29 Μαρ 2014

Δ΄Κυριακή των Νηστειών (Ιωάννου της Κλίμακος) -«Πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τη απιστία»



Απόστολος: Εβρ. στ΄ 13-30
Ευαγγέλιο: Μαρκ. θ΄ 17-31
Μια μέρα, - διηγείται ο ιερός ευαγγελιστής Μάρκος, αρχίζοντας λίγο πιο εμπρός από τη σημερινή περικοπή – οι μαθητές του Κυρίου είχαν πιάσει συζήτηση με κάποιους Γραμματείς και είχε μαζευτεί γύρω αρκετό πλήθος. Όταν ο Χριστός πλησίασε – γιατί δεν ήταν από την αρχή παρών – ο όχλος θαμπώθηκε, συνεχίζει η ευαγγελική διήγηση, «και προστρέχοντες ησπάζοντο αυτόν».
Ο Υιός του Θεού ρώτησε τότε τα μηρυκαστικά εκείνα του Νόμου – τους Γραμματείς – που είχαν παρασύρει στο δίχτυ της ματαιολογίας τους, τους απλοϊκούς του συντρόφους.
-        Τι συζητείτε μεταξύ σας;
Αλλά πριν εκείνοι προλάβουν να του αποκριθούν – κι από εδώ ακριβώς αρχίζει το ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσαμε – ένας άνθρωπος παραμέρισε τον όχλο και του είπε:
-        Διδάσκαλε, έφερα εδώ το παιδί μου να το γιατρέψεις. Είναι πιασμένο από δαίμονα, που του έχει πάρει τη μιλιά και το ρίχνει κάτω και χτυπιέται κι’ αφρίζει και τρίζει τα δόντια και μένει ξερό. Κι είπα πρώτα στους μαθητές σου να το κάμουν καλά, αλλά δεν μπόρεσαν.

Ο άνθρωπος εκείνος οδηγήθηκε ως εκεί από την πίστη. Δεν είχε πια καμιά ελπίδα στους γιατρούς και στους κομπογιαννίτες, στους οποίους ασφαλώς θα είχε τρέξει πριν και θα του είχαν πάρει αρκετά χρήματα.
Πριν ανοίξει, λοιπόν, το στόμα του κανείς από τους Γραμματείς, στόμα απ’ όπου θα ‘βγαίναν τα λόγια της υπερηφάνειας, της πονηριάς και της ασέβειας, προφθάνει να παρουσιασθεί, μπροστά στον Κύριο ο πόνος και η απαντοχή μιας αξιολύπητης καρδιάς, της καρδιάς του βασανισμένου εκείνου πατέρα.
Αυτός, πράγματι, αγαπητοί αδελφοί, αξίζει να απασχολήσει τον Ιησού. Η δοκιμασία και η θλίψη του έδωσαν ταπείνωση, συντριβή, ελπίδα στον Θεό. Είναι ένας που αισθάνεται την ανάγκη του Θεού κι όχι υποκριτής, σαν αυτούς τους Γραμματείς, που έχουν τον Θεό πρόφαση για να καλοπερνούν  σε τούτο τον κόσμο.
Ωστόσο, ο Ιησούς δεν του αποκρίθηκε στην αρχή με γλυκό τρόπο. Στο πρόσωπο του πατέρα εκείνου, φαίνεται σαν να βλέπει όλο το άστατο ανθρώπινο γένος, που σαν το πλήξουν οι συμφορές, τότε θυμάται τον Κτίστη του και τον πλησιάζει με πίστη ξαναφλογισμένη, αλλά που δεν είναι παρά απιστία, αφού υλικοί λόγοι την κάνουν να παρουσιαστεί.
-        Ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; Έως πότε ανέξομαι υμών;
Είναι δίκαιη η αγανάκτηση αυτή! Αν δεν υπήρχε η αρρώστια του παιδιού του, ο ικέτης εκείνος δεν θα ήταν τώρα γονατισμένος μπροστά στο θείο έλεος, θα ανήκε στις νιφάδες των αδιαφόρων και ψυχρών ψυχών, που τριγυρίζουν τον Υιό του Θεού, χωρίς να τον εννοούν. Δεν λέγει, λοιπόν, τίποτε το υπερβολικό ο Χριστός, όταν κοιτάζοντάς τον, τον ονομάζει «γενεά άπιστη».
Αλλά σπεύδει ευθύς να δείξει την άπειρη ευσπλαχνία του. Γι’ αυτό προσθέτει:
-        Φέρετε αυτόν προς με.
Του φέρνουν τον μικρό δαιμονισμένο.
Τότε, το πνεύμα του κακού, που φώλιαζε μέσα σ’ εκείνο το νεανικό πλάσμα, ταράσσεται. Το παιδί πέφτει χάμω και κυλιέται στη γη σπαραγμένο από την αμάχη του δαίμονος να βγει από μέσα του το γρηγορότερο. Διότι ο δαίμων δεν μπορεί να μείνει κοντά στον Θεό. Πρέπει να φύγει και να χαθεί μακριά.
Ο Ιησούς γυρίζει πάλι στον πατέρα. Κι εκείνος, καρφώνοντας τα μάτια του με λαχτάρα πάνω στον Διδάσκαλο, τον παρακαλεί:
-        Βοήθησον ημίν, σλαχνισθείς εφ’ ημάς.
Η ψυχή αυτού του πατέρα, περισσότερο από τη λύπη που είχε τόσο καιρό με το να βλέπει το σπλάχνο του σ’ εκείνο το θλιβερό κατάντημα, έχει μαστιγωθεί οδυνηρά από την αγανάκτηση του Κυρίου. Καταλαβαίνει, ότι αληθινά είναι εκπρόσωπος της άπιστης γενεάς, ότι η επιτίμηση που άκουσε, το άξιζε.
Αλλά ο Χριστός δεν ήλθε να κρίνει και να καταδικάσει. Ήλθε να σώσει. Λέγει, λοιπόν, στον πατέρα:
-        Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι.
Σαν να του λέγει: Έστω και σπρωγμένος από την υλική ανάγκη, μπορείς να γίνεις δικός μου. Δεν απορρίπτω αυτή την ετεροκίνητη κι ιδιοτελή πίστη. Η ευεργεσία που θα σου κάμω, είναι ικανή να την αλλάξει σε αγνή κι ανιδιοτελή. Μπορείς να έχεις τέτοια πίστη; Τι θέλεις πραγματικά;
Και τότε ο πατέρας του παιδιού αποκρίνεται, αγαπητοί αδελφοί, με την ωραία, την αξετίμητη εκείνη φράση, που πρέπει να τη λέμε κι εμείς στον Χριστό:
-        Πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τη απιστία!
Ναι πιστεύει, θέλει να πιστεύει, όπως του το απαίτησε ο Υιός του Θεού. Απόλυτα, καθαρά, χωρίς ελατήριο κατώτερο.
Αλλά μια τέτοια πίστη είναι μεγάλο πράγμα. Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος ότι την έχει, ότι τη διαθέτει; Γι’ αυτό, ο άνθρωπος εκείνος δεν σταματά στη διαβεβαίωση, αλλά προχωρεί και στην αίτηση βοηθείας. Πιστεύει, αλλά τόσο λίγο, τόσο λειψά, ώστε αν ο Θεός ο ίδιος δεν βοηθήσει αυτή τη σκιώδη πίστη, που είναι σχεδόν απιστία, θα σβήσει ολότελα, θα χαθεί.
Δεν υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, πιο ακριβής διατύπωση απ’ αυτό το οξύμωρο, απ’ αυτή τη φαινομενικά παράλογη απάντηση του ανθρώπου εκείνου: «Πιστεύω, βοήθησε με στην απιστία μου». Είναι η διατύπωση της πίστεως που κλείνουμε στα στήθη μας οι περισσότεροι. Έχουμε κάποια πίστη, μια σπίθα πίστεως, αλλά που κινδυνεύει κάθε τόσο να σβήσει κάτω από την πολύ στάχτη. Η απιστία μας είναι μεγαλύτερη από την πίστη μας. Χωρίς αναστήλωση από τον Θεό, η καρδιά μας δεν μπορεί να σταθεί – βαριά όπως είναι από υλοφροσύνη – στο ύψος της αληθινής πίστεως.
Γιώργος Σαββίδης –Μητρόπολη Πάφου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου