, ἁρμό­ζουν σὲ παρθένους καὶ ἐγκρατεῖς.
«Χαῖρε», Παναγία, ποὺ εἶσαι «τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας». Χαίρετε κ᾿ ἐσεῖς, νέοι καὶ νέ­ες, ποὺ ἀκολουθεῖτε τὸν σπάνιο δρόμο τῆς παρθενίας. Δὲν θὰ ξεχάσω, ποὺ μέσα στὴν Κο­ζάνη εἶδα 200 – 300 ἀντάρτισσες –δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα–, ποὺ κατέβηκαν ἀπ᾿ τὸ βουνό, ἔ­καναν παρέλασι καὶ φώναζαν· «Κάτω ἡ παρθενία!». Ὦ Θεέ μου, λέω, αὐτὸ δὲν τὸ περίμενα ποτέ. Ἐμπαίζεται ἡ παρθενία. Μιὰ ἔρευνα στὰ γυμνάσια μεγάλης πόλεως ἔδειξε, ὅτι ἀπὸ τὰ ἑκατὸ κορίτσια γυμνασίου καὶ λυκείου τὰ ἐνενήντα βρέθηκαν κατεστραμμένα. Δὲν κατηγορῶ τὰ παιδιά· τί φταῖνε; Παρασύρονται ἀπὸ τὴ διεφθαρμένη τηλεόρασι, ἀπὸ περιοδι­κά, ἀπὸ γυμνά, ἀπὸ σκάνδαλα, ἀπὸ αἰσχρολο­γίες. Ἔτσι ἔπαψε πλέον ἡ παρθενία κ᾿ ἡ ἐγκρα­τεία νά ᾿νε τὸ στόλισμα τῆς γυναίκας.
 «Χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας». Αὐτὰ λέει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου. Ἀλλὰ καὶ ἡ πατρίδα μας εἶνε ἐκείνη ποὺ ἔχτισε Παρθε­νῶνα, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴν παρθενία. Ἀφοῦ ζοῦ­με σὲ μιὰ τέτοια πατρίδα καὶ στὴν Ἐκκλησία ποὺ ψάλλει «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…», μὴν εἴμαστε ὑποκριταὶ καὶ θεομπαῖχτες.
Νέοι καὶ νέες ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε· ἐγὼ ὁ γέρον­τας ἐπίσκοπος σᾶς προτρέπω. Κρατηθῆτε στὸ ὕψος σας· βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας στὰ κηρύγμα­τα τῶν σειρήνων τῆς διαφθορᾶς, τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων. Ἐγκρατευθῆτε. Μείνετε ἁγνοί, σὰν τὸ χιόνι ποὺ εἶνε στὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων μας. Βάλτε σκοπὸ τὸν τίμιο γάμο. Παρθένοι καὶ οἱ δύο· ἰδού ὁ χριστιανικὸς γάμος, στὸν ὁποῖον ὁ ἱερεὺς θὰ θέσῃ στὰ κεφάλια σας τὸ βραβεῖο τῆς ἐγκρατείας, τὸ στεφάνι ποὺ ἁρμόζει στοὺς ἀγωνιστάς. Καὶ τότε, ὅταν θά ᾿ρχεστε στὴν ἐκ­κλησία, θὰ αἰσθάνεστε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ἀ­κούγοντας στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο· Παναγία, «χαῖ­ρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας»· ἀμήν.

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 4-4-1986 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου